Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου ανακοίνωσε τη λήξη της ανασκαφικής περιόδου 2024 στη θέση Ερήμη-Πιθάρκα, που πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση της καθ. Laerke Recht. Το πρόγραμμα Ερήμη-Πιθάρκα διευθύνει το Πανεπιστήμιο του Graz (Καθ. Laerke Recht) με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Cardinal Stefan Wyszynski στη Βαρσοβία (συνδιευθύνουσα αποστολής δρ Katarzyna Zeman-Wisniewska).

Οι φετινές έρευνες διήρκησαν από τις 29 Απριλίου μέχρι τις 7 Ιουνίου 2024 και σε αυτές συμμετείχε μια διεθνής ομάδα απαρτιζόμενη από προσωπικό και φοιτητές. Οι έρευνες για το 2024 πραγματοποιήθηκαν χάρη στην οικονομική συμβολή του Πανεπιστημίου του Graz και μιας χορηγίας από το Rust Family Foundation. Η ανασκαφή επικεντρώθηκε στα τεμάχια 1209 και 1210 και συγκεκριμένα στις ανατολικές τομές οι οποίες είχαν ξεκινήσει αρχικά το 2022 (Τομές 5 και 6) και σε τέσσερα νέα ανασκαφικά τετράγωνα διαστάσεων 5×5 (Τομές 9, 10, 11 και 12).

Οι φετινές έρευνες απoκάλυψαν ένα ακόμη τμήμα του μνημειώδους κτηριακού συμπλέγματος το οποίο είχε αρχικά εντοπιστεί κατά τη διάρκεια των σωστικών ανασκαφών του Τμήματος Αρχαιοτήτων στα έτη 2007-2012 και του οποίου η διερεύνηση συνεχίστηκε από το 2022 χάρη στο ερευνητικό αυτό πρόγραμμα. Το τμήμα αυτό του κτηρίου αποτελείται από αρκετά δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, ανοικτούς και ημι-υπαίθριους χώρους. Όπως και σε άλλα τμήματα του κτηρίου, πολλοί χώροι ήταν κατασκευασμένοι με έναν συνδυασμό τεχνικών, δηλαδή λάξευση στον φυσικό βράχο (καφκάλλα), κατασκευή λίθινων τοίχων χωρίς συνδετικό υλικό και πλίνθινη ανωδομή. Όλα τα τμήματα που ήταν κατασκευασμένα από πλίνθους κατέρρευσαν στα δωμάτια, όπου στη συνέχεια αποσαθρώθηκαν, ενώ πολλοί από τους λίθινους τοίχους παραμένουν ανέπαφοι καθώς και τα λαξεύματα στο φυσικό βράχο. Οι τοίχοι έχουν πλάτος 60-80 εκατοστά και ήταν κατασκευασμένοι χρησιμοποιώντας μεγάλους λίθους στις εξωτερικές τους πλευρές και μικρότερες ως γέμισμα στο εσωτερικό τους. Γενικά, επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο δόμησής τους ενώ διακρίνονται προσπάθειες επιδιόρθωσης και περαιτέρω στήριξής τους.

Κάποιοι χώροι επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: το δωμάτιο 110 έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις και οι τοίχοι του είναι δομημένοι με κατεργασμένους λίθους. Σε αυτό εισέρχονταν διαμέσου μιας διόδου πλάτους 1 μέτρου ενώ στη νοτιοδυτική γωνία υπήρχε πάγκος εργασίας. Στο δωμάτιο, σε τμήμα όπου διασώθηκε μερικώς το δάπεδο, υπήρχε ένα λίθινο βάρος ελαιοτριβείου και μια ομάδα λίθινων εργαλείων. Επίσης σε αυτό εντοπίστηκε ένας τεμαχισμένος «Χαναανίτικος» αμφορέας. Νότια από το δωμάτιο αυτό, στον χώρο 113, εντοπίστηκε μια ανοικτή και μια ημι-υπαίθρια αυλή στην οποία το δάπεδο έχει μερικώς διατηρηθεί. Σε αυτήν εντοπίστηκε μια λίθινη βάση και μια λίθινη λεκάνη.

Τα ευρήματα περιλαμβάνουν κυρίως κεραμική (πιθοειδή αγγεία και αγγεία της λευκής ακόσμητης κεραμικής, χονδροειδή αγγεία, μαγειρικά σκεύη και ελάχιστα δείγματα λεπτής και εισηγμένης κεραμικής), κατεργασμένα λίθινα εργαλεία και άλλα αντικείμενα (τριβεία, ιγδία, κόπανοι, λεκάνες, λίθινα παιχνίδια).

Βάσει των ευρημάτων, η θέση στα Πιθάρκα μπορεί να χρονολογηθεί στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ΙΙΓ–ΙΙΙΑ, επιβεβαιώνοντας προηγούμενα συμπεράσματα. Σε αυτή τη χρονολόγηση παραπέμπει ιδιαίτερα η λεπτή κεραμική η οποία περιλαμβάνει δείγματα Δακτυλιόποδης Λευκόχριστης, Λευκής Γραπτής Τροχήλατης και ρυθμούς αιγαιακής προέλευσης. Κάτω από το επιφανειακό και το πρώτο αρχαιολογικό στρώμα, τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκονται αρκετά ασφαλισμένα, χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις από μεταγενέστερες περιόδους. Η στρωματογραφία, η αρχιτεκτονική και τα λοιπά στοιχεία φανερώνουν αρκετές φάσεις χρήσης στην περιοχή Πιθάρκα αλλά όλες μέσα στο χρονολογικό πλαίσιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού ΙΙΓ–ΙΙΙΑ. Τα κεραμικά όστρακα ωστόσο παραπέμπουν σε πρωιμότερη ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή.

Η θέση στα Πιθάρκα θα είχε εγκαταλειφθεί ειρηνικά, καθώς, παρότι υπάρχουν ενδείξεις για κατάρρευση των τοίχων, δεν υπάρχουν ίχνη καταστροφής από καύση. Τα δωμάτια και οι χώροι είχαν αδειάσει, αφήνοντας ελάχιστα αντικείμενα, κυρίως κεραμικά όστρακα και λιγότερο κινητά αντικείμενα όπως πιθάρια και λίθινα εργαλεία, υποδεικνύοντας ότι οι κάτοικοι θα είχαν αρκετό χρόνο για να την εγκαταλείψουν.