Τα κτίρια είναι φορείς μνήμης. Τα δημόσια κτίρια, δε, είναι ακόμη περισσότερο φορείς συλλογικής μνήμης. Κατασκευάζονται για να εξυπηρετήσουν ανάγκες των ανθρώπων, αλλά πολλές από τις δραστηριότητες, κομμάτια από τη ζωή τους, αποτυπώνονται σε αυτά, παραμένουν χαραγμένα στους τοίχους, στα δάπεδα, στον περιβάλλοντα χώρο, για χρόνους πολλούς, ακόμη και όταν αυτοί που έζησαν μέσα σε αυτά έχουν φύγει από τη ζωή.
Τα κτίρια έχουν την αισθητική τους. Τα δημόσια κτίρια, συνήθως, έχουν πιο εξεζητημένη και επιβλητική. Αφήνουν τα ίχνη τους στην πόλη για χρόνους πολλούς, διαμορφώνουν το πλαίσιο στο οποίο κινούνται, ζουν, δημιουργούν, αισθάνονται οι άνθρωποι και συνεχίζουν να ασκούν επίδραση και στους απογόνους τους.
Τα κτίρια είναι φορείς Ιστορίας. Τα δημόσια κτίρια είναι φορείς σημαντικής ιστορίας. Πολλές φορές τόσο σημαντικής, που μπορεί να αλλάξει τη ζωή ολόκληρων λαών, εθνών και των απογόνων τους. Συνθήκες ειρήνης, ανακωχές, σημαντικές συμφωνίες έχουν συντελεστεί μέσα σε τέσσερις τοίχους για να κλείσουν παλιά κεφάλαια και να ανοίξουν καινούργιοι ορίζοντες, νέες εποχές.
Τα δημόσια κτίρια μπορούν να «διηγηθούν» μνήμες, εικόνες, την ίδια την Ιστορία τους. Η οποία συνδέεται με την ιστορία της πόλης, πολλές φορές και με ευρύτερα ιστορικά γεγονότα. Το Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης είναι ένα τέτοιο σημαντικό δημόσιο κτίριο.
Η αντίληψη αυτή διαπνέει το Κέντρο Ιστορικής Τεκμηρίωσης το οποίο εγκαινίασε πρόσφατα ο υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης) Θεόδωρος Καράογλου και θα λειτουργεί σε μόνιμη βάση ως εκθεσιακός χώρος εντός του κτιρίου.
Όπως ειπώθηκε στην εκδήλωση των εγκαινίων, για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ένα δημόσιο κτίριο το οποίο στεγάζει υπηρεσίες διαμορφώνει ειδικό εκθεσιακό χώρο, όπου οι επισκέπτες, μέσα από εικόνες και ανάγνωση κειμένων, θα έχουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να γίνουν «κοινωνοί της ιστορίας και αρχιτεκτονικής του».
Η ιστορία του Διοικητηρίου
Το κτίριο του Διοικητηρίου, το οποίο κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, πέραν της αρχιτεκτονικής του αξίας, χαρακτηρίζεται από την ιστορικότητά του.
Συνδέθηκε με γεγονότα της νεότερης πολιτικής και διοικητικής ιστορίας της χώρας, όπως η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, η λειτουργία Υπουργείου Βορείου Ελλάδος κ.ά.
Άρχισε να χτίζεται το 1891 και αντικατέστησε το παλιό κονάκι, που είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια των βυζαντινών ανακτόρων, το οποίο είχε καεί το 1890. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η κόρη του αρχιτέκτονα Ποζέλι έριξε στα θεμέλια εξήντα χιλιάδες αυγά μαζί με πέτρα και ασβέστη για να γίνει ισχυρή η βάση του οικοδομήματος. Άλλες ιστορικές πηγές αναφέρουν τα βαρύτιμα χαλιά, το ασήμι, τον βενετσιάνικο πολυέλαιο που δέσποζε.
Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που κατέκαψε τη Θεσσαλονίκη, το κτίριο γλύτωσε από τις φλόγες χάρη στον ηρωισμό των εργαζομένων του, ενώ στην περίοδο της κατοχής έπαψε να λειτουργεί ως γενική διοίκηση Β. Ελλάδος, καθώς επιτάχθηκε από τους κατακτητές. Μετά την απελευθέρωση ξεκίνησε μια νέα περίοδος. Από το 1955 στεγάζει το νεοϊδρυθέν, τότε, Υπουργείο Βορείου Ελλάδος, ενώ προστίθεται ένας ακόμη όροφος για να εξυπηρετηθούν οι αυξημένες ανάγκες.
Σπάνιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όψεις και κατόψεις του κτιρίου, μελέτες και κτιριακές μεταβολές θα αποτυπώνουν τον διαχρονικό ρόλο και τη λειτουργία του Διοικητηρίου, τεκμηριώνοντας την ιστορικότητά του.
Η πρόσβαση στο χώρο της έκθεσης είναι ελεύθερη για τους επισκέπτες του κτιρίου, ενώ υπάρχει πρόβλεψη για οργανωμένες επισκέψεις ομάδων εκπαίδευσης.
Μέσω της ανάδειξης της ιστορίας του Διοικητηρίου, ο κ. Καράογλου έχει θέσει ως σκοπό την καθιέρωση του εμβληματικού κτιρίου του ΥΜΑΘ ως σημείου τουριστικής αναφοράς και σε δεύτερο στάδιο τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, που θα αναδεικνύει σε διάφορες γλώσσες την ιστορικότητα του κτιρίου.
Ο θεσμός των Κέντρων Ιστορικής Τεκμηρίωσης Κτιρίων ακολουθείται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.