Με έναν λίθο από την Ακρόπολη, από τους χιλιάδες που ήταν διάσπαρτοι σε όλη την Αθήνα, θεμελιώθηκαν στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τα πρώτα ανάκτορα της Ελλάδας στην πλατεία των Μουσών, σημερινή πλατεία Συντάγματος. Κατά το έθιμο μάλιστα οι δύο βασιλείς, ο Όθων και ο πατέρας του Λουδοβίκος της Βαυαρίας, είχαν τοποθετήσει στα θεμέλια και λίγα νομίσματα του ελληνικού βασιλείου. Το βράδυ εξάλλου στη μεγάλη χοροεσπερίδα που δόθηκε στα προσωρινά ανάκτορα- το Μέγαρο Κοντοσταύλου επί της οδού Σταδίου- ο Όθων εμφανίστηκε για πρώτη φορά με φουστανέλα, την οποία θα συνέχιζε να φοράει έκτοτε και μετά την έξωσή του από την Ελλάδα. Εκείνη η ημέρα σήμανε το τέλος των επί διετία διερευνήσεων για τη θέση ανέγερσης του ανακτόρου και για την αρχιτεκτονική του. Από την άλλη, το κεφάλαιο της βασιλείας στην Ελλάδα, που μόλις είχε ανοίξει, θα περιελάμβανε πλέον και τα εκάστοτε ανάκτορα όχι μόνον ως χώρους διαμονής της βασιλικής οικογένειας αλλά και ως κέντρα από τα οποία εκπορευόταν μια συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογία, που συχνά θα δημιουργούσε συγκρούσεις στην ελληνική κοινωνία. Ο στόχος της έρευνας όμως της καθηγήτριας Αρχιτεκτονικής κυρίας Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμηγια τα «Ανάκτορα στην Ελλάδα» είναι άλλος: Η εμβάθυνση στην αρχιτεκτονική ιστορία των οικοδομημάτων αυτών, τα οποία ως εκ του προορισμού τους αποτελούν ιδιαίτερες περιπτώσεις, άξιες μελέτης και φυσικά διατήρησης ως περιουσίας πλέον του ελληνικού λαού. Ετσι η σχετική έκδοση από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και τις εκδόσεις Μέλισσα με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου εκπληρώνει τον στόχο της πρώτης συνολικής παρουσίασης για τα ανάκτορα του ελληνικού χώρου κατά τον 19ο αιώνα.
Το όραμα Λουδοβίκου
Δεν υπήρχε τίποτε πιο ελκυστικό για έναν αρχιτέκτονα της εποχής εκείνης από την προοπτική της κατασκευής ενός ανακτόρου στην Αθήνα. Γιατί ήδη από τον προηγούμενο αιώνα ο νεοκλασικισμός είχε επικρατήσει όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, ενώ η διεθνής επιστροφή στις αρχαίες ελληνικές ρίζες είχε καταστήσει την Ελλάδα τόπο προσκυνήματος αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων.
Ούτε οι Έλληνες όμως ούτε καν ο τότε βασιλιάς Όθων ήταν εκείνοι που αποφάσισαν για τη θέση και τα σχέδια των ανακτόρων. Το καθοριστικό πρόσωπο ήταν ο πατέρας του Όθωνος, ο φιλέλλην και φιλότεχνος Λουδοβίκος Μαξιμιλιανός Α Δ της Βαυαρίας, ο οποίος είχε οραματισθεί μάλιστα στην πρωτεύουσά του, το Μόναχο, τη δημιουργία μιας νέας κλασικής πολιτείας! Ως εκ τούτου και όπως σημειώνει η κυρία Καρδαμίτση-Αδάμη, «η Αθήνα πέρα από αισθητική σκοπιμότητα και βίωμα τέχνης ήταν ταυτόχρονα και μια προέκταση του δικού του βασιλείου» .
Όλοι οι μεγάλοι αλλά και μικρότεροι αρχιτέκτονες της εποχής, ο Schinkel, ο Κlenze, ο Lange, ο Χριστιανός και ο Θεόφιλος Χάνσεν και λίγο αργότερα ο Τσίλερ, ονειρεύονταν να χτίσουν ένα ελληνικό ανάκτορο. Πλην των Ελλήνων ωστόσο, όπως οι κορυφαίοι Σταμάτης Κλεάνθης και Λύσανδρος Καυταντζόγλου, κάτι που γεννά απορίες, όπως σημειώνει η κυρία Καρδαμίτση-Αδάμη. Το έργο ανέλαβε τελικώς ο Fr. Gaertner, ευνοούμενος του Λουδοβίκου.
Κανένα από τα ελληνικά ανάκτορα πάντως δεν είχε τα τεράστια μεγέθη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών για λόγους οικονομικούς, καθώς το κόστος τέτοιων οικοδομημάτων ήταν υπέρογκο. Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να βρισκόταν σε τραγική οικονομική κατάσταση και οι άνθρωποι, στην ενδοχώρα ιδίως. να πένονταν, τα ανάκτορα όμως έπρεπε να γίνουν. Και το έργο πραγματοποιήθηκε χάρη σε δάνειο του Λουδοβίκου της Βαυαρίας προς τον γιο του Οθωνα (αν και με χρήματα που είχε παραχωρήσει η Γαλλία στη Βαυαρία για την κατασκευή φρουρίων στα δυτικά της σύνορα!).
Μικρές εξοχικές ή μη επαύλεις υπήρξαν πάντως τα υπόλοιπα «ανάκτορα», τα οποία επίσης παρουσιάζονται στη μελέτη, ενώ ξεχωριστό είναι το ενδιαφέρον των πολλών ανεφάρμοστων και απραγματοποίητων προτάσεων. Τέλος, ο τόμος συμπληρώνεται με την παρουσίαση των κτιρίων που χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες του πρώτου βασιλιά, αλλά και με οικοδομήματα που χτίστηκαν από ξένους μονάρχες.
Υπερφίαλες προτάσεις
Στο κέντρο της Αθήνας αλλά και έξω από αυτήν, μέσα σε αρχαία αλλά και σε… ελώδεις περιοχές αναζήτησαν τη θέση ανέγερσης του πρώτου ανακτόρου της Ελλάδας οι ξένοι αρχιτέκτονες. Και όπως ήταν επόμενο, πολλές υπήρξαν οι φιλόδοξες έως και υπερφίαλες προτάσεις.
Η πλατεία Όθωνος (σημερινή πλατεία Ομονοίας) ήταν η θέση η οποία προτάθηκε αρχικώς από τους Κλεάνθη και Schaubert, χωρίς συνέχεια ωστόσο. Εν τω μεταξύ, ο μεγάλος γερμανός αρχιτέκτονας Κ. Fr. Schinkel χωρίς να έχει επισκεφθεί ποτέ την Αθήνα έκανε το 1834 την πρόταση χωροθέτησης των ανακτόρων επάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης! Τα σχέδιά του είναι εκπληκτικά, μόνο που το σύνολο προκαλεί ανατριχίλα με τη διαμόρφωση αλλεπάλληλων «σκηνικών» στα οποία τα νέα κτίσματα αναμειγνύονται ανερυθρίαστα με τις αρχαιότητες. Το ευτυχές είναι ότι ο Λουδοβίκος το απέρριψε αμέσως, όμως«ο βασιλιάς Όθων ταλαντευόταν ημέρες πολλές ώσπου να πεισθεί για τη μη πρακτικότητα της ωραίας ιδέας. Με έναν αναστεναγμό απέρριψε το θαρραλέο όνειρο» (όπως παραδίδουν οι γραφές…). Ηδη όμως ο πατέρας του είχε στείλει το 1834 στην Αθήνα τον μυστικοσύμβουλό του Leo von Κlenze για να δώσει λύση.
Ο λόφος του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό ήταν η πρώτη δική του πρόταση, η οποία περιελάμβανε στον κήπο των ανακτόρων και το Θησείο. Και αυτό το σχέδιο απερρίφθη δεχόμενο αρνητική κριτική και από τους Έλληνες, που παρατηρούσαν ότι ακόμη και οι Τούρκοι έχτιζαν τα σπίτια τους στη βορειοανατολική πλευρά της πόλης στην περιοχή της Μπουμπουνίστρας (Εθνικός Κήπος) και όχι στο «Κλετζηκόν μέρος» όπου όλοι γνώριζαν ότι υπάρχουν λιμνάζοντα νερά και γενικότερα ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης.
Χωρίς επίσημη ανάθεση αλλά με το όνειρο λαμπρής καριέρας αρχιτέκτονα σε μια υπό ανοικοδόμηση πόλη, ο Ludwig Lange ήταν ο πρώτος που το 1834 όρισε ως θέση των ανακτόρων τη νοτιοδυτική πλευρά του Λυκαβηττού. Αλλά δεν ήταν αυτός που θα τα έχτιζε. Εναν χρόνο αργότερα ο Λουδοβίκος φθάνει στην Ελλάδα εκπληρώνοντας το μεγάλο του όνειρο. Τον συνοδεύει ο νέος ευνοούμενος αρχιτέκτονας Fr. Gaertner. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους ο Οθων και ο Gaertner κάνουν έναν περίπατο στην Αθήνα και επι λέγουν ως θέση του ανακτόρου το ύψωμα επάνω από τη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Ο κύβος ερρίφθη.
Το γαμήλιο δώρο
«Θα ιδήτε τι ωραία που είναι η Τρίπολις. Ομοιάζει με μικράν πόλιν της Βορείου Ιταλίας»φέρεται να είπε ο Γεώργιος Α Δ στους συνταξιδιώτες του εκείνη την άνοιξη του 1868, όταν επισκέφθηκαν την αρκαδική πόλη. Ο νεαρός βασιλέας επιθυμούσε πολύ να έχει θερινά ανάκτορα στην Τρίπολη, πλην όμως οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής δεν το επέτρεψαν.
Αν όχι στην Τρίπολη, μήπως στους Πεταλιούς; Το γαμήλιο δώρο του τσάρου Νικόλαου Α Δ για τους γάμους του Γεώργιου με τη μεγάλη δούκισσα Όλγα αναζωπύρωσε τα σχέδια θερινής κατοικίας, όμως οι Πεταλιοί- περί αυτών επρόκειτο ήταν άνυδροι και έρημοι, έτσι χτίστηκε εκεί μόνο ένα μικρό περίπτερο για κυνήγι πέρδικας.
Ανάκτορα και στον Πειραιά προβλέπονταν από τους Κλεάνθη και Schaubert, από τον Lange και από άλλους. Σημαντικότερη ήταν η μελέτη του Θεόφιλου Χάνσεν για ένα κτήμα στην Πειραϊκή που είχε παραχωρήσει το 1876 ο Δήμος Πειραιώς στον βασιλιά Γεώργιο. Εν τέλει κατασκευάστηκαν μόνο ένας μόλος, ένα περίπτερο και δύο μικρές οικίες, όπου περνούσε κάποιες ώρες η βασιλική οικογένεια ή γιόρταζε τα Κούλουμα.
Από το Τατόι στο Μon Repos
«Τώρα το μόνο που μας απομένει είναι ένα στρατόπεδο». Η φράση ανήκει στον αρχιτέκτονα των ανακτόρων της Αθήνας Fr. Gaertner εξαιτίας των πολλών επεμβάσεων που έκανε ο βασιλιάς Λουδοβίκος στα σχέδιά του. Αυστηρό και λιτό, αυτό το νεοκλασικό κτίριο που χτίστηκε για τον Όθωνα και την Αμαλία δεν κέρδισε εξαρχής τις εντυπώσεις. Πόσω μάλλον όταν έγινε γνωστό το κόστος του, που ξεπέρασε τα 6 εκατ. δρχ. Στο εσωτερικό του πάντως ο Gaertner, ελεύθερος από τον αυταρχικό εργοδότη του, προέβλεψε πλούσια διακόσμηση εμπνευσμένη από τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Από το 1922 το ανάκτορο έπαψε να κατοικείται από τους βασιλείς και το 1931 η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε τη μετατροπή του σε Βουλή.
Σήμερα από το αρχικό κτίριο σώζονται μόνο το κέλυφος, το μεγάλο κλιμακοστάσιο και από τον τεράστιο εικονογραφικό διάκοσμο μόνον η αίθουσα των τροπαίων και η αίθουσα των υπασπιστών.
Προϊόν των κηπευτικών ανησυχιών της Αμαλίας υπήρξε το κτήμα που αγόρασε η ίδια στα Λιόσια (ως το 1861 είχε φθάσει τα 2.500 στρέμματα), όπου έχτισε και μια μικρή κατοικία γοτθικού ρυθμού, εξ ου και η μετέπειτα ονομασία «Πύργος της βασιλίσσης». Η ίδια πάντως την ονόμαζε Επτάλοφο και η εσωτερική της διακόσμηση, που διατηρείται σχεδόν ανέπαφη, φέρεται να μιμείται εκείνη του πύργου του Ηochenschwangau στη Βαυαρία όπου γεννήθηκε ο Όθων.
Πρόταση του Τσίλερ προς τον Γεώργιο ήταν η αγορά του Τατοΐου το 1871. Αλλά εκεί που ο πρώτος ονειρευόταν ένα τεράστιο συγκρότημα με κήπους, σιντριβάνια, καταρράκτες, στοές και μπελβεντέρε, ο δεύτερος έβλεπε μια μικρή, θερινή έπαυλη. Τελικώς ο Τσίλερ έφτιαξε μια μικρή κατοικία, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαϊά του 1915. Το σωζόμενο ως σήμερα θερινό ανάκτορο είναι έργο του Σάββα Μπούκη, μια αντιγραφή ενός εξοχικού του τσάρου Αλέξανδρου Β Δ που βρισκόταν στο πάρκο του Πέτερχοφ. Λέγεται ότι ο Γεώργιος και η Όλγα είχαν ζήσει εκεί ιδιαίτερες στιγμές και γι΄ αυτό το επέλεξαν ως μοντέλο.
Ο Τσίλερ όμως έχτισε τελικώς ένα ανάκτορο και αυτό ήταν του διαδόχου Κωνσταντίνου πίσω από τα βασιλικά ανάκτορα στη θέση του λαχανόκηπου. Τα έξοδα κατέβαλε το ελληνικό Δημόσιο και το κτίριο, που συνδυάζει τα νεοκλασικά στοιχεία με τον εκλεκτικισμό, ολοκληρώθηκε το 1897. Σήμερα είναι το Προεδρικό Μέγαρο με μικρές αλλαγές από την αρχική του μορφή.
Ιδιαίτερη, τέλος, είναι η περίπτωση της Κέρκυρας, που διαθέτει τρία ανάκτορα, το πρώτο από τα οποία, το Μon Repos, χτίστηκε από έναν ξένο – σε έκταση που ανήκε στο Δημόσιο και με χρήματα πάντα του Δημοσίου-, τον λόρδο ύπατο αρμοστή Ιονίων Νήσων Frederic Αdam, αλλά το 1831 πέρασε στον Γεώργιο Β Δ , μετά στον Παύλο και στον Κωνσταντίνο, ώσπου επέστρεψε στο ελληνικό κράτος. Τα άλλα δύο, τα ανάκτορα των αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου και το Αχίλλειο, χτίστηκαν το μεν πρώτο από τον λόρδο ύπατο αρμοστή Ιονίων Νήσων Τhomas Μaitland ως κατοικία του, ενώ το δεύτερο ως κατοικία της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ, γνωστής ως Σίσσυ.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 15/11/09