Φάνης Μαυρίδης, Ένα αρχιπέλαγος πολιτισμών: H Nεολιθική περίοδος στα νησιά του Αιγαίου. Αρχαιολογικά δεδομένα, θεωρία, ερμηνεία
Οι πρώιμοι νησιωτικοί πολιτισμοί του Αιγαίου
H διδακτορική διατριβή, η οποία παρουσιάζεται εν συντομία στη συνέχεια, είχε ως βασική ιδέα την, όσο το δυνατόν, συνολικότερη θεώρηση του θέματος της πρώιμης παρουσίας του ανθρώπου στα νησιά του Αιγαίου (από τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας μέχρι και τις αρχές της 3ης χιλιετίας). Βασίστηκε πρωτίστως στο ίδιο το αρχαιoλογικό υλικό και με βάση αυτό επιχειρήθηκε η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων και ερμηνειών. Μελετήθηκε σημαντικός σημαντικός όγκος δημοσιευμένου και αδημοσίευτου υλικού (κεραμική) σε μία περιοχή που εκτείνεται από τη Ρόδο ως τη Μυτιλήνη, τις Σποράδες και την Αττική (εικ. 1). Το υλικό αυτό, προερχόμενο από σωστικές, συστηματικές ανασκαφές ή επιφανειακές έρευνες, έπρεπε να ταξινομηθεί εκ νέου και να συγκριθεί συνολικά και συστηματικά.
Η μελέτη των πρώιμων φάσεων χρήσης του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου δεν είχε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, τραβήξει συστηματικά το ενδιαφέρον των ερευνητών και η σχετική βιβλιογραφία δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ελλιπής. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την ίδια την ιδεολογική διαμόρφωση της προϊστορικής έρευνας στην Ελλάδα. Οι φάσεις αυτές αντιμετωπίστηκαν σε μια αυστηρά εξελικτική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων του παρελθόντος, ως το υπόβαθρο εκείνο, το οποίο οδήγησε στους μεγάλους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού. Δεν καταβλήθηκε επομένως σημαντική προσπάθεια κατανόησης των χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων φάσεων (Ηamilakis 2002, 6). Με άλλα λόγια, μπροστά στη μελέτη των εμπορικών ανταλλαγών και των δρόμων επικοινωνίας των μεγάλων κέντρων της Εποχής του Χαλκού και της εξάπλωσης της «Μινωικής θαλασσοκρατίας», δεν υπήρξε αρκετός ελεύθερος χώρος για τη μελέτη της χρήσης του νησιωτικού τοπίου στη Νεολιθική περίοδο ή και πριν από αυτή.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κνωσός μονοπωλεί ακόμα τη μελέτη της Νεολιθικής της Κρήτης, ενώ στις Κυκλάδες, για δεκαετίες, οι μόνες θέσεις αναφοράς ήταν ο Σάλιαγκος και η Κεφάλα, πάνω στις οποίες και βασίστηκαν όλες οι απόψεις που διατυπώθηκαν για τη συγκεκριμένη περίοδο στο κεντρικό Αιγαίο. Τα λίγα αυτά διαθέσιμα στοιχεία ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσουν σε λανθασμένες, πολλές φορές, αντιλήψεις για την ασυνέχεια της κατοίκησης και την ύπαρξη κενών μεταξύ των επιμέρους πολιτισμικών βαθμίδων ή τη διαμόρφωση της πεποίθησης, ότι οι όποιες ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες ανάγονται στα νησιωτικά περιβάλλοντα και την απομόνωση που αυτά επέβαλλαν στους νησιώτες.
Τα στοιχεία επομένως για τις φάσεις αυτές είναι αποσπασματικά και συνήθως έρχονται στο φως στο πλαίσιο ανασκαφών μεταγενέστερων χρονολογικά θέσεων ή τυχαία, από σωστικές ανασκαφές. Τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται αύξηση του ενδιαφέροντος για τις πρώιμες φάσεις της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά της Μεσογείου γενικότερα, ως αποτέλεσμα της συστηματικοποίησης της έρευνας τόσο μεθοδολογικά όσο και λόγω των νέων σημαντικών ευρημάτων (π.χ. Κύπρος, νησιά δυτικής Μεσογείου, Σποράδες, Κυκλάδες, Κρήτη κλπ.), επομένως υπήρχε ελεύθερος χώρος για νέες προσεγγίσεις και ερμηνείες.
Το θεωρητικό υπόβαθρο
Στα πρώτα κεφάλαια της εργασίας παρουσιάζονται τα θεωρητικά πρότυπα και οι αρχές της νησιωτικής βιογεωγραφίας και αρχαιολογίας που έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις προσεγγίσεις των ερευνητών για τις νησιωτικές κοινότητες του Αιγαίου, αλλά και γενικότερα όλες σχεδόν τις έρευνες για τους νησιωτικούς πολιτισμούς παγκοσμίως.
Οι περισσότερες από τις μελέτες για τον εποικισμό των νησιών του Αιγαίου, της Κρήτης και της Κύπρου προέρχονται από τα θεωρητικά πρότυπα της νησιωτικής βιογεωγραφίας και της περιβαλλοντικο-οικονομικής ανάλυσης, η οποία έχει μεταφερθεί, ως αντίληψη επιστημονικής προσέγγισης από περιοχές (κυρίως τον Ειρηνικό) με διαφορετική ιστορία, πολιτισμό και φυσικά χαρακτηριστικά.
Η συζήτηση και η κριτική για τις προσεγγίσεις αυτές τα τελευταία χρόνια καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μαθηματικά θεωρητικά πρότυπα και υπολογισμοί, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί για να ερμηνεύσουν τους μηχανισμούς διασποράς και εξέλιξης ζωικών και φυτικών ειδών στα νησιά, δεν μπορούν, κατ’ αναλογία να χρησιμοποιηθούν για να εξηγήσουν την ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτά και την εξέλιξη του πολιτισμικού φαινομένου.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση των νησιωτικών κοινωνιών προέρχεται από μία στατική αντίληψη του χώρου, ο οποίος έχει μετρήσιμα χαρακτηριστικά, αναγνωρίζοντας ως σημαντικές στη μελέτη των νησιών μόνο τις γεωμετρικές ιδιότητες του χώρου, αποκλείοντας έτσι παραμέτρους που πηγάζουν από την εμπειρία των ανθρώπων, τις αντιλήψεις και την ιδεολογία τους.
Αρκετές μελέτες στηριζόμενες σε μαθηματικούς και στατιστικούς υπολογισμούς, καταρρέουν, μπροστά στα νέα ευρήματα. Αποκαλύπτονται πρώιμοι οικισμοί σε μικρά νησιά, μακριά πολλές φορές από τις κοντινότερες ακτές, όπως και στοιχεία για περιόδους για τις οποίες η παλαιότερη έρευνα απέκλειε την πιθανότητα ύπαρξής τους στα νησιά του Αιγαίου. Φαίνεται όλο και πιο έντονα ότι η μελέτη της χρήσης του θαλάσσιου χώρου είναι περίπλοκη και επομένως πολλές παράμετροι πρέπει να συνεκτιμηθούν.
Ερωτήματα και προβλήματα της έρευνας που είχαν διατυπωθεί πριν από 20 χρόνια φαίνεται ότι δεν έχουν βρει ακόμα απαντήσεις και αποτελούν ορισμένα από τα ζητήματα, τα οποία η εργασία αυτή προσπάθησε να αντιμετωπίσει ή να προτείνει τρόπους και μεθόδους προσέγγισής τους. Έτσι, τα ερωτήματα, που είχε θέσει ο Renfrew (1984, 42-43) είναι ακόμα επίκαιρα:
1) Γιατί απουσιάζουν τα στοιχεία της αρχαιότερης Νεολιθικής από τις Κυκλάδες, δεδομένου ότι η Μήλος ήταν γνωστή ήδη από την ανώτερη Παλαιολιθική;
2) Από πού προέρχεται και σε ποιο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο ανήκει ο πολιτισμός του Σαλιάγκου;
3) Από πού προέρχεται ο πολιτισμός της Κεφάλας; Εξελίχθηκε από κάποιο Κυκλαδικό προγενέστερο υπόβαθρο ή απλά έφτασε στα νησιά από την ηπειρωτική Ελλάδα;
4) Ποια είναι η σχέση του Νεολιθικού πολιτισμού με τον Πρωτοκυκλαδικό; Υπάρχει συνέχεια ή είναι διαφορετικής καταγωγής;
Τα αρχαιολογικά δεδομένα και η μελέτη του υλικού
Εκτός της συζήτησης για θεωρητικά ζητήματα, παρουσιάζονται κατά φάσεις και περιοχές τα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι «ορίζοντες» χρήσης του νησιωτικού χώρου και οι πολιτισμικές ενότητες που προτείνονται, βασίζονται στην επανεξέταση του υλικού, κυρίως της κεραμικής και στις λιγοστές απόλυτες χρονολογήσεις που είναι διαθέσιμες.
Γίνεται προσπάθεια ένταξης των επιμέρους φάσεων στους ευρύτερους πολιτισμικούς ορίζοντες που ανήκουν, καθώς υιοθετείται η άποψη, ότι οι φάσεις χρήσης του νησιωτικού χώρου δεν μπορούν να μελετηθούν ως μεμονωμένα φαινόμενα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά εντάσσονται και είναι αποτέλεσμα της χρήσης και της αντίληψης κάθε εποχής για το χώρο.
Παρουσιάζεται για πρώτη φορά κεραμική από θέσεις των Κυκλάδων, των Σποράδων και από τα Δωδεκάνησα.
Στόχος της ανάλυσης και της μελέτης των υλικών καταλοίπων στη συνέχεια της εργασίας είναι να προκύψουν στοιχεία για το χαρακτήρα των νησιωτικών κοινωνιών, την παρουσία ή όχι πολιτισμικών ενοτήτων και πως αυτές αναγνωρίζονται από τα υλικά κατάλοιπα και επίσης που οφείλονται οι όποιες ιδιαιτερότητες αναγνωρίζονται στις θέσεις της Νεολιθικής των νησιών του Αιγαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, η εργαστηριακή ανάλυση της κεραμικής (εικ. 2) έδειξε ότι ο ορίζοντας με λευκή διακόσμηση σε σκούρο βάθος στα νησιά δεν είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, αλλά υπάρχουν σημαντικές τεχνολογικές διαφοροποιήσεις.
Η χρήση και η σημασία του θαλάσσιου και παράκτιου χώρου κατά φάσεις
Είναι πλέον ιδιαίτερα πιθανή και στην περίπτωση του Αιγαίου η χρήση του παράκτιου και νησιωτικού χώρου ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο. Πρόσφατα ευρήματα κυρίως από τη Γαύδο και την Κρήτη επιβεβαιώνουν την ανάγκη αναθεώρησης των θεωρητικών προτύπων ερμηνείας που αφορούν στη χρήση του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου. Στη Μεσολιθική περίοδο η παρουσία του ανθρώπου είναι περισσότερο ασφαλής και φαίνεται ότι η περίοδος σχετίζεται με τα πρώτα στάδια της εμφάνισης του νεολιθικού τρόπου ζωής στο Αιγαίο. Διαπιστώνεται ότι ήδη από τη Μεσολιθική περίοδο οι δύο πλευρές του Αιγαίου δεν ήταν απομονωμένες η μία από την άλλη.
Η προσπάθεια ένταξης των επιμέρους φάσεων εποικισμού ή γενικότερα της ανθρώπινης δραστηριότητας που αναπτύσσεται στα νησιωτικά και στα παράκτια περιβάλλοντα στο ευρύτερο ιστορικό τους πλαίσιο, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση της χρήσης του θαλάσσιου χώρου. Έτσι, στις επιμέρους φάσεις της Νεολιθικής περιόδου, η χρήση του νησιωτικού και παράκτιου χώρου είναι ανάλογη της δυναμικής των κοντινών ακτών, του εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος και των αντιλήψεων για τη χρήση του (εικ. 3).
Γενικές διαπιστώσεις
Στη συγκεκριμένη εργασία έγινε προσπάθεια μιας, όσο το δυνατόν, συνολικής αντιμετώπισης των πρώιμων φάσεων χρήσης του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και ως προς τη μελέτη και παρουσίαση του υλικού. Εκτός από τη δημιουργία της βάσης δεδομένων για αρχαιολογικές θέσεις και ευρήματα, επιχειρήθηκε μια προσέγγιση του νησιωτικού χώρου ως ιστορικού/πολιτισμικού τοπίου. Η προσέγγιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη για το Αιγαίο αντίληψη μελέτης του ως ενός ενιαίου χώρου με συγκεκριμένα και «μετρήσιμα» χαρακτηριστικά. Σε γενικές γραμμές, η μελέτη των νησιωτικών κοινωνιών, ιδιαίτερα πριν από την Εποχή του Χαλκού, δίνει κυρίως έμφαση στην οικολογία και την οικονομική διάσταση / εκμετάλλευση των διαθέσιμων φυσικών πόρων, βασισμένη σε προβλέψιμες νομιμοφανείς σχέσεις, πληθυσμών με χαμηλή τεχνολογική ανάπτυξη και κοινωνική οργάνωση που απλά λειτουργούν ως το πληθυσμιακό υπόβαθρο των μετέπειτα εξελίξεων. O φυσικός περίγυρος δεν είναι όμως ενιαίος, όπως τα περισσότερα πρότυπα της νησιωτικής αρχαιολογίας υπαινίσσονται (Gamble 1993, 39), χρησιμοποιώντας, ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο, προσεγγίσεις, οι οποίες δεν μπορούν να προσδιορίσουν τον ακριβή τρόπο μελέτης της ανθρώπινης δράσης (βλ. και Thomas 1993α, 20, 1993β, 3). Η απόσταση και οι γεωμετρικές ιδιότητες του χώρου είναι εξωτερικές και ξένες προς την πραγματική έννοια του χώρου, η οποία βρίσκεται στην εμπειρία και την κοινωνία (Thomas 1993α, 29).
Στο συγκεκριμένο αυτό θεωρητικό πλαίσιο, η συστηματική σύγκριση και η εργαστηριακή ανάλυση του υλικού επέτρεψε την ένταξη των δεδομένων σε συγκεκριμένους ορίζοντες και πολιτισμικές ενότητες και προσδιορίστηκαν οι σχέσεις, η δυναμική και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των φάσεων του εποικισμού των νησιών του Αιγαίου. Εντάχθηκαν δηλαδή τα δεδομένα σε ευρύτερα πλαίσια πολιτισμικά και κοινωνικο-οικονομικά. Αποδείχθηκε επομένως ότι ανάλογες διαδικασίες δεν πρέπει να μελετώνται ως μεμονωμένα φαινόμενα, εντός συγκεκριμένων μόνο γεωγραφικών ορίων (π.χ. Κυκλάδες), αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο κάθε εποχής.
Πληροφορίες για τη διατριβή
Διδ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης.
Μέλη της τριμελούς επιτροπής ήταν οι oμότιμοι καθηγητές Χ. Ντούμας, Γ. Κορρές (Παν/μιο Αθηνών) και ο καθηγητής Κ. Κωτσάκης (Παν/μιο Θεσσαλονίκης). Στην επταμελή επιτροπή συμμετείχαν η καθηγήτρια Λ. Καραλή, ο επίκουρος καθηγητής Λ. Πλάτων, η επίκουρη καθηγήτρια Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη και η λέκτωρ Α. Χασιακού.
Η εργασία, σε δύο τόμους (κείμενο-πίνακες-βιβλιογραφία και εικόνες –σχέδια), αποτελείται από 498 σελίδες, εκ των οποίων 350 σελίδες κείμενο, 101 σελίδες πίνακες-καταλόγοι, 64 σελίδες βιβλιογραφία, επίσης 188 σχέδια, 65 φωτογραφίες και 2 χάρτες (28 σελίδες). Έχει κατατεθεί στο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (19-3-09).
Η δημοσίευσή της βρίσκεται σε τελικό στάδιο.
Ορισμένα από τα συμπεράσματα παρουσιάστηκαν στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Προϊστορικής Αρχαιολογίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε 4-7 Δεκεμβρίου 2008 στον Βόλο με τον τίτλο «Nησιωτική Αρχαιολογία: Ένας ανεξάρτητος τομέας έρευνας στην Προϊστορία του Αιγαίου; Προβλήματα μεθοδολογίας, ερμηνείας και εναλλακτικές προσεγγίσεις».
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τα Ιδρύματα Σ. Νιάρχου, Ν.Π. Γουλανδρή και Α.Σ. Ωνάση χωρίς την υποστήριξη των οποίων η εργασία αυτή δεν θα είχε ολοκληρωθεί. Μεγάλο μέρος της βιβλιογραφικής έρευνας πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια μεταπτυχιακών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Sheffield της Μ. Βρετανίας, με υποτροφία του ΙΚΥ.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
– Bender, B., 1993. Introduction. Landscapes, meaning and action. Στο Bender (εκδ.), Landscape, politics and perspectives, 1-17. Oxford.
– Broodbank, C., 1999. Colonization and configuration in the insular Neolithic of the Aegean. Στο Halstead (εκδ.), Neolithic society in Greece, 15-41. Sheffield.
– Broodbank, C., 2000. An archaeology of the early Cyclades. Cambridge.
– Cherry, J., 1990. The first colonization of the Mediterranean islands: A review of recent research. Journal of Mediterranean Archaeology, 3,2, 145-221.
– Criado, F., 1995. The visibility of the archaeological record and the interpretation of social reality. Στο Hodder (εκδ.), Ιnterpreting archaeology, 190-204. London/New York.
– Darvill, T., 1997. Neolithic landscapes: Identity and definition. Στο Topping (εκδ.), Neolithic landscapes, 1-13. Oxford.
– Davis, J., 2001 (1992). Review of Aegean Prehistory I: The islands of the Aegean. Στο Cullen (εκδ.), Αegean Prehistory, A review, 19-76. Boston.
– Ευστρατίου, N., 2001. O Nεολιθικός οικισμός του Αγίου Πέτρου στην Κυρά Παναγιά Αλοννήσου και οι νησιωτικές εγκαταστάσεις του Αιγαίου. Μία επανεκτίμηση. Στο Σάμψων (εκδ.), Αρχαιολογική έρευνα στις βόρειες Σποράδες, 231-250. Αλόννησος.
– Dobres, M-A., 2000. Technology and social agency. Oxford.
– Gamble, C., 1993. Ancestors and agendas. Στο Yoffe, Sherratt (εκδ.), Αrchaeological theory. Who sets the agenda?, 39-52. Cambridge
– Gosden, C., L. Head, 1994. Landscape- a usefully ambiguous concept. Archaeology in Oceania, 29, 113-116.
– Hamilakis, I., 2002. What future for the Minoan past? Στο Hamilakis (εκδ.), Labyrinth Revisited: Rethinking Minoan Archaeology, 1-28. Oxford.
– Keegan, W., J. Diamond, 1987. Colonization of islands by humans: A biogeographic perspective. Advances in Archaeological method and theory, 10, 49-82.
– Hodder, I., 1992. Symbolic meaning and context. Στο Hodder (εκδ.), Τheory and practice in archaeology, 11-23. London/New York.
– Hodder, I., 1993. The sequence and rhetoric of material culture sequences. World Archaeology, 25, 268-282.
– Ingold, T., 1993. The temporality of landscape. World Archaeology, 25, 2,152-174.
– Katsarou, S., 2001. Aegean and Cyprus in the early Holocene: Brothers or distant relatives? Mediterranean Archaeology and Archaeometry, 1,1, 1-13.
– Keegan, W., 1999. Comments on P. Rainbirs’ Islands out of time. Towards a critique of island archaeology. Journal of Mediterranean Archaeology, 12,2, 255-258.
– Kirch, P.V., 1986. Introduction: The archaeology of island societies. Στο Kirch (εκδ.), Island societies: Archaeological approaches to evolution and transformation, 1-5. Cambridge.
– Knapp, B., W. Ashmore, 1999. Archaeological landscapes: Constructed, conceptualized, ideational. Στο Ashmore, Knapp, (εκδ.), Αrchaeologies of lanscape, 1-32. Oxford.
– Kotsakis, K., 2008. A sea of agency: Crete in the context of the earliest Neolithic in Greece. Στο Ιsaakidou, Tomkins (εκδ.), Escaping the labyrinth: The Cretan Neolithic in context, 52-75. Sheffield.
– Lamberck, K., 1996. Sea level change and shoreline evolution in Aegean Greece since the upper Palaeolithic time. Antiquity, 70, 588-611.
– McArthur, R.H., E.O. Wilson, 1967. The theory of island biogeography. Princeton.
-Rainbird, P., 1999. Islands out of time: Towards a critique of island archaeology. Journal of Mediterranean Archaeology, 12,2, 216-234.
– Sondaar, P., 2000. Early human exploration and exploitation of oceanic islands. Tropics, 10,1, 203-210.
– Tilley, C., 1994. A phenomenology of landscape. Places, paths and monuments. Oxford.
– Thomas, J., 1993α. The politics of vision and the archaeologies of landscape. Στο Bender (εκδ.), Landscape. politics and perspectives, 19-48. Oxford.
– Thomas, J., 1993β. After essentialism: Archaeology, geography and post-modernity. Archaeological Review from Cambridge, 12,1, 3-26.
– Waldren, J., 2002. Conceptions of the Mediterranean: Islands of the mind. Στο Waldren (εκδ.), 2002. World islands in Prehistory, 1-6. International Deya Conference. Mallorca, Spain. British Archaeological Reports, Oxford.
– Walsh, K., 1995. A sense of place. A role for cognitive mapping in the post-modern world? Στο Hodder (εκδ.), Interpreting archaeology, 131-138. London/New York
– Westerdahl, C., 1992. The maritime cultural landscape. International Journal of Nautical Archaeology, 21, 5-14.
Δρ. Φάνης Μαυρίδης
Υπουργείο Πολιτισμού
fanismavridis@gmail.com