Η προσωπική ιστορία κάθε δάσους που ήταν ιερό για την κοινότητα και την επιβίωσή της, αναδεικνύεται μέσα από έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, η οποία στρέφεται στη μελέτη έξι δασών της περιοχής. Τα ιερά δάση του Ζαγορίου και της Κόνιτσας είναι τόποι που συνδέονται με απαγορεύσεις κοπής και κυρίως με τον φόβο ότι η κοπή των δέντρων τους μπορεί να επιφέρει τιμωρίες υπερφυσικού χαρακτήρα στους παραβάτες. Σήμερα, τέτοιες περιοχές κατατάσσονται στους Ιερούς Φυσικούς Τόπους του πλανήτη (Sacred Natural Sites), που ορίζονται ως τόποι με ιδιαίτερη πνευματική σημασία για παρακείμενες κοινότητες, αλλά και ως τόποι ιδιαίτερης βιοπολιτισμικής αξίας, σημαντικοί παγκοσμίως, τόσο για την πολιτισμική πολυμορφία όσο και τη βιοποικιλότητα, ιδιαίτερα λόγω των φυσικών οργανισμών που σχετίζονται με αιωνόβια δέντρα ή δάση.
Στη διδακτορική διατριβή του Βαλεντίνο Μαρίνι Γκοβίλι (Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών) που αποτελεί μέρος της έρευνας που υλοποιεί διεθνής διεπιστημονική ομάδα με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τα ιερά δάση της Ηπείρου, μελετήθηκαν έξι ιερά δάση στο Ζαγόρι (Βίτσα, Καπέσοβο, Γρεβενίτι και Βωβούσα) και στην Κόνιτσα (Μάζι και Παλιοσέλι).
«Τα ιερά δάση αποτελούν τοπικά προσαρμοσμένα συστήματα διαχείρισης, κυρίως προστατεύοντας τους οικισμούς από φυσικούς κινδύνους, όπως π.χ. κατολισθήσεις. Μια σειρά άγραφων κανόνων περιόριζαν την απολαβή ξυλείας και την κλαδονομή, αλλά συνήθως επέτρεπαν κατά περίσταση την περιοδική ελεγχόμενη βόσκηση και χρησίμευαν ως δικλείδα ασφαλείας για τις κοινότητες σε περιόδους έκτακτης ανάγκης», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ερευνήτρια στο Εργαστήριο Οικολογίας, Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, δρ Καλλιόπη Στάρα.
«Στην κατεύθυνση αυτή», συνεχίζει, «η νέα μελέτη επικεντρώθηκε στη δομή και τα είδη της βλάστησης στα δάση των χωριών Βίτσα, Καπέσοβο, Γρεβενίτι, Βωβούσα, Μάζι και Παλιοσέλι».
«Διαπιστώθηκε ότι η βλάστηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παρελθούσες απαγορεύσεις που όριζαν τις επιτρεπτές δραστηριότητες μέσα στα δάση, καθώς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Αυτό μας δείχνει τον καθοριστικό ρόλο που έχουν οι θρησκευτικές αντιλήψεις και οι τοπικές πρακτικές διαχείρισης στη διαμόρφωση της ποικιλομορφίας και της δομής της δασικής βλάστησης των ιερών δασών», αναφέρει η κα Στάρα.
Συγκεκριμένα, στη Βίτσα μελετήθηκε το δρυοδάσος του Αγίου Νικολάου που συνδέεται με ένα παλιό χωριό που δεν υπάρχει πλέον, στη Βωβούσα το δάσος μαύρης πεύκης όπου υπάρχει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στο Γρεβενίτι το προστατευτικό δάσος με τις γιγάντιες οξιές διακοσίων ετών και άνω, το δάσος Γραδίστα του Καπέσοβου που έδωσε μάλιστα την πρώτη ύλη για να χτιστεί η «Πασχάλειος Σχολή» στα μέσα του 19ου αιώνα, το προστατευτικό δάσος με μαυρόπευκα στη λάκκα του Αώου στο Παλιοσέλι και το δάσος της Παναγίας στο Μάζι.
«Μελετήθηκε δηλαδή η δομή αυτών των δασών με βάση τα διαφορετικά καθεστώτα προστασίας και ανθρώπινης διαχείρισης, καθώς ως ιερά δάση αποτελούν συστήματα κοινωνικο-οικολογικά και στην ουσία το κάθε δάσος έχει την προσωπική του ιστορία που εξαρτάται από την κοινότητα που το αναγνωρίζει και το προστατεύει», διευκρίνισε η κα Στάρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δάσος του Καπέσοβου που ήταν ιερό γιατί ήταν αφιερωμένο στην κεντρική εκκλησία του χωριού, τον Άγιο Νικόλαο. «Όταν όμως οι Καπεσοβίτες ξενιτεμένοι ευεργέτες αδερφοί Πασχάλη γύρισαν από τη Ρωσία και θέλησαν να φτιάξουν την “Πασχάλειο Σχολή”, το χωριό αποφάσισε να συνεισφέρει στη δημιουργία της χρησιμοποιώντας μέρος της ξυλείας του ιερού δάσους», σημείωσε.
Γενικότερα, τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι εθιμικά καθεστώτα διαχείρισης αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τη διατήρηση των ιερών δασών. Ως νησίδες ώριμων, υπερώριμων και γηραιών δέντρων, τα ιερά δάση είναι εξαιρετικά σημαντικά στο τοπίο ως ζωντανά μνημεία της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Καθώς απειλούνται όλο και περισσότερο από ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές, δεδομένου ότι η φυσική αναγέννηση γύρω αλλά και εντός τους πυκνώνει, χρειάζεται να ξεκινήσει άμεσα μια καινοτόμος και ολοκληρωμένη διαχείριση για τη διατήρησή τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επαναφοράς προηγούμενων διαχειριστικών πρακτικών (π.χ. βόσκηση χαμηλής έντασης), καθώς και της διαχείρισης της περιφερειακής ζώνης τους για τη μείωση της εύφλεκτης βλάστησης εκεί, με στόχο τον περιορισμό του κινδύνου πυρκαγιάς. Τέτοιες ενέργειες θα μπορούσαν να έχουν οφέλη για τη βιοποικιλότητα και να λειτουργήσουν ως ευκαιρίες συμμετοχής της κάθε τοπικής κοινότητας στη διατήρησή τους. «Κάτι τέτοιο», καταλήγει η μελέτη, «θα έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, καθώς τα ιερά δάση του Ζαγορίου και της Κόνιτσας έχουν συμπεριληφθεί στο Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO».