Η βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη είναι το σύμβολο της παπικής εξουσίας. Χτίστηκε για να εντυπωσιάσει και, ακόμη και σήμερα, προκαλεί δέος στον επισκέπτη. Ωστόσο το ημίφως που επικρατεί στα κλίτη του ναού κρύβει την ιστορία των χειρότερων αποτυχιών του χριστιανισμού. Κανένας ναός δεν έχει τόσο ταραχώδες και πολυδάπανο παρελθόν και κανένας δεν έχει οδηγήσει σε τόσες καταστροφές όσο ο Άγιος Πέτρος. Για την κατασκευή του χρειάστηκε να γκρεμίσουν τη βασιλική του Κωνσταντίνου, τον πιο σημαντικό ναό για τους πιστούς του Μεσαίωνα. Αργότερα, αποτέλεσε άμεση αιτία για το προτεσταντικό Σχίσμα, τη χειρότερη κρίση του χριστιανισμού και έμμεση αιτία για την Ιερά Εξέταση. Κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων εργασιών κατασκευής της, που κράτησαν πάνω από έναν αιώνα ενώ από τον παπικό θρόνο πέρασαν 30 Πάπες, έγινε η φρικτή λεηλασία της Ρώμης (1527), που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης. Παρ΄ όλη τη συμβολή καλλιτεχνών όπως ο Μπραμάντε, ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος, το έργο που προέκυψε ήταν κολοσσιαίο, αλλά αισθητικά αμφιλεγόμενο: μόνον ο μεγαλοπρεπής τρούλος διατηρεί την ομορφιά των αρχικών σχεδίων.
Ο περιπατητής που πλησιάζει τον Άγιο Πέτρο από την Οδό της Συμφιλίωσης χρειάζεται φαντασία για να αντιληφθεί πόσο έχει αλλάξει ο τόπος σε 20 αιώνες. Η λεωφόρος είναι το τελευταίο νέο στοιχείο και ένα από τα πιο αξιοθρήνητα. Προτού κατασκευάσει ο Μπενίτο Μουσολίνι, το 1936, τη φαρδιά λεωφόρο πρόσβασης από το ποτάμι, η βασιλική παρέμενε πλαισιωμένη από έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο από μεσαιωνικά σοκάκια. Η πλατεία, στην «αγκαλιά» των κιόνων του Μπερνίνι, αποκαλυπτόταν όταν πλέον βρισκόσουν ήδη μπροστά της. Αυτή η έκπληξη αποτελούσε σχεδόν μυστικιστική εμπειρία για τους προσκυνητές.
Τώρα πια δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Ισως να μην υπήρχε ακόμη και αν είχαν επιβιώσει τα σοκάκια, γιατί η βασιλική είναι ένα από τα πιο γνωστά κτίρια του κόσμου. Εύκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι υπήρχε εκεί από πάντα και ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάποιο άλλο μέρος. Το κέντρο του καθολικισμού χτίστηκε στην πλαγιά του λόφου του Βατικανού εξαιτίας της παράδοσης για την ύπαρξη εκεί του τάφου του Αγίου Πέτρου, αλλά και λόγω του πολιτικού ενστίκτου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Ο λόφος του Βατικανού ήταν νεκροταφείο και κήποι ώσπου η Αγριππίνα τον κληροδότησε στον γιο της, τον αυτοκράτορα Καλιγούλα. Στην έκταση αυτή κατασκευάστηκε ένας ιππόδρομος, ο οποίος διακοσμήθηκε με έναν αιγυπτιακό οβελίσκο, που ήταν ήδη τότε 1.800 ετών. Σε αυτόν τον ιππόδρομο έλαβαν χώρα, την εποχή του Νέρωνα (54-68 μ.Χ.), πολυάριθμες σφαγές χριστιανών. Δίπλα στον ιππόδρομο, σε μια ειδωλολατρική νεκρόπολη έχει ταφεί, σύμφωνα με την παράδοση (καταπώς φαίνεται επιβεβαιωμένη από τα αρχαιολογικά ευρήματα), ο Απόστολος Πέτρος. Κατά τους επόμενους αιώνες πολλοί χριστιανοί θέλησαν να ταφούν δίπλα στον Απόστολο. Ο λόφος απέκτησε, επομένως, μια βαθιά σημασία για τους ακόλουθους του Ιησού. Το 318, ο Κωνσταντίνος, ο αυτοκράτορας που νομιμοποίησε τον χριστιανισμό (οι διάδοχοί του τον καθιέρωσαν επίσημη θρησκεία του κράτους), αποφάσισε να χτίσει μια βασιλική. Και επέλεξε να τη χτίσει στο Βατικανό, λόγω των παραδόσεων και λόγω του ότι η περιοχή βρισκόταν έξω από την πόλη: η παρουσία ενός χριστιανικού ναού εκεί, στην άλλη όχθη του Τίβερη, δεν θα προσέβαλλε την τάξη των ευγενών του τόπου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να είναι ειδωλολάτρες.
Η βασιλική του Κωνσταντίνου έμοιαζε με κάθε άλλο μεγάλο ρωμαϊκό δημόσιο κτίριο: σκεπαστοί διάδρομοι, μια κεντρική επίπεδη έκταση (για την υπαίθρια αγορά) και ένα κτίριο με το ιερό ακριβώς επάνω στο σημείο όπου βρισκόταν ο υποτιθέμενος τάφος του Απόστολου Πέτρου. Το σύνολο είχε σχήμα σταυρού. Η βασιλική μετατράπηκε, με το πέρασμα των αιώνων και μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των μουσουλμάνων, στον πιο ιερό τόπο του χριστιανισμού. Εφτασε στο απόγειο της δόξας της με το Ιωβηλαίο του 1300, που θεσπίστηκε από τον Πάπα Βονιφάτιο τον Η΄: ο πιστός που θα επισκεπτόταν εκείνη τη χρονιά τις βασιλικές του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών κέρδιζε πλήρη άφεση αμαρτιών, δηλαδή την απαλλαγή από την υποχρέωση μετάνοιας για τις αμαρτίες του. Διαδοχικά ιωβηλαία έκαναν τη Ρώμη πρωτοπόρο πόλη στον τουρισμό.
Να θυμίσουμε ότι η Ρώμη εκείνη την εποχή ήταν ένα χωριουδάκι αραιοκατοικημένο, ζοφερό και επικίνδυνο. Μεταξύ του 1305 και του 1367 οι Πάπες μεταφέρθηκαν στην Αβινιόν και η Ρώμη- αποδεκατισμένη από την πανούκλα και τους τοπικούς πολέμους μεταξύ των φατριών και αποστερημένη από τη μοναδική της πηγή εσόδων, τη θρησκεία – μετατράπηκε σε άντρο κακοποιών. Μόνο η αίγλη της βασιλικής επιζούσε, αν και το ίδιο το κτίριο κατέρρεε σιγά σιγά. Τα θεμέλια αποδεικνύονταν ανεπαρκή για να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα σε ένα τόσο βαλτώδες έδαφος, τόσο κοντά στον Τίβερη, και κατά τον 15ο αιώνα έγιναν πολλά έργα βελτίωσης του εδάφους και υποστύλωσης. Τα έργα, που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια ενώ οι Ποντίφικες διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στον παπικό θρόνο, επικεντρώνονταν στην ανάπλαση όλης της πλαγιάς του λόφου του Βατικανού για να εγκατασταθεί εκεί οριστικά η παπική έδρα και να δημιουργηθεί ένας ακαταμάχητος πόλος έλξης για τους προσκυνητές.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο Τζουλιάνο ντέλα Ρόβερε, ένας γηραιός άνδρας 60 ετών, πατέρας τριών θυγατέρων, εξελέγη Πάπας με το όνομα Ιούλιος Β΄. Ο Ντελα Ρόβερε ήταν περισσότερο στρατιωτικός παρά κληρικός και, παρ΄ όλη την προχωρημένη ηλικία του, είχε έναν ισχυρό, παράφορο χαρακτήρα. Εδιωξε τους Βοργίες από τη Ρώμη, τους παλιούς εχθρούς του, και κατόρθωσε το αδύνατο: να κερδίσει ταυτόχρονα την υποστήριξη των Κολόνα και των Ορσίνι, δύο αντίπαλων οικογενειών. Σχεδίαζε να επανακτήσει όλη την πόλη. Κανένας δεν περίμενε, ωστόσο, ότι θα διέταζε να γκρεμίσουν τη βασιλική. Ωστόσο ο Ιούλιος Β΄, άνθρωπος της Αναγέννησης, αποφάσισε να τελειώνει με το μέχρι στιγμής σημαντικότερο υλικό σύμβολο του χριστιανισμού και να ανεγείρει ένα νέο, προς δόξαν του Θεού και του ιδίου.
«Πολλοί θεώρησαν ότι η κατεδάφιση ισοδυναμούσε σχεδόν με ιεροσυλία» σχολιάζει ο μονσενιόρ Χοσέ Μανουέλ ντελ Ρίο, από τη Λεόν, παλιός συμμαθητής του ισπανού πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρο και μέλος της Παπικής Επιτροπής για τα Πολιτιστικά Αγαθά της Εκκλησίας. Ο μονσενιόρ Ντελ Ρίο δείχνει στον χρονικογράφο την Αίθουσα των Εκατό Ημερών, στο Παλάτσο της Καγκελαρίας, γιατί σε μία από τις τοιχογραφίες του Τζιόρτζο Βαζάρι που τη διακοσμούν, απεικονίζεται ο Πάπας ντυμένος σαν ραβίνος: «Ήθελε να δείξει ότι η νέα βασιλική του Βατικανού ήταν σαν ένας νέος ναός της Ιερουσαλήμ, σύμβολο μιας καινούργιας εποχής» εξηγεί. Η καταστροφή της παλαιάς βασιλικής ήταν αργή και τραυματική. «Δεν γινόταν να τα γκρεμίσουν όλα μεμιάς, γιατί έπρεπε να συνεχίζεται η τέλεση ιερών ακολουθιών» λέει ο ειδικός στην τέχνη του Βατικανού «και κατεδάφιζαν ένα μέρος από την παλιά εκκλησία για να φτιάξουν ένα τμήμα της καινούργιας. Για περισσότερο από έναν αιώνα, μεταξύ του 1506 και του 1626, οι Πάπες λειτουργούσαν μέσα σε ένα γιαπί γεμάτο σκόνη, ανοιχτό στους αέρηδες και με σωρούς οικοδομικών υλικών παντού».
Το πρώτο έργο ανατέθηκε στον Ντονάτο ντι Αντζελο ντι Πασκούτσιο, επονομαζόμενο Μπραμάντε, έναν ζωγράφο και αρχιτέκτονα από τον Βορρά που είχε ήδη κατασκευάσει στη Ρώμη δύο εξαιρετικά έργα, το περιστύλιο της Σάντα Μαρία ντελα Πάτσε και τον ναΐσκο του Αγίου Πέτρου στο Μοντόριο. Ο Μπραμάντε αντιλήφθηκε τις προτιμήσεις του Ιουλίου Β΄ και παρουσίασε τα σχέδια ενός γιγαντιαίου κτιρίου, 24.000 τ.μ., με τρούλο πεπλατυσμένο (παρόμοιο με εκείνο που δέσποζε στο Πάνθεον) και σε σχήμα ελληνικού σταυρού (τέσσερα κλίτη με ίδιο μήκος). Για να διακοσμήσει το εσωτερικό της μελλοντικής βασιλικής, ο Ιούλιος Β΄ ανέθεσε στον Μιχαήλ Άγγελο να κατασκευάσει ένα μαυσωλείο τεραστίων διαστάσεων. Ο Πάπας ντελα Ρόβερε ήθελε να ταφεί στο κέντρο του Αγίου Πέτρου, όπως ο Απόστολος, κάτω από ένα ταφικό μνημείο αντάξιο των φιλοδοξιών του επί της Γης.
Ούτε η βασιλική του Μπραμάντε ούτε το μαυσωλείο του Μιχαήλ Αγγέλου αξιώθηκαν να αποκτήσουν υλική υπόσταση. Ο Μπραμάντε πέθανε και ο Μιχαήλ Άγγελος έπρεπε να ανταποκριθεί σε άλλες παραγγελίες, όπως η Καπέλα Σιξτίνα. Το 1507, όμως, η βασιλική παρουσίαζε ήδη ένα μοναδικό θέαμα: πίσω από το κτίριο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, σχεδόν ολόκληρο ακόμη, υψωνόταν ένας πυλώνας ύψους 27 μ. και πάχους 9 μ., ο πρώτος της μελλοντικής εκκλησίας.
Τα έργα κόστιζαν χρήματα. Το 1506, 12.500 δουκάτα. Το 1507, 27.000. Εκείνη την εποχή, ένας αριστοκράτης μπορούσε να θεωρηθεί πλούσιος με ετήσια έσοδα 2.000
δουκάτα. Ο Ιούλιος Β΄ απεβίωσε το 1513. Λίγο αργότερα άρχισε να κυκλοφορεί στην Ευρώπη ένα ανώνυμο βιβλιαράκι (γραμμένο από τον Ερασμο του Ρότερνταμ) με έναν υποθετικό διάλογο μεταξύ του Αγίου Πέτρου και του αποβιώσαντος Πάπα. Ο Απόστολος απαγόρευε στον Πάπα την είσοδό του στον Παράδεισο και τον αποκαλούσε, μεταξύ άλλων, «τύραννο προσκολλημένο στα εγκόσμια, εχθρό του Χριστού και καταστροφή για την Εκκλησία». Ο Ερασμος έκανε λάθος μέχρις ενός σημείου, γιατί ο Ιούλιος Β΄ άφησε πίσω του μια Εκκλησία ανασυνταγμένη μετά τις καταστροφές που είχαν προξενήσει οι Βοργίες και με κάποια χρήματα στον κορβανά της. Η πραγματική καταστροφή ήρθε από έναν Μέδικο, τον Λέοντα Ι΄, διάδοχο του Ιουλίου Β΄ και αναμφισβήτητο υποψήφιο για τον τίτλο του πιο ανίκανου Πάπα όλων των εποχών.
Με τον Λέοντα Ι΄, το σχέδιο του Μπραμάντε άρχισε να αλλοιώνεται. Στο αρχικό σχέδιο προστέθηκαν οι ιδέες του Ραφαήλ και του Μπαλτασάρε Περούτσι, αντικρουόμενες μεταξύ τους. Το 1520, μετά τον θάνατο του Ραφαήλ, ο Αντόνιο ντα Σανγκάλο αναθεώρησε ξανά το έργο. Είχε παγιωθεί μια πορεία εντελώς ασύμφορη οικονομικά: κάθε αρχιτέκτονας κατεδάφιζε ένα μέρος της δουλειάς των προηγουμένων και άρχιζε εκ νέου κατά τα γούστα του.
Ο Λέων Ι΄, ως γνήσιος φλωρεντίνος πρίγκιπας, γιος του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς, ήταν άνθρωπος χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς. Αύξησε τον αριθμό των καρδιναλίων από 200 σε 700, για να πουλήσει τους τίτλους και να βρει χρήματα για τον Άγιο Πέτρο και τα προσωπικά του έξοδα: συνολικά, αυτά τα εξαγοράσιμα αξιώματα του απέφεραν περίπου 600.000 δουκάτα. Τα χρήματα αυτά δεν ήταν αρκετά, και ο Πάπας εκμεταλλεύτηκε μία από τις τελευταίες αποφάσεις του Ιουλίου Β΄: να προσφέρει συγχωροχάρτια με αντάλλαγμα εισφορές για τη βασιλική, για να δημιουργήσει τελικά μια μεγάλη πανευρωπαϊκή επιχείρηση διάθεσης συγχωροχαρτιών. Οι απεσταλμένοι του, συντονιζόμενοι από τον γραμματέα Λορέντσο Πούτσι, διέτρεχαν όλη την Ευρώπη πουλώντας συγχωροχάρτια.
Ένας άγνωστος Γερμανός Αυγουστίνος ιερέας, ο Μαρτίνος Λούθηρος, που είχε επισκεφθεί τη Ρώμη το 1511 και είχε φρίξει με όσα είχε δει («Αν υπάρχει Κόλαση, η Ρώμη είναι χτισμένη πάνω της» είπε) εξαπέλυσε εκστρατεία ενάντια στις σπατάλες του Βατικανού. «Γιατί ο Πάπας δεν πληρώνει τη βασιλική από την τσέπη του, αντί να σπαταλάει τα χρήματα των φτωχών πιστών;» αναρωτιόταν στα κηρύγματά του. Στις 31 Οκτωβρίου 1517, ο Λούθηρος τοιχοκόλλησε μια λίστα με θέσεις στην εξώπορτα της εκκλησίας του, στη γερμανική πόλη της Βιτεμβέργης. Μία από αυτές ανέγραφε: «Πρέπει να δείξουμε στους χριστιανούς ότι αν ο Πάπας γνώριζε τις εκβιαστικές αποσπάσεις χρημάτων των ιεροκηρύκων με τα συγχωροχάρτια, όφειλε να προτιμήσει να καεί η βασιλική του Αγίου Πέτρου παρά να τη χτίζει με το δέρμα, τη σάρκα και τα οστά των αμνών του». Μια άλλη έλεγε: «Γιατί ο Πάπας δεν αδειάζει και το Καθαρτήριο, υποκινούμενος από την παναγιοτάτη ευσπλαχνία του και τη μέγιστη ανάγκη των ψυχών, στο μέτρο που ελευθερώνει πλήθος ψυχών με σκοπό να συγκεντρώσει μιαρό χρήμα για τη βασιλική του;».
Ο Λέων Ι΄ δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το επικείμενο ρήγμα στους κόλπους του χριστιανισμού. Στις 15 Ιουνίου 1520, ενώ βρισκόταν σε κυνήγι, υπέγραψε μια βούλα με την οποία ανακήρυξε αιρετικό τον γερμανό αυγουστίνο μοναχό. Και μετά συνέχισε το κυνήγι του.
Το 1527, τα έργα της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, με όλους τους πρόσθετους θησαυρούς της (όπως η Καπέλα Σιξτίνα, διακοσμημένη από τον Μιχαήλ Αγγελο, και τα παπικά ενδιαιτήματα, διακοσμημένα από τον Ραφαήλ), παραλίγο να σταματήσουν για πάντα. Ο αυτοκράτορας Κάρολος Α΄, εξοργισμένος που ο Κλήμης Ζ΄ (Μέδικος και αυτός) παραβίαζε διπλωματικές συμφωνίες, έστειλε τα στρατεύματά του εναντίον της Ρώμης. Οι στρατιώτες έφτασαν πεθαμένοι από την πείνα και νομίζοντας ότι τους κυνηγούσε ένα γαλλικό στράτευμα, μπήκαν στην πόλη και την έπνιξαν στο αίμα.
Τουλάχιστον 6.000 κάτοικοι της Ρώμης βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Τα σημαντικότερα παλάτια καταστράφηκαν. Η Καπέλα Σιξτίνα και η βιβλιοθήκη χρησιμοποιήθηκαν ως διοικητήρια και υπνωτήρια των στρατευμάτων. Τα σημαντικά λείψανα της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη εν Λατερανώ, τα υποτιθέμενα κρανία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, χρησιμοποιήθηκαν σαν μπάλες για παιχνίδι. Το ιερό του Αγίου Πέτρου συλήθηκε και δεκάδες φωτιές έκαιγαν στα παρεκκλήσια και στο παπικό παλάτι. Ακόμα και ο Ερασμος του Ρότερνταμ ένιωσε συντετριμμένος: «Δεν είναι η καταστροφή μιας πόλης, είναι η καταστροφή ολόκληρου του κόσμου», έγραψε. Ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, η βασιλική επέζησε, και μετά τον θάνατο του Σανγκάλο επανήλθε ο μακροβιότατος Μιχαήλ Αγγελος. Ο μεγαλοφυής Φλωρεντίνος αποφάσισε να υψώσει τον τρούλο και να τον κάνει μεγαλοπρεπή. Ο διάδοχός του, ο Κάρλο Μαντέρνο, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει έναν νέο κόσμο, εκείνον της ρήγματος στους κόλπους του χριστιανισμού, των θρησκευτικών πολέμων και των δικαστηρίων της Ιεράς Εξέτασης, και τροποποίησε ξανά τα σχέδια ακολουθώντας τις οδηγίες της Αντιμεταρρύθμισης: επεξέτεινε την είσοδο του ναού έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας λατινικός σταυρός, πράγμα που αύξανε τον χώρο (ως 60.000 όρθιους πιστούς) και κατασκεύασε μια μπαρόκ μαρμάρινη πρόσοψη. Η αύξηση του εσωτερικού χώρου έγινε εις βάρος του εξωτερικού: οι πιστοί που συγκεντρώνονταν στην πλατεία δεν μπορούσαν πια να δουν τον τρούλο, ο οποίος μισοκρυβόταν από το πρόσθιο κλίτος.
Τ ο 1586, ο αρχαιότατος αιγυπτιακός οβελίσκος που υψωνόταν ήδη δίπλα στον ιππόδρομο του Νέρωνα, μεταφέρθηκε στην καινούργια πλατεία από τον μηχανικό Ντομένικο Φοντάνα, ο οποίος χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτόν 900 εργάτες επί τέσσερις μήνες. Στην κορυφή του λένε ότι υπάρχει ένα κομμάτι Τίμιου Ξύλου. Το 1612, ο Παύλος Ε΄, ο πιο απολυταρχικός Πάπας, εκείνος που καταδίκασε τον Κοπέρνικο, καταβαράθρωσε τις μεταθανάτιες φιλοδοξίες του Ιουλίου Β΄ αφιερώνοντας στον εαυτό του τη βασιλική με μια μεγάλη επιγραφή στην πρόσοψη: «Ιn honorem principis apost Ρaulus V Βurghesius Romanus Ρont Μax an ΜDCΧΙΙ pont VΙΙ» («Εις δόξαν του πρίγκιπος των Αποστόλων – ο Παύλος ο Ε΄, κάτοικος Ρώμης και πρώτος Ποντίφιξ, το 1612, κατά τον ζ΄ χρόνο της ιερατείας του). Το 1626, ο Ουρβανός Η΄ καθαγίασε την καινούργια βασιλική τελώντας τα θυρανοίξια και ανακοινώνοντας την περάτωση των έργων.
Τα έργα, προφανώς, δεν τελείωσαν ποτέ. Εξακολουθούν να προστίθενται στοιχεία και οι επισκευές είναι διαρκείς. Για τον σκοπό αυτόν εξακολουθεί να υπάρχει η Φάμπρικα Σάνκτι Πέτρι, η «εταιρεία» που εκτελούσε τα έργα της κατασκευής. Σημάδευε τα υλικά της με τα αρχικά ΑUFΑ (Αd Usum Fabrice), που σήμαινε ότι ήταν απαλλαγμένα από φόρους. Η λέξη «auffo» εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα στην αργκό της Ρώμης, και χρησιμοποιείται για τους τρακαδόρους, για όσους δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ποτέ.
Πηγή: Το Βήμα, Εnric Gonzlez, 11/8/09