«Μεγαλώσαμε σε μια συνθήκη που το έθνος ήταν αδιαπραγμάτευτο».
Έτσι ξεκίνησε ο Καθηγητής Δημήτρης Πλάντζος την εισαγωγή μιας εισήγησης από κοινού με τον Καθηγητή Γιάννη Χαμηλάκη, η οποία πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα σε διοργάνωση του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ. Αφορμή το βιβλίο «Αρχαιολογία Έθνος και Φυλή», το οποίο ο Έλληνας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπράουν συνυπογράφει με τον Ισραηλινό καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ Ράφαελ Γκρήνμπεργκ. Στο βιβλίο, βασισμένο σε σειρά σεμιναρίων των δύο επιστημόνων, αναλύεται το πώς η αρχαιολογία συνδέεται με τις έννοιες του έθνους και της φυλής, μέσα από τη μελέτη της Ελλάδας και του Ισραήλ (τόπους καταγωγής και δράσης των δύο συγγραφέων) ως δύο χωρών με παράλληλη πορεία στη χρήση του παρελθόντος ως συνδετικού υλικού για τη σύγχρονη ταυτοτική τους συγκρότηση.
Η συνεργασία Χαμηλάκη και Γκρήνμπεργκ αποτελεί το πιο πρόσφατο στάδιο μιας επιστημονικής πορείας λίγο μεγαλύτερης από 40 χρόνια, που αλλάζει την αρχαιολογική επιστημολογία. Μιας πορείας που βρήκε την αρχαιολογία να «συνομιλεί» με άλλες κοινωνικές επιστήμες, να επεξεργάζεται έννοιες που αποτελούσαν αξιώματα, και τελικά να φέρνει επιστήμονες και κοινό απέναντι από τις βεβαιότητες και τις ευαισθησίες τους, αποσκοπώντας σε μια πιο ειλικρινή θεώρηση των όσων διαδραματίζονται στον κόσμο. Ο καθηγητής Πλάντζος αφηγήθηκε αυτήν την πορεία ορίζοντας ως αφετηρία της, το βιβλίο του Μπ. Άντερσον «Φαντασιακές κοινότητες». Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού, για πρώτη φορά, το έθνος ορίζεται ως οντολογία, αποτέλεσμα μιας συλλογικής φαντασίας. Σε μια δεύτερη έκδοση του ίδιου έργου όμως (1991), ένα επιπλέον κεφάλαιο επισημαίνει τον ρόλο της αρχαιολογίας στη δημιουργία των φανταστικών αυτών εθνών. Η θεωρία αυτή πολεμήθηκε, και μάλιστα βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών. Αν οι παραδοσιακοί ιστορικοί δεν δέχονταν την υποκειμενικότητα των σταθερών τους, οι λεγόμενοι «μετα-αποικιακοί» έβλεπαν τη θεωρία του Άντερσον ως πρόσκομμα στην προσπάθεια για αυτοδιάθεση και αυτοπροσδιορισμό των ομάδων που είχαν ελευθερωθεί πρόσφατα από την αποικιοκρατία.
Και κάπως έτσι ερχόμαστε στο 2002, οπότε ο Μ. Χέρτσφελντ διατυπώνει έναν άλλο όρο-τομή: την ιδέα της κρυπτοαποικίας, η οποία αφορά χώρες που δεν ήταν αποικίες αλλά εντάσσονταν στη σφαίρα επιρροής μεγάλων δυνάμεων/ μητροπόλεων. Μέσα στο πλαίσιο της επιρροής αυτής, οι περιφερειακές αυτές χώρες «καταναλώνουν την εικόνα που κατασκευάζουν γι αυτές οι μητροπόλεις», χρησιμοποιώντας την ως εργαλείο στην προσπάθειά τους για αυτοπροσδιορισμό κι ελευθερία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η χρήση από τη σύγχρονη Ελλάδα της εικόνας της κλασικής αρχαιότητας ή της εποποιίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία όπως όμως είχε διαμορφωθεί από τους Ευρωπαίους «αρχαιοδίφες» κατά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, και μέσα από το πρίσμα της ρωμαϊκής κληρονομιάς.
Με βάση τις θεωρίες των φαντασιακών κοινοτήτων και της κρυπτοαποικιακότητας ξεκινά η εργογραφία του Γιάννη Χαμηλάκη, η οποία εξετάζει θέματα όπως η χρήση των υλικών καταλοίπων και της αρχαιότητας ως ενδείξεων ελληνικότητας αλλά και «λευκότητας», καθώς και το θέμα της φυλής. Αν υπάρχει κάποιο νόημα για τη μελέτη όλων αυτών των θεμάτων υπό το πρίσμα που προτείνει ο Χαμηλάκης, είναι η αποφυγή ενός «αρχαιοπρεπούς λόγου» ο οποίος στηρίζει μια απατηλή εικόνα για τον ελληνισμό, η οποία ευθύνεται για μάλλον αχρείαστες κοινωνικές συγκρούσεις και περιθωριοποιήσεις. Τελειώνοντας την εισαγωγή του ο Πλάντζος, απεύθυνε στον Χαμηλάκη μια σειρά από ερωτήσεις. Γιατί, λοιπόν, στο βιβλίο Αρχαιολογία Εθνος και Φυλή επικεντρώνεται στην Ελλάδα και το Ισραήλ; Γιατί το βιβλίο είναι διαλογικό; Και, τελικά, τί είναι η αποαποικιοποίηση, και πώς γίνεται;
Κάπως έτσι πήρε τον λόγο ο Γιάννης Χαμηλάκης. Ευχαριστώντας για την πρόσκληση, τόνισε ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον προσκαλεί να μιλήσει, αν και η πρωταρχική ιδέα για τη συζήτηση θα είχε επίκεντρο τον πόλεμο στη Γάζα, για τον οποίο επίσης θα έκανε λόγο.
«Η κριτική στηρίζεται πρώτα στον αναστοχασμό», συνέχισε. Την καταγωγή, την τάξη μας, αλλά και τη θέση μας στην αρχαιολογία. Ήταν συγκινητικό όσο και διαφωτιστικό το πώς έφερε ως παράδειγμα τον εαυτό του, εξηγώντας ότι θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που έλαβε εκπαίδευση ανώτερη του Δημοτικού. Το υπόβαθρο αυτό ήταν που τον εμπόδισε να δεχτεί την προσέγγιση του ελληνικού πανεπιστημίου για την αρχαιολογία, ως μια «γερμανόφωνη» επιστήμη με τον Βίνκελμαν ως ιδρυτή. Μας διηγήθηκε την πρώτη του αντίδραση: να απορρίψει την αρχαιολογία, και να επικεντρωθεί σε άλλες πτυχές των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως η πολιτική και η ιστορία. Μια γενιά νέων καθηγητών στο Πανεπιστήμιο, κυρίως γυναικών, που, με στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο, έκαναν λόγο για άλλες «αρχαιολογίες» πέρα από εκείνη του Βίνκελμαν, τον ώθησε να επιστρέψει στην αρχαιολογία. Να παραμείνει, για να μελετήσει και να κάνει «την αρχαιολογία που ήθελε εκείνος. Όπως την ήθελε να είναι».
Το πιο πρόσφατο βήμα στην αρχαιολογία του αυτήν είναι το βιβλίο αυτό, διαλογικό καθώς γράφτηκε στα πλαίσια διδασκαλίας. Αφορμή για την ενασχόληση με το Ισραήλ ήταν ο συν-συγγραφέας του, Ράφαελ Γκρηνμπεργκ, ένας από τους λίγους Ισραηλινούς αρχαιολόγους που μάχεται τη γενοκτονική πολιτική της χώρας του, τεκμηριώνοντας με την ερευνητική του δράση το τρόπο που η αρχαιολογία χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του κράτους του Ισραήλ. Έχοντας πολεμηθεί στη χώρα του, ο Γκρήνμπεργκ βρίσκεται ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μέσα από μια τέτοια θέση βρέθηκε να συνδιδάσκει με τον Χαμηλάκη στην Αμερική, την εποχή που εξελισσόταν το Black Lives Matter και πριν την πανδημία. Όπως εξήγησε ο Χαμηλάκης, κατά τη συνδιδασκαλία βρέθηκαν κοινά σημεία στον τρόπο προσέγγισης του παρελθόντος στην Ελλάδα και το Ισραήλ, ενώ η ιστορική συγκυρία ανέδειξε το θέμα της φυλής και τις κοινωνικές του προεκτάσεις. Συνειδητοποιώντας από κοινού το πως η φυλετικοποίηση είναι ζήτημα κεντρικό και στις δυο χώρες, οι δύο επιστήμονες ενέταξαν τη «φυλή» στα θέματα του κοινού τους έργου, με απρόσμενα αποτελέσματα.
Μέσα από το νέο πρίσμα που προσέφερε ο διάλογος, ο ίδιος ο Χαμηλάκης βρέθηκε να αναθεωρεί παλαιότερες προσεγγίσεις του στο θέμα της φυλής. Η παλαιότερη άποψή του, όπως μας διευκρίνισε, ήθελε τον ελληνικό εθνικισμός όχι φυλετικοποιημενο αλλά «πολιτισμικό». Ταυτόχρονα είχε διατυπώσει ερωτηματικά και ως προς τον όρο «φυλή» στην ελληνική ιστοριογραφία: ο όρος στα αγγλικά θα μπορούσε να μεταφράζεται ως tribe ή ethnicity αλλά όχι ως race. Μέσα από το νέο πρίσμα που ανέδειξε η συνεργασία με τον Γκρήνμπεργκ και τα ιστορικά δεδομένα όμως, αναθεώρησε τεκμηριώνοντας ότι τη δεκαετία του ‘30 στην Ελλάδα η λέξη «φυλή» χρησιμοποιείται και ως αντίστοιχη της αγγλικής “race”. Είναι άλλωστε γενικά παραδεκτό πλέον ότι σημείο τομής για το πως εκλαμβάνεται η φυλή σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το Ολοκαύτωμα, με την προβληματική που δημιούργησε να οδηγεί στην εγκατάλειψη των φυλετικών θεωριών, με αποκορύφωμα τον ορισμό από την UNESCO της φυλής ως κοινωνικού και όχι ως φυσικού ανθρωπολογικού φαινομένου. Αυτά, φυσικά, στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία. Γιατί στην ελληνική βιβλιογραφία η μελέτη της φυλής είναι σε πρωταρχικό στάδιο, με ερευνητές (όπως η Σεβαστή Τρουμπέτα) να αναδεικνύουν πολύ πρόσφατα την εφαρμογή φυλετικών/ ρατσιστικών θεωριών στην Ελλάδα.
«Ο εορτασμός των 200 ετών από το 1821 ήταν ουσιαστικά μια χαμένη ευκαιρία για σημαντικές συζητήσεις», συνέχισε ο Χαμηλάκης, εντάσσοντας τη φυλετικοποίηση των Ελλήνων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη. Θα μπορούσε να γίνει περισσότερος λόγος για την χώρα μας ως μια περιοχή «ορίου», πολιτικού και κατ’ επέκταση φυλετικού. Μιας περιοχής σπαρμένης με κατάλοιπα ελληνικών προϊστορικών ηγεμονιών και ιστορικών πόλεων-κρατών αλλά και πολυεθνικών αυτοκρατοριών (Ρωμαϊκής-Βυζαντινής και Οθωμανικής), στο όριο της Ευρωπαϊκής Δυτικής Χριστιανοσύνης με την Αφροασιατική «Ανατολή» των Οθωμανών Μουσουλμάνων αλλά και των Ορθόδοξων Χριστιανών. Οι κάτοικοί της ήταν εξίσου «οριακοί» με βάση τις νεωτερικές φυλετικές θεωρίες: «almost white but not quite».
Η «οριακότητα» αυτή ήταν που εξασφάλισε στην Ελλάδα την ανεξαρτησία της, με σημαντικό όμως τίμημα. Το νέο κράτος που θα βοηθούσε η Ευρώπη να δημιουργηθεί θα είχε το ρόλο χώρας-αναχώματος (buffer zone) προς την Ασία και την Αφρική και ό,τι αυτές εκπροσωπούσαν. Έμελλε έτσι να είναι διαχρονικά ένα «τείχος» που απομόνωνε τη Δύση από διάφορους «εχθρούς» (Οθωμανούς, Κομμουνιστές, πρόσφυγες και μετανάστες από τον Παγκόσμιο Νότο κατά τα pushbacks). Ως τέτοια χώρα ανάχωμα θα αναπτυσσόταν επίσης ως «κρυπτοαποικία» των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά, ενώ πολιτισμικά θα ήταν «αμιγώς ελληνική» με βάση ένα ιδεατό που πήγαζε στον τρόπο με τον οποίο η Δύση φανταζόταν την αρχαία Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκε η ιδέα του «εξαγνισμού» του τοπίου και των ανθρώπων από στοιχεία που οι χώρες-μέντορες έκριναν ως «ξένα» και της «εξυγείανσης» του πολιτισμού, από κατάλοιπα που δεν εντάσσονται στην εικόνα της ιδεατής «ελληνικότητας». Έτσι η Ακρόπολη της Αθήνας στερήθηκε όλα τα μη ελληνορωμαϊκά μνημεία της, ενώ οι Έλληνες έπρεπε να μιλάνε μόνο ελληνικά και να είναι (και να φαίνονται) «λευκοί»!
Η «λεύκανση» των Ελλήνων ήταν ένα πολύπλοκο ζήτημα, ειδικά επειδή συνδέθηκε με παγκόσμιας σημασίας γεγονότα. Είναι άφθονες οι μαρτυρίες για την ύπαρξη αφρικανικών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο, ενώ οι Αφρικανοί εκλαμβάνονται από τους υπόλοιπους κατοίκους του ελλαδικού χώρου ως κάτι «άλλο», όχι κατώτερο, αλλά ισχυρό και μυστηριώδες. Όσο για την ελληνική επανάσταση, συνδέεται κατά τον Χαμηλάκη με αντίστοιχα επαναστατικά/ αποαποικιακά κινήματα μαύρων της Καραϊβικής στον Ατλαντικό, με κυριότερο το παράδειγμα της Αϊτής, ενώ συγχρόνως με τις κινήσεις αυτές ακούγονται και φωνές υπέρ της απελευθέρωσης των μαύρων σκλάβων στις αποικίες. Την ίδια στιγμή όμως, εκδηλώνοντας ένα πολύ πρώιμο παράδειγμα «whataboutism», οι φιλελληνικοί κύκλοι (με πολλούς δουλοκτήτες στις τάξεις τους) προωθούν την έννοια της λευκής δουλείας, με τους Έλληνες ως το απόλυτο παράδειγμα του όρου. Το φιλελληνικό κίνημα, κυρίως μέσα από Αμερικανούς εκφραστές του, Ελλήνων δίνει προτεραιότητα στην απελευθέρωσή των Ελλήνων ως «λευκών δούλων», έναντι εκείνης των μαύρων. Παράδειγμα της προπαγάνδας αυτής αποτέλεσε το πολύ δημοφιλές στις ΗΠΑ άγαλμα της Ελληνίδας Σκλάβας, μιας αλυσοδεμένης λευκής, που κατασκευάστηκε σε αντιδιαστολή με εκείνο της Σκλάβας της Βιρτζίνια, το οποίο παρίστανε μια αλυσοδεμένη μαύρη σε αντίστοιχη στάση.
Η αρχαιολογία ενίσχυσε επιστημονικά την ιδέα περί ετερότητας λευκών και μαύρων στην νεοσύστατη Ελλάδα. Η «λευκότητα» των αγαλμάτων που προωθήθηκε ως αισθητικό ιδεώδες, αν και απολύτως λανθασμένη, ενισχύθηκε από αμφίβολες ερμηνείες ευρημάτων της νεοσύστατης Μινωικής αρχαιολογίας. Ο Έβανς είδε σε σπαράγματα τοιχογραφιών «Μινωίτες» να οδηγούν Αφρικανούς, όντας «φύλακές τους» και ονομάζοντας τη σκηνή ως «Captain of the Blacks» ενώ χαρακτήρισε τον πολιτισμό της Εποχής του Χαλκού της Κρήτης ως «πρώτο ευρωπαϊκό πολιτισμό». Ήταν μόνο η αρχή για μια σειρά παραδειγμάτων φυλετικοποίησης των αρχαίων κατοίκων της Κρήτης με βάση τα νεότερα πρότυπα. Το πιο πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα είναι η σύγχρονη τάση στην ερμηνεία του αρχαίου DNA όπου οι γενετιστές υιοθετούν άκριτα φυλετικοποιημένους όρους.
Στην ομιλία του ο Χαμηλάκης απέφυγε να κάνει ευρύ λόγο για το άλλο σκέλος του βιβλίου, το Ισραήλ, ίσως επειδή αυτό αποτέλεσε αντικείμενο κυρίως του συνεργάτη του Ράφαελ Γκρήνμπεργκ. Είδε όμως τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη σύσταση της νεότερης Ελλάδας ως το πρότυπο που ακολουθήθηκε, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, στη σύσταση του κράτους του Ισραήλ.
Υπό μία έννοια, Έλληνες και Εβραίοι είναι δύο έθνη που πορεύονται παράλληλα, υπό την εποπτεία των δυνάμεων της Δύσης – σήμερα του Παγκόσμιου Βορρά. Και οι δυο εκλαμβάνονταν ως «εξίσου αχρείοι», (σύμφωνα με προσωπική άποψη-μαρτυρία του Λόρδου Βύρωνα που μας υπενθύμισε ο ομιλητής μας). Όπως και η Ελλάδα, το Ισραήλ ιδρύθηκε ως κράτος ανάχωμα (προς τον αραβικό κόσμο), με τα χαρακτηριστικά της κρυπτοαποικίας, και προβλήθηκε ως η εκπλήρωση ενός ονείρου επιστροφής σε μια κατάσταση εθνικής δόξας, πολιτικής δύναμης και ευημερίας χαμένης από την αρχαιότητα. Όπως στην Ελλάδα, έτσι και στο Ισραήλ, η «κάθαρση» ανθρώπων και μνημείων που αποσκοπεί στη δημιουργία εθνοθρησκευτικά ομοιογενών κοινοτήτων προβλήθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση της επιστροφής στην αρχαία υπεροχή. Και στις δύο χώρες, η αποκάθαρση πραγματοποιήθηκε με την αρχαιολογία (επιλεκτική ανασκαφή ή καταστροφή μνημείων) να επικουρεί την πολιτική (συστηματικός εκτοπισμός πληθυσμών) ώστε να εξαφανιστεί οτιδήποτε δεν χωράει στην εικόνα της «παλιγγενεσίας» ενός αμιγώς ελληνικού ή εβραϊκού έθνους. Στο πλαίσιο αυτό, το «άλλο» βαφτίζεται εχθρικό με όρους εθνικής μυθολογίας. Στο πλαίσιο αυτό εξηγείται και η πρόσφατη χρήση από τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπ. Νετανιάχου, του όρου Amalek (Αμαληκίτες) για τους Παλαιστίνιους της Γάζας, καθώς στη Βίβλο οι Αμαληκίτες ήταν οι κατεξοχήν εχθροί των Ισραηλιτών, τους οποίους οι τελευταίοι είχαν το ελεύθερο από τον Θεό να εξολοθρεύσουν.
Αν όμως η αρχαιολογία, μέσα από φυλετικές και εθνοκεντρικές θεωρίες, συνεχίζει να χωρίζει αντί να ενώνει, πώς μπορεί αυτό να σταματήσει; Αν η αποικιακή θεώρηση ευθύνεται για τον τρόπο που η αρχαιολογία χωρίζει, η αποαποικιοποίησή της θα μπορούσε να ενώσει. Έτσι, στην ελληνική αρχαιολογία, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε ερευνώντας ίχνη μνημείων που χάθηκαν μετά από την «αποκάθαρση» αρχαιολογικών χώρων. Για την αθηναϊκή Ακρόπολη, συγκεκριμένα, υπάρχουν μαρτυρίες ακόμη και για νεκροταφείο με μαυσωλεία στην έκτασή της. Η τεκμηρίωση τέτοιων πληροφοριών και η συμπερίληψη και αυτών στις περιγραφές μας θα ήταν ένα σημαντικό παράδειγμα αποαποικιοποιημένης αρχαιολογίας.
Αν όμως υπάρχει μεθοδολογική πρόταση για την αποαποικιοποίηση της αρχαιολογίας στην Ελλάδα, μια χώρα κατά τ’ άλλα ειρηνική, πόσο δυνατόν είναι να βρεθεί κάτι αντίστοιχο για την περιοχή Ισραήλ/ Παλαιστίνης, η οποία σήμερα φλέγεται; Κάνοντας λόγο για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις υπέρ της Παλαιστίνης, και τη συμμετοχή σε αυτές πολλών νεαρών Αμερικανών εβραϊκής καταγωγής, καθώς και σημαντικών Αμερικανοεβραίων διανοούμενων, ο ιστορικός Χαμηλάκης «βλέπει» ότι οι πολιτικές τύπου απαρτχάιντ του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ εν γένει αλλά και η υπέρμετρη βία του ισραηλινού στρατού κατά τον τρέχοντα πόλεμο στη Γάζα επηρεάζουν τους νεαρούς Εβραίους της διασποράς τόσο ώστε να σκέφτονται διαφορετικά από τους γονείς τους, και να στέκονται αντίθετοι στην ιδέα της υπεράσπισης με κάθε τρόπο – και κόστος – της «μητρόπολης». Αν, όμως, η εβραϊκή διασπορά αιμοδοτεί το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ οικονομικά και διπλωματικά, η έμπρακτη στροφή της νέας γενιάς της υπέρ της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων θα ευνοούσε ένα πιο συμπεριληπτικό και δίκαιο μέλλον στην πολύπαθη αυτής γωνιά της Μεσογείου στο σύνολό της.
Και κάπως έτσι, η συζήτηση για ένα δύσκολο θέμα, κλείνει αισιόδοξα, με το βλέμμα σε άλλη μια ομάδα νέων που μπορεί και να αλλάξουν τελικά τον κόσμο.