Τον Κώστα Γιαβή, επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τίμησε η Ακαδημία Αθηνών για την πρώτη φιλολογική έκδοση της έμμετρης μυθιστορίας του «Ιμπερίου και της Μαργαρώνας». Το έργο, που πρωτοτυπώθηκε στη Βενετία το 1543 και ως τις αρχές του 19ου αιώνα είχε γίνει… μπεστ σέλερ, καθόρισε τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία και διαμόρφωσε το αναγνωστικό κοινό του 16ου αιώνα. Η έκδοση, που κυκλοφορεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), περιλαμβάνει εκτενή εισαγωγή και αναλυτικά πραγματολογικά και ερμηνευτικά σχόλια, καθώς και γλωσσάριο. Το ποίημα εκδίδεται στα ελληνικά, με τα συνοδευτικά κείμενα στα αγγλικά.
«Ο “Ιμπέριος” και οι μυθιστορίες που γράφτηκαν μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα είναι μία λαμπρή στιγμή του ελληνικού πολιτισμού. Με αυτές οι νεώτεροι συγγραφείς έμαθαν πώς να κάμουν καλή λογοτεχνία στα νέα ελληνικά, τα οποία μέχρι τότε ήσαν μία αμέθοδη και αδοκίμαστη, λογοτεχνικώς, γλώσσα. Με τα κείμενα της συγκεκριμένης περιόδου καθιερώθηκε η νεώτερη ελληνική ως μία δημιουργική γλώσσα που μπορεί να δώσει φιλόδοξη λογοτεχνία και να ανταποκριθεί στις εκφραστικές ανάγκες διαφορετικών ακροατηρίων – των ανερχόμενων αστών, των γυναικών, των μη λογίων», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Γιαβής, με αφορμή την τιμητική διάκριση από την Ακαδημία Αθηνών. «Επιπλέον, με τον “Ιμπέριο” και τα όμοιά του κείμενα “νομιμοποιήθηκε” ο ρόλος του δημώδους συγγραφέα, ο οποίος στο εξής αντλεί την αυθεντία του από αυτά που ο ίδιος έχει να μας πει για τη ζωή κι όχι από την πρόσβαση που μας δίδει σε μεγάλες, υπερβατικές αλήθειες. Τέλος, εκκοσμικεύτηκε εντελώς η λογοτεχνία: είναι εντυπωσιακό πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνει η θρησκεία στις μυθιστορίες αυτές», προσθέτει για την «παρακαταθήκη» του ποιήματος.
Το «Ιμπέριος και Μαργαρώνα» ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή αναγνώσματα της πρώιμης ελληνικής λογοτεχνίας. Από το 1543, που τυπώθηκε πρώτη φορά, ως το 1806 έκανε 26 εκδόσεις, διαβαζόταν μεγαλόφωνα σε κοινωνικές εκδηλώσεις, έγινε ακόμα και λαϊκό παραμύθι. Πού πιστεύει ο ερευνητής ότι οφείλεται αυτή η δημοφιλία; «Συγκινεί ακόμη η σφριγηλή πλοκή, γεμάτη συναρπαστικές εξελίξεις, ίσως η καλύτερη της πρώιμης νεοελληνικής περιόδου. Ο “Ιμπέριος” δεν δίστασε να εγείρει έντονα ζητήματα, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, τα οποία δεν είχε τολμήσει κανείς μέχρι τότε στη νέα ελληνική λογοτεχνία: την ατομική συνείδηση του νέου άντρα, την (ισότιμη) θέση της γυναίκας, την απεικόνιση του ερωτικού πάθους. Τον ρόλο του θα έπαιξε σίγουρα και το γεγονός ότι ο ποιητής με σπουδαία μαεστρία μετέτρεψε το πρότυπό του, που ήταν μία αριστοκρατική μυθιστορία, σε μία περιπέτεια με την οποία μπορούσε να ταυτιστεί ένα πολύ ευρύτερο κοινό: ο Ιμπέριος δεν είναι πλέον ένας πρίγκιπας αλλά ένας καθημερινός άντρας που καθίσταται σύμβολο αξιοσύνης και εξέλιξης του ατόμου μέσα στην κοινωνία», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η πλοκή του ποιήματος, ρομαντική και περιπετειώδης, ακόμα και σήμερα μπορεί να συγκινήσει: Ο πρίγκιπας της Προβηγκίας Ιμπέριος φεύγει από το πατρικό του και ταξιδεύει στον κόσμο αναζητώντας την καταξίωση. Στη Νάπολη, τον ερωτεύεται η όμορφη βασιλοπούλα Μαργαρώνα, κερδίζει το χέρι της σε τρομερή κονταρομαχία, παντρεύονται, αλλά χωρίζονται ακούσια. Ακολουθούν απίστευτες περιπέτειες, ωσότου σμίξουν μετά από πολλά χρόνια με τρόπο θαυμαστό και βασιλεύσουν ευτυχισμένοι… Σύμφωνα με τον καθηγητή, πρόκειται για μία «σύνθετη δημώδης μυθιστορία». Τι εννοεί, όμως, με τον όρο «σύνθετη»;
«Ότι ο ποιητής της ανθολόγησε υλικά από διάφορα λογοτεχνικά είδη: Βίους αγίων από το Βυζάντιο, χρονικά από την Περσία, σύντομες νευρώδεις περιπέτειες από τη Δύση και, κυρίως, στοιχεία από την αυλική μυθιστορία, όπως την εικόνα του έφιππου ιππότη, τον έρωτα με την πριγκίπισσα, τις κονταρομαχίες. Ο ποιητής του “Ιμπερίου” αναχώνευσε όλα αυτά τα υλικά σε μία ιστορία η οποία είναι πολιτισμικώς “δημώδης”, δηλαδή αποτάθηκε σε ένα ευρύτερο κοινό το οποίο μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα πεπαιδευμένο, αλλά ξεκινούσε τότε, τον 16ο αι., να αγοράζει έντυπα βιβλία και να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία τόσο ως αισθητικό φαινόμενο όσο και για τα οφέλη της ανάγνωσης στην προσωπική ζωή του. Η ιδέα περί “σύνθετων δημωδών μυθιστοριών” σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμερίσουμε τον χαρακτηρισμό “ιπποτικές μυθιστορίες”, ο οποίος επικρατούσε παλαιότερα. Τώρα τις διακρίνουμε σε αυτές που γράφτηκαν για απαιτητικότερο κοινό (οι οποίες είναι συνήθως καινοτόμες) και σε εκείνες που είναι λαϊκότερες (οι οποίες είναι συνήθως συντηρητικές ηθικώς)», μας εξηγεί ο κ. Γιαβής.
Και τι συμπεράσματα μπορούμε να συνάγουμε για το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό του 16ου αιώνα, το οποίο διαμορφώθηκε μέσα από τέτοια αναγνώσματα; «Πράγματι, οι μυθιστορίες που εκδίδονται τον 16ο αι. πρέπει να διαμόρφωσαν τους αναγνώστες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Ίσως χρησιμοποιήθηκαν και ως αναγνωστικά βιβλία για την εκμάθηση της ανάγνωσης από τα ελληνόπουλα, όπως γινόταν αντιστοίχως με τις δημοφιλείς μυθιστορίες στα κοσμικά ιταλικά σχολεία εκείνου του καιρού», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Πέρα από αυτό, την περίοδο εκείνη αναδείχθηκε ένα μεγάλο κοινό με καθαρά αστικά χαρακτηριστικά. Μεριμνούσαν ιδιαίτερα για τη μόρφωσή τους, την οποία μεταχειρίζονταν για την κοινωνική πρόοδό τους. Έτσι, την εποχή εκείνη εκδόθηκαν πολλά χρηστικά εκπαιδευτικά βιβλία (πρακτικές αριθμητικές, δείγματος χάριν) αλλά και η λογοτεχνία τόνιζε τη χρησιμότητά της. Οι συγγραφείς υπογράμμιζαν ότι οι ερωτικές περιπέτειες, για παράδειγμα, δεν ήταν ανήθικες (όπως ισχυρίζονταν οι επικριτές τους) αλλά ότι δίδασκαν γενναιότητα, υψηλοφροσύνη και τους τρόπους συμπεριφοράς του “καλού κόσμου”», διευκρινίζει ο καθηγητής.
Το έργο αποτελεί πιθανότατα διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Pierre de Provence et la belle Maguelonne, ένα από τα πιο δημοφιλή λαϊκά αναγνώσματα της Δυτικής Ευρώπης κατά τα τέλη του Μεσαίωνα. Πώς φαντάζεται τον συγγραφέα του πρωτότυπου έργου ή τον Έλληνα διασκευαστή του, τους οποίους δεν γνωρίζουμε; «Ο ελληνόφωνος ριμαδόρος θα πρέπει να ήταν μάλλον κρητικός ή βενετοκρητικός, πάντως τα διαλεκτικά στοιχεία είναι αρκετά περιορισμένα. Δεν είναι απίθανο να συμμετείχαν περισσότεροι του ενός τόσο στη διασκευή όσο στο ριμάρισμα. Εκτός από τον συγγραφέα του “Ιμπερίου” τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο εκδότης του. Εκείνη την εποχή συγκροτείται η τυπογραφία και το εμπόριο των βιβλίων. Οι εκδότες όφειλαν να κατασκευάσουν καινούριους αναγνώστες και αγοραστές έντυπων βιβλίων, οι οποίοι μέχρι τότε δεν υπήρχαν. Θεράπευσαν, λοιπόν, λογοτεχνικά είδη που προσφέρονταν να είναι ελκυστικά σε καινούριους αναγνώστες. Για παράδειγμα, τότε εκδόθηκε η πρώτη στα νέα ελληνικά “γυναικεία” λογοτεχνία με “άχρονα” θέματα “απόδρασης”», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γιαβής.
Ο ίδιος δεν παραλείπει να μας μιλήσει και για τη βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών. «Αισθάνομαι δέος για την τιμή που μου κάνει το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Μέλη της Ακαδημίας Αθηνών είναι μερικοί από τους σημαντικότερους ερευνητές παγκοσμίως. Η νέα ελληνική φιλολογία είναι μία καινούρια επιστήμη. Οφείλουμε να εμπνεύσουμε τους νέους ότι υπάρχει χώρος για συγκλονιστική έρευνα που έχουμε χρέος να εκπονήσουμε και για συγκλονιστικές συζητήσεις που έχουμε χρέος να ξεκινήσουμε», σημειώνει. Τέλος, όσον αφορά τις δύσκολες ημέρες του κορονοϊού, ο κ. Γιαβής εύχεται σε όλους υγεία, δύναμη και αρμονία. «Μπορούμε να προσφέρουμε δείχνοντας πειθαρχία και υπευθυνότητα», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.