Ο Marcel Detienne, κορυφαίος αρχαιογνώστης και ανθρωπολόγος, ιδρυτικό στέλεχος του Κέντρου συγκριτικών μελετών των αρχαίων κοινωνιών (μετέπειτα Κέντρο Louis Gernet) διετέλεσε για πολλά χρόνια διευθυντής ερευνών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (Παρίσι) και, στη συνέχεια, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο John Hopkins (Βαλτιμόρη). Προερχόμενος από τον χώρο της κλασικής φιλολογίας συνέγραψε πολυάριθμα έργα που αφορούν την αρχαία Ελλάδα (με επίκεντρο έννοιες όπως αυτή της πολύτροπης νόησης, της αλήθειας, της ίδρυσης κ.λπ.) και, κυρίως, πρωτοστάτησε στη συνάντηση των αρχαιοελληνικών σπουδών με την ανθρωπολογία, συνάντηση η οποία έλαβε χώρα κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα στο Παρίσι. Στα τελευταία έργα του τονίζει την ανάγκη συνεργασίας ιστορικών και ανθρωπολόγων και προτείνει νέες μεθοδολογικές κατευθύνσεις: την πειραματική έρευνα (ή αλλιώς «μικροανάλυση») των πολυθεϊστικών συστημάτων, καθώς και ένα είδος συγκριτικής ανάλυσης που ανοίγει δρόμο στον διάλογο μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και φωτίζει έννοιες και κατηγορίες απατηλά αυτονόητες.

Με αφορμή τη συμμετοχή του στο συνέδριο «Ξαναδιαβάζοντας τον Levi-Strauss» που οργανώνει το τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στις 20 και 21 Απριλίου, ο M. D. μιλάει για τη σχέση του με τον Levi-Strauss και τη δομική ανάλυση, για τον μύθο και για την συγκριτική έρευνα, παρουσιάζοντας κάποιες μόνο από τις πτυχές ενός πλούσιου έργου.

– Tι άλλαξε όσον αφορά τη μελέτη των αρχαιοελληνικών μύθων με την επιστροφή του Levi-Strauss στο Παρίσι τη δεκαετία του ’50;
– Ο Levi-Strauss θεωρούσε ότι ένας μύθος ήταν φτιαγμένος από επάλληλα στρώματα και ότι, συνεπώς, έπρεπε να αναλυθεί στα διαφορετικά επίπεδα και στους διαφορετικούς κώδικες που τον συνέθεταν. Επέστησε την προσοχή μας στον διατροφικό κώδικα, στο γεγονός δηλαδή ότι οι Ιροκέζοι διαφέρουν στους τρόπους κατανάλωσης και στο είδος της τροφής από τους Έλληνες και από τους Ρωμαίους, όπως και από άλλες κοινωνίες της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής.
Σπουδαιότητα
Μεγάλη προσοχή δόθηκε στους διαφορετικούς κώδικες: στον κοινωνικό, στον ενδυματολογικό, στον αστρονομικό κ.λπ. Ωστόσο, η σπουδαιότερη προσφορά της προσέγγισης του Levi-Strauss -το ομολογώ, κι ας μην ανήκω στους δομιστές που πίστευαν ότι μυθικές αφηγήσεις διαφορετικών πολιτισμών μπορούν να μετασχηματιστούν οι μεν στις δε- ήταν ότι μας υποχρέωσε να εξετάσουμε ιστορίες φυτών, μετάλλων, πουλιών, αρπακτικών…
Ένα από τα καθήκοντα του νέου μυθολόγου ήταν να προσέξει όλες τις εθνογραφικές λεπτομέρειες, όλα αυτά τα στοιχεία κατανόησης που πλουτίζουν σημαντικά την ανάγνωση των μύθων. Όχι για να καταλήξει σε μία οριστική ερμηνεία, αλλά για να κατανοήσει βαθύτερα τις αφηγήσεις που με την πρώτη ματιά φαίνονταν γεμάτες από μάταιες και ανόητες λεπτομέρειες. Αν σε κάποια αφήγηση υπάρχει ένα συγκεκριμένο ζώο ή αν προσδιορίζεται η ιδιαιτερότητα ενός πτηνού, πρέπει να καταλάβουμε για ποιο λόγο. Η απάντηση δεν είναι σίγουρο ότι θα βρεθεί, αξίζει όμως να κοιτάξουμε, κατά περίπτωση, τι λένε οι αρχαιοελληνικές πραγματείες ζωολογίας, βοτανικής κ.λ.π. Διότι, τουλάχιστον από τον 6° αι. π. Χ. και εξής, οι αρχαίοι Έλληνες σκέπτονται γύρω από τη διατροφή, τη χλωρίδα, την πανίδα, εν ολίγοις, γύρω απ’ όλα όσα συνιστούν το υλικό του πολιτισμού… Αυτή η συμβολή του Levi-Strauss υπήρξε κατά τη γνώμη μου η πιο ερεθιστική, η πιο καρποφόρα.

– Μολονότι οι Κήποι του Άδωνη (1972) έχουν θεωρηθεί παραδειγματική μελέτη όσον αφορά την εφαρμογή της δομικής ανάλυσης στην αρχαία Ελλάδα, η σχέση σας με τον Levi-Strauss δεν υπήρξε ευθύγραμμη. Έχουν πει μάλιστα για σας ότι «πριονίζατε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόσαστε».
– Στους Κήπους του Άδωνη έκανα πράγματι «δομικές αναλύσεις» της μυθολογίας. Ανέλυα όλες τις αξίες που συνδέονται με τα αρώματα και τα μυρωδικά μέσα από αφηγήσεις με θέμα κυρίως τη μορφή του Άδωνη και τα Αδώνια, κάτι που περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Σκόπευα να συνεχίσω να δουλεύω έτσι. Άρχισα ένα βιβλίο γύρω από τους μύθους που μιλούν για το μέλι, θέμα εμπνευσμένο από τη μυθολογία του μελιού του Levi-Strauss (Du miel aux cendres, 1966). Στη διάρκεια της έρευνάς μου αλληλογραφούσα συχνά με τον Levi-Strauss ο οποίος ενδιαφερόταν να προεκτείνει στον Αρχαίο Κόσμο τους μετασχηματισμούς που είχε παρατηρήσει στο Νέο Κόσμο. Θα πρέπει να ξέρετε πόσο γοητευμένος ήταν ο Levi-Strauss με τους αρχαίους Έλληνες. Πίστευε ότι οι Έλληνες είχαν εκφραστεί για τους μύθους τους με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν σήμερα οι ανθρωπολόγοι. Αυτό μας φαινόταν καταπληκτικό… Σίγουρα οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επεξεργαστεί πολυάριθμα συστήματα διπολικών σχέσεων – οι κατηγορίες του Αριστοτέλη δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια ιδιαίτερα τελειοποιημένη μορφή τους. Για τον Levi-Strauss που βεβαίωνε ότι «οι μύθοι διαλογίζονται οι μεν πάνω στους δε», η αναφορά στους αρχαίους Έλληνες ήταν θεμελιώδης• «στην αρχαία Ελλάδα η μυθική σκέψη παραιτείται προς χάριν της αφαίρεσης» συνήθιζε να λέει. Και οι ελληνιστές ήταν πρόθυμοι να επιβεβαιώσουν το ρηθέν. Έτσι οδηγήθηκα κι εγώ να παίξω αυτό το συναρπαστικό παιχνίδι. (…) Στην πορεία, ωστόσο, αντιλήφθηκα ότι η υπόθεση εξελισσόταν τόσο απρόσκοπτα που πιθανόν ο δρόμος να ήταν λάθος.
Σταμάτησα, λοιπόν, και άρχισα να προβληματίζομαι γύρω από το τι θα μπορούσε να είναι ένας μύθος. Σύμφωνα με μιαν άλλη φράση του Levi-Strauss «ένας μύθος αποτελεί μύθο για κάθε αναγνώστη σ’ όλον τον κόσμο». Ξανάπιασα, λοιπόν, τα Μυθολογικά του (1964 – 1971) και είδα ότι είχε περιλάβει στη μελέτη αυτή παροιμίες, εξηγήσεις, σχόλια, γενικά διηγήσεις και πληροφορίες ποικίλου χαρακτήρα τις οποίες συνήθιζε να συνοψίζει.
Όλα αυτά ήταν, λοιπόν, μύθος και ένα μέρος της αποστολής που είχε αναλάβει ο Levi-Strauss ήταν η δημιουργία μιας «γραμματικής της μυθολογίας». Πώς όμως μπορούμε να φτιάξουμε τη γραμματική μιας γλώσσας που δεν ξέρουμε ούτε τι λέει ούτε για τι μιλάει; Η μυθολογία διηγείται δίχως τελειωμό ιστορίες εξαιρετικά ποικίλες και η δυνατότητα της «γραμματικής» εξέλιπε αν έσκυβε κανείς πάνω στους μύθους χωρίς την ιδέα ότι «ο κάθε αναγνώστης ξέρει τι είναι ένας μύθος». Γιατί ο «κάθε αναγνώστης» δεν είναι στην πραγματικότητα άλλος από εμάς που έχουμε κυρίως στο μυαλό μας την ελληνική μυθολογία. (…) Θέλησα να αποδομήσω την απλουστευτική πεποίθηση ότι ο καθένας ήξερε τι είναι ένας μύθος (…) Άρχισα να σκέφτομαι: για ποιο λόγο και μέσω ποίων μηχανισμών επινοείται η μυθολογία; Γιατί το να μιλάει κανείς περί μυθολογίας σήμαινε να μιλάει έχοντας στο νου την αρχαία Ελλάδα;

– Ύστερα από πολλά έργα σας με επίκεντρο την αρχαία Ελλάδα αναλάβατε τη διεύθυνση μιας σειράς συλλογικών συγκριτικών εργασιών μεταξύ ιστορίας και ανθρωπολογίας. Τι σημαίνει για σας συγκριτική προσέγγιση και ποια είναι τα «συγκρίσιμα» για τα οποία μιλάτε;
– Όταν, πριν από πολλά χρόνια, άρχισα να γράφω τους Κυρίους της αλήθειας ήξερα ότι υπάρχουν κι άλλοι ποιητές κι άλλοι βάρδοι σε άλλους πολιτισμούς, ωστόσο ο σκοπός μου ήταν η πρωτο-ιστορία της ελληνικής κατηγορίας της αλήθειας. (…) Ωστόσο, αν σκέφτεται κανείς μόνο την αρχαία Ελλάδα, μένει έγκλειστος στο σύνολο των λέξεων, των νοητικών κατηγοριών που προέρχονται απ’ αυτήν. Γι’ αυτό θέλησα να ανοίξω τον δρόμο μου μέσα από συγκριτικές ανταλλαγές.

Tα «συγκρίσιμα»
Για μένα, η συγκριτική μελέτη δεν μπορεί να γίνει άμεσα. Το θέμα δεν είναι να βρούμε εδώ κάποιες διαφορές εκεί κάποιες ομοιότητες και άντε τελειώσαμε… Τα πραγματικά «συγκρίσιμα» κατασκευάζονται… Ας πάρουμε για παράδειγμα μια από τις πρώτες έρευνες που διεξήγαγα. Το θέμα ήταν η ίδρυση/θεμελίωση – ενδιαφερόμουν τότε για τον Απόλλωνα ένα θεό που έχει σχέση με την ίδρυση των πόλεων. Διερωτώμεθα, αρχικά, τι πράγμα είναι η ίδρυση, τι σημαίνει «ιδρύω». Αντιπαραβάλαμε τις ιδρύσεις και τα ιδρύματα ποικίλων πολιτισμών – υπάρχουν τόσο πολλά… Δημιουργήσαμε ένα είδος τυπολογίας ή μορφολογίας και μέναμε στις διαπιστώσεις μας, μέχρι που δύο μελετητές της Ιαπωνίας, οι οποίοι δεν είχαν πει κουβέντα ώς τότε, παρενέβησαν εξομολογούμενοι ότι στην Ιαπωνία δεν υπήρχε η ιδέα της θεμελίωσης! Χάρη στην πρόκληση αυτού του «μη συγκρίσιμου» μπορέσαμε να δούμε τι εμπεριείχε για μας η έννοια του ιδρύω/θεμελιώνω πίσω από την απατηλή διαφάνειά της: ένα συγκεκριμένο μνημείο, έναν επώνυμο δράστη, κάποιες χειρονομίες… Πράγματα ανύπαρκτα στον ιαπωνικό κόσμο. Στην Ιαπωνία, μας είπαν, «αποκαθιστούμε»… η θεμελίωση δεν αντιμετωπίζεται ποτέ ώς η στιγμή που κάτι τίθεται οριστικά, εγκαθίσταται σε βάθος, όπως συμβαίνει στη Ρώμη με τον Ρωμύλο. Δεν υπάρχει στην Ιαπωνία καμιά ανάγκη να ονομάσουμε αυτόν που πατάει το πόδι του στην όχθη για να ιδρύσει τον πρώτο βωμό δημιουργώντας έτσι την αφετηρία για το ρίζωμα στον τόπο… Στην Ιαπωνία αποκαθιστούν. Τι σημαίνει όμως αυτό; Εδώ αρχίζει η συγκριτική ανάλυση. Έπρεπε να προβληματιστούμε γύρω από τις κατηγορίες και τις έννοιες που χρησιμοποιούσαμε. Αναλάβαμε την κατασκευή κάποιου πράγματος που θα μπορούσε να ανήκει στα «συγκρίσιμα».

Πηγή: Καθημερινή, συνέντευξη στην Α. Ζωγράφου,18/4/10
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_18/04/2010_397618