Ο Πύργος του Λέοντος, των Γενίτσαρων, του Αίματος. Ο Λευκός Πύργος, το μνημείο-μουσείο, σύμβολο της Θεσσαλονίκης, με τη μεγάλη επισκεψιμότητα, που αγγίζει τις 250.000 επισκεπτών ετησίως, άνοιξε τη βαριά μεταλλική πύλη του και ξεδίπλωσε την ιστορία του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, με τη βοήθεια της διευθύντριας του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, Αγαθονίκης Τσιλιπάκου.

«Η επισκεψιμότητα του Λευκού Πύργου είναι πολύ μεγάλη και μάλιστα με αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού και προσθέτει πως «το 2011 ήταν 93.000 ετησίως και πλέον φτάνει πάνω από τις 250.000 επισκεπτών και αυτό οφείλεται και στην προβολή που του γίνεται, αλλά και στο ότι λειτουργεί ανελλιπώς από το 2013, καθώς εφαρμόστηκε το διευρυμένο ωράριο και λειτουργεί και τις απογευματινές ώρες».

«Ο Λευκός Πύργος είναι ο πύργος που βρισκόταν στο σημείο σύνδεσης του χερσαίου ανατολικού τείχους και του θαλάσσιου τείχους της πόλης. Είχε πολλές ονομασίες, Πύργος του Λέοντος τον 16ο αιώνα, Πύργος Καλαμαριάς τον 18ο αιώνα και Πύργος των Γενιτσάρων ή Πύργος του Αίματος τον 19ο αιώνα, διότι ήταν τόπος φυλάκισης και εκτέλεσης», αναφέρει η κα Τσιλιπάκου και διευκρινίζει πως «ιδρύθηκε στους βυζαντινούς χρόνους και εμείς δεν γνωρίζουμε την παλιότερη φάση του. Τον 15ο αιώνα οικοδομήθηκε ο πύργος που γνωρίζουμε στη σημερινή του μορφή και στα θεμέλιά του βρέθηκε το οκταγωνικό περιτείχισμα που κανείς μπορεί να δει σήμερα εξωτερικά του πύργου και είχε 3 οκταγωνικούς πύργους, οι οποίοι επίσης κατεδαφίστηκαν και χρονολογούνται τον 16ο αιώνα».

Τη σημερινή του ονομασία την πήρε «την περίοδο του Αβδούλ Χαμίτ Γ’, στο πλαίσιο του μεταρρυθμιστικού κινήματος της αυτοκρατορίας, όταν βάφτηκε λευκός, από έναν φυλακισμένο που του δόθηκε για αυτήν του την πράξη η ελευθερία του. Ήταν μια συμβολική κίνηση, διότι συμβόλιζε τον μεταρρυθμιστικό άνεμο που έπνεε τότε στην οθωμανική αυτοκρατορία» επισημαίνει η κα Τσιλιπάκου.

Ο πύργος είχε και άλλες χρήσεις. «Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν χώρος που φιλοξενούσε αρχαιότητες και αργότερα έγινε σταθμός της μετεωρολογικής υπηρεσίας του ΑΠΘ, χώρος για τους ναυτοπρόσκοπους, μέχρι που αποδόθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε το 1985 και μάλιστα βραβεύθηκε από την Europa Nostra» υπογραμμίζει.

Στο ξεχωριστό αυτό μνημείο-μουσείο, από το 2008 λειτουργεί και παρουσιάζεται με νέα μέσα τεχνολογίας (οθόνες αφής, υπολογιστές, προβολές, φωτοτράπεζες, ενημερωτικό γραφιστικό υλικό και ηχητικούς αυτόματους ξεναγούς) η μόνιμη έκθεση της Ιστορίας της Θεσσαλονίκης, από την ίδρυσή της μέχρι τον 20ό αιώνα. Όπως επισημαίνει η κα Τσιλιπάκου: «Το 1985 φιλοξένησε μια πολλή μεγάλη έκθεση για τα 2.300 χρόνια από την ίδρυση της πόλης, στη συνέχεια τη συλλογή του Δημητρίου Οικονομόπουλου που είναι από τους μεγαλύτερους δωρητές του Μουσείου Βυζαντινού πολιτισμού και άλλες εκθέσεις, με σημαντικότερη την έκθεση Οι Ώρες Βυζαντίου που ήταν πρωτοποριακή για τα δεδομένα τότε».

«Μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί έχει την ιστορία της πόλης συμπυκνωμένη και για έναν επισκέπτη, είναι πολύ χρήσιμο αυτό», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η νεαρή Χρύσα Βασάκου από τα Ιωάννινα, που επέλεξε να συνδυάσει τη διασκέδαση στην πόλη με την επίσκεψή της στον Λευκό Πύργο, και η φίλη της Κατερίνα Παπουτσή συμπληρώνει πως «θέλαμε να μάθουμε την ιστορία της πόλης, εκτός από όλα τα άλλα, θέλαμε να μάθουμε και το ιστορικό κομμάτι της πόλης, καθώς έχει τεράστια ιστορία η Θεσσαλονίκη».

Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του Λευκού Πύργου, με τους έξι ορόφους, δίχως ανελκυστήρα, δημιουργεί δυσκολία στην πρόσβαση, γι’ αυτό το λόγο, όπως αναφέρει η διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, «για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, υπάρχουν δυο υπολογιστικές μονάδες στο ισόγειο, όπου υπάρχει εικονική περιήγηση της έκθεσης και μπορεί κανείς να δει όλο το περιεχόμενο, δίχως να χρειαστεί να ανέβει τους έξι ορόφους. Όπως επίσης υπάρχουν και ηχητικοί αυτόματοι ξεναγοί, σε τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, τουρκικά, ρωσικά και γερμανικά) για τη διευκόλυνση των επισκεπτών».