Εξετάζοντας μια κορυφαία αρχαιολογική αποκάλυψη στην καρδιά της αρχαίας Αλεξάνδρειας.
Στις αρχές του 2010 η Αλεξάνδρεια βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας λόγω ενός σημαντικού αρχαιολογικού γεγονότος με παγκόσμια απήχηση στην επιστήμη και – λόγω της ιστορικής και πολιτιστικής του σημασίας – στα ΜΜΕ.
Κατά την εκσκαφή θεμελίων στους χώρους των Κεντρικών Δυνάμεων Ασφαλείας της πόλης, δυτικά του αρχαιολογικού χώρου του Κομ ελ-Ντίκα, τα μηχανήματα χτύπησαν αρχαία θεμελίωση. Αμέσως, το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων όρισε την περιοχή ως αρχαιολογικό χώρο ενώ η κυβέρνηση προχώρησε σε νόμο για τον έλεγχο της ανοικοδόμησης στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, μια κρατική αποστολή με επικεφαλής τον δρα Μohamed Abd El Maksoud, Προϊστάμενο Αρχαιοτήτων της Κάτω Αιγύπτου, δραστηριοποιήθηκε στο χώρο με σκοπό την συστηματική ανασκαφή, η οποία κατέληξε στην αποκάλυψη ενός σημαντικού μεγάλου κτιρίου μήκους 60μ. και πλάτους 15 μ. Σύμφωνα με τον δρα Zahi Hawass, Γραμματέα του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων, το κτίριο αυτό σχετίζεται με ναό της βασίλισσας Βερενίκης Β΄, συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ του Ευεργέτη (246 – 222 π.Χ.). Όπως εξήγησε ο δρ Hawass, το κτίριο καταστράφηκε σε μεταγενέστερες περιόδους κατά τη χρήση του ως λατομείου, καθώς εξαφανίστηκαν πολλοί από τους δόμους του. Η στρωματογραφία δείχνει ότι ο ναός δεν θεμελιώθηκε κατευθείαν στο φυσικό βράχο καθώς προϋπήρχαν άλλες θεμελιώσεις. Η κεραμολόγος καθηγήτρια Pascal Ballet παρατήρησε την ύπαρξη ορισμένων προ-Αλεξανδρινών οστράκων στο χώρο. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτά είναι πιθανή η ύπαρξη ενός προγενέστερου ναού φαραωνικής περιόδου τον οποίον επαναθεμελίωσε η Βερενίκη.
Η νέα αυτή αποκάλυψη αποτέλεσε την αφορμή για την οργάνωση ειδικής ημερίδας στην Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη (Bibliotheca Alexandrina) από το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων και το Κέντρο Καλλιγραφίας της Βιβλιοθήκης. Κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 8 Απριλίου του 2010 έγινε η επίσημη ανακοίνωση της αρχαιολογικής αποκάλυψης και των πρωτογενών ερευνητικών αποτελεσμάτων της ανασκαφικής ομάδας. Πραγματοποιήθηκαν επίσης σχετικές επιστημονικές ανακοινώσεις, που παρουσιάζονται αναλυτικά στη συνέχεια.
Στην παρουσίασή του με τίτλο «Ανασκαφές του Ναού του Βουβάστειου στο Κομ ελ-Ντίκα» o δρ Μohamed Abd El Maksoud, Προϊστάμενος Αρχαιοτήτων της Κάτω Αιγύπτου, ανέφερε τις ανασκαφές στη θέση και τους τρόπους διάσωσής τους. Μίλησε για την τοποθεσία του τεμένους που ονόμασε Βουβαστιτικό Nαό, σύμφωνα με τις επιγραφές που βρέθηκαν σε αντικείμενα. Πραγματοποίησε αναφορά στο ανεσκαμμένο τμήμα του ναού, στο ΝΔ τμήμα του, και τόνισε ότι είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί η ανασκαφή της εισόδου καθώς και του υπόλοιπου κτίσματος, καθώς βρίσκεται κάτω από δύο κεντρικές οδικές αρτηρίες της Αλεξάνδρειας. Στην ανακοίνωση αναφέρθηκε και ο εντοπισμών εργαστηρίων στο χώρο, τα οποία σχετίζονταν με τον ναό και όπου κατασκευάζονταν αγάλματα και άλλα αντικείμενα. Από τους χώρους αυτούς προέρχονται εκατοντάδες ειδώλια της γατόμορφης θεάς Μπάστετ. Μάλιστα, τρεις κρύπτες περιείχαν τέτοια ειδώλια από τερακότα, ενώ αποκαλύφθηκαν επίσης αγαλμάτια από ασβεστόλιθο που παρίσταναν γυναίκες και παιδιά, χάλκινα, φαγεντιανά και πήλινα αγαλμάτια αιγυπτιακών θεοτήτων και νομίσματα. Αποκαλύφθηκαν επίσης πηγάδια, λίθινοι αγωγοί και μια ρωμαϊκή κινστέρνα. Ανέφερε επίσης ότι η αποστολή αποκάλυψε το στρώμα θεμελίωσης του ναού, το οποίο χρονολογείται στον Πτολεμαίο τον Γ΄ και δύο επιγραφές σε ισάριθμες βάσεις. Η μία επιγραφή είναι ελληνική και αναγράφει το όνομα του Πτολεμαίου Δ΄. Αποτελεί αφιέρωση των ξένων αντιπροσώπων που κατοικούσαν στην Αλεξάνδρεια την περίοδο εκείνη, οι οποίοι εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τον Πτολεμαίο Δ΄ καθώς και τη στήριξη που του παρείχαν στη μάχη της Ράφας. Η δεύτερη επιγραφή είναι ρωμαϊκή, χρονολογείται την εποχή του Αντωνίνου Πίου και αποτελεί αφιέρωση στη θεά Μπάστετ. Τα νομίσματα που βρέθηκαν στο χώρο καθώς και οι επιγραφές βοήθησαν τους αρχαιολόγους στον προσδιορισμό της χρονολογίας στα τέλη του 4ου και την αρχή του 3ου αι. π.Χ.
Στη διάλεξη με τίτλο «Ο Ναός του Βουβάστειου: Πολιτιστικό και Θρησκευτικό Υπόβαθρο», ο σύμβουλος του γενικού γραμματέα του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων Ahmed abd – el Fatah μίλησε για τα εργαστήρια που ήταν προσαρτημένα στο Βουβάστειο. Ανέφερε ότι το πλήθος των αγαλμάτων της Μπάστετ που βρέθηκαν στο ναό θα πρέπει να έχει κάποια πρακτική αρχαιολογική εξήγηση. Έτσι είπε ότι τα – προσκείμενα στο Βουβάστειο – αυτά εργαστήρια ήταν ο μοναδικός χώρος κατασκευής των αγαλμάτων και των υπολοίπων αντικειμένων που βρέθηκαν στο ιερό. Η παρουσία εργαστηρίων κοντά σε ναούς απαντά ήδη από τη φαραωνική περίοδο στην Αίγυπτο, ενώ ένα χαρακτηριστικό ελληνιστικό παράλληλο στην Αλεξάνδρεια αποτελεί ο ναός του Ρας ελ-Σόντα. Σε παρόμοια εργαστήρια έχει αποκαλυφθεί πλήθος φυλακτών σχετικών με θεότητες όπως η Ίσις, η Νέφθυς, η Σέχμετ, η Ταουερέτ και ο Νεφερτούμ, μια ομάδα νεκρικών αγαλματιδίων «ουσάμπτι» καθώς και αντικείμενα από οστούν, πηλό και υαλόμαζα. Συμπερασματικά, ο χώρος του ναού ήταν σημαντικό κέντρο διέλευσης και δεν αποκλείεται να τοποθετείται στο χώρο της Αγοράς της πόλης.
Με τίτλο «Μελετώντας την κεραμική των ανασκαφών του Ναού του Βουβάστειου», η ομιλία του αρχαιολογικού επιβλέποντος του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων κ. Amir Fahmy el-Meseary, επικεντρώθηκε στη μελέτη της κεραμικής του Βουβάστειου. Ο κ. el-Meseary μίλησε για τους διαφορετικούς τύπους κυπέλλων και κρατήρων οι οποίοι εντοπίστηκαν στο χώρο. Παρατήρησε ότι η μεγάλη πλειοψηφία ήταν τοπικής κατασκευής αλλά ακολουθούσαν τυπολογικά άλλα, εισηγμένα, αγγεία. Σύμφωνα με τις επιγραφές οι οποίες εντοπίστηκαν σε αρκετά όστρακα, η κεραμική του χώρου τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ του τέλους του 4ου αι. π.Χ. και της Ρωμαϊκής περιόδου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η ομιλία της δρος Mervat Seif el-Din, Γενικής Διευθύντριας Επιστημονικών Εκδόσεων των Μουσείων της Αλεξάνδρειας. Με τίτλο «Τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών του Ναού του Βουβάστειου», η ομιλία περιλάμβανε την αποκάλυψη από την αρχαιολογική ομάδα τριών «κρυπτών». Από αυτές, η πρώτη περιείχε χάλκινο αγαλματίδιο παιδιού, ένα άγαλμα της γατόμορφης θεάς Μπάστετ από ασβεστόλιθο αλλά και 295 αγαλματίδια της ίδιας θεότητας, από ασβεστόλιθο και τερακόττα, 94 από τα οποία ήταν αρκετά καλοδιατηρημένα. Η δεύτερη κρύπτη περιείχε 70 ασβεστολιθικά αγαλματίδια με ελληνικές επιγραφές στη βάση τους. Αρκετά αγαλματίδια παρίσταναν παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καθώς και γλυπτές παιδικές κεφαλές. Η τρίτη κρύπτη τέλος περιείχε 40 αντικείμενα, όλα αγαλμάτια της Μπάστετ, μεγαλύτερου όμως μεγέθους από τα πρώτα, καθώς το ύψος τους αγγίζει τα 40 εκ. Εδώ διακρίνεται επίσης ότι επρόκειτο απεικονίσεις της θεότητας ως μητέρας που τάιζε τα μικρά της, καθώς είναι εμφανείς οι θηλές στα πλήρη αγαλμάτια.
Η μελέτη ορισμένων απεικονίσεων έδειξε ότι τα πήλινα αγαλμάτια κατασκευάζονταν χρησιμοποιώντας μήτρα (καλούπι). Η εμπρόσθια και η οπίσθια όψη καθώς και η βάση εφάρμοζαν στη μήτρα ενώ αργότερα ψήνονταν και χρωματίζονταν σε τόνους λευκού, γαλάζιου, πορτοκαλί, κυανού, κίτρινου και ρόδινου. Η μορφή της γάτας αναπαρίσταται οκλάζουσα σε ορθογώνια βάση και σε διάφορες δραστηριότητες: τρώγοντας ποντίκια, πιάνοντας περιστέρι, μπήγοντας τα νύχια στη λεία της, στον ύπνο της ή ταΐζοντας τα μικρά της. Ορισμένα γατόμορφα αγαλμάτια παριστάνονται στη στάση της σφίγγας ή ως υπόσταση της θεάς Μπάστετ με τρία μικρά πίσω της. Παραπέμποντας στη διδακτορική διατριβή της δρος Siline Boutanine σχετικά με τα αγαλμάτια ζώων στην Ελληνορωμαϊκή Αίγυπτο (1999), η δρ Seif el-Din τόνισε τον αφιερωματικό χαρακτήρα των αγαλματίων αυτών τα οποία απευθύνονταν στη θεά Μπάστετ ως ευχαριστήρια για την απάντησή της σε προσευχές και επιθυμίες των λατρευτών. Άλλωστε η Μπάστετ ήταν χαρακτηριστική προστάτιδα της μητρότητας, καθώς συνέβαλλε στην επιτυχή εγκυμοσύνη και τον τοκετό, στην υγεία των παιδιών και ειδικά στην πορεία των κοριτσιών προς το γάμο και την οικογενειακή ζωή.
Όσο για τα αγαλμάτια παιδιών, περιλαμβάνουν απεικονίσεις αγοριών και κοριτσιών ηλικίας μεταξύ 2 και 5 ετών. Η τεχνοτροπία είναι επηρεασμένη από την αιγυπτιακή ιδεολογία καθώς ορισμένα παρουσιάζονται με τη μορφή του θεού Αρποκράτη σε καθιστή ή οκλάζουσα στάση. Τα αγόρια παριστάνονται άλλοτε φορώντας τον ελληνικό μακρύ χιτώνα και κρατώντας περιστέρι στα χέρια και άλλοτε γυμνά. Αγαλμάτια παιδιών απαντούν σε ελληνικά ιερά του Απόλλωνα και της Άρτεμης, ενώ φαίνεται ότι οι μορφές συνδέονται με έναν ιδιαίτερο ρόλο. Πιθανολογείται επίσης ότι οι κατασκευαστές των αγαλματίων αυτών ήταν Έλληνες που συνεργάστηκαν με Αιγυπτίους, γεγονός που δείχνει την πολιτισμική αλληλεπίδραση κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Η συνάντηση έκλεισε με άφθονα ερωτήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά των πρώτων Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια, τη χρονολογία ίδρυσης του ναού σε σχέση με την πόλη, το βαθμό συνεργασίας Ελλήνων και Αιγυπτίων καλλιτεχνών και την αντίληψή τους για την πρακτική των αφιερωμάτων και των προσφορών.
Τέλος, μπορούμε να πούμε ότι το παράθυρο της γνώσης και της ερευνητικής μεθοδολογίας είναι ακόμη ανοικτό για πολλούς ερευνητές. Η μελέτη του χώρου και των μνημείων του και των τεχνικών κατασκευής αντικειμένων, η μετάφραση των επιγραφών, η κατανόηση των λεπτομερειών και ο συνδυασμός των παραπάνω απαιτεί σκληρή δουλειά και είναι αρκετά χρονοβόρα. Επίσης, με την αποκάλυψη του ναού ανοίγονται νέοι ορίζοντες στη μελέτη της πτολεμαϊκής τοπογραφίας καθώς οι πηγές είναι φειδωλές στις αναφορές τους στο ιερό της Μπάστετ στην Αλεξάνδρεια. Τέλος, οι ενδείξεις που παρέχει για μια κάποια δραστηριότητα των Αιγυπτίων στην περιοχή της Αλεξάνδρειας πριν την ίδρυση της πόλης από τον Αλέξανδρο ρίχνει φως στο τι μπορεί να υπήρξε στο σημείο όπου εκείνος επέλεξε για τη θεμελίωσή της.
Passent Chahine
Research Student
Alexandria Center for Hellenistic Studies
Μετάφραση από τα αγγλικά: Ζέτα Ξεκαλάκη