Αρχείο τευχών
19'81
~'83
01 - 09
19'84
~'86
10 - 21
19'87
~'89
22 - 33
19'90
~'92
34 - 45
19'93
~'95
46 - 57
19'96
~'98
58 - 69
19'99
~'01
70 - 81
20'02
~'04
82 - 93
20'05
~'07
94 - 105
20'08
~'10
106 - 118
20'15
~'17
119 - 125
20'18
~'20
126 - 134
20'21
~'23
135 - 143
Τεύχος 46, Μάρτιος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Η αρχαιολογία σήμερα. Προοπτικές και προβληματισμοί Δέσποινα Ευγενίδου

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης. Στην Ελλάδα, Αρχαιολογική Υπηρεσία και αρχαιολογικός νόμος είναι από τους παλαιότερους στην Ευρώπη. Από την ίδρυσή του, το νέο κράτος επένδυσε στην αρχαιολογική κληρονομιά για να αναδείξει την πολιτισμική και εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Η στάση αυτή λειτούργησε ανασταλτικά στις διαδικασίες ανάπτυξης της αρχαιολογίας και των αντίστοιχων πανεπιστημιακών σπουδών. Σήμερα πλέον η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει άμεση ανάγκη αλλαγών και εκσυγχρονισμού. Στη δεκαετία του 1980 η Υπηρεσία βρέθηκε για πρώτη φορά με τόσο πολλούς αρχαιολόγους χάρη σε δυο συνεχείς διαγωνισμούς και τη μονιμοποίηση εκατό αρχαιολόγων που δούλευαν ως τότε αποσπασματικά. Ωστόσο, η ανάγκη προβολής της πολιτισμικής κληρονομιάς, που είχε αρχίσει να απασχολεί ένα αυξανόμενο κοινό, βρήκε την Υπηρεσία απροετοίμαστη. Ό,τι είχε καθυστερήσει λόγω έλλειψης προσωπικού και επιστημονικής δεοντολογίας έγινε ξαφνικά ιδιαίτερα πιεστικό. Στις ανασκαφές, στη συντήρηση και την αναστήλωση, που πραγματοποιεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία με αυτεπιστασία, διαπιστώνεται ένα διπλό πρόβλημα: οι παλαιοί τεχνίτες, εργάτες και φύλακες έχουν φύγει χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια να διαμορφωθούν καινούριοι επαγγελματίες. Όπως και σε άλλους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, η μετάβαση από έναν παραδοσιακό τρόπο δουλειάς σε έναν ορθολογιστικό δεν κατορθώθηκε. Ο ανορθολογισμός που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η αντίσταση στις αλλαγές, η απογοήτευση και η περιθωριοποίηση των στελεχών της οδηγούν μια ιστορική Υπηρεσία σε μαρασμό. Παραδείγματα από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία δείχνουν λύσεις που δόθηκαν σε χώρες με ανάλογη δυσκινησία των παλαιών τους υπηρεσιών. Ακολουθεί αναλυτικό σχεδιάγραμμα των Διευθύνσεων και των Εφορειών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με τα στοιχεία επικοινωνίας τους.

Η Εν Aθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία Βασίλειος Πετράκος

Η Αρχαιολογική Εφημερίς, το κύριο επιστημονικό όργανο της Αρχαιολογικής Εταιρείας από το 1837. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1837 με πρωτοβουλία του Κωνστ. Μπέλιου. Από το 1859 ως το 1894, γραμματέας της είναι ο Στέφανος Κουμανούδης. Τον διαδέχεται ο Παναγιώτης Καββαδίας (1895-1909, 1912-1920), έπονται οι Γεώργιος Οικονόμος (1924-1951) και Αναστάσιος Ορλάνδος (1951-1979). Από το 1979 ως το 1988, Γεν. Γραμματεύς ήταν ο Γεώργιος Μυλωνάς. Από το 1988, Πρόεδρος της Εταιρείας είναι ο Γεώργιος Σ. Δοντάς και Γενικός Γραμματέας ο Βασίλειος Χ. Πετράκος. Πέρα από το εκδοτικό της έργο, η Εταιρεία έχει τρία ετήσια περιοδικά, τα Πρακτικά, την Αρχαιολογική Εφημερίδα και το Έργον. Από το 1988 εκδίδει και το τριμηνιαίο περιοδικό Μέντωρ.

Η προστασία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων Νίκος Ζίας

Μυστράς, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμποτισμένη με τη λατρεία του κλασικού, ο Γεώργιος Λαμπάκης ιδρύει το 1884 τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία Το 1899 ιδρύεται η πρώτη Εφορεία Χριστιανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων και το 1914 το «Χριστιανικόν και Βυζαντινόν Μουσείον». Η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων δημιουργείται το 1977 περιλαμβάνοντας δεκατρείς Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Έργο της είναι η προστασία, μελέτη και ανάδειξη των μνημείων (εκκλησιών, μοναστηριών, αρχοντικών, οικισμών κ.ά.) και των κινητών έργων τέχνης (εικόνων, χειρογράφων, εκκλησιαστικών κεντημάτων κ.ά.) που είναι παλαιότερα του 1830. Η ιδιομορφία του έργου της Διεύθυνσης πηγάζει από τη σύνδεση ναών, μοναστηριών και απειράριθμων εικόνων με τη λατρευτική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι αναστηλώσεις των μνημείων στην Ελλάδα Αθηνά Χριστοφίδου

Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Καλαμάτας μετά από τους τελευταίους σεισμούς. Στον Οργανισμό του ΥΠΠΕ (1977), η «αναστήλωση» ορίζεται ως η μελέτη και εκτέλεση «οιουδήποτε τεχνικού έργου συντηρήσεως, στερεώσεως, αναστηλώσεως, αποκαταστάσεως, διαμορφώσεως περιβάλλοντος χώρου και προστασίας των μνημείων». Οι τρεις Διευθύνσεις Αναστηλώσεως του ΥΠ.ΠΟ. είναι αρμόδιες α) για τα Αρχαία Μνημεία (από τα προϊστορικά έως και τα ρωμαϊκά), β) για τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά (μνημεία ως το 1830 και όλα τα εκκλησιαστικά), ενώ γ) η Διεύθυνση Πολιτιστικών Κτηρίων και Αναστηλώσεως Νεοτέρων Μνημείων φροντίζει μεταξύ άλλων και για την αρχιτεκτονική κληρονομιά του Νεότερου Κράτους. Στα αναστηλωτικά έργα, που εκτελούνται είτε με αυτεπιστασία ή με εργολαβίες, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται η λύση των Επιτροπών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της μελέτης και της επέμβασης σε ένα μνημείο, όπως έγινε με τη Συντήρηση των Μνημείων Ακροπόλεως Αθηνών ή του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που μετέχουν σε αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η μόνη όψη της συνεργασίας της Υπηρεσίας με τα Πανεπιστήμια που εκτελούν ερευνητικά προγράμματα με ανάθεση του ΥΠΠΟ, συμμετέχουν σε Διεθνή Συνέδρια και καλύπτουν την ανάγκη για εργαστηριακές έρευνες. «Η διαδικασία της αποκαταστάσεως είναι μια επέμβαση υψηλής εξειδικεύσεως που επιβάλλεται να γίνεται κατ’ εξαίρεση», λέει ο Χάρτης της Βενετίας και συνιστά τη δημοσίευση των σχετικών μελετών, όπως και τη δημιουργία ενός Αρχείου Επεμβάσεων στα μνημεία. Το ζητούμενο της υψηλής εξειδίκευσης δυναμιτίζεται στην Ελλάδα τόσο από την έλλειψη μεταπτυχιακών σπουδών όσο και από τη χαμένη ευκαιρία της μεταλαμπάδευσης των παραδοσιακών τεχνικών από τους παλαιούς τεχνίτες στους νέους. Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ και η Σύμβαση της Γρανάδας διατύπωσαν την αρχή της ολοκληρωμένης διατήρησης (conservation integrée) που εντάσσει τα αναστηλωτικά προγράμματα σε μια γενικότερη πολιτισμική, περιβαλλοντική και χωροταξική πολιτική. Η αρχή αυτή αποτελεί σήμερα την προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή πολιτική προστασίας των μνημείων.

Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων. Λειτουργία, προβλήματα, προοπτικές Νίκος Μίνως

Συντήρηση αρχαιοτήτων. Τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων απαρτίζουν το Τμήμα Συντήρησης και το Τμήμα Έρευνας. Λόγω έλλειψης προσωπικού και εργαστηρίων, το Τμήμα Έρευνας δεν λειτούργησε ποτέ. Οι τριακόσιοι σαράντα τρεις υπάλληλοι του Τμήματος Συντήρησης, που κρατάει συντονιστικό ρόλο, εργάζονται στα διακόσια πέντε περιφερειακά εργαστήρια Μουσείων και Εφορειών, που είναι συνήθως υποτυπωδώς εξοπλισμένα. Απαραίτητη θεωρείται η διάρθρωση της Κεντρικής Υπηρεσίας σε Τμήματα κατά ειδικότητα που θα αντιστοιχούν σε ισάριθμα εργαστήρια. Η Συντήρηση θα περιλαμβάνει: Τμήμα φορητών εικόνων, πινάκων-ελαιογραφιών, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, ξυλογλύπτων, χειρογράφων-χαρτιού κλπ., υφαντών, οργανικών ανασκαφικών ευρημάτων, μετάλλων, κεραμικών-γυαλιού, λιθίνων. Τα τμήματα αυτά θα συμπληρώνει ένα Τμήμα Εφαρμοσμένης Έρευνας για τη Συντήρηση.

Διεύθυνση Eκτελέσεως Έργων Mουσείων Βασίλης Χάνδακας

Ο ζωγραφικός διάκοσμος του Ιλίου Μελάθρου μετά από τις εργασίες συντήρησης. Στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Εκτελέσεως Έργων Μουσείων υπάγεται και κάθε νέα κατασκευή που εκτελείται μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους. Τη Διεύθυνση συναποτελούν τα Τμήματα: α) Δημοπρατήσεως, β) Εκτελέσεως και Επιβλέψεως, γ) Ελέγχου και Παραλαβών. Τα έργα της περιλαμβάνουν έργα συντήρησης, συχνά σε μουσεία που δεν έχουν συντηρηθεί ποτέ, έργα βελτιωτικά (συστήματα ασφάλειας και πυρασφάλειας, κλιματισμός κ.ά.) αλλά και τις αναγκαίες επεκτάσεις παλαιών μουσείων εξαιτίας των αυξανόμενων ανασκαφικών ευρημάτων. Επιβλέποντας μικρά έργα σε όλη την επικράτεια, το προσωπικό της Διεύθυνσης αναλώνεται σε συνεχή ταξίδια. Η λύση είναι η Αποκέντρωση των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου. Οι Περιφερειακές Τεχνικές-Αναστηλωτικές Διευθύνσεις που θα δημιουργηθούν θα αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των έργων της περιφέρειάς τους. Παράλληλα, θα μπορούν να συνεργάζονται με κάποιο ιδιαίτερο Τμήμα Συντήρησης Κτηρίων που θα έχει συντονιστικό ρόλο και μένει να δημιουργηθεί.

Ακαδημία Aθηνών. Kέντρον Eρεύνης της Aρχαιότητος Μαρία Πιπιλή

Corpus Vasorum Antiquorum, σειρά που εποπτεύει το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος. Το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος ιδρύθηκε το 1977 με σκοπό την «έρευνα της Ιστορίας, της Τέχνης και του Πολιτισμού εν γένει της Ελληνικής Αρχαιότητος, εν συναφεία δε προς ταύτην και της Ρωμαϊκής». Το σκοπό αυτό υπηρετεί η μελέτη άμεσων και έμμεσων γραπτών πηγών και αρχαιολογικού υλικού. Τα ερευνητικά προγράμματα αφορούν στη μελέτη της Νεολιθικής, Κρητομυκηναϊκής, Κλασικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Στο Κρητομυκηναϊκό και το Κλασικό πρόγραμμα ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη θρησκευτική ζωή και τις λατρευτικές πρακτικές. Στο Κέντρο καταρτίζεται Βιβλιογραφικό Αρχείο της Προϊστορικής Ελλάδας. Επίσης, το Κέντρο εποπτεύει και συντονίζει τις διεθνείς σειρές της Ακαδημίας Corpus Vasorum Antiquorum, Tabula Imperii Romani και Corpus Signorum Imperii Romani.

Μουσείο Μπενάκη Αιμιλία Γερουλάνου

Το Μουσείο Μπενάκη. Το Μουσείο, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνης Μπενάκης, υπηρετεί με τις συλλογές του μια κεντρική ιδέα: την ανασύνθεση της ιστορικής-πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού σε ολόκληρο το ανάπτυγμα του χώρου και του χρόνου του. Η κατασκευή μιας νέας πτέρυγας θα δημιουργήσει ένα Μουσείο κεντρικό, όπου θα αποκατασταθεί η θρυμματισμένη εικόνα της Ελλάδας. Οι υπόλοιπες συλλογές θα αυτονομηθούν σε περιφερειακά παραρτήματα: το σπίτι και το εργαστήριο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα θα στεγάσει το σύνολο των συλλογών του, οι κούκλες της Μαρίας Αργυριάδη θα ζωντανέψουν το Μέγαρο της Βέρας Κουλούρα. Στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα τα έργα προχωρούν ενώ εξετάζεται η αξιοποίηση της δωρεάς του Λάμπρου Ευταξία στον Κεραμεικό.

Εργαστήριο Αρχαιομετρίας Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Γιάννης Μανιάτης

Πρακτικά του συνεδρίου ASMOSIA III που πραγματοποιήθηκε στον Δημόκριτο, το 1993. Διεθνούς αναγνώρισης χαίρει το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας, που ιδρύθηκε επίσημα το 1987 και αποτελεί μετεξέλιξη παλαιότερων Προγραμμάτων που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1965. Το Εργαστήριο εκμεταλλεύεται τη σημαντικότατη υλική, επιστημονική και τεχνική υποδομή του Δημόκριτου και τη βιβλιοθήκη του. Στόχος του Εργαστηρίου είναι η εξαγωγή εξειδικευμένων πληροφοριών από αρχαιολογικά αντικείμενα, μνημεία και υλικά με φυσικοχημικές μεθόδους (C-14, ακτίνες-Χ, θερμοφωταύγεια, μικροανάλυση κ.ά.). Στο φάσμα των δραστηριοτήτων του περιλαμβάνονται: η χρονολόγηση παντός τύπου οργανικών υλικών, κεραμικών, ανθρωπολογικών και παλαιοντολογικών ευρημάτων· μελέτες κεραμικής τεχνολογίας, έλεγχοι αυθεντικότητας κεραμικών αντικειμένων και χαρακτηρισμός εργαστηρίων· προσδιορισμός του τόπου προέλευσης του μαρμάρου αρχαίων γλυπτών και εντοπισμός αρχαίων λατομείων· μελέτες προέλευσης αρχαίων μετάλλων και καταγραφή των αρχαίων μεταλλείων· χαρακτηρισμός των χρωστικών υλικών και τεχνολογίας τοιχογραφιών (Ακρωτήρι Θήρας) και διακοσμήσεως μαρμάρινων μνημείων (ταφικές στήλες του νεκροταφείου Βεργίνας)· μελέτη και χαρακτηρισμός χαρτιού και μελέτες θερμικής κατεργασίας οργανικών υλικών και πυριτολίθων. Το Εργαστήριο στελεχώνουν δέκα επιστήμονες και πολλά από τα προγράμματα με τα οποία ασχολείται πραγματοποιούνται μέσα από ένα εθνικό και διεθνές δίκτυο συνεργασιών. Πρόσφατα, μέσω του Εργαστηρίου, η Ελλάδα πέτυχε την ανάθεση από το ΝΑΤΟ ενός πιλοτικού προγράμματος με θέμα «Τεχνολογίες για τον πολιτισμό». Επί σειρά ετών το Εργαστήριο οργανώνει Σεμινάρια Αρχαιομετρίας-Αρχαιολογίας-Συντήρησης και εκδίδει το εξαμηνιαίο περιοδικό «ΔελτΑ».

Η εκπαίδευση του επιστημονικού προσωπικού της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας: Η περίπτωση των σπουδών Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλειος Λαμπρινουδάκης

Το λογότυπο του Μουσείου Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η θεωρητικά ικανοποιητική εικόνα του προγράμματος σπουδών για φοιτητές με αρχαιολογική κατεύθυνση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας υπονομεύεται από μια σειρά παράγοντες. Βασικό πρόβλημα είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των σπουδαστών που δημιουργεί ανομοιογένεια ενδιαφέροντος και επιπέδου, καθώς και αδυναμία ουσιαστικής εποπτείας από τον διδάσκοντα. Τα Τμήματα σταθερά ζητούν μειωμένους αριθμούς εισακτέων. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την οργάνωση της πραγματοποίησης του προγράμματος. Στο πλαίσιο ενός εξαμηνιαίου μαθήματος, προσφέρονται περισσότερα θέματα από περισσότερους διδάσκοντες και ο φοιτητής έχει να επιλέξει ένα από αυτά. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία επιλογής οδηγεί στην πραγματοποίηση ενός τυχαίου προγράμματος που δεν περιλαμβάνει ενημέρωση σε βασικούς τομείς της επιστήμης. Τρίτο πρόβλημα προκαλεί η νοοτροπία του ενός, ελληνικού «συγγράμματος» που, στον αντίποδα της κριτικής ενημέρωσης μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, δημιουργεί εθισμό στην εκμάθηση μιας έτοιμης γνώσης. Ο χωρισμός των Τμημάτων της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής πρόσθεσε ένα τέταρτο πρόβλημα. Η μείωση της φιλολογικής παιδείας προς όφελος της ιστορικής-αρχαιολογικής ειδίκευσης στερεί τους αρχαιολόγους από την απαραίτητη άμεση γνώση της γραπτής παράδοσης και της σκέψης του κόσμου που μελετούν. Όλα τα παραπάνω προβλήματα σε συνδυασμό αποτυπώνονται στο πτυχίο που παίρνουν οι σπουδαστές. Από το 1988 το Πανεπιστήμιο Αθηνών παρέχει μεταπτυχιακές αρχαιολογικές σπουδές που αρθρώνονται σε δύο κύκλους: ο πρώτος είναι διετής και καταλήγει στην απόκτηση διπλώματος αντίστοιχου με το master, ο δεύτερος είναι αφιερωμένος στην εκπόνηση διατριβής. Οι σπουδές αυτές προσφέρουν τη δυνατότητα πλήρους υπέρβασης των υφισταμένων αδυναμιών του προπτυχιακού προγράμματος.

Κλασική Aρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Θανάσης Καλπαξής

Φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης μελετούν ευρήματα από ανασκαφές. Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι αρχαιολόγοι εστίαζαν στην αναπαράσταση και ερμηνεία των στοιχείων που συνθέτουν έναν «πολιτισμό». Η «δημοκρατική» αρχαία Ελλάδα αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητο πολιτισμικό πρότυπο και η αναζήτησή της καθιερώνεται τον 19ο αιώνα ως το κατεξοχήν αντικείμενο της κλασικής αρχαιολογίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αρχαιολογικές ανησυχίες στρέφονται προς την κατανόηση και ερμηνεία ιστορικών διαδικασιών, αναζητώντας τα αίτια και όχι πια μόνο τα αποτελέσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι νέες εξελίξεις έρχονται σε έντονη αντίθεση προς την παραδοσιακή αρχαιολογική πολιτική στην Ελλάδα που, θεμελιωμένη μέσα στο κλίμα του ρομαντικού κλασικισμού, προσφέρει τότε το ισχυρότατο πολιτικό επιχείρημα ότι οι Νεοέλληνες είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων. Κύριο μέλημα της πολιτείας ήταν η διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Το θέμα της σε βάθος μελέτης της αρχαιότητας δεν θεωρήθηκε εξίσου επιτακτικό καθώς, μεταξύ άλλων, επικρατούσε και η «ρεαλιστική» αντίληψη ότι η σχετική μελέτη γινόταν ούτως ή άλλως στο εξωτερικό. Αυτή την αντίληψη απηχεί η παραδοσιακή πλέον θέση της πολιτείας, ότι ο ρόλος της διδασκαλίας της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι η διεύρυνση της σχετικής γνώσης αλλά η μεταφορά ενός ήδη παρασκευασμένου προϊόντος. Το Πανεπιστήμιο της Κρήτης, οργανωμένο σύμφωνα με την εκπαιδευτική φιλοσοφία του αρμόδιου υπουργείου, δεν είναι σε θέση να καλύψει μόνο του τις «σύγχρονες επιστημονικές ανάγκες» της κλασικής αρχαιολογίας, υποβιβασμένης στο επίπεδο της πατριδογνωσίας. Δεν έχει καν γίνει συνειδητό ότι η ελληνική αρχαιολογία είναι ένα πολύ μικρό τμήμα της επιστήμης της αρχαιολογίας, ενώ η πολιτεία συνεχίζει να επενδύει το μέγιστο τμήμα των δραστηριοτήτων των αρχαιολογικών τμημάτων στην εκπαίδευση υποψηφίων καθηγητών μέσης εκπαίδευσης.

Αρχαιολογική Yπηρεσία και Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κώστας Κωτσάκης

Η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους, η κοινότητα στόχων ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία οδήγησε στον εναγκαλισμό τους. Το πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στοχεύει κατά μεγάλο μέρος στην προετοιμασία των φοιτητών για τη διπλή επαγγελματική τους ιδιότητα ανάμεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη Μέση Εκπαίδευση. Ο διαχωρισμός του αντικειμένου σε προϊστορική, κλασική και βυζαντινή αρχαιολογία διατηρεί στεγανά που εμποδίζουν την επικοινωνία ιδεών, μεθόδων και τεχνικών μεταξύ τους. Αρχαιολογική θεωρία και μέθοδος κατακερματίζονται. Το κενό καλούνται να καλύψουν μαθήματα όπως η μουσειολογία, η αρχαιομετρία, η χρήση των υπολογιστών στην αρχαιολογία κ.ά. Το περιεχόμενο των αρχαιολογικών μαθημάτων διαμορφώνει την αρχαιολογική συγκρότηση όσων καταφέρουν να περάσουν τη στενή πύλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η φυσιογνωμία της αρχαιολογικής έρευνας όμως καθορίζεται και από την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στον κλάδο. Στα θέματα των εξετάσεων δεν περιλαμβάνεται κανένα που να σχετίζεται με τη θεωρία ή τη μέθοδο της αρχαιολογίας, εφόδια απαραίτητα στο πεδίο, αποκλείοντας έτσι την ελληνική αρχαιολογία από τη διεθνή θεωρητική συζήτηση. Πλήρως απουσιάζουν ερωτήσεις σε θέματα όπως η βιοαρχαιολογία, η αρχαιολογία του περιβάλλοντος, η καταγραφή και τεκμηρίωση ανασκαφών κ.ά. που οι φοιτητές στη Θεσσαλονίκη διδάσκονται. Η σχεδόν «φετιχιστική» εμμονή με τα αντικείμενα-πράγματα ή με τον κλασικό πολιτισμό διατρέχει όλα τα θέματα. Η επιλογή των θεμάτων των εξετάσεων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας προκαταλαμβάνει κάθε προσπάθεια σπουδών που αναζητούν διαφορετικές περιοχές. Αν ο φαύλος κύκλος δεν σπάσει, οι δυο χώροι θα λειτουργούν ασύμπτωτα και η προοπτική αυτή είναι δυσοίωνη για το μέλλον και των δυο.

Προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων αρχαιολογίας Ελεάνα Γιαλούρη

Σημαντικά προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι. Παρά την ποικίλη εκμετάλλευση της αρχαίας κληρονομιάς, κρατικός σχεδιασμός για την παροχή κονδυλίων και την αύξηση των θέσεων των αρχαιολόγων δεν υπάρχει. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία προκηρύσσει ειδικό διαγωνισμό μόνο όταν κενωθούν κάποιες από τις 300 θέσεις των μονίμων υπαλλήλων της. Η ύλη των εξετάσεών της υποτιμά τις πολλές ειδικότητες που έχουν πλέον αναπτυχθεί και υποβαθμίζει το πτυχίο και τις μεταπτυχιακές σπουδές των υποψηφίων. Γραφειοκρατικές αρμοδιότητες που βαρύνουν τους αρχαιολόγους της Υπηρεσίας λειτουργούν σε βάρος της ερευνητικής τους εργασίας, περιορισμένης ήδη από την έλλειψη πλήρως ενημερωμένων βιβλιοθηκών, ερευνητικών προγραμμάτων, ερευνητικών σεμιναρίων κ.ά. Προτάσεις και περιστασιακές μεταρρυθμίσεις είναι ανώφελες, αν δεν αναθεωρηθεί η οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και δεν συντονιστεί μαζί της το πρόγραμμα των πανεπιστημιακών σπουδών.

Η διδασκαλία της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο Γιάννης Χαμηλάκης

Η διδασκαλία της Αρχαιολογίας θα ήταν αποτελεσματικότερη αν στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία. Περιορισμούς στο ερμηνευτικό πλαίσιο της αρχαιολογίας θέτει η πρόσδεσή της στο «άρμα» της Ιστορίας της Τέχνης, γεγονός που δεν της επιτρέπει να οριστεί ως «κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τη μελέτη των υλικών τους καταλοίπων», να λειτουργήσει στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, να αξιοποιήσει μεθόδους και έννοιες από άλλες επιστήμες και να επιδιώξει τη διαλεκτική επανασύνδεσή της με την ιστορία. Ενώ μια πιο αποτελεσματική οργάνωση θα στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία, οι θεματικές ενότητες οργανώνονται ακολουθώντας χρονολογική διαίρεση. Όχι μόνο υποβάλλονται έτσι οι αντιλήψεις του εξελικτισμού του 19ου αιώνα αλλά υπονοείται και η αυτονόμηση του χρόνου ως διάστασης, η ταύτιση των κοινωνικών αλλαγών με το χρόνο. Η διδασκαλία μεροληπτεί. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα μαθήματα αφορούν δυο χρονικές φάσεις, την κλασική εποχή και την «πρωτοϊστορία». Τα έργα της κλασικής τέχνης σήκωσαν το βάρος της απόδειξης της ιστορικής συνέχειας ανάμεσα στο κλασικό παρελθόν και το νεοελληνικό έθνος. Η πρωτοϊστορία επωμίστηκε την απόδειξη της αλήθειας των ομηρικών επών. Από τον κατάλογο των προσφερόμενων μαθημάτων απουσιάζουν: Η ιστορία της αρχαιολογίας και η διερεύνηση του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο επιτελούνται οι θεωρητικές και μεθοδολογικές εξελίξεις. Η συζήτηση γύρω τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ρεύματα στην αρχαιολογία, από τη «νέα αρχαιολογία» έως την «αρχαιολογία της διαδικασίας» και τη συσχέτισή τους με την ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού. Η εκπαίδευση των αρχαιολόγων σε τεχνικές αποκάλυψης, συλλογής και ανάλυσης του αρχαιολογικού υλικού. Οι οικολογικές και οικονομικές παράμετροι των κοινωνιών του παρελθόντος. Ο προβληματισμός γύρω από τις σχέσεις αρχαιολογίας και κοινού.

Η αρχαιολογία στη Γαλλία Roland Etienne

Εξωτερική όψη της βιβλιοθήκης της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Χορήγηση άδειας για τη διενέργεια αρχαιολογικών επεμβάσεων εντός Γαλλίας απαιτεί ο νόμος Carcopino του 1941. Σε κάθε περιοχή, ένας γενικός διευθυντής πολιτιστικών υποθέσεων εκπροσωπεί το Υπουργείο Πολιτισμού και ελέγχει τον περιφερειακό συντηρητή αρχαιολογίας. Ο περιφερειακός συντηρητής, σε συνεννόηση με το Ανώτερο Συμβούλιο Αρχαιολογικής Έρευνας, προγραμματίζει τις ανασκαφές και φέρει όλη την ευθύνη του συνόλου της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης. Εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, αρχαιολογικές δραστηριότητες χρηματοδοτούν άμεσα και τρεις άλλοι φορείς: το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το υπουργείο Εξωτερικών και το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS). Για τους φοιτητές αρχαιολογίας προβλέπονται διαστήματα πρακτικής εξάσκησης (stages) σε ανασκαφές. Από ειδική εκπαίδευση περνούν τόσο οι συντηρητές όσο και οι αρχιτέκτονες. Οι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι που υπηρετούν στην περιφέρεια στρατολογούνται με διαγωνισμό που τους οδηγεί στη Σχολή Εθνικής Κληρονομιάς, επαγγελματική Σχολή που δημιούργησε τα στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού. Τις σωστικές ανασκαφές διεξάγουν 1500 συμβασιούχοι που αμείβονται κυρίως από επιχειρήσεις δημοσίων ή εγγειοβελτιωτικών έργων. Οι αρχαιολόγοι που εργάζονται στο εξωτερικό προσλαμβάνονται με ειδικούς διαγωνισμούς. Το συντριπτικό βάρος των «κλασικών» αρχαιολογιών δεν είχε αφήσει την εθνική αρχαιολογία να αναπνεύσει. Κατά το έτος Αρχαιολογίας (1990) όμως, το ενδιαφέρον που επέδειξε η πολιτική εξουσία ανήγαγε την εθνική αρχαιολογία σε θέμα πολιτικό και όργανο γοήτρου.

Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Iνστιτούτο στην Αθήνα Klaus Fittschen

Η κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (φωτ. E. F. Gehnen). Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1874 και από το 1888 στεγάζεται στο υστερονεοκλασικό κτήριο που έκτισε ο Ernst Ziller με τη συνεργασία του Wilhelm Dörpfeld . Επί των ημερών του Dörpfeld (1887-1912), η επιστημονική αίγλη του Ινστιτούτου επηρέασε αποφασιστικά την ελληνική αρχαιολογία. Το Ινστιτούτο ανέλαβε ανασκαφές σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας. Ωστόσο, οι μακρόχρονες ανασκαφές του διεξάγονται στην αρχαία Ολυμπία, την Τίρυνθα, τη Σάμο και τον Κεραμεικό. Για κάθε χώρο ανασκαφής υπάρχει ειδική επιστημονική σειρά δημοσιεύσεων με τόμους που κυμαίνονται από δέκα ως τριάντα. Μικρότερες έρευνες και άρθρα δημοσιεύονται στο περιοδικό του Ινστιτούτου, το Athenische Mitteilungen. Η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου, το Φωτογραφικό του Αρχείο και τα Αρχεία των ανασκαφών είναι βεβαίως προσιτά σε επιστήμονες όλων των εθνικοτήτων. Το Ινστιτούτο διοικείται από δύο Διευθυντές. Από το δεκαμελές επιστημονικό του προσωπικό, τα δύο μέλη είναι αρχιτέκτονες. Υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, χρηματοδοτείται από τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό αλλά επωφελείται και από τα βοηθήματα δημόσιων ή ιδιωτικών ιδρυμάτων.

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών Elisabeth French

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών. Τα αρχαιολογικά θέματα στην Αγγλία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τριών φορέων. Η Εθνική Κληρονομιά (National Heritage) είναι σύμβουλος της Κυβέρνησης. Η Βρετανική Ακαδημία χρηματοδοτεί όλες τις Βρετανικές Σχολές στο εξωτερικό. Η Αγγλική Κληρονομιά (English Heritage) επιδιώκει να δημιουργήσει τη μακροχρόνια διατήρηση και την ευρεία κατανόηση και απόλαυση του Ιστορικού Περιβάλλοντος. Η Βρετανική Σχολή, όπου στεγάζεται και η βιβλιοθήκη του George Finlay, ιδρύθηκε το 1886. Στη Βιβλιοθήκη της Σχολής, που διαθέτει πάνω από 60.000 τόμους, υπάρχει αίθουσα χαρτών, φωτογραφική συλλογή και πρωτότυπα αρχεία από πολλές ανασκαφές της. Έχει επίσης βιβλιογραφικό και αρχειακό υλικό που αφορά την πιο πρόσφατη ελληνική ιστορία. Σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς στην Αθήνα σήμερα δημιουργείται ηλεκτρονικός κατάλογος 400.000 τόμων. Το Εργαστήριο Φιτς, που έχει επικεντρωθεί στα πετρογραφικά και χημικά χαρακτηριστικά των κεραμικών και στη γεωφυσική έρευνα αρχαιολογικών χώρων, οργανώνει συνέδρια και σεμινάρια αρχαιομετρίας. Η Βρετανική Σχολή συνεργάζεται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Κνωσό, τις Μυκήνες, τη Σπάρτη, το Παλαίκαστρο, το Λευκαντί, τη Χίο και την Περαχώρα. Στην Κνωσό η Σχολή διαθέτει στέγη και μόνιμο επιμελητή, μικρή βιβλιοθήκη και Στρωματογραφικό Μουσείο. Κάθε Σεπτέμβριο η Σχολή οργανώνει μαθήματα για φοιτητές και κάθε δυο χρόνια προσφέρει μαθήματα σε διδάσκοντες. Υποτροφίες, βραβεία και επιχορηγήσεις για μεταπτυχιακή έρευνα δίνονται κάθε χρόνο. Η Σχολή εκδίδει την Επετηρίδα της, τα Archaeological Reports, από κοινού με την Εταιρεία για την Προαγωγή των Ελληνικών Σπουδών, και ταSupplementary Volumes. Τα Fitch Laboratory Occasional Papers είναι σειρά αφιερωμένη σε τρέχοντα επιστημολογικά θέματα με έμφαση στο αρχαίο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.

Ιταλική Aρχαιολογική Σχολή Alberto Benvenuti

Η Βρετανική Σχολή Αθηνών. Το Υπουργείο Πολιτισμού στην Ιταλία ιδρύθηκε το 1975 αποσπώντας από το Υπουργείο Παιδείας τα θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς. Οι Εφορείες, περιφερειακά όργανα του Υπουργείου, συναπαρτίζουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η στελέχωση της Υπηρεσίας γίνεται με διαγωνισμό που καλύπτει τις θέσεις κάθε περιοχής. Εκτός από τις Εφορείες, τα Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα και τις Ξένες Σχολές, αρχαιολογική έρευνα γίνεται και από ιδιωτικούς Αρχαιολογικούς Συνεταιρισμούς. Εφορείες και Ξένες Σχολές δημιουργήθηκαν τον 18ο αιώνα, ενώ οι άλλοι οργανισμοί ιδρύθηκαν μετά τη δεκαετία του 1960. Οι Εφορείες διακρίνονται σε α) Αρχαιολογικές, β) σε Εφορείες για τα Καλλιτεχνικά και Ιστορικά Αγαθά και γ) σε Εφορείες για τα Αρχιτεκτονικά Αγαθά και για το Περιβάλλον. Οι Εφορείες ονομάζονται «μεικτές» όταν στη δικαιοδοσία τους εμπίπτουν πολιτισμικά αγαθά διαφόρων τύπων. Τέλος, «ειδικές» ονομάζονται οι Εφορείες που φροντίζουν συλλογές Μουσείων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Η αρχαιολογία στις Κάτω Χώρες Jean Paul Crielaard

Το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Αν και στις Κάτω Χώρες η επιτόπια αρχαιολογική εργασία συντονίζεται και διεξάγεται κυρίως από την Κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία, άδειες ανασκαφών χορηγούνται μόνιμα σε τέσσερα Πανεπιστήμια, σε ένα μουσείο και σε έντεκα δήμους που έχουν διορίσει ειδικό δημοτικό αρχαιολόγο. Η Κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία, που ιδρύθηκε το 1947, διαθέτει επιστημονικό τμήμα με δέκα επαρχιακούς αρχαιολόγους, τμήμα προστασίας μνημείων και τμήμα αποκατάστασης μνημείων. Οι επαρχιακοί αρχαιολόγοι διορίζονται από την Υπηρεσία ως επιθεωρητές και επόπτες των επιτόπιων αρχαιολογικών εργασιών που διεξάγονται στις επαρχίες. Η Υπηρεσία δημοσιεύει τα αποτελέσματα στο περιοδικό της Berichten van de Rijksdienst voor het Oudheidkundig Bodemonderzoek. Στην πράξη, δημοτικοί και επαρχιακοί αρχαιολόγοι σηκώνουν το βάρος των σωστικών ανασκαφών. Εδώ και κάποια χρόνια αρχαιολογικές εργασίες γίνονται βάσει συμβάσεων από το ίδρυμα R.A.A.P. που ειδικεύεται στις μη καταστρεπτικές μεθόδους έρευνας. Επόμενοι στόχοι της Κρατικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι ο συντονισμός της έρευνας στον τομέα της «αστικής αρχαιολογίας» και η εφαρμογή των συμφωνιών της Διάσκεψης της Μάλτας.

Το αρχαιολογικό έργο στη Δανία. Υπηρεσίες και δομή Peter Pentz

Το λογότυπο του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα. Ανεξάρτητο κεφάλαιο στο Νόμο περί Οικονομικού Προϋπολογισμού της Δανίας αποτελεί η Κρατική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, το κεντρικό όργανο πολιτισμικών, μουσειακών και αρχαιολογικών έργων και δραστηριοτήτων. Η Αρχαιολογική Επιτροπή, με αποκεντρωτική διάρθρωση και δημοκρατική δομή, είναι αρμόδια για τον γενικότερο συντονισμό των αρχαιολογικών εργασιών και παρέχει συμβουλευτική γνώμη στον Κρατικό Έφορο. Ο Κρατικός Έφορος Αρχαιοτήτων, πρόεδρος της διεύθυνσης του Εθνικού Μουσείου της Δανίας και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Επιτροπής, είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του νόμου. Τα 150 περίπου μουσεία της Δανίας υπάγονται στο Νόμο περί Μουσείων που διαφέρει σε κρίσιμα σημεία από ανάλογους νόμους των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αρχαιολογικές δραστηριότητες αναλαμβάνουν κυρίως τα τοπικά μουσεία που έχουν δημιουργηθεί από πολίτες και που έχουν λειτουργική αυτοτέλεια βάσει της αποκεντρωτικής τους διάρθρωσης. Σε τοπικό επίπεδο συνεργάζονται μέσω των Δημοτικών Συμβουλίων Μουσείων και σε εθνικό επίπεδο συντονίζονται από την Κρατική Επιτροπή Μουσείων. Σαράντα οκτώ από αυτά τα μουσεία, διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, έχουν δικαίωμα να ασκούν αρχαιολογική δραστηριότητα στα όρια του γεωγραφικού τους διαμερίσματος. Στα μουσεία αυτά αποστέλλονται όλα τα σχέδια όλα τα σχέδια οικοδόμησης, πολεοδομίας κ.ά. καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιολογικής εργασίας στη Δανία αποτελούν οι «εκσκαφές έκτακτης ανάγκης». Στην υπηρεσία του Κρατικού Εφόρου υπάγεται ο «Νόμος περί αρχαίων ευρημάτων της Δανίας, που ισχύει από το 1737, και τα θέματα ενάλιου αρχαιολογίας. Ενάλιο εύρημα που κρίνεται άξιο διατήρησης μεταβιβάζεται στη Διεύθυνση Δασών και Φύσεως του Υπουργείου Περιβάλλοντος.

Αρχαιολογική κληρονομιά: η άποψη του ιδιώτη κατόχου Ιωάννης Καράκωστας

Αφίσα από έκθεση της Συλλογής Ν.Π. Γουλανδρή στο Παρίσι. Νόμος και νομολογία αναγνωρίζουν μόνο μια απόκλιση από τον απόλυτο και αποκλειστικό χαρακτήρα της κυριότητας του κράτους επί των αρχαίων, το ιδιόρρυθμο δικαίωμα κατοχής του ιδιώτη. Ο συγγραφέας, καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, προσπαθεί μέσα από το αστικό δίκαιο να ανακαλύψει νέους δρόμους για την εξασφάλιση της επιθυμητής sedes materiae, που θα συμβάλει στην αποτελεσματική προστασία των ελληνικών αρχαιολογικών θησαυρών και στην παραμονή τους στο γεωγραφικό χώρο όπου πολιτισμικά ανήκουν. Άποψή του είναι ότι η προστασία του ιδιώτη-κατόχου μέσω των σχετικών αγωγών για την άρση της διαταράξεως και ανάκτηση της κατοχής και μέσω της αυτοδύναμης προστασίας, αφενός, και η αναζήτηση του κέρδους από την παράνομη χρήση αλλότριου αρχαιολογικού αγαθού, αφετέρου, συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτισμικών αγαθών. Ο ιδιώτης-κάτοχος έχει και το κίνητρο (την αισθητική απόλαυση και την αποκομιδή του κέρδους) αλλά και τον έλεγχο πάνω στο αγαθό, πράγμα που τον καθιστά ιδανικό «φύλακα κηδεμόνα» των συμφερόντων όχι μόνον των δικών του αλλά και του κράτους. Περαιτέρω θετική συνέπεια της αναγνωρίσεως αναζητήσεως του κέρδους αποτελεί η ευχέρεια που παρέχεται στο κράτος, ως κύριο των πολιτισμικών αγαθών, να εξασφαλίσει μια αξιόλογη πηγή εσόδων.

Ανθρώπινες απολιθωμένες τρίχες: πληροφορίες και προβλήματα Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου

Διατηρημένες τρίχες σε μούμια. Ζωικά μικροκατάλοιπα είναι τα ανθρώπινα υπολείμματα και σε αυτά ανήκουν τα εύθραυστα δείγματα τριχών από το τριχωτό της κεφαλής. Όπως το σχήμα της κεφαλής, η ίριδα των ματιών, η μύτη και τα αυτιά, έτσι και το χρώμα και το σχήμα των τριχών συνιστούν σημαντικούς φυλετικούς χαρακτήρες. Βοστρυχοειδείς τρίχες έχουν οι Πυγμαίοι και άλλες φυλές της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, λεπτές και κυματοειδείς είναι οι τρίχες στις Λευκές φυλές, στους Βόρειους Αφρικανούς και τους Αυστραλούς, χοντρές και ευθύγραμμες στις Κίτρινες φυλές. Η νέα προσέγγιση στη μελέτη των ανθρώπινων καταλοίπων ενδιαφέρεται να προσδιορίσει κάθε πιθανή σχέση ανάμεσα στη διατήρηση των δειγμάτων και τα ποικίλα ταφικά περιβάλλοντα. Δείγματα από διάφορες περιοχές φανερώνουν ότι υπολείμματα μαλλιών διατηρούνται σε εδάφη ελώδη και υγρά, σε τοποθεσίες με θερμό, ξηρό κλίμα και αμμώδες έδαφος αλλά και στους πάγους. Στη διατήρηση των μαλλιών σημαντικό ρόλο παίζει ο τύπος του εδάφους: καλύτερα είναι τα όξινα και υγρά εδάφη, με ελλιπή ποσότητα οξυγόνου, άρα ακατάλληλα για την ανάπτυξη διαβρωτικών μικροοργανισμών. Ωραίο παράδειγμα συμβολής του ταφικού εθίμου στη διατήρηση των μαλλιών αποτελούν οι ταφές των αρχαίων Ινδιάνων του Pecos Pueblo που, καλύπτοντας το κεφάλι του νεκρού με κάποιο κεραμικό, συνέβαλαν στη συντήρηση τμημάτων του τριχωτού.

Το θέατρο-στάδιο στη Θεσσαλονίκη Γιώργος Βελένης, Πολυξένη Αδάμ-Βελένη

Τμήμα των δυτικών τειχών της Θεσσαλονίκης όπου εντοιχίστηκαν τα μαρμάρινα έδρανα του θεάτρου. Από την ανασκαφή δυο γειτονικών οικοπέδων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αποκαλύφθηκαν τμήματα καμπύλων τοίχων, μικρό μόνο μέρος ενός τεράστιου κτηρίου κατάλληλου να στεγάσει ρωμαϊκά θεάματα αλλά και αγωνίσματα της κλασικής αρχαιότητας. Πρόκειται για «το καλούμενον στάδιον», όπως ονομάζουν οι βυζαντινές πηγές το θέατρο της Θεσσαλονίκης. Η ανεύρεση αυτού του θεάτρου-σταδίου επαναφέρει στο προσκήνιο θέματα θρησκείας και ιστορικής τοπογραφίας. Στην ενεπίγραφη ιστορική τοιχογραφία της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, έφιππος αυτοκράτορας απεικονίζεται μπροστά σε καλλιμάρμαρο στάδιο κατευθυνόμενος προς μια βασιλική στα δυτικά του. Αν το στάδιο συσχετιστεί με το κτήριο θεαμάτων και η εκκλησία με την πεντάκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που βρίσκεται στα θεμέλια γύρω από το χώρο της Αγίας Σοφίας, η λιτή επιγραφή «η αγία εκκλησία η εν τω σταδίω» δέχεται νέα ερμηνεία. Γνωρίζουμε ότι την παραμονή της γιορτής του Αγίου μια τελετή υπενθύμιζε την αρχή και την τελείωση του μαρτυρίου του. Πομπή με τη συμμετοχή σύμπαντος του κλήρου και του λαού ξεκινούσε από μια μικρή σχετικά εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία της Καταφυγής, τόπο θανάτου του Αγίου, και κατέληγε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, τόπο της ταφής του. Η ιερότητα του χώρου γύρω από την Αγία Σοφία, η σχέση του με το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου και η λειτουργία ασύλου στην περιοχή συνηγορούν υπέρ της τοποθέτησης του ναού της Καταφυγής στο εναπομείναν ανατολικό τμήμα της πεντάκλιτης βασιλικής που βρίσκεται στα θεμέλια της Αγίας Σοφίας.

Πολιτικές διώξεις αρχαιολόγων: η περίπτωση του Ανδρέα Μουστοξύδη (1785-1860) Θανάσης Χρήστου

Ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Ο Κωνσταντίνος Δημ. Σχινάς, Υπουργός «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως», υπογράφει τον Ιούλιο του 1834 την «Δηλοποίησιν», μια γνωστοποίηση για την απώλεια αρχαιοτήτων από το Εθνικό Μουσείο κατά το διάστημα που έφορος και διευθυντής ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Με την κίνηση αυτή ολοκληρώνεται η πολιτική δίωξη του Κερκυραίου λόγιου που είχε δρομολογηθεί ήδη από το Μάρτιο του 1832. Ο Μουστοξύδης, ύστερα από πρόσκληση του Κυβερνήτη, φθάνει στην Αίγινα τον Οκτώβριο του 1929. Οργανώνει την εθνική παιδεία και συνδέει το όνομά του με την ίδρυση της Βιβλιοθήκης και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η ευρυμάθεια και το πολυσχιδές των ενδιαφερόντων του συμπεριλάμβαναν και την αρχαιολογία. Η άκομψη αποπομπή από το αξίωμά του το Μάρτιο του 1832 έχει την «πρωτιά» της πολιτικής δίωξης λόγιου άνδρα στο νεοελληνικό κράτος εξαιτίας του πολιτικού του φρονήματος και των διασυνδέσεών του με έναν πολιτικό ηγέτη και το κόμμα του. Οι φήμες ότι ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Ελλάδα δημιούργησαν στους Αιγινήτες έντονες υποψίες ότι και ο άλλος Κερκυραίος θα αναχωρούσε συναποκομίζοντας πλήθος αρχαιοτήτων από το μουσείο. Το 1845 ο Κωλέττης θα καλέσει τον Μουστοξύδη στην Ελλάδα: «και ως διευθυντής των αρχαιοτήτων και ως καθηγητής λατινικής και ιταλικής φιλολογίας και ως πολλά άλλα επιτηδευόμενος δύνασαι τα μέγιστα να ωφελήσης την κοινήν Πατρίδα». Ίσως τα λόγια του Κωλέττη να δείχνουν μεταμέλεια και διάθεση πολιτικής συγγνώμης, ο Μαυροκορδάτος πάντως δεν ενέδωσε.

Τα «Αρχαιολογικά» εικονογραφήματα (κόμικς) και η διδασκαλία της Ιστορίας Μπίλη Βέμη

Κτήρια της αρχαίας Ολυμπίας σε κόμικ με τον Αστερίξ. Αρκετά «κόμικς» τοποθετούν τη δράση των ηρώων τους στην αρχαιότητα, όπως ο Αστερίξ, ή παρουσιάζουν εικόνες παλαιότερων ή και διαφορετικών πολιτισμών, με τους οποίους ένας Τεν-τεν έρχεται σε επαφή χάρη στα περιπετειώδη ταξίδια του. Από τέτοια εικονογραφήματα, τα παιδιά διαμορφώνουν αντιλήψεις και αντλούν γνώσεις που πρέπει όμως να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Στον Τεν-τεν η ακρίβεια της αναπαράστασης των διαφόρων πολιτισμών είναι μοναδική. Ο Hergé, προκειμένου το σχέδιό του να είναι πιστό, περνούσε αμέτρητες ώρες σκιτσάροντας, μέσα σε μουσεία ή από βιβλία, ανθρώπους και αντικείμενα. Ωστόσο, άλλα κόμικς περιέχουν ανακρίβειες και αναχρονισμούς. Στον «Αστερίσκιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες», οι δρομείς στο στάδιο της Ολυμπίας δεν εμφανίζονται γυμνοί αλλά ντυμένοι ενώ το χωμάτινο ανάχωμα, που πάνω του κάθονταν οι θεατές, έχει αντικατασταθεί από περιποιημένες κερκίδες. Όσο για τα κόμικς που εμπνέονται από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, εκεί οι αναχρονισμοί αφθονούν. Αντί να ελέγχει, πράγμα δύσκολο, την εγκυρότητα των κόμικς, ο δάσκαλος καλείται να δανειστεί για τη διδασκαλία του εκείνα τα χαρακτηριστικά τους που τα καθιστούν ελκυστικά στα παιδιά. Το ένα είναι το χιούμορ. Το άλλο είναι η ζωντανή απόδοση των απλών ανθρώπων και της καθημερινής τους ζωής που απουσιάζουν από τα εγχειρίδια της Ιστορίας. Στην Ελλάδα δυο επιτυχημένες εκπαιδευτικές εφαρμογές είναι η εικονογράφηση του βιβλίου της βυζαντινής ιστορίας για την Ε’ τάξη του Δημοτικού και το πρόγραμμα του Βυζαντινού Μουσείου με τον αγιογράφο Μαρκιανό.

Η Αρχαιολογική Yπηρεσία στη δεκαετία του ´90. Χρονίζοντα προβλήματα στο κατώφλι μιας νέας εποχής Πάντος Πάντος

Το Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο της Αίγινας που στέγασε το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελλάδας. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ιδρύθηκε το 1833. «Φαεινή κρηπίδα» της Υπηρεσίας χαρακτήρισε ο Χρήστος Καρούζος τον δεύτερο αρχαιολογικό νόμο που η Ελλάδα απόκτησε το 1899. Ωστόσο, η φαεινή κρηπίς υπέστη τόσες αλλαγές, ώστε η κωδικοποίησή της το 1932 να εμπεριέχει πλήθος αντιφάσεων. Ο νόμος του 1932 δημιούργησε ένα θεσμό ημιδημόσιου χαρακτήρα, τους ιδιώτες συλλέκτες, που στην πράξη λειτούργησε, και λειτουργεί, ως παρααρχαιολογική ιδιωτική «υπηρεσία». Οι διατάξεις περί προστασίας των αρχαιοτήτων που περιλαμβάνονται στον ίδιο νόμο απέτρεψαν καταστροφές ή βλάβες από πλευράς πολιτών. Η πολιτική εξουσία όμως (1968, 1975) αγνόησε τις απαγορεύσεις προκειμένου να εξυπηρετήσει μεγαλοεπενδυτές και το είδος της ανάπτυξης που ακολουθεί η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Με νόμο του 1977, παύει να απαιτείται η «σύμφωνη» γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου αποφασίζει ακόμη και κατ’ αντίθεσή του. Το βασικό κύτταρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπήρξε πάντα η Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που τέθηκαν αφορούσε το άριστο μέγεθος μιας Εφορείας αλλά και την εσωτερική της οργάνωση, συνυφασμένη με την επαρκή στελέχωση με το κατάλληλο προσωπικό. Μια από τις πιο σημαντικές ρυθμίσεις ενός νέου Οργανισμού του ΥΠ.ΠΟ. θα είναι η άριστη ανακατανομή του προσωπικού μεταξύ των μονάδων του. Άλλα προβλήματα αφορούν την αναμόρφωση των αρμοδιοτήτων και του έργου της κεντρικής υπηρεσίας καθώς και τη δημιουργία ενιαίου φορέα για την προστασία των αρχαιοτήτων και μνημείων της χώρας. Τέλος προβάλλει και ένα ερώτημα: πόσο ποσοστό του προϋπολογισμού ανήκει στην προστασία του μνημειακού πλούτου μιας χώρας όπως η Ελλάδα;

Μουσείο: Μουσείο της Μυτιλήνης Αγλαΐα Αρχοντίδου

Το Παλαιό Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης. Στο εκλεκτικιστικό αρχοντικό της οικογένειας Βουρνάζου στεγάζονται τα αντικείμενα του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, που προέρχονται από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Λέσβο (νεολιθικά ως ελληνιστικά χρόνια), της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην προϊστορική Θερμή και τη μυκηναϊκή Αντίσσα και του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στη Μυτιλήνη. Η νέα έκθεση, που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1991, ακολουθεί χρονολογική σειρά και έχει παιδευτικό χαρακτήρα. Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν οι ιεροί νόμοι, τα ψηφίσματα και οι συμφωνίες ανάμεσα στην πόλη της Μυτιλήνης και της Φώκαιας, της Μυτιλήνης και της Ρώμης, ανάγλυφα με παράσταση νεκροδείπνων και του Θράκα Ιππέα, τα ψηφιδωτά της οικίας Μενάνδρου (4ος αιώνας μ.Χ.)

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Το μέγα δίδαγμα του Ηνίοχου Περικλής Παντελεάκης

Αν και αθέατα, τα πόδια του Ηνίοχου αποδίδονται ρεαλιστικά. Ο συγγραφέας εξαίρει τη διδακτική αξία του Ηνιόχου. Για χρόνια τον προσπερνούσε σχεδόν αδιάφορα, λέει, μαγεμένος από τους Δίδυμους του Άργους. Ώσπου κάποια φορά πρόσεξε πόσο ρεαλιστικά αποδίδονται τα πόδια του. Ωστόσο, το σύμπλεγμα, στο οποίο ο Ηνίοχος ανήκε, ήταν τοποθετημένο σε ψηλό βάθρο, τα λεπτοδουλεμένα πόδια του δεν ήταν ορατά. Ο Ηνίοχος αναδεικνύεται σε χειροπιαστό δείκτη της τελειότητας του κλασικισμού. Το δίδαγμα είναι ότι, στην κλασική περίοδο, έβλεπαν το γλυπτό ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να το διαιρούν σε μέρη, επειδή έβλεπαν τον κόσμο ενιαίο. Οι απόπειρες αντιγραφής του κλασικισμού απέτυχαν γιατί έμειναν στη μορφή και όχι στην εσωτερική ουσία.

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, βιβλία, αλληλογραφία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Μπουζούκια, η εξέλικη του αρχαιοελληνικού τρίχορδου. Συλλογή Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Λόγω της ανακαίνισης του νεοκλασικού κτηρίου του Μουσείου Μπενάκη οι εκθεσιακοί του χώροι θα παραμείνουν κλειστοί ως το τέλος του 1994 – Σωματείο με την επωνυμία «Οι Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου» ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1991– Τον Ιούνιο του 1990 ιδρύθηκε στην Αθήνα επιστημονικό σωματείο με την επωνυμία «Εταιρεία Κοινωνικών Ανθρωπολόγων» - Βάρος 150 τόννων υπολογίζεται πως είχε το πλοίο του ναυαγίου της Αλοννήσου (4ος αι. π.Χ.)

Συνέδρια

Η ΣΤ΄ Επιστημονική Συνάντηση για «Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη», αφιερωμένη στη μνήμη του Μ. Ανδρόνικου, πραγματοποιήθηκε από τις 10 ως τις 13 Φεβρουαρίου 1993 – Το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ και το «Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη» συνδιοργανώνουν τριήμερη επιστημονική συνάντηση στη Νάουσα (17-19 Σεπτεμβρίου 1993) με θέμα «Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης» - Τριήμερο εργασίας για την Ελιά και το Λάδι οργανώνει το Πολιτιστικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ με χορηγία της εταιρείας ΕΛΑΪΣ στην Καλαμάτα (7-9 Μαΐου 1993)

Εκδόσεις

Γιάννης Σακελλαράκης, Ο μυκηναϊκός εικονογραφικός ρυθμός στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Καπόν, Αθήνα 1992 – Βασ. Ι. Λαζανάς, Τα αρχαία ελληνικά αναθηματικά και προτρεπτικά επιγράμματα, Παπαδήμας, Αθήνα 1992 – Nikolaos Yalouris, Die Skulpturen des Asklepiostempels in Epidauros, Hirmer Verlag, Műnchen 1992 – R. Martin, H. Metzger, Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992 – Nicole Blanc, Anne Nercessian, La cuisineromaine antique, Glénat, Grenoble 1992

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας και στο Ραδιοαναλυτικό Εργαστήριο του Κέντρου «Δημόκριτος», στο Γεωλογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα Τμήματα Φυσικής και Χημείας του Α.Π.Θ. καλούνται να απευθυνθούν όσοι επιθυμούν να εκπονήσουν διδακτορική διατριβή στην Αρχαιομετρία – Αναγνωρίζεται η ελληνική έρευνα για τα αρχαία μέταλλα στο τεύχος 15/4 (Οκτ.-Δεκ. 1992) της Society of Archaeological Science Bulletin (S.A.S.), Lancaster, ΗΠΑ)

Συνέδρια

3-7 Μαΐου 1993: European Geophysical Society XVIII General Assembly, Wiesbaden, Γερμανία – 14-16 Ιουνίου 1993: Lithic Analysis Conference. Tulsa, Oklahoma. Θέμα: «The Articulation of Archaeological Theory and Lithic Analysis» - 19-24 Σεπτεμβρίου 1993: 6th Nordic Conference on the Application of Scientific Methods in Archaeology. Egsberg, Δανία

Δημοσιεύσεις

Ε. Φώτου, «Ανάλυση εργαστηριακών υπολειμμάτων από την περιοχή Αγριλέζα της Λαυρεωτικής, 4ος αιώνας π.Χ.», Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ε.Α.Ε., Αθήνα 1992, σελ. 55-66 – Ε. Κακαβογιάννης, «Μια νέα άποψη για τη λειτουργία των πλυντηρίων μεταλλεύματος της Λαυρεωτικής κατά τους κλασικούς χρόνους», Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ε.Α.Ε., Αθήνα 1992, σελ. 79-93

English summaries: The Greek Archaeological Service in the 90s Pantos Pantos

The beginning of the last decade of our century found the Greek Archaeological Service to be controlled by a legislation dating from1899-1932 and incompletely codified sixty years ago. Therefore it is not only full of contradictions, menacing penalties and provisions unsuitable to the present constitution and the international contracts signed by Greece; but it has also become partially powerless due to later additions and exceptions- The handicaps imposed by this legislation, and the absence of inter-European borders from 1.1.1993 will find the Greek Archaeological Service watching rather passively its movable archaeological heritage being «smuggled» and transported easily and illegally to a united Europe. Furthermore, on the basis of the EC relevant directive all reserved rights on the historic and artistic treasures that "emigrated" are abolished after thirty or seventy-five years. Regarding the organization of the Ephorate of Antiquities, the vital cell of the Archaeological Service, a series of essential steps have urgently to be taken: The reinforcement of the existing Ephorates of Prehistoric and Classical Antiquities and the increase of Ephorates of Byzantine Antiquities and those of Modern Monuments; the rational distribution of work through specialized departments, internal restructuring, redistribution of personnel, modernization and efficient staffing of the museums so that they will function no more as mere warehouses of beautiful objects of obscure ancestry. Also necessary is the significant increase of staff for the efficient guarding of antiquities, systematic excavations, documentation of archaeological finds, organization of temporary exhibitions, promotion of archaeological sites, restoration of monuments. Cases, that are being presently evaluated by the Central Archaeological Council, should be examined by local councils instituted for just such a purpose and a flexible service for the effective protection of monuments must be also included in the forementioned scheme. Finally, the full financial support of the State for the preservation of the archaeological treasures of a country like Greece is the indispensable, essential factor for the successful application of all realistic proposals.

The Italian Archaeological Institute of Athens Alberto Benvenuti

Established in the late nineteenth century, the Italian Archaeological Institute of Athens is under the Italian Ministry of Culture. Alone or in collaboration with universities it undertakes excavational projects in Greece, always under the supervision of the local archaeological Ephor; it can also set up exhibitions with other relevant organizations. It employs staff after a screening and its proper function depends on human potential. Possible cooperations with other European Archaeological Services are subject to the legislation and the directives of the European Common Market.

Archaeology in the Netherlands Jean Paul Crielaard

Archaeological work in the Netherlands is carried out and coordinated mainly by the Rijksdienst voor het Oudheidkundig Bodemonderzoek (ROB = Civil Archaeological Service). Permission for archaeological excavations, apart from the ROB, is permanently granted to four of the Netherlands universities, one museum, and eleven municipalities that employ an archaeologist who is a specialist in his field. The Archaeological Civil Service was established in 1947 and is divided into three major sectors.The Department of Research, staffed with ten provincial archaeologists, the Department of Restoration/Conservation of Monuments, and the Department of Reconstruction of Monuments. A few years ago ,the RAAP Institute, a specialist in non-destructive methods of research, had undertaken archaeological projects on a contract basis. One of the future projects of ROB, concerning the coordination of research in the field of "urban archaeology", is going to be carried out on the historic cities of the Netherlands.

Archaeology in France Roland Étienne

Archaeological work in France is subjected to the so-called Carcopino Law of 1941. The Ministry of Education and Culture has a Sub-Direction of Archaeology that depends on the Direction of National Heritage. In each province the Ministry is represented by a General Director of cultural affairs, to whom the regional curator of antiquities is subordinate. The regional Archaeological Service has the responsibility for the observance of legislation regarding excavations and archaeological discoveries, the use of the land and the subsoil, the protection of archaeological remnants, the use of metal detectors. The regional curator prepares the scheduling of excavations and has the responsibility for the total archaeological documentation. The Supreme Council of archaeological research grants the permission for scheduled or rescue excavations. The Ministry of Education and Culture is not the only civil service dealing with archaeology. Three more ministries directly finance archaeological activities, while five major Institutes operating abroad (one of which is the French Archaeological School of Athens), which are partially or totally involved in archeological work, depend on the Ministry o( Education and Culture. Finally, the CNRS (Ministry of Research and Space) finances groups of scientists who are active in archaeology. For an archaeologist, the only way to obtain a proper scientific knowledge is by going to university, while the excavational projects can supply him with practical experience. Archaeologists in France are employed after a screening. The work of rescue excavations is carried out by 1500 archaeologists on contract who are paid by various state budgets. The necessary credits are managed by a non-profit organization, the AFAN (Union of National Archaeological Excavations), established in 1974. While universities play an important role in theoretical archaeological education, they have a rather poor contribution to its practical application. Archaeology in France is going through a phase of "development crisis" that affects personnel (education and employment), the administrative organizations (Ministry and Supreme Archaeological Council relations), and the archaeological policy of the country (partial privatization of archaeological activities).

The German Archaeological Institute of Athens Klaus Fittschen

Established in 1874, it is subordinate to the German Ministry of the Exterior and is financed by the annual state budget of that country,by German institutions and by individuals. It has carried out excavations all over Greece, usually with the cooperation of Greek archaeologists. The most important of them, going on for many years with some intervals, are in ancient Olympia (since 1875), Tiryns (since 1884), the island of Samos (since 1910) and Kerameikos in Athens (since 1913). A series of publications and rich photographic material is available for each excavation, while a library comprising 65.000 volumes supports the scientific research. The Institute is housed in a neoclassic building designed by Ziller with the contribution of Dörpfefd, whose time marked a culminating point of the institution. Unfortunately, during the years of German occupation the results of the Institute's work were twice destroyed.

The British School of Athens Elizabeth French

The organization of archaeological affairs is slightly different in England, Wales, Scotland and Northern Irland. The Committee of Historic Monuments in England is a consultant of the government on archaeological subjects. Some other organizations function more or less in the same way. The British Academy finances the British Archaeological Schools abroad and offers research scholarships; some companies of Ihe private sector also offer such scholarships, while the local authorities maintain their own archaeological services. The companies of land-improvement finance the archeological works required prior to their own operations, while the powerful amateurish element is represented by the Council of British Archaeology. The English Heritage was established in April 1984. Its objective is to create the circumstances for the long term preservation, greater understanding and enjoyment of the Historic Environment for the sake of the present and future generations; to achieve its goal it combines experts' advice, cultural education, representational examples, sound arguments, effective interference and financial support. The English Heritage is basically ruled by the Archaeological Monuments and Districts Law of 1979 and is directed by Commissioners and a President who is appointed by the Secretary of the National Heritage. Its cooperation with other European Organizations is achieved through the Council of Europe. The British School of Athens, which celebrated its centennial in 1986, is supported financially mainly by allowances coming from the British Academy, although the money for research, studies and excavations usually comes from donations and contributions. It organizes archaeological missions and excavations and offers a series of courses of various levels, lectures and seminars annually. The British School owns a building complex in Athens where among others the following services are housed; George Finley's library, another library of 60,000 volumes, an archive of maps and photographs, and the Fitch Archaeometry Laboratory (ceramics). It has also maintained in Knossos, Crete a small library and a Stratigraphical Museum. The British School of Athens publishes various important periodicals.

The Archaeological Service in Denmark Peter Pentz

The Archaeological Service of Denmark depends heavily on the large number of local museums, staffed with an educated personnel. The approximately 150 museums of the country are controlled by the Museums Law, which sets the objectives of these institutions and the regulations of all activities regarding antiquities and archaeology. The person responsible for applying this legislation is the State Ephor of Antiquities, the President of the National Museum and of the Archaeological Committee. The local cultural/historic museums, that are state supported , have the main responsibility for archaeological activities. These museums, created thanks to citizens' initiative, are scattered throughout the country and have the right to undertake archaeological projects in their vicinity after the approval of the Archaeological Committee. The basic prerequisites that a museum must have in order to be granted with such an approval is to count among its staff at least one archaeologist, to have a sufficient budget as well as the architectural facilities for the realization of the project. The major part of the archaeological work is represented by the so-called emergency excavations, carried out before or right after the erection of buildings or other construction works. The State Ephor of Antiquities or usually an interested local museum authorized by him has the legal right to be present, through its representative, wherever soil works are executed and to send a report for any finds discovered during these works to the Ephor. The local museums participate in the financing of archaeological projects , unless the work is executed by a public authority. The Museums Law has been created on the principle of the decentralization of museums. The relation between the Archaeological Institute and the Archaeological Service of Denmark is the following: the Institute must obtain the approval of the Ministry of Culture for its projects, and depending on its scheduled works, it cooperates with the local Ephorates of Antiquities. Administratively it belongs to the Ministry of Education and is financed mainly by the private sector. Thus the Insitute's research and the realization of its projects do not depend on the state budget.

The theater-stadium in Thessaloniki George Velenis, Polyxeni Adam-Veleni

The theater-stadium in Thessaioniki is a significant, unexpected find. Besides its religious significance — it is related to the martyrdom of St. Demetrius, patron saint of the city— and the historic topography that have been approached, new questions have been raised regarding the city-planning axis and the identification of other disputable buildings of Thessaioniki . Besides its importance as a unique building in Northern Greece and a place where ancient Greeks congregated during the Roman period, the discovery of the theater-stadium is a break through where the established historic topography of the city is concerned and redefines the factors for identifying more buildings which either have already been excavated in Thessaioniki or will be in the future.

The contribution of comics to the teaching of history Billy Vemi

Comics are included as a source of knowledge and information on the history of mankind along with movies and certain television series, in the visual mass media that are addressed to children. A great number of comics are published, in Greece as well as abroad, where the majority comes from, where the various periods of antiquity are used as a background for their heroes' deeds and activities. Although these comics undoubtedly offer to children a knowledge of history, their character, reliability and quality is worth looking into.

The Benaki Museum Aimilia Geroulanou

It was established in 1930 by Antonis Benakis and it mainly comprises Greek collections of the Postbyzantine period The top priority for the Benaki Museum is the recreation of the historic-cultural continuity of Hellenism in the full evolution of space and time. The rich library, the historic and photographic archives, the restoration laboratories for icons and ceramics as well as the Museum's collections are available to scholars, while educational programs are organized for pupils and students. A new wing is going to be added soon to the existing building for the better promotion of the Museum's numerous exhibits and thus the historic-cultural continuity of Hellenism will be thoroughly shown and taught. A number of other collections and the activities related to them will become autonomous in a series of new annexes. The latest aquisition of the Benaki Museum is the oeuvre of the great contemporary Greek painter Nicos Hatzikyriakos-Ghika, known simply as Ghikas, who donated his collection of works to the Museum together with the estate on 3 Kriezotou Str. in downtown Athens, where his home and studio are housed and where an art gallery with his paintings has already opened.

Career problems of Archaeology graduates Eleana Gialouri

Although the Greek State depends considerably on its ancient heritage, both for tourism and national reasons, there are few places available to Archaeology graduates. The limited number of archaeologists who get the opportunity to participate in research programs —mostly through nepotism, regardless of objective evaluation— gain nothing more than a temporary occupation and a meagre salary. If there is a vacancy in the 300 permanent positions of the Archaeological Service —the main administrative, research and restoration/conservation entity of the country,both university degrees and postgraduate studies, for which the state offers scholarships, are downgraded and the candidates, as common civil servants, have to pass examinations on a very wide spectrum of subjects (numismatics, inscriptions, etc.). Depending on their field of interest, Prehistoric and Classic or Byzantine archaeology, these candidates have to possess a vast knowledge of information ranging from the Prehistoric Age to the Late Roman period or from the fourth century AD up to and including the eighteenth century. It would be much fairer if they could be evaluated on the basis of university calendars, curriculum vitae, letters of recomendation and an oral interview. An ideal solution would be the employment of needed specialities not by each Ephorate but by province; or alternatively the establishment of local Institutes staffed with specialized archaeologists. All the forementioned proposals point at the necessity for a generous budget that will permit the increase of work positions. Responsible information, open excavations and archaeological exhibitions should at the same time acquaint the public with the painstaking work and cultural contribution of archaeologists.

Direction of Byzantine and post-Byzantine monuments Nikos Zias

This service, that had the Ephor of Antiquities M. Michailidis as its first Director, was created in 1977 by the newly established Ministry of Culture to which it administratively belongs. At the same time the Direction of Reconstruction of Byzantine and post-Byzantine Monuments (DRBP) was created, while the restoration of portable icons, wall-paintings, mosaics, manuscripts and historic documents was undertaken by the Direction of the Restoration οf Antiquities. The objective of the DRBF is the study, protection, preservation and publication of the Byzantine and Postbyzantine monuments of the country: churches, monasteries, fortresses, castles, mansions and settlements that date before 1830, as well as portable works of art, artistic heirlooms and objects of historic significance in general. It also takes the necessary steps -in collaboration with the Church- so that the architectural physiognomy of the Christian monuments under reconstruction to be preserved in the best possible way since their rescue and study is of national importance.

Classic Archaeology at the University of Crete Thanassis Kalpaxis

In order to meet the current scientific demands in the contents of Classic Archaeology, the University of Crete, like every other university, must acquire its own distinctive physiognomy through cultivating various scientific sectors within the framework of so-called Greek Archaeology; the latter in spite of its importance represents only a small part of this science. Professional training must also be distinguished by scientific efficiency. The support of new scientists who expect to make a serious career in archaeology is more than a necessity as well as their specialization that will allow the distribution of work and means. Finally, archaeologists must be kept informed on the current scientific issues of their field.

In order to meet the current scientific demands in the contents of Classic Archaeology, the University of Crete, like every other university, must acquire its own distinctive physiognomy through cultivating various scientific sectors within the framework of so-called Greek Archaeology; the latter in spite of its importance represents only a small part of this science. Professional training must also be distinguished by scientific efficiency. The support of new scientists who expect to make a serious career in archaeology is more than a necessity as well as their specialization that will allow the distribution of work and means. Finally, archaeologists must be kept informed on the current scientific issues of their field.

The Archaeological heritage. Modern trends in legal protection Ioannis Karakostas

The legal protection through law-suits is an absolute necessity of the individual possessing an archaeological object for the cessation of disturbance and the regaining of its possession, on the one hand; and through claims for profiting from the illegal use of an archaeological object that belongs to somebody else, on the other, contributes to the more effective protection of cultural goods. The individual-possessor has the motive, that is both the aesthetic pleasure and profit, but he also has control over the object.These are legal properties that promote him to the position of «guardian» both of his interestt and the state's and that of all who care about the protection of our cultural heritage. An additional positive outcome arising from the possibility of claiming a profit is that the state, the primary possessor of all cultural goods, is thus given the opportunity to obtain for itself a significant source of income.

Petrified human hair. Information and problems Lilian Karali-Giannakopoulou

Human hair is a "new" valuable material for study and research by the archaeologist. It is discovered mainly in excavations of burials. It provides us with information about the race, sex, age, and health of people, as well as about the habits and the social and cultural context of the period under investigation. Because of its fragility ,this material is rarely found. Its preservation is difficult and depends on the environmental conditions at the time of the burial and the degree of their stability over the years. Finally, there is always a danger of breaking the hair when collecting it from the soil. Today human hair, discovered in archaeological sites, adds a new topic of interest to the study of the palaeoenvironment and to anthropology.

The Archaeological Service and the University of Thessaloniki Kostas Kotsakis

In the University of Thessaloniki, like in all universities of the country,the field of archaeology is divided into three major sectors, i.e. Prehistoric, Classic and Byzantine archaeology. This division is related to the course of evolution of the science of archaeology in Greece, although its value is now questionable, given the important relevant theoretical issues that are discussed internationally. The main obstacle in dividing the field of archaeology into minor sectors with autonomous characteristics is the existence of inflexible borders which block the exchanging of ideas, methods and techniques. A situation of the past cannot be entirely or correctly perceived if it lacks a sound theoretical basis that unifies the existing evidence and gives it the right scientific proportions. Museology, Archaeometry, technical analysis of ceramics, excavation techniques, the use οf computers as well as Statistics form a part of the curriculum of the Department of Archaeology of the Thessaloniki University and match the three basic theoretical divisions of archaeology mentioned above. However, even this advanced approach does not solve the problem of the lack of unity between theory and practice. The Greek Archaeological Service, essentially an administrative institution is unable to function as a scientific pioneer, therefore the University of Thessaloniki has to speed up its pace by introducing new courses and readjusting the existing ones. If this does not happen, the relation between the Archaeological Service and the University of Thessaloniki will become a vicious cycle in which these two parts will keep on functioning indifferently in a sort of self-complacent vacuum: an ill-omened prospect for the future of both, in a country which is changing rapidly.

Studies in Archaeology at Athens University Vassilis Lambrinoudakis

University studies in Greece are not related to the perspective of a professional career in a specific service. The majority of graduates of the Department of History and Archaeology can choose either to be employed as high school teachers, a few enter the Archaeological Service, and even fewer do research or have an academic career. For the future employees of the Archaeological Service a degree in History and Archaeology of archaeological orientation- is required by Law. The effectiveness of the curriculum of studies in Archaeology at the Athens University is hampered by three main factors: a. The excessive number of students in each course, b. The choice made by students of semester courses at the beginning of studies, which is usually superficial since the student lacks the necessary background and relevant information, c. The complex issue of the one "Greek" entry in the necessary bibliography. The combination of the forementioned negative factors decisively affects the graduates degree. Since 1988 Athens University offers postgraduate studies in Archaeology that create the possibility of overcoming the existing weaknesses of the undergraduate programme.

“Democritos”, the archaeometry laboratory Yannis Maniatis

It was officially established in 1987 as the final realization of an earlier project dating from 1965. It has gained international recognition due to its long, original and pioneering activity. Its objective is the examination of archaeological objects, monuments and materials through physics and chemical methods (C-14, X-rays: microanalysis) and the consequent generation of special information thai contributes to the fuller understanding of our cultural history. Such information includes dating, technological studies, the derivation of raw materials, the location and recording of ancient quarries and mines, the identification of pigments, paper and all sorts of archaeological inorganic material, as well as authenticity tests on ceramics. The laboratory is staffed with ten scientists and many of its projects are completed through a national and international network of clolaborations. It has recently been assigned by NATO with a pilot project, titled "Technologies for Civilization". The archaeometry lab "Democritos" also organizes seminars and twice a year brings out the periodical "Delta".

The Direction of the Restoration of Antiquities Nikos Minos

The Direction of the Restoration of Antiquities, which also covers the needs of the cultural sector, administratively belongs to the Ministry of Culture. Since its establishment in 1978, its main objective is the coordination and supervision of restoration work all over the country, and has compiled volumes on restoration and conservation, perhaps unique in Greece. The Direction is divided into the Department of Restoration proper and the Department of Research, although the latter still remains inactive due to lack of specialized personnel and properly equipped laboratories. The research needs are usually covered by the Center of Stone, the chemical laboratory of the National Archaeological Museum, the Center of Nuclear Research "Democritos", the Institute of Geological Studies of Greece, etc. Needless to say that the Department of Restoration has to be further staffed with scientists of all relevant specialities in order to create the prerequisites for the essential change of approach to the restoration of antiquities in Greece . The actual advancement of the Department of Restoration is necessary, so that restoration work might contribute effectively not only to the conservation of objects of our cultural heritage but also to the deeper understanding of the scientific problems and historical events related to the object under restoration.

The center for Research into Antiquity of the Athens Academy Maria Pipili

The purpose of the Center is "the research of History, Art and Civilization of Greek Antiquity in general and of Roman Antiquity ". Research programs refer to the study of Neolithic, Creto-Mycenean, Classic and Roman antiquity on the basis of written sources and preserved archaeological material. Most of these programs were planned and scheduled in the mid-1980s, when the then personnel was relatively sufficient. The Center supervises and coordinates international projects of the Academy in cooperation with the relevant committees of the institution. Its library comprises about 2.500 volumes of archaeological and historic interest.

The teaching of Archaeology in Greek universities Yannis Hamilakis

This article looks both at the underlying principles of the organisation and the content of the teaching of archaeology in Greek universities as well as at some of its consequences. The main conclusion is that at most Archaeology Departments there exists a strong bias towards certain periods (the classical period and the late bronze age) and certain approaches (mainly the art-history approach in the German tradition). Several important aspects of the past and the theoretical and issues on methodology receive little attention.The (University of Thessaloniki is to a large degree, an exception).Consequently, the training of future archaeologists is inadequate and, furthermore, certain ideological stereotypes are being maintained within modern Greek society.

Administration and the carrying out of museum work Vassilis Chandakas

The objective of this service is the carrying out of all work regarding museums and archaeological sites in general. The Direction is divided into the following departments; Auctions, Execution and Supervision, Inspection and Delivery. 95% of the works are auctioned and then carried out by building- contractors, while minor projects or other works that require skilled and specialized personnel are done by craftsmen or relevant employees from the Ministry of Culture. The Administration is staffed, among others, by twenty-nine persons whose knowledge and skills cover all the necessary specialities. The major problems this service has to solve are generated by the poor condiltion of the old museum buildings and the postponement of their reconstruction, owing to the lack of funds. The proposals for improving this situation include the decentralization of the central technical services that can be achieved by creating regional ones; the classification of the works on a regional (conservation, repairs) or national (constructions, extentions) level; and the creation of a specific Department of Building Restoration. Basic prerequisite of all proposals is the replacement of the present, ill-functioning programme of the Ministry of Culture by a modern one which will have been drawn up with the participation of all interested parties.

The restoration of monuments in Greece Athina Christofidou

The Greek Archaeological Service was established in the nineteenth century, soon after the Independence of the Greek State. The present managerial structure of the Restoration Service is made up of three branches, i.e. the Direction of Ancient, Byzantine and Postbyzantine, and Modern Monuments. Due to the broadening concept of architectural heritage the present qualified personnel has been proven inadequate to meet the increasing demands. The old building materials and structures, the effects of climate change, the damaging pollution and the usually destructive human activities have made it imperative to intervene in order to rescue monuments or totally reconstruct them. The relevant studies and plans, are continuously being adjusted and modified while the project is carried out.They are worked out by the Service engineers or are commissioned to the private sector. The competent Administration put forward each project to the Central Archaeological Council and depending on the monument's date, is responsible for bringing it about. Recently, the overall study and realization of reconstruction works handed over to committees that can manage the necessary finances with more flexibility. The universities participate in these committees and also in relevant reseach programmes. Each Administration has to keep its own archives, since a central computerized one does not exist. However, in spite of the difficulties that the Service faces, the reconstruction and restoration of monuments keeps on being efficient and effective. Needless to say that the rescue and consequently the revival of traditional working techniques is of the utmost importance. The proper preservation of monuments in a suitable environment has become a top priority in the European policy for the protection of monuments.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (I): Χρήση, σημασία, τυπολογία Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αμφιφορεύς, αμφορεύς: αγγείο που το κρατούν από τις δυο του λαβές. Συχνά όμως ως λαβή χρησίμευε και η βάση του. Με φαρδιά κοιλιά ανάμεσα σε βάση στενή και σχετικά στενό λαιμό, ο αμφορέας παίρνει το όνομά του από τις δυο κατακόρυφες λαβές που ξεκινούν από το χείλος ή το λαιμό και καταλήγουν στους ώμους του. Αγγεία αποθήκευσης αλλά κυρίως μεταφοράς και εμπορίου με περιεκτικότητα που φτάνει τα 18-22 λίτρα, συχνά βρίσκονται κατά εκατοντάδες σε αρχαία ναυάγια. Ανάμεσα σε άλλες χρήσεις, οι αμφορείς έγιναν ταφικά αγγεία ή, κομμένοι από τη μία πλευρά, φέρετρα για βρέφη. Το όνομα «αμφορεύς» εμφανίζεται στις πινακίδες της συλλαβικής γραφής Β πριν ακόμη ο Όμηρος ονομάσει έτσι τα αγγεία με το κρασί που ο Τηλέμαχος μεταφέρει από την Ιθάκη στην Πύλο.

Τεύχος 47, Ιούνιος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Ρόδος. Σύντομη ιστορική ανασκόπηση Άννα Λαμπράκη

Νόμισμα της Ρόδου με παράσταση της κεφαλής του θεού Ήλιου, προστάτη της πόλης, και με το έμβλημά της, το ρόδον. Τα ίχνη κατοίκησης στη Ρόδο ανάγονται στα νεολιθικά χρόνια και την πρώιμη εποχή του Χαλκού. Ακολουθεί ο εποικισμός των Αχαιών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Γέφυρα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, η Ρόδος θα γίνει καθαρά δωρικό νησί. Στην εξάπολη που ιδρύουν οι Δωριείς συμμετέχουν η Λίνδος, η Κάμιρος και η Ιαλυσός. Οι αποικίες στη Σικελία, την Παμφυλία, την Ισπανία και τις Βαλεαρίδες νήσους, η κοπή νομισμάτων από τον 6ο αιώνα μιλούν για την ακμή του νησιού. Προικισμένη με πέντε λιμάνια, η πόλη της Ρόδου με το δημοκρατικό της πολίτευμα αναδείχθηκε στην πρώτη πόλη. Τη θέση του επώνυμου άρχοντα κατείχε ο εκάστοτε ιερέας του Ήλιου. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, αναχωρώντας άπρακτος από την πολιορκία της (305-304 π.Χ.), εγκατέλειψε τα πολεμικά του μηχανήματα. Εκποιώντας τα, οι Ρόδιοι κατασκεύασαν τον Κολοσσό που καταστράφηκε από σεισμό το 227-226 π.Χ. Απεικονίσεις του σώζονται σε νομίσματα. Την περίοδο ευμάρειας που ακολουθεί διακόπτουν οι Ρωμαίοι. Με το τέλος της αρχαιότητας νέα ζωή αρχίζει για το νησί. Το 4ο αιώνα μ.Χ. η Ρόδος προάγεται σε Μητρόπολη των Νήσων. Τα γράμματα και οι τέχνες καλλιεργήθηκαν από νωρίς. Ποιητές ήταν οι Πείσανδρος, Κλεόβουλος του Ευαγόρα, Τιμοκρέων, Αναξανδρίδης, Απολλώνιος ο Ρόδιος. Φιλόσοφοι ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος και ο Εύδημος που έφερε στο νησί την περιπατητική φιλοσοφία. Τον 2ο αιώνα π.Χ. οικονομική και πολιτισμική άνθηση συμβαδίζουν. Κέντρο εφάμιλλο της Αθήνας, η Ρόδος προσελκύει ξένους σπουδαστές. Μαθητές του στωικού Παναίτιου, ήταν ο Εκάτων ο Ρόδιος και ο Ποσειδώνιος. Στη Ρόδο δίδαξε ο Διονύσιος ο Θραξ και έζησε για χρόνια ο αστρονόμος και μαθηματικός Ίππαρχος. Από τη ροδιακή γλυπτική ξεχωρίζουν η Νίκη της Σαμοθράκης και το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, γνωστό σε μας από ρωμαϊκό αντίγραφο.

Η Ρόδος από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια έως την κατάληψή της από τους Oθωμανούς (1522) Ηλίας Κόλλιας

Αγία Λουκία, τοιχογραφία δυτικοευρωπαϊκής τάσης του 14ου αιώνα από την Παναγία του Κάστρου. Η Ρόδος υπήρξε ο σύνδεσμος της Κωνσταντινούπολης με τις πλούσιες επαρχίες της Αιγύπτου και της Συρίας. Από τα μεγάλα σπίτια και τα γιγαντιαία μνημεία της πόλης του 5ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. σώζονται τρεις τεράστιες βασιλικές. Από τον 7ο αιώνα τα πλοία που έρχονται στο λιμάνι παύουν να είναι «ήμερα». Ανήκουν στον βυζαντινό στόλο που απειλεί τους Άραβες της Αιγύπτου και της Συρίας. Αντίστροφα, οι Άραβες κάνουν συχνά το νησί ορμητήριο για τις δικές τους επιθέσεις. Στις ανασκαφές αποκαλύφθηκε «φρούριο» στην πόλη από το β’ μισό του 7ου αιώνα. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια το λιμάνι της Ρόδου υποδέχεται πλοία από όλη την Ευρώπη. Με άδεια του αυτοκράτορα, οι Βενετοί εγκαθιστούν σταθμό στο νησί (1082). Κτίζονται η Παναγιά του Κάστρου και ο Άγιος Φανούριος. Τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας διακοσμούν ανώνυμο εκκλησάκι στη μεσαιωνική πόλη και το Καθολικό της Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρι. Πλούσιες βιβλιοθήκες σχηματίζονται σε μοναστήρια του νησιού. Ανεξάρτητη, η Ρόδος συνάπτει στο α’ μισό του 13ου αιώνα συμμαχίες και συμφωνίες με το Βυζάντιο και με τη Δύση. Οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη κυριεύουν το νησί το 1309. Το λιμάνι της Ρόδου ανοίγεται στην Ευρώπη και διακινεί κάθε λογής αγαθά. Τραπεζικές και εμπορικές εταιρείες εγκαθίστανται στο νησί. Τον πλούτο των Ελλήνων περιγράφει «Το θανατικό της Ρόδου». Δυο σημαντικές βιοτεχνίες εμφανίζονται που παράγουν σαπούνι και ζάχαρη. Η πλούσια κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, από τους ευγενείς και τους πλούσιους ως τον υπόκοσμο, ενσωματώνει εμπόρους, στρατιώτες, εφοπλιστές, τεχνίτες από κάθε άκρο της Ευρώπης. Στη διάρκεια της Ιπποτοκρατίας αναπτύσσεται και τάξη λογίων. Η τειχισμένη πόλη με τους Έλληνες, τους Φράγκους, τους Ανατολίτες, περιτριγυρισμένη από κήπους κατάφυτους με οπωροφόρα δέντρα, χωριζόταν με εσωτερικό τείχος σε δυο άνισα μέρη. Το μικρότερο, το Κολλάκιο, ήταν το διοικητικό κέντρο ενώ το μεγαλύτερο ήταν η καθαυτό πόλη. Εκτός από τους Εβραίους που ζούσαν στο ανατολικό της τμήμα, όλοι οι άλλοι ζούσαν ανάκατα, παλάτια γειτόνευαν με φτωχόσπιτα. Στις μέρες των ιπποτών (1309-1522), η αστική αρχιτεκτονική διακρίνεται σε δυο περιόδους με όριο το έτος 1480/81, όταν οι βομβαρδισμοί της πολιορκίας από τους Οθωμανούς και ένας καταστροφικός σεισμός προκαλούν ευρεία ανοικοδόμηση. Χτισμένα με τα πρότυπα της γοτθικής τέχνης όπως είχαν διαμορφωθεί στη νότια Γαλλία, τα κτήρια είναι από πωρόλιθο με ισόδομο σύστημα. Στο πέρασμα από τον 15ο στον 16ο αιώνα, έρχεται στη Ρόδο η ιταλική αναγεννησιακή τέχνη. Ανάλογη με την κοσμική αρχιτεκτονική ήταν και η εκκλησιαστική. Από τις 29 εκκλησίες που σώζονται στη μεσαιωνική πόλη, ο Άγιος Ιωάννης του Κολλάκιου και η Παναγιά του Μπούργκου αποτελούν δείγματα δυτικοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι άλλες 24 ακολουθούν πέντε βυζαντινούς τύπους με δημοφιλέστερο τον μονόχωρο καμαροσκέπαστο. Η παραγωγή μνημειακής ζωγραφικής είναι εντυπωσιακή και εμφανίζει τρεις διακριτές φάσεις: τη δυτικοευρωπαϊκή, την παλαιολόγεια-βυζαντινή και την «εκλεκτική». Στα χέρια των Οθωμανών από το 1522, το νησί βλέπει την οικονομική δραστηριότητα και τον πολιτισμό του να υποβαθμίζονται. Ωστόσο, ο αφελληνισμός του ελληνικού στοιχείου επιχειρήθηκε μόνο επί ιταλικής κατοχής (1912-1947).

Ο Κολοσσός της Pόδου: μαρτυρίες και απόψεις Αντώνης Μαστραπάς

Ψηφιδωτό. Κυρήνη, 6ος αι. μ.Χ. Άγαλμα με ακτινωτό στεφάνι και ξίφος (Κολοσσός) έχει στηθεί πάνω στον Φάρο (της Αλεξάνδρειας). Η κατασκευή του Κολοσσού συνδέεται με το ιστορικό γεγονός της ανεπιτυχούς πολιορκίας της πόλης της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (305-304 π.Χ.). Η σωτηρία της πόλης αποδόθηκε στον προστάτη της θεό Ήλιο. Οι τεράστιες ποσότητες χαλκού και σιδήρου από τις μηχανές που άφησε πίσω του ο Δημήτριος έγιναν το υλικό κατασκευής του αγάλματος του Ήλιου. Γλύπτης ήταν ο Χάρης από τη Λίνδο, μαθητής του ονομαστού Λύσιππου. Το μεγαλύτερο άγαλμα του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου είχε ύψος 70 πήχεις, δηλαδή 31-32 μέτρα, είχε κοστίσει 300 τάλαντα και είχε ολοκληρωθεί γύρω στο 292 π.Χ. «Εμακύνοντο κολοσσόν προς Όλυμπον» φέρεται να έγραφε το χαραγμένο στη μαρμάρινη βάση επίγραμμα. Όταν ο σεισμός του 226 π.Χ. γκρέμισε τον Κολοσσό, οι Ρόδιοι απέφυγαν να τον ανακατασκευάσουν. Ο Φίλων, στον οποίο αποδίδεται το κείμενο «Περί των επτά θαυμάτων» (αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ.), μας πληροφορεί ότι ο Χάρης τον κατασκεύαζε τμηματικά, από κάτω προς τα πάνω, χυτεύοντας και προσαρμόζοντας τα μέλη το ένα πάνω στο άλλο. Τη σταθερότητα του αγάλματος εξασφάλιζαν οι χτισμένοι στο εσωτερικό του ογκόλιθοι που συνδέονταν με σιδερένιο πλέγμα. Εικάζεται ότι ο Κολοσσός, ορατός από όσους έρχονταν από τη θάλασσα, εδραζόταν στη στεριά. Οι μαρτυρίες και οι ιχνογραφικές αναπαραστάσεις του Κολοσσού στο λιμάνι οφείλονται στη φαντασία δυτικών περιηγητών και χρονικογράφων. Η ανυπαρξία αντιγράφων δεν επιτρέπει σοβαρές υποθέσεις για την αρχική μορφή του Κολοσσού.

Αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη της Λίνδου Βασιλική Ελευθερίου, Βάσος Παπαδημητρίου

Πρόταση αναστήλωσης της ελληνιστικής Στοάς και του ναού της Λινδίας Αθηνάς από τον Paolini, Memorie II, Rhodos 1938, πίν. XIV Στο ψηλότερο σημείο της Ακρόπολης της Λίνδου, ο μικρός δωρικός ναός της Αθηνάς πήρε τη θέση του αρχαϊκού ναού που κάηκε το 392 π.Χ. Από τα Προπύλαια σώζεται η μεγάλη τους κλίμακα που κατεβαίνει προς την ελληνιστική Στοά. Τα μνημεία της Ακρόπολης αποκάλυψαν οι ανασκαφές (1902-1905) του δανού αρχαιολόγου K. Kinch. Στην αναστήλωση που έκαναν οι Ιταλοί το 1936, η εκτεταμένη χρήση νέας πέτρας και οπλισμένου σκυροδέματος οδήγησε στη σημερινή οξείδωση και θραύση σκυροδέματος και πέτρας. Ωστόσο, οι έλληνες μελετητές πρότειναν να διατηρηθεί το «σκηνικό» που είχε καθιερώσει η ιταλική αναστήλωση καθώς αποτελεί ιστορία του χώρου. Οι εργασίες συντήρησης-αναστήλωσης στην Ακρόπολη άρχισαν το 1982. Η περιορισμένη εμπειρία αναστηλώσεων σε μνημεία από πωρόλιθο, το έντονα διαβρωτικό κλιματικό περιβάλλον και η απαιτούμενη αναστήλωση σε μεγάλο ύψος δυσκόλευαν το έργο. Οι βελτιώσεις απέβλεπαν στην αποκατάσταση σφαλμάτων και στην καλύτερη απόδοση της μορφής του ερειπίου. Η σύνδεση αρχιτεκτονικών μελών θα επέστρεφε στην αρχαία μέθοδο, δηλαδή στην ελεύθερη έδραση σπονδύλων με πόλους και εμπόλια από ορείχαλκο. Ο πωρόλιθος στις συμπληρώσεις θα είχε την επιθυμητή διαφοροποίηση από τον αρχαίο. Περιορισμένη χρήση λευκού τσιμέντου Δανίας με οπλισμό από τιτάνιο θα εξασφάλιζε στατικά τις επεμβάσεις. Πρώτα συντηρήθηκαν οι πλάκες των ανδήρων της Στοάς και των Προπυλαίων. Ο φέρων οργανισμός διατηρήθηκε παρά την προχωρημένη οξείδωσή του και επενδύθηκε με εκτοξευμένο σκυρόδεμα. Η νέα κατασκευή ανεξαρτητοποιήθηκε από την αρχαία με αρμό, χρησιμοποιήθηκε μονωτικό υλικό, τοποθετήθηκε δίκτυο αποστραγγιστικών σωλήνων. Οι εργασίες για την αναστήλωση της Στοάς προχωρούν σήμερα με γοργό ρυθμό.

Μερικές απλές σκέψεις για την οικολογική διάσταση της προστασίας των μνημείων στη Pόδο Εριφύλη Κανίνια

Άποψη του ναού του Πυθίου Απόλλωνα στη Ρόδο. Η Χάρτα της Βενετίας (1964) και η Σύμβαση για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης (1985) επεκτείνουν την έννοια του ιστορικού μνημείου στην τοποθεσία που το περιβάλλει. Τα ροδιακά μνημεία που υπάγονται στην αρμοδιότητα της ΚΒ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου είναι κατασκευασμένα από τον τοπικό πωρόλιθο και αποτελούν προέκταση του περιβάλλοντος χώρου-τοπίου. Τα στοιχεία του τοπίου ανάγονται σε στοιχειώδεις χαρακτήρες των κατασκευαστικών συνόλων. Η επιτηδευμένη σύζευξη του φυσικού κάλλους με την τέχνη ονομάστηκε αργότερα «ελληνιστικό rococo». Εκτός από τα αλλεπάλληλα επίπεδα που δημιουργούσαν οι απαλές διαβαθμίσεις κατηφορίζοντας από την ακρόπολη ως τη θάλασσα, το «πολιτιστικό περιβάλλον» στην οικολογική του διάσταση συνθέτουν: α) το ρέμα του Ροδινιού, β) οι δενδροφυτευμένες λοφοπλαγιές της περιοχής του Καναμάτ στη νοτιοανατολική παρυφή της σύγχρονης Ρόδου και γ) οι απόκρημνες πλαγιές που ορίζουν τη δυτική παρυφή της αρχαίας ακρόπολης. Στην αρχαία ακρόπολη η χωρορρυθμική διάταξη του μνημειώδους συνόλου, που αποτελούν ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα, το Ωδείο και το αρχαίο Στάδιο, εναρμονίζεται με τη φυσική κλίση της λοφοπλαγιάς. Λαξευμένα σε πωρόλιθο ή πωρόβραχο, το «Πτολεμαίον» στη ζώνη του Ραδινιού, τα υπόγεια Νυμφαία, τα νεκροταφεία του Καρακόνερου και του Άι Γιάννη αναδύονται μέσα από το τοπίο. Η προστασία της μνημειακής φυσιογνωμίας του τοπίου απαιτεί τη σύνδεση με ευρύτερες πρακτικές της Εφαρμοσμένης Οικολογίας. Απειλείται κυρίως από ένα πολεοδομικό «σχεδιασμό» που, με γνώμονα την οικονομική και τουριστική υπερ-αξιοποίηση των ιδιοκτησιών, δημιουργεί την πυκνή δόμηση. Στην πόλη της Ρόδου, οι μοναδικοί χώροι-πνεύμονες είναι εκείνοι που θεσμοθετήθηκαν ως αρχαιολογικοί χώροι από την εποχή των Ιταλών.

Το ευρετήριο βυζαντινών τοιχογραφιών της Aκαδημίας Aθηνών και τα Δωδεκάνησα Ιωάννα Μπίθα

Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου (Μαριτσά Ρόδου). Δύο διεθνείς συναντήσεις οργανώθηκαν στην Αθήνα (1982, 1983) προκειμένου να σχεδιαστεί το Corpus βυζαντινών τοιχογραφιών από τον 7ο έως το τέλος του 15ου αιώνα στο χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στις περιοχές ακτινοβολίας της. Το πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών για τις Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Ελλάδας υιοθέτησε δυο παράλληλες προσεγγίσεις : α) το Γενικό Ευρετήριο, βασισμένο στη βιβλιογραφική αποδελτίωση και στη συμπλήρωση συνοπτικού δελτίου, δημιουργεί αρχείο των τοιχογραφημένων εκκλησιών σε συνοπτική μορφή και β) τα Ειδικά Ευρετήρια, βασισμένα σε επί τόπου έρευνα και έλεγχο των αποδελτιωμένων βιβλιογραφικών πληροφοριών, παράγουν ένα αναλυτικό ευρετήριο μνημείων κατά γεωγραφικές ενότητες. Οι επί τόπου αποστολές περιλαμβάνουν επαγγελματία φωτογράφο και αρχιτέκτονα που αποτυπώνει το μνημείο σε κάτοψη και σε προοπτικό με σηματοδότηση της θέσης και της διατήρησης των τοιχογραφιών. Στο πλαίσιο των Ειδικών Ευρετηρίων, οργανώθηκε το Ευρετήριο των Κυθήρων που αποτέλεσε πρόγραμμα-πιλότο. Το 1992, ξεκίνησαν δύο άλλα ερευνητικά προγράμματα για τη συγκρότηση Ειδικών Ευρετηρίων Βυζαντινών Τοιχογραφιών για τη Βέροια και για τα Δωδεκάνησα. Αν λάβουμε υπόψη τη γεωγραφική τους έκταση, ειδικά τα Δωδεκάνησα κατέχουν αρκετά σημαντική θέση στο Γενικό Ευρετήριο. Παράλληλα, συμμετέχουν και σε άλλο ερευνητικό πρόγραμμα της Ακαδημίας Αθηνών, το Ευρετήριο των χρονολογημένων με επιγραφή τοιχογραφικών στρωμάτων με 13 μνημεία και με τα ονόματα δυο ζωγράφων, του Αλεξίου στον Άγιο Νικόλαο στα Μαριτσά της Ρόδου (1434/5) και του Νικολάου σε εκκλησίες στο Κάστρο της Καλύμνου (1500-1520).

Ρόδος: χαρακτικά από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα Αντώνης Μαΐλλης

Σελίδα από το χειρόγραφο του Buondelmonti με το χάρτη της Ρόδου (15ος-16ος αι., Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). Όταν τον 4ο και 5ο αιώνα επιδρομές και σεισμοί ερημώνουν την αρχαία πόλη της Ρόδου, οι κάτοικοι κτίζουν γύρω από το κεντρικό λιμάνι μια νέα πόλη, τέσσερις φορές μικρότερη από την αρχαία. Αυτή η πόλη των βυζαντινών Ροδίων, με τις αλλαγές που υπέστη στα χρόνια της Ιπποτοκρατίας, απεικονίζεται σε χαρακτικά (1486-1700) της συλλογής του συγγραφέα. Γύρω στο 1412, φτάνει στη Ρόδο ο φλωρεντινός ιερωμένος και ανθρωπιστής Cristoforo Buondelmonti που περιηγήθηκε επί έξι χρόνια τα νησιά και τις ακτές της Ελλάδας. Γυρίζοντας έγραψε στα λατινικά τοLiber Insularum Archipelagi που γνώρισε μεγάλη διάδοση και παρέμεινε η βάση των γεωγραφικών γνώσεων για τα νησιά του Αιγαίου ως το τέλος του 18ου αιώνα. Το λατινικό κείμενο του Buondelmonti, επαυξημένο με πρόλογο και σημειώσεις, εκδόθηκε το 1824 στη Λειψία. Μια δεύτερη έκδοση (1897) στο Παρίσι από τον Émile Legrand περιλάμβανε, εκτός από το κείμενο του Buondelmonti, μια γαλλική μετάφραση και μια ελληνική από κάποιον «ανώνυμο» Έλληνα του 16ου αιώνα. Ο γερμανός κληρικός Bernhard von Breydenbach, επιστρέφοντας από το προσκύνημά του στους Άγιους Τόπους (1483-1484), γράφει και εκδίδει, αρχικά στα λατινικά (1486) και αργότερα σε πολλές άλλες γλώσσες, ένα «Οδοιπορικό» με τίτλο Peregrinationes in Terram Sanctam. Το «Οδοιπορικό» θεωρείται σήμερα από τα αξιολογότερα εικονογραφημένα αρχέτυπα χάρη στα χαρακτικά του E. Reuwich, φλαμανδού ζωγράφου και χαράκτη, που ο Breydenbach είχε πάρει μαζί του. Το «Χρονικό» του Hartmann Schedel (Liber Chronicarum), που θεωρείται σταθμός και τεχνικός άθλος στην ιστορία της τυπογραφίας, τυπώθηκε στη Νυρεμβέργη το 1493. Πρόκειται για μια σύνθεση πολλών άλλων έργων, ιστορικών, γεωγραφικών και εκκλησιαστικών, από τα οποία ο Schedel άντλησε επιλεκτικά τις πληροφορίες που στη συνέχεια συνέρραψε. Αποτυπώθηκαν έτσι συγκεντρωτικά οι γνώσεις αλλά και οι αντιλήψεις για την ιστορία εκείνης της εποχής. Για την εικονογράφηση, οι χρηματοδότες απευθύνθηκαν στους Michael Wolgemut και Wilhelm που είχαν το πιο φημισμένο εργαστήριο της πόλης. Ο Pleydenwurff μάλιστα υπήρξε και δάσκαλος του Dürer. Βασικός συντελεστής στη δημιουργία του «Χρονικού» ήταν ο τυπογράφος Koberger που, σε συνεργασία με τους ζωγράφους, έκανε τις πλήρεις σελιδοποιήσεις και των δύο εκδόσεων, λατινικής και γερμανικής (1493). Το περίτεχνο παίξιμο με κείμενο και εικόνα του Koberger είναι αυτό που κυρίως λείπει από την κλεψίτυπη έκδοση του «Χρονικού» (1496). Οι ξυλογραφίες του «Χρονικού», που ξεπερνούν τις 1800, απεικονίζουν, συχνά για πρώτη φορά, πόλεις ή τοπία που ενδέχεται να είναι φανταστικά. Από τις έντεκα βυζαντινές πόλεις, μόνον το Ηράκλειο και η Ρόδος απεικονίζονται πιστά, καθώς έχουν αντιγραφεί από τις ξυλογραφίες του Reuwich. Μετά το τέλος του κειμένου του, ο συγγραφέας παρουσιάζει χαρακτικά του 16ου και 17ου αιώνα για την πόλη της Ρόδου.

Άλλα θέματα: Το μαντικό σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή Ντόρα Κατσωνοπούλου, Steven Soter

Στο τρίτο επίπεδο της σπηλιάς του Βουραϊκού Ηρακλή, το ανατολικότερο από τα δύο παράθυρα του δωματίου έχει σχήμα καμπάνας. Η Ελίκη, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του Κοινού των Αχαιών, βυθίστηκε το 373 π.Χ. ύστερα από σεισμό. Για τον εντοπισμό της επιστρατεύεται ο Παυσανίας, που κατέγραψε την απόστασή της από το Αίγιο και από το σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή. Στην ανατολική Αιγιάλεια, στα νότια του χωριού Ελαιών (πρώην Τρυπιά), εντοπίστηκε σπήλαιο, λαξεμένο σε ψαμμιτικό κροκαλοπαγή βράχο. Τα υπολείμματα τοιχογραφιών επιβεβαιώνουν την τοπική παράδοση που λέει ότι η σπηλιά λειτούργησε ως εκκλησάκι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας –ίσως και στα βυζαντινά. Η ιερότητα του χώρου δεν αποκλείεται να ανάγεται στην ύπαρξη αρχαίου ιερού. Η ύπαρξη εξωτερικού δωματίου ή στοάς, με στέγη που θα στηριζόταν στις δυο εξωτερικές οριζόντιες σειρές από οπές, εναρμονίζεται με τη μορφή αρχαίου αγροτικού ιερού. Στην απεικόνιση της σπηλιάς από τον περιηγητή Blouet διακρίνεται στην πρόσοψή της λαξεμένο κεφάλι, μάλλον λιονταριού. Το κεφάλι, που καταστράφηκε στο σεισμό του 1861, είναι σύμβολο που ταιριάζει στον Ηρακλή. Ακόμη, η εσωτερική διαμόρφωση του σπηλαίου σε επάλληλα επίπεδα και χώρους αλλά και τα εξωτερικά σκαλιά της ανατολικής πλευράς που οδηγούν στην κορυφή του βράχου, αρμόζουν στη λειτουργία αρχαίου μαντικού αγροτικού ιερού. Μια συστηματική ανασκαφή του σπηλαίου είτε θα το ταυτίσει με το μαντικό σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή ή, στην αντίθετη περίπτωση, θα κατευθύνει την έρευνα για την Ελίκη ανατολικότερα.

Ο άβαξ του Λαυρίου Χαράλαμπος Σπυρίδης

Σχέδιο όπου σημειώνεται το σημείο που βρέθηκε η επιγραφή. Το Λιμάνι Πασά, εύφορη κοιλάδα ανάμεσα σε λόφους που καταλήγει σε μικρό θαλάσσιο όρμο, βρίσκεται στη νότια άκρη της Λαυρεωτικής. Στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια υπήρχε εκτεταμένος οικισμός και σημαντικό λιμάνι. Τεράστιοι σωροί αρχαίας σκουριάς μαρτυρούν την απασχόληση των κατοίκων στα μεταλλεία αργύρου και μολυβδούχου αργύρου. Σε κτηριακό συγκρότημα που χρησιμοποιήθηκε αδιάκοπα τουλάχιστον από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. ως και τον 1ο αιώνα μ.Χ., βρέθηκε εγχάρακτη μαρμάρινη πλάκα. Με το κέντρο βάρους της συμπίπτει διαμπερής οπή, γεμισμένη με μάζα μολύβδου που προεξέχει από την πίσω πλευρά δηλώνοντας ότι η πλάκα ήταν στερεωμένη με μολύβδινο βύσμα σε τοίχο κατακόρυφο. Δυο σειρές από επτά συμβολογράμματα έχουν χαραχτεί στοιχηδόν. Τα σύμβολα έχουν τη μορφή γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Τα δύο πρώτα γράμματα κάθε στίχου, δύο Ε και δύο Α αντίστοιχα, πατούν πάνω σε τρισκελή σύμβολα. Ο συγγραφέας, αφού ανασκευάσει τη μουσικολογική ερμηνεία που δόθηκε στα σύμβολα, προωθεί τη δική του ερμηνεία που είναι αριθμητική. Υποστηρίζει ότι τα σύμβολα της επιγραφής έχουν σχέση με αριθμούς που αποτελούν το «display» ενός μοναδικού ως σήμερα άβακα. Τον άβακα χρησιμοποιούσαν στις χρηματικές τους συναλλαγές όσοι εμπορεύονταν στο Λαύριο τον καθαρό και το μολυβδούχο άργυρο. Σε σύγκριση με τον άβακα της Σαλαμίνας, ο άβακας του Λαυρίου αντιπροσωπεύει μια πιο προχωρημένη τεχνολογία. Καινοτομεί με το τακτικό ή αλφαβητικό αριθμητάριο στο οποίο στηρίζεται και με το ευρύτερο «display» που διαθέτει και το οποίο πιθανόν συνοδεύεται από μια φιλοσοφία νέων αριθμών, των δεκαδικών.

Θρησκευτικοί και κοινωνικοί θεσμοί στην προϊστορική Aιτωλία και Aκαρνανία Ιωάννης Νεραντζής

Διόνυσος, χάλκινο αγαλμάτιο από τη Χόχλια Ευρυτανίας. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι Αγραίοι, μια από τις τοπικές φυλές που συγχωνεύτηκαν στο «Έθνος των Αιτωλών», έχουν ένα ομότυπο τοπωνύμιο, το Αγρίνιο. Το τοπωνυμικό αυτό παράγεται από μια τοπική ιεροτελεστία, τα Αγριώνια ή Αγριάνια/Αγράνια, αρχικά μαιναδική μυητική ιερουργία οργιαστικού χαρακτήρα, συγγενική της μανιοδοτικής λειτουργίας της Μεγάλης Θεάς, την οποία αργότερα προσεταιρίστηκε ο Αγριώνιος Διόνυσος ή, στη βλαστική του υπόσταση, Διόνυσος-Κισσός. Στη Χόχλια Ευρυτανίας αποκαλύφθηκε χάλκινο αγαλμάτιο του Διόνυσου κισσοστεφανωμένου. Αλλά και στο λόφο Παλιόκαστρο, σε ελάχιστη απόσταση από το Αγρίνιο, ανασκάφηκε αρχαϊκό αγροτικό Ιερό όπου λατρευόταν ο Διόνυσος με τη Δήμητρα ή και την Άρτεμη. Η γειτονική στο Αγρίνιο Φάνα έλκει το όνομά της από τον Φάνη, το Κοσμικό Αυγό που εντάσσεται στους διονυσιακούς οργιασμούς. Οι μύθοι και οι λατρείες που σχετίζονται με τη λατρεία του Διόνυσου Κισσού ή Αγριωνίου σε διάφορα μέρη της Ελλάδας -η Σεμέλη, οι θυγατέρες του Μινύα, οι θυγατέρες του Προίτου, απόγονου του αιτωλού Οινέα- παραπέμπουν στην Αιτωλοακαρνανία. Οι «τοπικές φυλές» της Αιτωλίας, οι Οφιονείς και οι Βουκατιείς, υποδηλώνουν ότι στην Αιτωλία συναπαντώνται ίχνη από δυο τοτεμικά κατάλοιπα. Το εθνικό Οφιονείς είναι τοτεμικό όνομα με τοτέμ γένους το φίδι και μαρτυρεί το προθεϊστικό στάδιο της φιδολατρείας στην προϊστορική Ελλάδα. Όταν το τοτέμ γίνεται θεός, η τοτεμική τελετή γίνεται θυσία. Ένα άλλο εθνικό τοτεμικής καταγωγής, οι Βουκατιείς, μας παραπέμπει στα αθηναϊκά Βουφόνια. Σε μια τοτεμική κοινωνία, αφού μέρος του ζώου προσφερθεί στο θεό, τα μέλη της κοινωνίας ακολουθούν μια μεταληπτική ιερουργία για να συνδεθούν μαζί του.

Το σπίτι του στρατηγού Thomas Gordon στο Άργος (I) Βασίλης Δωροβίνης

Ο Τόμας Γκόρντον με ελληνική φορεσιά. Σχέδιο του Κρατσάιζεν (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Πρόκειται για το πρώτο από τα δύο μέρη άρθρου, για τη συγγραφή του οποίου απαιτήθηκε πολύπλευρη έρευνα σε ποικίλα αρχεία. Ο άγγλος φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον (1788-1841), συγγραφέας τηςΙστορίας της ελληνικής επαναστάσεως (1832), άνθρωπος με σημαντικές στρατιωτικές και οργανωτικές ικανότητες, ήρθε συχνά σε σύγκρουση με ανθρώπους και καταστάσεις στην Ελλάδα της Επανάστασης. Επί Καποδίστρια συντάσσεται με τους αντικυβερνητικούς, επί Όθωνα υπερασπίζεται τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και δεν διστάζει να υποβάλει την παραίτησή του από πρόεδρος του στρατοδικείου όταν η Αντιβασιλεία τον πιέζει να εκδώσει καταδικαστικές αποφάσεις εις θάνατον. Αν και οι πρώτες αγορές ακινήτων στο Άργος από τον Γκόρντον εντοπίζονται στις αρχές του 1829, η αγορά του οικοπέδου όπου έκτισε το σπίτι του δεν αναφέρεται παρά σε έγγραφα του 1864. Τα τελευταία του χρόνια (1833-1840) τα περνάει στην Ελλάδα υπηρετώντας και πάλι τον ελληνικό στρατό και έχοντας εγκαταστήσει στο Άργος το επιτελείο του κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ληστών της Πελοποννήσου. Το σπίτι του ο Γκόρντον το δώρισε στον Ιάκωβο Ρόμπερτσον. Το αγόρασε το 1987 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.

Ο πρώτος διεθνής κώδικας αpχαιολογικής δεοντολογίας Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Τελετή για την επιστροφή ανθρώπινων καταλοίπων από το National Museum of Natural History, σε μέλη της φυλής. «Ο πρώτος Κώδικας Δεοντολογίας για τις Υποχρεώσεις των Μελών απέναντι των Ιθαγενών Λαών» υιοθετήθηκε στο Β΄ Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Συνέδριο (World Archaeological Congress) που έγινε το Σεπτέμβριο του 1990 στη Βενεζουέλα. Για πρώτη φορά «Τηρητέες Αρχές» και «Ακολουθητέοι κανόνες» διατυπώνουν τα όρια που θέτει στην Επιστήμη ο σεβασμός των ηθικών αξιών και της παράδοσης. Ο νέος Κώδικας είναι το επακόλουθο της υιοθέτησης από το Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Συνέδριο της Συμφωνίας του Vermillon (1989) που αφορά τα «Ανθρώπινα Λείψανα».

Αρχεία, σφραγίδες και σφραγίσματα στον ελληνιστικό κόσμο Πάντος Πάντος

Το εξώφυλλο της έκδοσης των πρακτικών του Συνεδρίου. Η επιλογή του Τορίνο για τη διεξαγωγή ενός ομότιτλου με το άρθρο συνεδρίου (13-16 Ιανουαρίου 1993) δεν είναι τυχαία αφού εδώ εδρεύει το «Κέντρο Ανασκαφών του Τορίνο», που διεξάγει εδώ και χρόνια ανασκαφές στη Μεσοποταμία, εδώ διδάσκει και ο A. Invernizzi που επεξεργάζεται τις περίπου 25.000 σφραγίδες από τη Σελεύκεια την προς τω Τίγρει. Με τον αριθμό των σφραγισμάτων που έχουν αποκαλυφθεί (14.000 στη Νέα Πάφο Κύπρου, 14.000 στη Δήλο κ.α.), ο κλάδος της αρχαίας σφραγιστικής ίσως δεν αργήσει να δημιουργηθεί. Οι ανακοινώσεις των συνέδρων έθιξαν γενικότερα θεωρητικά ζητήματα αλλά και συγκεκριμένες περιπτώσεις από τις πόλεις Σελεύκεια την προς τω Τίγρει, Δούρα-Ευρωπό, Δασκύλειον της Μικράς Ασίας, Ουρ, Περσέπολη, το αρχείο Murashu κοντά στη Νιπούρ του Ιράκ, Βαβυλωνία, Uruk, Δήλο, Γιτάνη Θεσπρωτίας, Νέα Πάφο Κύπρου, Καρχηδόνα, Edfu της Άνω Αιγύπτου, Αρτάξατα (Artashat) της Αρμενίας κ.ά.

Μουσείο: Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς Κλεοπάτρα Θεολογίδου

Αίθουσα του Βυζαντινού Μουσείου Καστοριάς. Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε το 1989. Οι εκθεσιακοί του χώροι, δύο μεγάλες αίθουσες και μια μικρότερη, είναι ισόγειοι και αναπτύσσονται γύρω από αίθριο. Στη μία αίθουσα λειτουργεί από το 1989 προσωρινή έκθεση βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων που χρονολογούνται από το β΄μισό του 12ου έως και τον 17ο αιώνα. Ανήκουν στη συλλογή εικόνων της Καστοριάς, μιας από τις σημαντικότερες συλλογές στον κόσμο. Οι εικόνες οργανώνονται σε έξι ενότητες που καθόρισαν την επιμέρους διαίρεση της αίθουσας με λιτά, ορθογώνια παραλληλεπίπεδα. Η δεύτερη μεγάλη αίθουσα παραμένει κλειστή ενώ στη μικρότερη εκτίθεται βοηθητικό υλικό για την καλύτερη κατανόηση της έκθεσης από τους επισκέπτες.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Η Academia Europaea απένειμε τον Φεβρουάριο του 1993 είκοσι βραβεία σε νέους ρώσους επιστήμονες προκειμένου να συνεχίσουν την έρευνά τους χωρίς να μεταναστεύσουν – Ο Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων απένειμε το 1992 το βραβείο «Υπατία» στις κυρίες Marianne McDonald και Μελίνα Μερκούρη – Απολίθωμα σκελετού προϊστορικού ελέφαντα βρέθηκε στην Απολακκιά της Ρόδου

Συνέδρια

Ο Τομέας Γλωσσολογίας του Φιλολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη πραγματοποίησαν την 14η Συνάντηση (Απρίλιος 1993) με θέμα: «Γλώσσα και Μαγεία: Κείμενα από την Αρχαιότητα» - Τον Ιούνιο 1993 πραγματοποιήθηκε στην Άνδρο το Συμπόσιο «Ναυπηγική και πλοία της Ανατολικής Μεσογείου κατά το 18ο και 19ο αιώνα»

Εκθέσεις

Εγκαινιάστηκε στις 7 Νοεμβρίου 1993 έκθεση φορητών εικόνων και άλλων κειμηλίων στον Πύργο της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου – Την εκπληκτική του συλλογή ρωσικής μεταλλοτεχνίας (988-αρχές 20ού αιώνα) παρουσιάζει στο Παρίσι το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Μόσχας

Βιβλία

Ιωάννα Φωκά - Πάνος Βαλαβάνης, Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία. Ανακαλύπτω την αρχαία Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 1992 – Leonardo Benevolo, La ville dans l’histoire européenne, Seuil, Παρίσι 1993 – H.D.F. Kitto, Η αρχαία ελληνική τραγωδία, Παπαδήμα, Αθήνα 1993 – F.N. Cornford, Η Αττική Κωμωδία, Παπαδήμα, Αθήνα 1993

Aρχαιομετρικά Nέα Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Από το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και το Ε.Μ.Π. πραγματοποιήθηκε (17-23 Μαΐου 1993) το 3ο Διεθνές Συνέδριο για τη μελέτη του αρχαίου μαρμάρου και άλλων πετρωμάτων - Η νεοσύστατη «Ανθρωπολογική Εταιρεία των Φίλων του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών» εγκαινίασε τη δημόσια παρουσία της με σειρά ομιλιών στο Πολεμικό Μουσείο

Συνέδρια

Διεθνές Συνέδριο με τίτλο «The Ceramics Heritage» θα γίνει στη Φλωρεντία (29 Ιουνίου-3 Ιουλίου 1994) στο πλαίσιο του World Ceramics Congress – Στο Νέο Δελχί (4-11 Δεκεμβρίου 1994) θα διεξαχθεί το Παγκόσμιο Συνέδριο Αρχαιολογίας «World Archaeological Congress-3»

Βιβλία

G.A. Wagner / P. van den Haute, Fission Track Dating, Kluwer, Dordrecht 1992 – N. Roberts, The Holocene: An Environmental History, Blackwell, Οξφόρδη 1992 [1989] – R. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople, Routledge, Οξφόρδη 1992 – J.R. McNeill, The Mountains of the Mediterranean World, Cambridge U.P., Καίμπριτζ 1992

Ρόδος: το χτες μέσα από το σήμερα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Ο Δίας χάρισε τη Ρόδο στον Ήλιο. Σε μια άλλη διάσταση μας μεταφέρει η Μαριάννα Στραπατσάκη με την έκθεση video-ζωγραφικής στη Ρόδο. Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Νότο και Βορρά, η Ρόδος, με τα κοχύλια στην κορυφή των βουνών της, αναδύεται από τη θάλασσα. Προστάτης της ο Ήλιος. Εικόνες που μας ταξιδεύουν μακριά, στην πρωταρχική γνώση.

English summaries: Reconstruction work on the Acropolis of Lindos in Rhodes Vassiliki Eleutheriou, Vassos Papademetriou

The restoration and reconstruction works on the Acropolis of Lindos are mainly carried out in the temple of the Lydian Athena, the Hellenistic stoa and the terrace of the stoa and the propylaea. In 1936 the monuments of the Acropolis of Lindos were studied and restored by the Italians. However, these reconstruction works proved to be catastrophic for the temple of the Athena, because the "new" material of that time, reinforced concrete, destroyed not only the stones on which it was applied but also all those with which it came into contact.We have already experienced this from other relevant monuments such as the Acropolis of Athens where reinforced concrete has been used. In 1985 the Greek Archaeological Service included the Acropolis of Lindos in the programme of reconstruction, a project which is still in progress.

Some simple thoughts on the ecological aspect of protection of monuments on the island of Rhodes Eryfilli Kaninia

The Chart of Venice (1964) and the Contract for the Protection of the Architectural Heritage of Europe (Granada 1985) determine the mutual relationship between the protection of monuments and their surrounding landscape. In the case of Rhodes these directives gain a special significance since the Rhodian monuments are either built of local limestone or carved on the natural rock. The protection of the monumental physiognomy of the locale, as it has survived on Rhodes, should be linked with the practices of applied ecology if an environmental balance within the modern city is required.

The island of Rhodes from the early Christian era to its occupation by the Ottomans in 1522 Elias Kollias

Roman rule deprives the island of Rhodes of its privileges, but cannot diminish its strategic significance in the Aegean. Thus the island continues to prosper during the Early Christian era as shown by many important edifices, both religious and secular. In the fourteenth century the Knights of the Order of St. John conquer Rhodes. They built palaces, city-walls and churches and decorate them with impressive wall-paintings and the life of the island totally changes, by adopting many Western elements.In 1522 however, Rhodes falls to the Ottomans after a series of fierce battles. From then on the island fell into obscurity from where, for purely reasons of prestige , fascist Italy, which occupied Rhodes in 1912, tried to elevate it. In 1947, heavily oppressed, the Rhodians waited for their liberation and the union of their island with Greece. Since then the island of Rhodes has become an international centre for tourism . "  

A brief historical survey of Rhodes Anna Lambraki

The city of Rhodes, celebrating the 2.400 years since its foundation, is the capital of an island which had already been inhabited since the Neolithic Age. The island of Rhodes served as a bridge between the East and West and the North and South and soon became a commercial and cultural centre,its fame reaching the Heraclean Columns (the present Straits of Gibraltar). Although throughout Antiquity Rhodes tried to remain neutral by participating in various alliances, its naval strength and prosperity forced it to be continuously involved in numerous conflicts. Great schools were founded on the island and many artists, philosophers and mathematicians lived and created there. Its splendour continued through the Roman period, when illustrious Romans attended its schools. The island of Rhodes has always suffered greatly from earthquakes -to which it owes its emergence from the sea bed. The big earthquake of 227-226 BC destroyed not only the city of Rhodes, which however was rebuilt, but also the famous Colossus, the statue of the Sun god, protector of the island, counted among the Seven Wonders of the ancient world.

Rhodes. Engravings from the 15th to the 17th century Antonis Sevastou Maillis

The city of Rhodes has been inhabited for 2.400 years. The catastrophic Peloponnesian War (431-404 BC) forced the till then prosperous towns of the island — lalyssos, Cameiros, Lindos— to unite their forces by founding the city of Rhodes in 408/407 BC in a prominent location. The city-planning was designed by the famous architect and town-planner Hippodamus. The city was fortified and soon became powerful due to its naval and trade supremacy. It was embellished with wonderful monumental pieces of sculpture,the works of excellent artists. Among them the so-called Colossus still remains legendary -destroyed by an earthquake in 226/227 BC, although Pliny mentions thousands of such statues that each of them alone could make any town in its own right. The city of Rhodes owed its splendour to the intensive cultivation of the arts and letters,drawing all the famous personalities of the time. The city managed to repulse the fierce attacks of Demetrius Poliorcites, in 306 BC, and Mithridates in 88 BC. Destructive earthquakes and hostile invasions weakened Rhodes's defenses, so finally in 42 BC the city was occupied by the Roman general Cassius, who, although educated in Rhodes, ruined the city, looted its treasures and ordered most of its marvellous works of art to be transferred to Rome. In the centuries that followed Rhodes suffered more catastrophic invasions and earthquakes (155, 344, 515 AD). The walls and fortifications of the city were rebuilt in the Byzantine era and were later reinforced by towers and turrets by the Knights of the Order of St. John, when they made the island their base, from 1309 to 1522, year of the occupation of Rhodes by the Turks. Other foreigners, the Italians, ruled the island from 1912 to 1948.In about 1412 Cristoforo Buondelmonti, a vicar in the church of St. Maria Oltraar-no, arrived in Rhodes and stayed there until 1420. In the meantime he studied the ancient Greek writers, visited many islands and wrote the book Liber Insularum, a basic work on the Aegean islands until the late eighteenth century. Leaving Rhodes he did not miss the opportunity to take with him —as a gesture of magnanimity — rare, valuable Greek codices that enriched the Medici library in Florence. The original books was lost but copies of it survived in various libraries. The first full edition, in Latin, was published in Leipzig; the second edition, published in 1897 in Paris by Emile Legrand, included passages translated in Greek by some unknown Greek scholar as well as a translation of the Greek text. From a copy of this edition, which was written by the famous caligrapher of the Seraglio Emmanuel Miller, the author of this article quotes here some abstracts about Rhodes. A second important document was bequeathed to posterity by the German clergyman Bernhard von Breydenbach, who travelled from Venice, a pilgrim to the Holy Land, to the monastery of St. Catherine at Sinai, visiting during his itinerary the Greek harbours of Corfu, Methone, Heracleion (Crete), Rhodes and Cyprus. The Itinerary, besides its text with valuable information, also includes unique illustrations, engraved by the great Flemish artist Erchard Reuwich, who accompanied Breydenbach on his trip in order to accomplish this task. The itinerary, which according to specialists had twenty-eight editions, from the first in 1486 to the last in 1522, was repeatedly published in various languages, Latin, French, German, Flemish, Polish. The Liber Chronicarum, the "Chronicle" of Hartmann Schedel, is a landmark in typography. It was written, illustrated and printed in Nuremberg in 1493. Its author composed his text drawing from older and contemporary poets, men of letters and historiographers and created a work of significant merit for those who study that period. The special interest of the book lies in the fact that it does not only supply a full compilation of the knowledge possessed by then, but it also reveals the attitude of that century towards history. The book was put> hshed in Latin and German, while another counterfeit, less expensive edition of it was easily realized, since the safeguarding of intellectual rights was unthinkable and beyond imagination at that time. The two celebrated editions of the fifteenth century, that of Itinerary and Liber Chronicarum, by B. von Breydenbach and H. Schedel respectively, were followed by minor relevant works I of the sixteenth (15 engravings] and seventeenth century (28 engravings), in which the city of Rhodes was represented.

The Colossus of Rhodes Antonis Mastrapas

The colossal statue of the Sun god , protector of the city of Rhodes, was erected in about 292 BC, twelve years after its construction had begun. The three hundred bronze coins required were supplied from the war machines which were abandoned at the outskirts of the city by Demetrius Poliorcetes after the misfiring of his efforts to conquer Rhodes. The identification of Rhodes with the Colossus became an intriguing subject of the human imagination after its destruction by an earthquake in 227-226 BC. Since a representation of the statue does not exist, suggestions and proposals can only be made based on the scarce information of ancient literary sources and the study of the present landscape formation.

The Athens Academy’s inventory of Byzantine wall-paintings of the Dodecanese Ioanna Bitha

The inventory of the Byzantine Wall-Paintings of Greece is the main research project presently carried out by the Service of Documentation of the Byzantine Monuments of Greece of the Athens Academy. The project started being carried out in 1982. The general inventory comprises separate units that deal thoroughly with the inventoring of the decorated monuments of each region of Greece. The position of the Dodecanese in the inventory is quite important: 194 wall-painted monuments have been recorded so far that exhibit 225 published layers of painting, numbers quite impressive as such, notwithstanding that they are not the final ones.

The oracular cave of Heracles Vouraikos Dora Katsonopoulou, Steven Soter

The cave, also known to the natives as the"Heracles cave", is located in eastern Aeghialeia, south of the village Elaion (Trypia). It was discovered during the search for ancient Eliki, a cultural and religious center of the "Common of Achaens", which was destroyed by an earthquake in 373 BC. The cave is carved out of a natural conglomeratic psammite rock and consists of three major levels. Relevant research has proved that the cave can be indentified with the one described by older travellers and especially by Blouet as the "cave of Heracles Vouraikos". In addition, there is data supporting its antiquity and its probable indentification with the cave of "Heracles Vouraikos".This data refers to the cave's inner formation visited and described by Pausanias. Situated at a distance of 5.5 kilometers (30 ancient stadia) from Eliki, in superimposed levels and areas as well as the flight of steps outside its eastern side that leads to the top of the rock, features that are suited to the function of an ancient, rural oracular sanctuary. Furthermore, the two series of holes on the cave's facade testify to the support of a roofed stoa or room, a building in any case appropriate to an ancient rural sanctuary. The wall-painting remnants on the ceiling of the cave bear witness to the sanctity of the site throughout the Byzantine and Postbyzantine periods.

Religious and social institutions in prehistoric Aetolia and Acarnania Ioannis Nerantzis

The article deals with the religious and social parameters related to the names Agrinion, Ophioneis and Voukatieis. These in the author's opinion, refer to Prehistoric racial and intellectual expressions . At the same time the existing archaeological finds, probably representing "recordings" of these intellectual manifestations, are inventoried.

The abacus of Laurion Charalampos Spyridis

The harbour of Pasha lies on the 59th kilometer of the inland highway connecting Athens to Cape Sounion, on the southern edge of Laureotiki. The harbour is encircled by a fertile valley, surrounded by hills that gently lead to a quiet bay. Traces of ancient settlements are obvious in the entire district. Groups of houses and graves have been discovered there during the excavations carried out by the B' Ephorate of Classic Antiquities of Attica. The many finds, date from the Classic to the Roman period and cover an area from the coast to the hills . A large settlement and an important harbour once existed there belonging to the municipality of Sounion.The ancient agora has recently been discovered, which can be identified with the agora of the Salaminians at Koele. Huge piles of ancient rust testify to the mining activities of the inhabitants. A large building was discovered at 150 meters from the sea which was used without a break undoubtedly from the end of the fourth century up to and including the first century BC ,especially in the Hellenistic period. In a room of this building complex a marble slab with an inscription in two rows, of uncertain date, was discovered in 1977 by the archaeologist Maria Salliora-Oikonomou. The archaeologist Petros Themelis on the basis of the symbols of the inscription proposed for it a musicological interpretation, an opinion supported by the Professor of Musicology of the Thessaloniki University, Demetrios Themelis. However, after almost three years of research we can now claim that the two rows of symbols of the inscription are related to numbering. They represent a "modern" and unique until today abacus, used in commercial transactions. The symbols of the inscription stand for integer and decimal numbers, twenty whole centuries before the Dutch Simon Stevin contrived them. Abacus parts have been discovered in Naxos Island, in the ancient town Minoa of Amorgos Island and in Eleusis. The older abacus comes from Salamis island, while the slab of Laurion is an abacus of modern technology, which is based on the regular or alphabetic numbering, features a wider display and propably a conception of new numbers, the decimal. The slab was discovered in the agora of Salaminians, in the accounts office, where financial calculations and important money transactions took place due to the significance of the merchandise.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Ασημένιο νόμισμα από τη Χίο με σφίγγα και αγγείο οίνου (5ος αι. π.Χ.) Οι ενιαίοι αμφορείς και οι αμφορείς με λαιμό είναι οι δύο βασικοί τύποι αμφορέων. Στους πρώτους, λαιμός και σώμα σχηματίζουν ενιαία καμπύλη. Στους δεύτερους, ο λαιμός ξεχωρίζει από το σώμα. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς και οι οξυπύθμενοι ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία. Σχεδόν εννιακόσιοι εμπορικοί αμφορείς εκτίθενται στη Στοά του Αττάλου. Χρονολογούνται από την εποχή του Χαλκού ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., ήρθαν από διάφορα μέρη και αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές της Αγοράς. Πολλοί φέρουν σφραγίδα που υποδηλώνει την προέλευση και την χρονολόγηση καθώς και την ύπαρξη ελέγχου επίσημης αρχής. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ομάδες αμφορέων για την παρακολούθηση των τυπολογικών τους αλλαγών προέρχεται από τη Χίο.

Τεύχος 48, Σεπτέμβριος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Το φυσικό περιβάλλον της Αθήνας Γρηγόρης Τσούνης

Φλυτζούνι – Coccothraustes coccothraustes. Το άρθρο δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των χώρων πρασίνου της Αθήνας αλλά παρέχει λεπτομερή κατάλογο με τα φυτά και τα πουλιά που ενδημούν σε καθένα από αυτούς. Συγκεντρωτικοί κατάλογοι με τα ελληνικά και τα λατινικά ονόματα φυτών και πουλιών συμπληρώνουν την πλούσια εικονογράφηση. Όταν το 1834 η Αθήνα ορίστηκε πρωτεύουσα του κράτους, ήταν ακόμη ένας σωρός από ερείπια, χωρίς δρόμους ή κήπους. Πρώτη η βασίλισσα Αμαλία ενδιαφέρθηκε για το πράσινο. Ο Κήπος ολοκληρώθηκε το 1842 έχοντας περίπου 7.000 δέντρα, τα περισσότερα από τα οποία είναι εισαγωγής. Περιοχές με πράσινο είναι επίσης το Άλσος της Κηφισιάς, το κτήμα των «Αναβρύτων» στο Μαρούσι, το Άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας, το Άλσος του Περιστερίου, το Πεδίο του Άρεως, το Άλσος της Νέας Σμύρνης. Ο Κηφισός, θεοποιημένος στην αρχαιότητα, ήταν ο κυριότερος ποταμός της Αττικής. Βρωμερός οχετός της μεγαλούπολης από τη Μεταμόρφωση και κάτω, από την πηγή του στο Πεντελικό ως τη Μεταμόρφωση περιβάλλεται από πλούσια βλάστηση, φιλοξενεί βατράχια, ψαράκια, αηδόνια, κοτσύφια. Ο Ιλισός πήγαζε από τη ΒΔ πλευρά του Υμηττού και κατευθυνόταν προς τον Κηφισό. Μόνο ένα μικρό κομμάτι του στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής αφέθηκε ακάλυπτο. Στον φαληρικό όρμο, στο «Αλίπεδο», υπήρχε το Δέλτα του Κηφισού και του Ιλισού. Το Δέλτα του Ιλισού σήμερα διατηρεί μικρό υπόλειμμα αυτού του μεγάλου υγρότοπου που κάλυπτε όλη την περιοχή. Υπήρξε καταφύγιο για 120 είδη πουλιών, είχε πάνω από 250 είδη φυτών, ανάμεσά τους ο σπανιότατος Θαλάσσιος Κρίνος που παραστάσεις του αποκαλύφθηκαν στην Κνωσό και τη Σαντορίνη. Οι πηγές του Ηριδανού ήταν στις νότιες υπώρειες του Λυκαβηττού. Από το ποτάμι έχει απομείνει ένα μικρό ρέμα στον Κεραμεικό. Τα πρώτα πεύκα και κυπαρίσσια που φύτεψε η Φιλοδασική Εταιρεία το 1890 στο λόφο του Λυκαβηττού, φαγώθηκαν από τα γίδια. Το 1915, μετά από εκτεταμένη δενδροφύτευση, ο λόφος πρασίνισε. Στη συνέχεια, τα λατομεία και η αυθαίρετη δόμηση κατέστρεψαν την ομορφιά του τοπίου. Πελασγικής προέλευσης, το όνομα του Υμηττού δηλώνει τον άγριο, βραχώδη τόπο. Με «σκελετό νοσήσαντος ανθρώπου» παρομοιάζει τον Υμηττό ο Πλάτωνας. Στη δυτική πλευρά του, το δάσος της Καισαριανής είναι ένα από τα 19 αισθητικά δάση της χώρας. Δυτικά της Αθήνας βρίσκεται το όρος Αιγάλεω. Οι αρχαιολογικοί χώροι, από τη φύση τους νησίδες άγριας ζωής, ενθαρρύνουν την πλούσια βλάστηση και παρέχουν ασφαλές καταφύγιο σε πολλά πουλιά. Η Ακρόπολη της Αθήνας, η Αρχαία Αγορά, το Θησείο, ο λόφος του Φιλοπάππου και ο ναός του Ολυμπίου Διός αποτελούν ενιαίο οικοσύστημα.

Υπάρχει και άλλος τρόπος να δούμε την Αθήνα Έλλη Παπακωνσταντίνου

Πλατεία Αιγύπτου, εύγλωττη «είσοδος» στο Ιστορικό Κέντρο. Η ιστορικά αποδεδειγμένη απροθυμία της Αθήνας να πειθαρχήσει σε σχεδιασμούς προδίδει ένα ζωντανό οργανισμό. Η πόλη χρειάζεται μια ταυτότητα που θα περιέχει όλα τα στοιχεία της καταγωγής και της εξέλιξής της. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι άγονη. Η πόλη δεν είναι σκηνικό. Αναγνωρίζοντας τα σημάδια της πόλης, αναδεικνύουμε όχι μόνο τα μνημεία αλλά και τα τοπόσημα, τις χαράξεις, τις μορφές, τις κλίμακες, τις θέες, κτήρια μεμονωμένα ή σύνολα, τις σχέσεις και τους συμβολισμούς στο χώρο. Κομμάτια του νήματος της ιστορικής Αθήνας που πρέπει να συνδεθεί και να γίνει ορατό. Η Αθηνάς, η Αιόλου, η Ερμού, η Πειραιώς και η Σταδίου χαράχτηκαν από τους Κλεάνθη και Schaubert. Η Αιόλου και η Αθηνάς παραμένουν οι κύριοι άξονες οπτικής επικοινωνίας με την Ακρόπολη. Το μεγάλο ισοσκελές τρίγωνο Πειραιώς-Σταδίου-Ερμού εξακολουθεί να είναι η καρδιά του κέντρου της πόλης. Την ανομοιομορφία στο ιστορικό κέντρο δημιουργούν κτήρια από διαφορετικές εποχές που δεν συνυπάρχουν αρμονικά. Αυτά τα πολύμορφα μέτωπα των δρόμων του κέντρου της Αθήνας χρειάζεται να ιδωθούν ως τυπολογικά «πολύχρωμα» σύνολα. Ωστόσο, αν ένας πεζός στην επικίνδυνη πορεία του ανάμεσα από στύλους, οχήματα, πάγκους, τραπεζάκια, ζαρντινιέρες κ.ά., είχε την πολυτέλεια να κοιτάξει γύρω του, θα έβλεπε και μια παραμορφωμένη εικόνα της πόλης, με όψεις κτηρίων αλλοιωμένες βάρβαρα από τα σχήματα και τα χρώματα επιγραφών και διαφημίσεων. Την ασχήμια αυτή ενισχύει η εγκατάλειψη των κτηρίων στη φθορά του χρόνου. Το ιστορικό κέντρο έχει τεράστια ανάγκη αλλά και τεράστια περιθώρια για ρυθμιστικές παρεμβάσεις, για ένα αστικό σχεδιασμό.

Η Αθήνα και η ενοποίηση των αρχαιολογικών της χώρων Ιορδάνης Δημακόπουλος

Ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Ρωμαϊκής Αγοράς. Η ενοποίηση στην προκειμένη περίπτωση νοείται ως «η εξασφάλιση της δυνατότητας ενός πεζή κινούμενου επισκέπτη των αρχαίων ή όποιου άλλου να μετακινηθεί από τον ένα αρχαιολογικό χώρο στον άλλο, από το λόφο του Αρδηττού έως την ακαδημία του Πλάτωνος, χωρίς σε κανένα σημείο της διαδρομής αυτής να διασταυρωθεί η κίνησή του με τη ροή τροχοφόρων. Και στο σημείο που αυτό είναι αδύνατο να γίνει [...],η διασταύρωση αυτή υφίσταται αλλά συντελείται σε διαφορετικό επίπεδο, επίγειο ή υπόγειο, έτσι ώστε να μη γίνεται, τοπικώς και μόνο εννοείται, αντιληπτή δια της οράσεως, όχι όμως και των άλλων αισθήσεων (θόρυβος, καυσαέρια)». Οι περιπτώσεις που τα αρχαία διατηρήθηκαν «εν υπαίθρω» είναι λιγοστές. Όλα τα αρχαία των ανασκαμμένων οικοπέδων εντός των τειχών της πόλης αλλά εκτός Πλάκας διατηρήθηκαν εν «υπογείω». Στην Πλάκα συγκεντρώνονται οι εντός των τειχών οργανωμένοι και περιφραγμένοι αρχαιολογικοί χώροι. Πιστεύεται ότι η Πλάκα κρύβει και άλλα μνημεία, γνωστά μόνο από τις πηγές. Τέλος, υπάρχουν και μεμονωμένα αρχαία που ανήκουν σε μνημεία εκτός των τειχών, μακρύτερα ακόμη και από την ευρύτερη περιφέρεια του ιστορικού κέντρου. Μόνον το 1833 θα μπορούσε να είχε ληφθεί η απόφαση για τη δημιουργία ενός αδιάσπαστου χώρου με το σύνολο των αρχαιοτήτων, απαλλαγμένου από νεοτερικά κτίσματα. Έπρεπε όμως τότε να είχε προβλεφθεί η ίδρυση της πρωτεύουσας πολύ πιο έξω από την αρχαιολογική ζώνη που προέβλεπε το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert. Ακολουθούν οι προτάσεις διαμόρφωσης των εξής αρχαιολογικών τομέων: 1. Τομέας Διον. Αρεοπαγίτου – Αποστ. Παύλου – Φιλοπάππου – Μακρυγιάννη 2. Τομέας Κεραμεικού – οικοπέδου παλιού εργοστασίου παραγωγής αεριόφωτος (Γκάζι) – Θησείου – Αγοράς 3. Τομέας Πλάκας – Αναφιώτικων – Ψυρρή 4. Τομέας της Ιεράς Οδού 5. Τομέας Δημοσίου Σήματος – Ακαδημίας Πλάτωνος 6. Τομέας Ολυμπιείου – Αρδηττού – Σταδίου – Ζαππείου 7. Τομέας Ριζάρη – Ωδείου Αθηνών – Εθνικής Πινακοθήκης

Αρχαία και σύγχρονη Αθήνα. Η συνάντηση των δύο πόλεων Μάρω Παπαδοπούλου

Η θέα της θάλασσας από την Τρίτη Πλατεία στον Κεραμεικό (πρόταση των αρχιτεκτόνων Θ. Καναρέλη, Μ. Παπαδοπούλου). Άραγε μπορεί η Αθήνα να «βρει το χαμένο της πρόσωπο» μέσα από τη συνάντηση της αρχαίας με τη σύγχρονη πόλη; Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert (1833) η Αθήνα οριζόταν από ένα τρίγωνο με μια πλατεία στην κάθε του γωνία. Μόνο δύο πλατείες κατασκευάστηκαν, η Ομόνοια και το Σύνταγμα. Η Τρίτη Πλατεία, που επρόκειτο να γίνει στον Κεραμεικό, στη συμβολή των οδών Ερμού και Πειραιώς, θα ονομαζόταν πλατεία Κέκροπος. Σήμερα η Τρίτη Πλατεία θα μπορούσε να αποτελέσει το βασικό στοιχείο της συνάντησης των δυο πόλεων, της αρχαίας και της σύγχρονης. Αυτή τη συνάντηση εκφράζει συμβολικά η πρόταση των αρχιτεκτόνων Θεοκλή Καναρέλη και Μάρως Παπαδοπούλου που απέσπασε το 1ο βραβείο στο Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό με θέμα τη «Διαμόρφωση της Τρίτης Πλατείας στον Κεραμεικό» (1989). Η επιμήκης Τρίτη Πλατεία καλείται να ενώσει το κέντρο της Αθήνας με τις δυτικές, υποβαθμισμένες συνοικίες, Μεταξουργείο-Ψυρρή και Γκαζοχώρι. Υπερκαλύπτει την Πειραιώς, που καταβυθίζεται, και ενοποιεί τις περιοχές Γκαζοχώρι και Θησείο. Στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της συμβάλλουν το απόλυτο και αυστηρό σχήμα της, η κλιμακωτή της επιφάνεια και η σχέση της με τους τριγύρω χώρους, η προοπτική προς την Ακρόπολη και η καταπληκτική θέα της θάλασσας του Πειραιά, του Λυκαβητού, του Αστεροσκοπείου. Η μελέτη αυτή στοχεύει επίσης στην ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού με την Αρχαία Αγορά, στη δημιουργία μιας μεγάλης έκτασης πρασίνου και περιπάτου και στη διευθέτηση της κυκλοφορίας στην περιοχή. Προτείνεται η αποκατάσταση των αρχαίων διαδρομών, η αποκατάσταση του τείχους της κλασικής εποχής και η αποκατάσταση του αττικού τοπίου και του αρχαίου ποταμού Ηριδανού.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Κιχώριο. Η λειψυδρία έπληξε και τους χώρους πρασίνου της Αθήνας. Τουλάχιστον όμως μας φανέρωσε ποια φυτά ταιριάζουν αβίαστα με το δικό μας κλίμα. Αντέχουν και ευδοκιμούν φυτά ντόπια, ελιές, μουριές, κουτσουπιές, πουρνάρια, χαρουπιές, δάφνες και άκανθοι και, από τα ξενόφερτα, η βρωμούσα (αειλάνθη), τα πιπερόδεντρα, ο αθάνατος (αγαύη), το μπουζάκι. Αγριόχορτα κι αγριολούλουδα, το κιχώρι, το πεντάνευρο, το περδικάκι, δε θέλουν πότισμα ούτε φροντίδα. Ίσως είναι καιρός να αποδώσουμε το «γκαζόν» στις βορειότερες χώρες και εμείς να στραφούμε στις μολόχες μας, τις λεβάντες, τα κυκλάμινα.

Άλλα θέματα: Το σπίτι του στρατηγού Thomas Gordon στο Άργος (II) Βασίλης Δωροβίνης

Το σπίτι του στρατηγού Γκόρντον στο Άργος. Γενική άποψη κατά την περίοδο καθαρισμού και αναστηλώσεως (1989). Ο συγγραφέας επανέρχεται στο σπίτι του Γκόρντον παρακολουθώντας πόσα και ποια χέρια άλλαξε, πόσες και ποιές χρήσεις γνώρισε. Η σειρά μεταβιβάσεων εμφανίζεται συνεχής και αδιάκοπη από το 1882 και μετά. Τη χρονιά αυτή την οικία αγοράζει ο Γεώργιος Ν. Βάθης, καπνοπώλης και κάτοικος Αθηνών. Νωρίτερα το σπίτι είχε στεγάσει το Παρθεναγωγείο της Θεοφ. Δαρρωνά. Στη συνέχεια, οι πολυετείς προσπάθειες του Βάθη να πουλήσει το σπίτι θα μείνουν άκαρπες. Μετά το θάνατό του (1914), στην αποθήκη λειτούργησε χοροδιδασκαλείο. Τον Απρίλιο του 1928, ως διάττων αστήρ, εμφανίζεται για μια μέρα στο Άργος ο εγγονός του Γκόρντον, Τσαρλς. Τον Ιούλιο του 1936 το 4ο Ορειβατικό Σύνταγμα Πυροβολικού νοικιάζει το σπίτι του Γκόρντον για να εγκαταστήσει τα γραφεία του. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 το σπίτι έχει γίνει κανονικό ερείπιο: η στέγη καταρρέει, παλιές τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί με ασβέστη και λαδομπογιά, στο ισόγειο ο γέρος φύλακας έχει εγκαταστήσει κουνελοστάσιο και κοτέτσι. Τα διαβήματα του «Πολιτιστικού Ομίλου Άργους» προς το Υπουργείο Πολιτισμού δεν εισακούονται. Το 1983 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να αποκτήσει οίκημα στο Άργος. Εν τω μεταξύ, το 1982 το σπίτι του Γκόρντον είχε κηρυχτεί διατηρητέο με προεδρικό διάταγμα του Αντώνη Τρίτση. Το 1985 προβάλλεται από την ΕΡΤ1 η ταινία μικρού μήκους του Θανάση Ρακιντζή «Προς Αργείους», με σκηνές γυρισμένες στο εσωτερικό του εν λόγω σπιτιού. Οι κάτοικοι του Άργους βρίσκουν την ταινία δυσφημιστική και την αποδοκιμάζουν. Το ακίνητο θα αγοράσει το 1987 η Γαλλική Σχολή.

Μετατροπή εκκλησιών σε αίθουσες δικαστηρίων Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, Αριστέα Παπανικολάου-Kρίστενσεν

Ο Άγιος Αθανάσιος του Ψυρρή όπως σωζόταν τον πρώτο χρόνο μετά την απελευθέρωση. Η ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του κράτους (1834) ανέδειξε οξύ το πρόβλημα στέγης για τις δημόσιες υπηρεσίες και τους κρατικούς λειτουργούς. Η αυτοψία κρατικών υπαλλήλων έδειξε ότι, εκτός από το Μέγαρο Κοντόσταυλου όπου κατοίκησε προσωρινά ο Όθων, κατοικίες με πολλά δωμάτια υπήρχαν μόνο δύο, στην Καπνικαρέα, και ανήκαν στον κόμητα Μποτσάρι και στον Υδραίο Γιούρντη. Το σπίτι των Κλεάνθη και Schaubert είχε ήδη νοικιαστεί για τη στέγαση του Γυμνασίου. Επείγοντα χαρακτήρα είχαν πάρει οι αίθουσες απονομής της δικαιοσύνης, το Πρωτοδικείο, το Κακουργιοδικείο, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος. Σε τρία κτήρια που ανήκαν στην κυβέρνηση, όπως και στο Φετιχιέ τζαμί, στο Μεντρεσέ και στο τζαμί του Τζισδαράκη δεν μπορούσαν να γίνουν επισκευές γιατί η περιοχή ήταν προορισμένη για αρχαιολογικές ανασκαφές. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφάσιζε να ανοικοδομήσει, θα ξεσήκωνε την κοινή γνώμη. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Πραΐδης προτείνει να αξιοποιηθούν τέσσερις από τις ερειπωμένες εκκλησίες του κέντρου. Πράγματι, αρχίζουν οι επισκευές στις εκκλησίες της Αγίας Ελεούσας, του Αγίου Αθανασίου και του Χριστοκοπίδη. Η τέταρτη εκκλησία, η Παναγία του Κανδήλη, κρίθηκε τελικά ακατάλληλη. Αποφασίζεται ο Μεντρεσές να χρησιμοποιηθεί ως φυλακή. Ο διευθυντής της τεχνικής υπηρεσίας E. Schaubert αναθέτει τη μετασκευή των τριών εκκλησιών στον βοηθό-αρχιτέκτονα της υπηρεσίας Χριστιανό Χάνσεν. Η μόνη τροποποιημένη εκκλησία που σώζεται σήμερα, ενσωματωμένη στο κτήριο του Παλαιού Κακουργοδικείου, είναι η Αγία Ελεούσα στου Ψυρρή. Η μορφολόγηση των όψεων του κτηρίου, που πρέπει να ανεργέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, μαρτυρεί ικανότατο αρχιτέκτονα. Βλέπουμε εδώ τα παράθυρα που ο Χάνσεν θα χρησιμοποιήσει στο Πανεπιστήμιο, όπως και την κεντρική εξώθυρα με το μαρμάρινο πλαίσιο που κλέβει τις εντυπώσεις στην πρόσοψη. Οι δύο παρωτίδες αποτελούν θαυμάσια δείγματα αντιγραφής και ενσωμάτωσης των παρωτίδων της βόρειας στοάς του Ερεχθείου. Σήμερα, μισοκαμένο και τρισάθλιο, το κτήριο στριμώχνεται ανάμεσα σε αυθαίρετες παράγκες και βάρβαρα τσιμεντένια κατασκευάσματα.

Η εξημέρωση του αλόγου και η παρουσία του στην προϊστορική περίοδο του Aιγαίου Θεοφάνης Μαυρίδης

Μυκήνες: άλογο και αναβάτης. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το εξημερωμένο άλογο προέρχεται από δύο κύρια είδη: το είδος Tarpan και το είδος Przewalski. Η εξημέρωσή του, που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ευρύτερης περιοχής της νότιας Ρωσίας, αρχικά απέβλεπε στην εξασφάλιση τροφής. Στην Κνωσό και τις Μυκήνες το άλογο εμφανίζεται ως ζώο έλξης. Μόνο ένα μυκηναϊκό ειδώλιο παριστάνει άλογο με αναβάτη. Τα ανασκαφικά ευρήματα φανερώνουν ότι η εισαγωγή αλόγου έγινε κατά τη Μεσοελλαδική εποχή (Λέρνα, προϊστορικοί τύμβοι Μαραθώνα). Σκελετοί ή οστά αλόγων βρέθηκαν σε τάφους (Βρανάς, Μαραθώνας, Αρχάνες), οστά αλόγων βρέθηκαν στο ιερό της Φυλακωπής στη Μήλο και το ιερό της Δήμητρας στην Κνωσό.

Δημοκρατία: ιδεολογία και πράξη, με ειδική αναφορά στην Aθηναϊκή Δημοκρατία των κλασικών χρόνων Βασίλης Χαραμής

Μαρμάρινη προτομή του Περικλή. Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Κρεσίλα, Μουσείο του Βατικανού. Την ιδεολογία της αθηναϊκής δημοκρατίας διατύπωσαν αρχικά οι έννοιες «ισηγορία», νοούμενη ως ελευθερία, και «ισονομία», ως έννοια νομική και πολιτική. Και οι δύο αυτές έννοιες προϋπέθεταν την ισότητα καταγωγής, την «ισογονία». Τέσσερις σταθμοί θα οδηγήσουν την αθηναϊκή δημοκρατία στην ολοκλήρωσή της: η ένωση της Αττικής από τον Θησέα, η νομοθεσία του Σόλωνα -ιδιαίτερα η άρση της σεισάχθειας, οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και οι εποχές του Εφιάλτη και του Περικλή. Ο «Επιτάφιος λόγος» είναι η πρώτη γραπτή μαρτυρία της πολιτικής και κοινωνικής ωρίμανσης. Από το λόγο του Περικλή δεν προκύπτουν ιδεολογήματα αλλά η αντανάκλασή τους στην πράξη. Κατονομάζονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, εξαίρεται το ελεύθερο και ανεκτικό πνεύμα των Αθηναίων ειδικά απέναντι στους δούλους. Η ποιότητα ζωής συναρτάται με το πολίτευμα. Ο Περικλής επισημαίνει με ποιούς τρόπους εκφράζεται κοινωνικά η δημοκρατία: ως μέριμνα για τη διασκέδαση του πολίτη, ως υπεραυτάρκης αγορά σε είδη κατανάλωσης, ως κοινωνία ανοιχτή χωρίς σύμπλεγμα ξενοφοβίας, ως στρατιωτική αγωγή, ως εν γένει νοοτροπία, ως ισόρροπη εκλεκτικότητα ανάμεσα στο ωραίο, στο απλό, στο πνεύμα, στην ανδρεία, ως εξωραϊστική πολιτική και σώφρων χειρισμός του δημόσιου χρήματος, ως μέσο ή ευκαιρία για τη βελτίωση του εισοδήματος των οικονομικά αδυνάτων, ως υπευθυνότητα, αμεσότητα και συλλογικότητα, ως ενημέρωση και διάλογος, ως δραστηριοποίηση και προγραμματισμός, ως ανώτερο ψυχικό βίωμα. Ο Περικλής θα αποκαλέσει την Αθήνα «γενικό της Ελλάδας σχολείο», αντικείμενο θαυμασμού για σύγχρονους και μεταγενέστερους. Ωστόσο, την επιθυμητή επικράτηση του «ίσον» υποβλέπουν η οικονομική ανισότητα και η ανισότητα σε πολιτικά δικαιώματα. Ενάντια στην οικονομική ανισότητα επιστρατεύτηκαν: α) η ναυτική πολιτική της Αθήνας που διεύρυνε τη στρατιωτική βάση δίνοντας συνεχή απασχόληση και στα μη προνομιούχα στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας, β) η θέσπιση νόμων που επέτρεπαν στους φτωχούς όχι μόνο να ζουν καλύτερα με δαπάνες της πολιτείας και των πλουσιοτέρων αλλά και να μετέχουν στη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας. Όσο για τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, αυτά γίνονται αντιληπτά μόνο σε συνάρτηση με την έννοια της ισογονίας, άρρηκτα συνδεδεμένης με την κοινή καταγωγή, την πατρώα γη και τις στρατιωτικές υποχρεώσεις -που εξαιρούσαν αμέσως τις γυναίκες, τους μέτοικους και τους δούλους. Τους μέτοικους απέκλειε από τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα και η απαγόρευση της απόκτησης ακίνητης περιουσίας.

Ξύλινα ζωγραφικά ταβάνια από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα (αίτια φθορών, προτάσεις συντήρησης) Σπυρίδων Τσιμάς, Μηνάς Χατζηχρήστου

Αρχοντικό Νατζή, Καστοριά, 18ος αι. Λεπτομέρεια της οροφής. Εξετάζονται οκτώ αντιπροσωπευτικά ταβάνια από πέντε γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Παρουσιάζονται, κατά σειρά αρχαιότητας, το ταβάνι της Καστελλανίας στη Ρόδο (αρχές 16ου αιώνα), τα ταβάνια της τράπεζας της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου (β΄ μισό 17ου αιώνα), οι οροφές των αρχοντικών της Καστοριάς Νατζή και Τσιατσαπά (18ος αιώνας) και οι οροφές τριών νεοκλασικών κτηρίων του 19ου αιώνα: της οικίας Κουτσομυτόπουλου και του κτηρίου «Δασκαρόλη-Ακρίτα» στην Καλαμάτα και του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Τέλος, εξετάζεται η οροφή του «δωματίου» του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ από τη Λέσβο (1925-1950), που τώρα βρίσκεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Αναλύονται τα ζωγραφικά και διακοσμητικά στοιχεία των οροφών, η αρχιτεκτονική και η κατασκευή τους. Πριν κατατεθούν προτάσεις επεμβάσεων, απαριθμούνται οι φθορές που υφίστανται το ξύλο και το χρώμα και τα αίτια που τις προκαλούν. Το άρθρο αντλεί από την πτυχιακή εργασία των συγγραφέων που έγινε στη Σχολή Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης, Τ.Ε.Ι. Αθηνών, τον Μάρτιο του 1993.

Ο κύκλος της Έλλα Αλέξανδρος Ζούκας

Χρήστος Παπανικολάου, «Έλλα» (αυγοτέμπερα). Αναζητώντας τους αυθεντικούς συνεχιστές της βυζαντινής τεχνοτροπίας, ο ζωγράφος-αγιογράφος Χρήστος Παπανικολάου οδηγήθηκε σε μια εξάχρονη περιπλάνηση μαθητείας: Άγιο Όρος, Θεσσαλονίκη, Οχρίδα, Στουντένιτσα της Σερβίας, Κωνσταντινούπολη, Σινά. Στη Λάρισα, όπου στη συνέχεια εγκατέστησε το εργαστήρι του, δημιούργησε μια σειρά έργων με τίτλο «Ο Κύκλος της Έλλα». Ο κύκλος με το όνομα της Λαρισαίας πριγκίπισσας, που την απαγωγή της το 10ο αιώνα από σλάβους επιδρομείς διηγείται ο θρύλος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το θέατρο του ανολοκλήρωτου, όπου η ολοκλήρωσή του ματαιώνεται κάθε στιγμή από την αμαρτία: δηλαδή την ανάγκη.

Κυρήνη. Η ελληνική αποικία της Λιβύης Επαμεινώνδας Βρανόπουλος

Μεγάλη Λέπτις. Το αρχαίο θέατρο. Την Κυρήνη ίδρυσαν Δωριείς άποικοι από τη Θήρα το 631 π.Χ. Το χώρο της Αγοράς περιβάλλουν επιβλητικά ερείπια στοών και βωμοί θεών. Στα ΝΑ της βρίσκονται δημόσια κτίρια, επιβλητικές οικίες με μεγάλες περίστυλες αυλές, με ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα. Στα ΒΔ της Αγοράς, η Ιερά οδός οδηγεί στην Ιερή Πηγή και το Τέμενος του Απόλλωνα αφού περάσει από το Νυμφαίο. Ο ναός του Απόλλωνα γειτονεύει με άλλους ναούς. Μπροστά του, αρχαία κρήνη εικονίζει τη νύμφη Κυρήνη να πνίγει λιοντάρι ενώ η Αφρική τη στεφανώνει. Λίγο ανατολικότερα βρίσκεται ένα από τα τέσσερα θέατρα της Κυρήνης. Το νεκροταφείο της, μήκους 5 χλμ., είναι το μεγαλύτερο του αρχαίου κόσμου.

Μουσείο και επικοινωνία: περί όρων και ορίων Ανδρέας Λαπούρτας, Άντζελα Δημητρακάκη

Η αρχιτεκτονική των μουσείων εκφράζει το πνεύμα των καιρών. Nene Staatsgalerie, Στουτγάρδη (αρχιτέκτονας: James Stirling). Στην απτή πραγματικότητα ενός συγκεκριμένου μουσειακού περιβάλλοντος, η επικοινωνία συντελείται στο πλαίσιο της ταυτότητας του μουσείου. Η διαδεδομένη έννοια της επικοινωνίας με τους τρεις παράγοντες, πομπός-μήνυμα-δέκτης, στην περίπτωση των μουσείων δεν παραλείπει μόνο την κριτική δράση των επισκεπτών αλλά αγνοεί την τοποθέτηση των αντικειμένων στην έκθεση, δηλαδή την παρέμβαση τουλάχιστον του επιμελητή. Οι επισκέπτες τείνουν να εκλαμβάνουν το μουσείο και τις εκθέσεις του ως ένα περιβάλλον ουδέτερο, «αντικειμενικό». Αλλά τα εκθέματα δεν «μιλούν από μόνα τους», η αναζήτηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας δεν χωράει πια ούτε στα μουσεία. Οι επισκέπτες άλλωστε «βλέπουν ό,τι εκείνοι θέλουν να δουν». Χρειάζεται, επομένως, η βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπων για να ερμηνευτεί η επιτυχία μιας έκθεσης. Είναι το μουσείο «ένα ίδρυμα ανοικτό στο κοινό»; Είναι το κοινό ενιαίο; Πως επηρεάζεται η συμπεριφορά των επισκεπτών από τη σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του μουσείου και τα εκθέματα; Η κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα του θεσμού του μουσείου δεν εξασφαλίζεται πλέον από ένα απομονωμένο κέντρο έρευνας και συντήρησης, στα όρια ενός αυτο-αναφορικού ακαδημαϊσμού. Είναι πράγματι τα μουσεία ιδρύματα που υπηρετούν την κοινωνία ή μήπως υπηρετούν αποκλειστικά τις συλλογές τους; Απαιτείται μια ουσιαστικότερη γνωριμία του κοινού, επισκεπτών και μη, όπως και ένας βαθύτερος προβληματισμός γύρω από τη σημασία που μπορεί να έχουν οι συλλογές για το κοινό. Η σύγχρονη πρόκληση δεν εξαντλείται στην προσέλκυση επισκεπτών. Αντίθετα, η πρόκληση έγκειται στην ποιότητα της εμπειρίας που προσφέρει ο μουσειακός χώρος.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού Αρχαιολογία

Η είσοδος της Μεγάλης Τούμπας του τάφου του Φιλίππου Β' στο Μουσείο της Βεργίνας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στην περιοχή της Πέλλας, στη διπλή τούμπα Γιαννιτσών αποκαλύφθηκε ο μεγαλύτερος μακεδονικός τάφος στον ελληνικό χώρο, συλημένος ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια – Μόσχα, Βερολίνο και Άγκυρα διεκδικούν το θησαυρό του Πριάμου που φυλαγόταν μυστικά στο Μουσείο Πούσκιν – Ακέραιο είναι ελληνικό πλοίο του 5ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στη Μασσαλία

Συνέδρια

Στη μνήμη του Μ. Μιχαηλίδου-Νουάρου ήταν αφιερωμένο το Η΄ Πολιτιστικό Συμπόσιο Δωδεκανήσου που διεξήχθη στην Κάρπαθο (19-21 Αυγούστου) – Διεθνές Συνέδριο εγκαινιάστηκε στις 30 Ιουνίου στο μέγαρο της Ουνέσκο στο Παρίσι, με στόχο τη διάσωση των μνημείων σε όλο τον κόσμο

Βιβλία

Γιάννης Σακελλαράκης, Κρητομυκηναϊκά, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1992 – Frieda Vandenabeele, Μάλια-Κρήτη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1992 – Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, Κτίρια για δημόσια χρήση στη νεότερη Ελλάδα, 1827-1992, Παπασωτηρίου, Αθήνα 1993 – Danielle Bonneau, Le régime administratif de l’eau du Nil, Brill, Leiden-N.York-London 1993

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Προνόμια παρέχει στα μέλη της η «Διεθνής Ένωση για τη Μελέτη του Οψιανού» (IAOS) που δραστηριοποιείται από το 1989 κυρίως στην Αμερική – Με επιτυχία ολοκληρώθηκε στην Αθήνα (17-23 Μαΐου) το Γ΄ ειδικό συνέδριο της «Ένωσης για τη μελέτη του μαρμάρου και άλλων πετρωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα» (ASMOSIA)

Συνέδρια

Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αμερικής διοργανώνει το Ετήσιο Συνέδριό του στην Ουάσινγκτον, 27-30 Δεκεμβρίου 1993 – Το Γ΄Διεθνές Συμπόσιο για τη Συντήρηση των Μνημείων στη Μεσόγειο θα διεξαχθεί στη Βενετία, 24-27 Ιουνίου 1994 – «Πόλεις στη θάλασσα» είναι ο τίτλος του Συμποσίου που θα λάβει χώρα στη Λευκωσία τον Οκτώβριο του 1994

Δημοσιεύσεις

Liritzis Y. & Kokkoris M., “Revised Dose-rate Data for Thermoluminescence/ESR Dating”, Nuclear Geophysics, 6/3 [1992], σελ. 423-443 – Grimanis A.P., Vassilaki-Grimani M. & Kilikoglou V., “Use of INAA in Archaeology in Greece”, Transactions of the American Nuclear Society 1992, σελ. 170-171

English summaries: Athens and the unification of its archaeological sites Iordanis E. Dimakopoulos

Our society can be evaluated by the way our cities have expanded and by the production of their built environment. Since the beginning of the modern state, Athens, our capital city, has served as an example for the reproduction of similar city replicas. Another expression of the altered faces of our urban centers, shaped through internal immigration, is reflected in urban archaeology — a widely accepted phenomenon throughout the developed western European countries today- apart from our historic monuments dating since Antiquity. The idea of the unification of the archaeological sites, as it has been conceived by scholars and by those who supervised this project, goes beyond the original meaning of the word "unification". Here, the unification simply aims to secure any pedestrian visiting the major antiquities of Athens, or just walking somewhere,a vehicle-free itinerary from one archaeological site to another, from the Ardyttus hill to Plato's Academy. From this point a lot of faultless work is necessary and above all a plan and the organisation of the whole project, something that no public service seems to possess today. Therefore, a special public organisation is needed which will chanel the relevant financial resources to the works and not to the continuously increasing functional expenses. The leadership of the Ministry of Culture has obviously the responsibility to search for it or to create it as soon as possible. Needless to say that the role played by the Archaeological Service must be the right one.

The meeting of the ancient and modern city Maro Papadopoulou

Attica has been inhabited continuously from antiquity to the present, in spite of the various catastrophes it has suffered. The natural environment, regardless of its numerous transformations, had remained almost unchanged up to the beginning of our century. The modern city covers the ancient one like a membrane which must stop, where and when it is inevitable, in order to supply light and life to the ancient city which in turn is "sacrificed" so the modern city can develop at the necessary pace . This meeting of the two cities is symbolically expressed by the proposed third Square which is included in the awarded study of the architects Theocles Kanarelis and Maro Papadopoulou, who participated in third "Panhellenic Architectural Competition for the Formation of the Third Square at Kerameikos". The Third Square of Athens was designed for the first time by the architects Kleanthis and Schauberd in the original town-planning project of the city.It showed a huge triangle with a square set at each of its angles.Out of these three squares only the two have actually been realized, those of Omonoia and Syntagma. The third one would have been located at Kerameikos. Seen from a different approach today, the Third Square of Athens could function as the essential meeting point of the two cities, Athens ancient and modern. All the proposals of the study, based on thorough historical and in situ research, lead to a difficult but imperative step that should be taken to upgrade the city of Athens. The elongated Third Square, having the form of a street rather than of a square, must function as the vital connection between the two cities, ancient and modern, and the two districts of Athens, its centre and western regions. For the realization of this plan, however, some buildings in the modern city "must be sacrificed" to reveal the values of the ancient settlement. At the same time the ancient city has already "sacrificed" some of its features to the works for the Metro which will contribute to the smoother function of modern Athens. Thus, Athens, in spite of all the misfortunes and problems it has to deal with, can still envisage and hope for the gaining of a historical and social identity, as well as for its qualitative functional upgrading, that will enable the city to undertake and play the role of a particularly Greek modern European metropolis.

Another way of looking at Athens Elli Papakonstantinou

"City-monster"." Unbearable city". "The ugliest capital city in Europe". These are among the descriptions that we usually hear, read and very often repeat, when referirng to Athens. When these are combined with our country's problems of development ,they contribute to our notion that it is wrong or even hopeless to have money or efforts invested in Athens. At the same time they nourish and reinforce a negative attitude on the part of the citizens towards their city. And this perhaps is the most unlucky factor for the future of Athens. Although the city undoubtedly faces very serious environmental and town-planning problems, it must regain and restore an identity which will inevitably incorporate all the characteristics of its origin and evolution. These are what make Athens unique, therefore they are precious, regardless whether they are suited or not to an ideal model. Nevertheless, the identity of the city should also be a modern one, combining all those features which will allow it to function as the cultural capital of Europe, that, apart from its glorious past also has an excellent present and a most promising future. There is no doubt that modern Athens is not graced with beautiful architecture, its real ugliness, however, the visual confusion and disorder are to a large extent due to the brutal alterations of its aspects by improper, additional elements. It has already been said that most unlucky for the future of the city is the negative mood and attitude of its inhabitants. Here one should add that apart from serious, major choices,regarding such things as air pollution or traffic, there also exist the "minor", although decisive questions, the impact of which have a strong symbolic and educational character. These secondary choices may also have the power to persuade us that Athens is after all a city with future, if only we were able to look at it again, approach it in a new spirit, reconcile ourselves to its peculiarities, sense its perennial historicity and love it with its virtues and defects.

The natural environment of Athens Grigoris Tsounis

The overpopulation of Athens has resulted in the disorderly web of the present city plan, the destruction of green vegetation and the downgrading of the urban and suburban environment. In 1833-1834 when the city of Athens was originally intended as the capital of Greece, it was spread out in an area of approximately 750 acres. However, the population increase both of 1922 with Asia Minor refugees after the Greek defeat and 1940 due to urbanization after the second World War, caused major demographic and fiscal problems. After 1960 the forests were abandoned by the rural population, and devastating fires, appropriation of the land and illegal housing began.At present, green areas of green around Athens are few and far between. Mount Hymettus and Aegaleo, the Lycabettus hill, the archaeological sites, the National Garden, are nevertheless home to over forty species of birds and wild plants. The existence of "wild" life in the capital is a positive and optimistic message for the upgrading of the city and the life in it.

On what terms and limitations museums communicate with their public Andreas Lapourtas, Angela Dimitrakaki

Given the scope of the subjects mentioned by the title and the limitations of an article, our aim is to raise some of the issues concerning both the need for museums and the role they play in modern society. In an age flooded with images and dominated by computers, a museum exhibition of any kind constitutes a mass medium, but with a specific difference: exhibitions are concerned primarily with actual objects. This sense of immediacy is the basic stimulus which draws the public to museums. And ,in turn, museums function mainly, but not exclusively, as a medium of visual communication between the past and the present, between man and his complex environment. Thus museums justify their existence through exhibitions, which are, on the whole, products of their times. As to their social role, this should perhaps be assessed less on the number of people visting them and more on the potential opportunities they offer visitors to enrich their life —by bringing them into contact with a wide range of subjects and viewpoints.

The domestication of the horse and its presence in the Aegean during the prehistoric period Theophanis Mavridis

The domestication of the horse took place in Southern Russia and the Ukraine during the fourth millenium, and more specifically at the Dereivka site. During the Early Bronze Age the domesticated horse became a familiar feature of the Near Eastern, Central and North European societies. It was brought to Greece at the beginning of' the Middle Bronze Age. Remains of horses have been excavated at several sites in Greece, such as Lerna, Marathon, Archanes and elsewhere, proving the important role the horse played in the Greek economy of the Late Bronze Age.

Cyrene. The Greek colony in Libya Epameinondas A. Vranopoulos

Many colonies had been founded in Libya by the ancient Greeks. Tripolis, the present capital of that country, still maintains its ancient Greek name. One thousand kilometers to the East, Pentapolis was located."As its name indicates, it was created by the union of five Greek poleis(cities).The most important Greek colony however in North Africa was Cyrene which had been founded in 631 BC by settlers from the island of Thera. Many Greek architectural monuments have survived and in the Museum of the capital a number of beautiful works of Greek art are exhibited. It is also worth mentioning that Greek speaking inhabitants still exist today in the present village Marsa Sousi that lies in the location of the ancient city Apollonia.

General Thomas Gordon’s house in Argos Vasilis Dorovinis

Colonel Th. Gordon, from Cairness, Aberdeenshire, in Scotland, was among the military philhellenes who came to Greece with the outbreak of the Greek War of Independence in 1821. He actively participated in organising a regular Greek army and stayed in Greece for many years , almost until his death in 1841.It is scarcely known, however, that he had his house built in the town of Argos in the Peloponnese -soon after the end of the War of Independence — This is because relevant information came from indirect references or from the local tradition of Argos, as published in a newspaper of the town in 1928, when his grandson visited Argos and the house itself. For the first time,Vassilis Dorovinis, the author of this article, brings to light archive sources and connects them with existing information and oral tradition, thus presenting a full record of the history of the house from the time of its construction to the present. In his study he has taken into consideration documents from the Historic Archive of the National Bank of Greece, the Mortgage Registry of Argos and Nauplion, the General Archives of the State, the archives of the British School of Athens and those of the Gordon family from the University of Aberdeen. Other relevant information derives from the press of Argolis (1821-1980),from the families that have lived in the house, as well as from foreign travellers who visited Argos in the nineteenth century. Finally, the efforts for keeping the building from collapsing and its purchasing and restoration by the French Archaeological School (1987-1993) are presented, while unknown activities of Gordon, such as the purchasing of land in Argos, are thoroughly looked into.

Painted wooden ceilings from the 16th to the 19th century.What causes damage to them and proposals for restoration Spyridon Tsimas, Minas Hatjichristou

Wood has been extensively used in public and private buildings for the construction of many architectural features, such as roofs and ceilings, since antiquity. Wooden ceilings are decorated with carvings or paintings or with a combination of the two. This article deals with the painted wooden ceilings in Greece starting from the 16th century, the date of the oldest surviving example, up to and including the 19th century. Representative samples from five different areas of Greece have been examined, while the conclusions drawn have been based on the research made on these specific ceilings. This research is divided in four parts: a. An analysis of the historical and decorative elements, b. A recording of the architectural, technical and constructive features, c. The identification of existing damages and the investigation of the factors which have caused them. And finally, d. Proposals for restoration and conservation.

Transformation of churches into court rooms Maro Kardamitsi-Adami, Aristea Papanikolaou-Christensen

In the small, ruined town of Athens of 1834 a serious problem was created concerning the proper housing of public services and of civil servants. Therefore, the ministry in charge decided to convert ruined churches into court rooms in order to house various Judicial services, such as the Criminal Court and the Court of Appeal of the Supreme Court. Three such churches, located in the same district, were selected: Hagia Eleousa, close to Kapsali's hotel, Hagios Athanasios, next to the Psyris area and the so-called church of Chrysokopidis. According to a rough estimate by E. Shaubert the expenses for the adapting for functional reasons of all three churches would have amounted to 4,299.76 drachmas. Hagia Eleousa has been preserved in its altered shape, incorporated into the building of the old Criminal Court, while for the other two churches there is no surviving evidence. The remarkable monograph in Greek, entitled "The Old Criminal Court", by D. Constantinidis, L Politis and E. Biris offers a detailed description of the entire building and many historical data. The institution of Criminal Courts dates back to 1835, the transformation of Hagia Eleousa before the summer of 1837. The final plans undoubtedly belong to Christian Hansen.It is interesting to note that certain architectural features characteristic of Hansen's work, closely resembling or even copying ancient Greek prototypes, appear for the first time in the remodelling of this church. The present condition of the building presents us with the sad picture of total abandonment.

Democracy. Ideology and praxis with special reference to the Athenian democracy of the classical period Vassilios G. Haramis

This article focuses on whether or not the theory of democracy, is aligned and converges with the praxis, the working of democracy. I think that it is not necessary theoretically to define the political praxis in order to clarify whether it is directly or indirectly connected with ideology. If this is the case, that is if they are aligned, then the relation between theory and praxis is mutual; in other words, as a consequence ideology leads to praxis, but also praxis is the outcome of ideology, or one is in full accordance with the other.

Democracy. Ideology and praxis with special reference to the Athenian democracy of the classical period Vassilios G. Haramis

This article focuses on whether or not the theory of democracy, is aligned and converges with the praxis, the working of democracy. I think that it is not necessary theoretically to define the political praxis in order to clarify whether it is directly or indirectly connected with ideology. If this is the case, that is if they are aligned, then the relation between theory and praxis is mutual; in other words, as a consequence ideology leads to praxis, but also praxis is the outcome of ideology, or one is in full accordance with the other.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (III) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Αρχαίο κελάρι στη Ρόδο, 3ος αι. π.Χ. Οι αμφορείς της Μένδης της Χαλκιδικής (450-425 π.Χ.) ξεχωρίζουν από το δακτυλικό αποτύπωμα του αγγειοπλάστη. Ο σκοτεινός σταχτόχρωμος πηλός είναι τυπικό γνώρισμα για την κεραμική της Λέσβου. Οι θασιακοί αμφορείς ήταν γνωστοί ως «θάσιον» εξ αιτίας των σφραγίδων τους. Θαυμαστό και φθηνότερο από τα κρασιά Λέσβου και Θάσου ήταν το κρασί της Κω. Οι αμφορείς της αναγνωρίζονται από τις διπλές λαβές με τα πολλά κήια ονόματα στις σφραγίδες. Οι σφραγίδες των ροδιακών αμφορέων από το 250 π.Χ. και μετά φέρουν και τα σύμβολα των νομισμάτων, τον Ήλιο και το «ρόδο». Σύμβολα των νομισμάτων έχουν και οι αμφορείς της Κνίδου, ειδικά το κατενώπιον κεφάλι του ταύρου.

Τεύχος 49, Δεκέμβριος 1993 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Η Παναγιά η Χελιδονού Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

Από το λεύκωμα του Πλάτωνα Ριβέλλη «Ερείπια», Φωτοχώρος/Φωτογραφικός Κύκλος, Αθήνα 1992. Δημοσιεύεται το διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η Παναγιά η Χελιδονού» από τη συλλογή της Διηγήματα της Ανατολής. Μεταφράστρια και εκδότρια: Ιωάννα Χατζηνικολή (Αθήνα, 1980). Η εικονογράφηση του διηγήματος προέρχεται από το λεύκωμα του Πλάτωνα Ριβέλλη Ερείπια, Φωτοχώρος/Φωτογραφικός Κύκλος, Αθήνα 1992

Μεταμορφώσεις στην αιγαιακή προϊστορία. Mερικές απόψεις για τη 2η χιλιετία π.X. Χρήστος Μπουλώτης

Μικρογραφική τοιχογραφία από το ανάκτορο της Κνωσού με παράσταση ομαδικής θρησκευτικής γιορτής. ΜΜΙΙΙ (16ος αι. π.Χ.). Aλλαγή, εξέλιξη και μετεξέλιξη, εμφάνιση, εξαφάνιση ή επανεμφάνιση, όροι που επανέρχονται σαν επωδός όταν διαβάζουμε τον αρχαιολογικό-πολιτισμικό χρόνο, ιδιαίτερα της προϊστορίας, συστεγάζονται άνετα κάτω από τον γενικευτικό όρο «μεταμόρφωση». Ακολουθώντας, με κάποια παραδείγματα, τη διαδρομή από το αιτιατό στο αίτιο, θα παρακολουθήσουμε την εξελικτική διαδικασία που δημιούργησε την «καλλιτεχνική κοινή». Ο ψευδόστομος αμφορέας αγγίζει στην Κρήτη τη μαζική παραγωγή και τυποποίηση τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. Η συνάρτησή του με το ανακτορικό εμπόριο λαδιού ήταν τόσο στενή ώστε, όταν τα ανακτορικά κέντρα και η συναφής οικονομία κατέρρευσαν, η παραγωγή του άρχισε να φθίνει για να σβήσει οριστικά μετά την πρωτογεωμετρική περίοδο. Τα μινωικά άωτα κωνικά κύπελλα, ευτελή και μιας χρήσης, εμφανίζουν μια κατακόρυφη εκτίναξη της παραγωγής τους αποκλειστικά κατά τη ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περίοδο. Τα ανασκαφικά δεδομένα τεκμηριώνουν την παρουσία τους στις ομαδικές συνεστιάσεις λατρευτικών πράξεων με κοσμοσυρροή, σαν αυτές που απεικονίζονται σε μικρογραφικές τοιχογραφίες της Κνωσού. Η αισθητή κάμψη της παραγωγής τους είναι συνέπεια της αποσύνδεσής τους από τις λατρευτικές πρακτικές, τις οποίες η εγκατάσταση μιας μυκηναϊκής δυναστείας στο τέλος της ΥΜΙΒ περιόδου δεν θα άφησε ανεπηρέαστες. Τα αγγεία γοήτρου αποκαλύπτουν μεταμορφωτικούς παράγοντες που συναρτώνται με την ιδεολογία και τη συμπεριφορά μιας ιεραρχημένης, ανακτορικής κοινωνίας. Ο γραπτός διάκοσμος είναι εκείνος που μεταβάλλει ένα απλό αγγείο σε περιζήτητο είδος πολυτελείας. Στους εξέχοντες ζωγραφικούς ρυθμούς, το φυτικό, το θαλάσσιο, τον ανακτορικό ή το μυκηναϊκό εικονιστικό, οι όποιες μεταμορφώσεις στο θεματολόγιο αντλούν από τη συνεχή εικονογραφική παράδοση που εγκαινίασε ο καμαραϊκός ρυθμός. Στον μυκηναϊκό ρυθμό, την εξαίρεση, οι μυκηναίοι ζωγράφοι αντλούν πρότυπα από τις σύγχρονές τους τοιχογραφίες των «παλαιών» ανακτόρων. Στις απαρχές της τέχνης των τοιχογραφιών, η φορά των επιδράσεων που, κατά κανόνα, βαίνει από τις τοιχογραφίες προς την κεραμική ανατρέπεται. Στην αιγαιακή τέχνη, η πολυχρωμία που πρωτοεμφανίζεται με τον καμαραϊκό ρυθμό σηματοδοτεί και συνδέει τοιχογραφίες και κεραμική. Η γενετική τους συσχέτιση ενισχύεται από την κοινή εμφάνιση και έκφραση της ίδιας ιδεολογίας στο ίδιο ανακτορικό πλαίσιο. Στην πορεία της σφραγιδογλυφίας, το νέο προκύπτει μέσα από προσαρμογές και μετεξελίξεις του παλιού. «Υπογραφή» του κατόχου τους, οι σφραγίδες εμφανίζονται στην Κρήτη γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., διευκολύνοντας τις διαδικασίες συναλλαγών. Στην εξελικτική της πορεία η σφραγιδογλυφία αναζητεί όλο και πρακτικότερα σχήματα, όλο και σκληρότερους και εντυπωσιακότερους λίθους ώσπου, από τις αρχές της νεοανακτορικής εποχής, καταλήγει σε δύο σχήματα σφραγίδων, το φακοειδές και το αμυγδαλοειδές. Σε κριτήριο δεξιοτεχνίας αναδεικνύεται η σφραγιστική εικόνα. Απαιτώντας υψηλού βαθμού τεχνογνωσία, η διάδοση της μεταλλοτεχνίας κατά την 3η χιλιετία π.Χ. επέβαλε την τεχνική εξειδίκευση στο πλαίσιο των πρωτοαστικών κοινωνιών. Η «τεχνική κοινή», που δημιουργήθηκε βαθμιαία σε όλο τον αιγαιακό χώρο, υπήρξε μια από τις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της «καλλιτεχνικής κοινής». Ενδιαφέρουσα περίπτωση μεταμόρφωσης στην παραγωγή τεχνημάτων είναι η μήτρα. Με την πλατιά χρήση της στην κοσμηματοτεχνία κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ., χυτά κοσμήματα κατασκευάζονται σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες. Η τυποποίηση και η μαζικοποίηση της παραγωγής συνέβαλαν στην κατίσχυση της «καλλιτεχνικής κοινής». H δυνατότητα μίμησης του λαμπρού προτύπου κόσμησης που πρόβαλλε η άρχουσα τάξη την έφερε πολύ κοντύτερα στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι στον 4ο μ.Χ. αιώνα προσπάθησαν να σώσουν την αρχαία θρησκεία Νικόλαος Παπαχατζής

Το πέρασμα της Ερυθράς θάλασσας σε ελληνικό χειρόγραφο,10ος αι. Η Νύχτα, η Έρημος, ο Βυθός και η Ερυθρά Θάλασσα προσωποποιούνται Ο Ιουλιανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 331 μ.Χ. Έλαβε ελληνική παιδεία στη γενέτειρά του, στη Νικομήδεια, στην Αντιόχεια και σε άλλα κέντρα της Ανατολής και επηρεάστηκε βαθύτατα από τη σκέψη των ονομαστότερων νεοπλατωνικών, του Πορφύριου, μαθητή του Πλωτίνου και, ιδιαίτερα, του Ιάμβλιχου. Στους σωζόμενους Λόγουςτου Ιουλιανού αναφέρεται ο νεοπλατωνικός «φιλόσοφος Σαλούστιος», συγγραφέας της πραγματείας «Περί θεών και κόσμου». Πρόκειται για ένα είδος μανιφέστου που ο Σαλούστιος έγραψε λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα για να εκθέσει τις βασικές αρχές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές, της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που προετοίμαζε ο Ιουλιανός. Όταν στα 30 του ο Ιουλιανός γίνεται αυτοκράτορας, αρχίζει η προσχεδιασμένη συνεργασία με τον Σαλούστιο. Θεσπίζεται απόλυτη ανεξιθρησκεία. Αρχαίοι βωμοί και ναοί επισκευάζονται, διοργανώνονται επιβλητικές θυσίες στις οποίες μετέχει προκλητικά ο αυτοκράτορας, ύμνοι εμπλουτίζουν την αρχαία λατρεία. Η μεταρρύθμιση όμως στόχευε και στη δογματική εξυγίανση της αρχαίας θρησκείας με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Ειδικά σεμινάρια με φιλοσοφικές απόψεις για τη φύση και τις ιδιότητες των θεών αποσκοπούσαν στην ανύψωση της παλιάς πίστης σε επίπεδο απρόσιτο από τις άλλες θρησκείες. Το δοκίμιο «Περί θεών και κόσμου» αποτελείται από 21 κεφάλαια. Οκτώ από αυτά συνδέονται με τη θρησκεία και τα άλλα έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο.

Από τον παγανισμό στον χριστιανισμό Αφέντρα Μουτζάλη

Ο «χριστιανός Ορφέας» σε ψηφιδωτό δαπέδου του 6ου αι. από την Ιερουσαλήμ (Κωνσταντινούπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο). Η υποχώρηση της αρχαίας θρησκείας και η συνακόλουθη επικράτηση του χριστιανισμού συμπορεύτηκαν με κάποια γεγονότα-σταθμούς: α) παύουν οι διωγμοί του Δεκίου (249-250) και του Διοκλητιανού (303-304), β) το 313 το Έδικτον των Μεδιολάνων αναγνωρίζει τον Χριστιανισμό, γ) το 392 ο Θεοδόσιος Α΄ απαγορεύει τη λατρεία στα αρχαία ιερά, δ) το 435 ο Θεοδόσιος Β΄ διατάσσει την καταστροφή των ειδωλολατρικών ιερών και τον εξαγνισμό τους με την τοποθέτηση σταυρού, ε) το 529 κλείνει η Νεοπλατωνική Σχολή των Αθηνών σηματοδοτώντας το τέλος του αρχαίου κόσμου. Τα σημαντικότερα από τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Ελλάδας κτίστηκαν κυρίως μετά το 425 σε πόλεις παράλιες (Θεσσαλονίκη, Νέα Αγχίαλος, Κόρινθος) ή νησιωτικές. Από τους πολλούς αρχαίους ναούς που μετατράπηκαν σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές, ενδεικτικά αναφέρουμε: τη βασιλική στη θέση Ιερού της Αφροδίτης στον Ακροκόρινθο, τη βασιλική στο Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, τη βασιλική στο ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου του Κυρρήστου που έγινε βαπτιστήριο, τη βασιλική που κτίστηκε στο θέατρο του Διονύσου, τον Παρθενώνα που έγινε η Παναγία η Αθηνιώτισσα, το ναό του Ηφαίστου, το «Θησείον», που έγινε Άγιος Γεώργιος, το ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος που έγινε η Παναγιά στην Πέτρα. Η νέα θρησκεία επέλεξε να εγκατασταθεί και σε μεγάλα ιερά της αρχαιότητας, όπως η Δωδώνη και το Ηραίον της Σάμου. Συμμορφούμενοι με διάταγμα του Αρκάδιου (399) που όριζε την καταστροφή όσων αρχαίων ναών είχαν απομείνει στην ύπαιθρο, φανατισμένοι χριστιανοί κατέστρεψαν το ναό της Νέμεσης στη Ραμνούντα και θρυμμάτισαν το άγαλμά της.

Ο Φρειδερίκος Γκαίρτνερ στην Ελλάδα και η οικοδόμηση των Ανακτόρων των Αθηνών Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Λεπτομέρεια της εσωτερικής διακόσμησης των ανακτόρων. Υδατογραφία (Αρχείο Gärtner, Μουσείο Αρχιτεκτονικής, Πολυτεχνείο Μονάχου). Ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας στο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1835 έφερε μαζί του και τον αρχιτέκτονα Friedrich von Gärtner. Στο μεταξύ, ο Όθων είχε ήδη εγκρίνει τη μελέτη του Leo von Klenze για την ανέγερση ανακτόρων σε κλιμακωτά επίπεδα στις δυτικές κλιτύες του λόφου των Μουσών. Οι διαφωνούντες με την πρόταση Klenze αντέτειναν το υψηλό κόστος και το ανθυγεινό κλίμα της περιοχής. Τη λύση έδωσε ο Λουδοβίκος που, ακολουθώντας τις συστάσεις των αυλικών ιατρών, επέλεξε τη θέση του αρχαίου Λυκείου. Η ανέγερση των ανακτόρων, επίτευγμα σχεδόν απίστευτο για την Ελλάδα του τότε, κράτησε περίπου 7 χρόνια (1836-1843). Γερμανοί συνεργάστηκαν με Έλληνες και Ιταλούς, τα αρχαία λατομεία της Πεντέλης ξαναλειτούργησαν. Ο Gärtner μετέφερε αυτούσιες τις συνθετικές αρχές που εφάρμοζε στη Γερμανία. Αντίθετα, ο Schinkel και ο Klenze, άπαξ και βρέθηκαν στον ελληνικό χώρο, αποχωρίστηκαν τις ακαδημαϊκές αντιλήψεις σχετικά με τους κλειστούς και συμμετρικούς κτηριακούς όγκους και υπερασπίστηκαν την ελεύθερη ασυμμετρία, τη γραφικότητα της διάταξης. Ωστόσο, η μορφολόγηση του παλατιού του Gärtner πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα της βασικής του αρχής, δηλαδή του κλειστού, λιτού κυβικού κτίσματος. Ως ιδεώδες πρότυπο χρησίμευσε η αυστηρή κατασκευή του δωρικού ναού ενώ, με μέθοδο σύνθεσης την «κάθαρση» ενός ιστορικού προτύπου, ο Gärtner κατάφερε να εφαρμόσει τον «απέριττο ρυθμό». Η ανάλυση της αρχιτεκτονικής των ανακτόρων αποκαλύπτει πώς δημιουργήθηκε η εντύπωση ηρεμίας και λιτού μεγαλείου. Οι αναφορές στα κλασικά πρότυπα είναι περιορισμένες. Νεοτερισμό του κλασικισμού στον ελληνικό χώρο συνιστούν οι επιχρισμένοι τοίχοι με χαραγμένους αρμούς που μιμούνται ισόδομες τοιχοποιΐες. Μνημειακότητα και χάρη απέπνεε και η εσωτερική διακόσμηση των ανακτόρων, εξ αιτίας της οποίας ο Gärtner επέστρεψε στην Ελλάδα για λίγους μήνες το 1840. Η ομάδα των 22 αρχιτεκτόνων, ζωγράφων και διακοσμητών με τους βοηθούς τους που τον συνόδευε, παρέμεινε για να ολοκληρώσει το έργο. Ο Gärtner δεν ασχολήθηκε με την ένταξη του παλατιού στην πόλη ή το τοπίο. Η ζώνη πρασίνου που δημιουργήθηκε αργότερα οφείλεται στην πρωτοβουλία της βασίλισσας Αμαλίας. Την ένταξη των ανακτόρων στον ιστό της πόλης ανέλαβε ο υπολοχαγός Hoch. Η ιστορία των ανακτόρων υπήρξε πολυτάραχη. Κατοικία των βασιλέων Όθωνα και Γεωργίου έως το 1909, υπέστη μεγάλες ζημιές σε δυο πυρκαγιές, το 1884 και το 1909. Έμεινε απανθρακωμένο ερείπιο και στέγασε πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, πριν αποφασιστεί η ριζική του μετατροπή σε έδρα της Βουλής. Τα σχέδια έγιναν από τον Αντ. Κριεζή και εκτελέστηκαν στα έτη 1929-1934. Την ίδια εποχή ισοπεδώθηκε το ελαφρά επικλινές έδαφος του παλατιού προκειμένου να στηθεί το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Το κτήριο του Gärtner στερήθηκε έτσι ένα βασικό του χαρακτηριστικό, την εξέχουσα θέση του πάνω σε ύψωμα.

Αναζητώντας την Iστορία των Ελλήνων Μπέριτ Ουέλλς

Το χωριό Πρόσυμνα στην Αργολίδα και η γύρω του περιοχή όπου διεξάγεται η αρχαιολογική έρευνα. Υπό την αιγίδα του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, πραγματοποιήθηκε στην Αργολίδα κατά τα έτη 1988-1990 «επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές Μπερμπάτι και Λίμνες». Αντικείμενο της έρευνας ήταν η διαχρονική κατοίκηση και χρήση του τόπου από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπων μας γυρνούν 50.000 χρόνια πίσω. Στα μέσα της παλαιολιθικής εποχής υπήρχε ήδη ζωή στο φαράγγι της Κλεισούρας, όπου εντοπίστηκαν οικισμοί της μεσολιθικής εποχής και χιλιάδες εργαλεία από πυριτόλιθο. Από τα μέσα της νεολιθικής εποχής, περί το 5000 π.Χ., η εικόνα του οικιστικού μοντέλου στην περιοχή γίνεται πιο συνεκτική. Στις επόμενες επτά χιλιετίες το οικιστικό μοντέλο διαδοχικά επεκτείνεται και συρρικνώνεται. Στα τέλη της τρίτης χιλιετίας, στην κοιλάδα του Μπερμπατιού η ανθρώπινη παρουσία διακόπτεται επί πεντακόσια χρόνια εξαιτίας μιας καταστροφικής διάβρωσης του εδάφους. H έρευνα συνέλεξε σημαντικές πληροφορίες για την επικοινωνία και τις μετακινήσεις των ανθρώπων στη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Πολλοί από τους αρχαίους δρόμους είναι σε χρήση και σήμερα. Η αρχαία Κοντοπορεία, που χρονολογείται στα κλασικά χρόνια ή στον 4ο - 3ο αιώνα π.Χ., ανάλογα με την έννοια που δίνουμε στο πρώτο συνθετικό του ονόματος, είναι είτε «ο κοντινότερος δρόμος» ή «δρόμος αδιάβατος χωρίς μπαστούνι». Κάπως αόριστες είναι οι μαρτυρίες του Πολύβιου και του Αθήναιου στις οποίες στηρίζονται δύο εκδοχές ταύτισης της διαδρομής. Η συγγραφέας υποστηρίζει μια τρίτη εκδοχή, ότι η σύγχρονη Κοντοπορεία απλά ακολουθεί την αρχαία Κοντοπορεία. Η σύγχρονη Κοντοπορεία που, από τη Φραγκοκρατία και μετά, ένωσε την Αργολίδα και την Κορινθία ήταν ο κοντινότερος δρόμος μεταξύ Άργους και Κορίνθου.

Άλλα θέματα: Οι αλυκές της Λευκάδας Μαρία Λαμπρινού

Νέες αλυκές στο λιμάνι Δρέπανο σχεδιασμένες από τον Spiridion Morazzo το 1740. Κοινό δημιούργημα του ανθρώπου και της φύσης, ομοιογενές σύνολο ιστορικού, κοινωνικού και τεχνικού ενδιαφέροντος, οι αλυκές αποτελούν μνημείο παραδοσιακής-τεχνολογικής κληρονομιάς. Τη συστηματική παραγωγή αλατιού στη Λευκάδα οργάνωσαν οι φράγκοι ηγεμόνες της Κάρολος Α΄ Τόκκος και η σύζυγός του Φραγκίσκα Ατζαγιόλι. Οι πρώτες αλυκές ήταν στη λιμνοθάλασσα που εκτείνεται ανάμεσα στο φρούριο Αγία Μαύρα και το Porto Drepano. Η κατασκευή τους τοποθετείται λίγο πριν το 1415, οπότε για πρώτη φορά αναφέρεται φόρτωση αλατιού σε πλοία της Ραγκούσας. Με την κατάληψη της Λευκάδας από τους Ενετούς το 1684, οι φράγκικες αλυκές επεκτάθηκαν και νέες οργανώθηκαν κοντά στο λιμάνι Δρέπανο. Η επιλογή των θέσεων των αλυκών ήταν μελετημένη και η οργάνωση των σταδίων παραγωγής, που περιγράφονται αναλυτικά, υποδειγματική. Η μεταφορά του αλατιού από τις αλυκές στα πλοία γινόταν με τα μονόξυλα. Οι αλυκές εκμισθώνονταν σε πρόσωπα προσκείμενα στην ενετική κυβέρνηση. Η παραγωγή τους έφτανε τους 3-4 τόνους το χρόνο. Το μεγαλύτερο ποσοστό πήγαινε στις αποθήκες μονοπωλίου της Βενετίας ή της Κέρκυρας και το υπόλοιπο παρέμενε στο νησί για τις ανάγκες των κατοίκων της Λευκάδας, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Κεφαλλονιάς. Ο έλεγχος ποιότητας και ποσότητας ήταν αυστηρός και γινόταν από τον τοπικό Προνοητή (Provveditore staordinario). Για να ασκεί καλύτερο έλεγχο, η ενετική κυβέρνηση υποχρέωνε το μισθωτή να υποβάλλει αναλυτικά σχέδια των εγκαταστάσεων των αλυκών, σχεδιασμένα από τον εκάστοτε διορισμένο κρατικό υπάλληλο-τοπογράφο (agrisimentor publico). Ιδιαίτερη αξία έχουν τα σχέδια (1725) του agrisimentor publico Spiridion Morazzo που αποτυπώνουν όχι μόνο τις λειτουργίες των αλυκών αλλά και σκηνές από τη ζωή γύρω από αυτές.

Επί της μεθόδου ραδιοχρονολόγησης με τον Άνθρακα-14 Γιάννης Καλοπίσης

O Willard F. Libby, που επινόησε τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης με άνθρακα-14. Η ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα-14 είναι μια τεχνική για τον προσδιορισμό, με αξιόλογη προσέγγιση, της ηλικίας αντικειμένων φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Η μέθοδος επινοήθηκε το 1946 από τον Willard F. Libby και η αξία της αναγνωρίστηκε επίσημα το 1960 με την απονομή στον Libby του βραβείου Nobel για τη Χημεία. Ο συγγραφέας εισάγει βήμα-βήμα τον αναγνώστη στη θεωρία και την πρακτική της μεθόδου, επισημαίνοντας τις τυχόν επιπλοκές και δυσκολίες της.

Το αρχαιολογικό τοπίο ενός ανακτόρου Στέλλα Χρυσουλάκη, Λεωνίδας Βοκοτόπουλος

Περιοχή Κάτω Ζάκρου: ο μινωικός δρόμος που συνδέει τον όρμο με την ενδοχώρα. Η σημασία του ανακτόρου Ζάκρου, μικρότερου από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων, έγκειται τόσο στην καλή του διατήρηση όσο και στην εκτεταμένη αποκάλυψη της πόλης που το περιέβαλλε. Ωστόσο, συνολική έρευνα πεδίου δεν έχει γίνει στην περιοχή. Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Μινωικοί Δρόμοι» με αντικείμενο τις χερσαίες επικοινωνίες στην πρωτοϊστορική Κρήτη και το ρόλο που αυτές έπαιξαν στο πλαίσιο της οργάνωσης και της ζωής του μινωικού κόσμου, το νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, με επίκεντρα το ανάκτορο Ζάκρου και τη λιμενική πόλη του Παλαικάστρου, ορίστηκε ως περιοχή-πιλότος. Η μελέτη των δικτύων επικοινωνίας δεν μπορούσε να αρκεστεί στη διερεύνηση του οδικού συστήματος και των κτισμάτων που το εξυπηρετούσαν (σταθμοί, φυλάκια). Χρειαζόταν επίσης να γίνει αντιληπτή η στάση των ανθρώπων απέναντι στο περιβάλλον τους: επιλογή θέσης κατοίκησης, εκμετάλλευση φυσικών πόρων, άμυνα και προστασία εγκαταστάσεων, επικοινωνιών κ.ά. Η περιοχή που επελέγη δεν απέδωσε μόνο πληθώρα και ποικιλία αρχαιολογικών καταλοίπων αλλά τα στοιχεία αυτά τις περισσότερες φορές είναι άριστα διατηρημένα χάρη στην περιορισμένη κατοίκηση από το Μεσαίωνα έως σήμερα, την απουσία εντατικής καλλιέργειας με μηχανικά μέσα και την άναρχη τουριστική ανάπτυξη. Εντοπίστηκαν ίχνη της Υπονεολιθικής – Πρωτομινωικής περιόδου, ενώ πολλά και σημαντικά ήταν τα μινωικά ευρήματα από την Παλαιοανακτορική, Νεοανακτορική και Μετανακτορική περίοδο. Οι τρεις οικισμοί των «σκοτεινών» αιώνων είχαν καταφύγει στη ζώνη του φαραγγιού των Νεκρών. Στους ιστορικούς χρόνους φαίνεται ότι ο όρμος εγκαταλείφθηκε και η κατοίκηση μεταφέρθηκε στον Ξηρόκαμπο, στην Πάνω Ζάκρο και στις Καρούμες.

Πλημοχόη Αναστασία Κούκου

Αττική πλημοχόη τύπου Α από τη Σίνδο, Τάφος 22. Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η λέξη «πλημοχόη» πιθανότατα προέρχεται από το ρήμα «πίμπλημι», γεμίζω, και το ουσιαστικό «χοή», σπονδή. Μια δεύτερη εκδοχή συνδέει το αγγείο με ιεροτελεστίες σχετικές με την παλίρροια και τη σελήνη. Πρόκειται για αγγείο πλατύ, με κυρτό περίγραμμα και κάλυμμα, που στηρίζεται σε κεντρικό πόδι. Στην ελληνική κεραμική εμφανίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα και εξέλιπε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Ίσως το κομψότερο αγγείο της ομάδας της, η πλημοχόη, όπως ο κώθων και η τριποδική πυξίδα, ανήκει στα εξάλειπτρα. Δοχείο καλλυντικών που περιέχει αλοιφή, το εξάλειπτρον είναι παράγωγο του ρήματος «εξαλείφω», δηλαδή: αλείφω εντελώς, επιχρίω. Ο Beazley διέκρινε δυο τύπους πλημοχόης ανάλογα με το πλάτος του ποδιού και τη βάση του αλλά οι αγγειογραφίες πρόσθεσαν και άλλους. Οι πλημοχόες κατασκευάζονταν συνήθως από πηλό και έφεραν απλό, γραμμικό διάκοσμο, υπήρχαν όμως και άλλες από μάρμαρο ή αλάβαστρο. Η έλλειψη μιας ασφαλούς ερμηνείας για τη χρήση του αγγείου ενθάρρυνε πολλές υποθέσεις: δοχεία χοής, σαλτσιέρες, λύχνοι; Πιο εύλογη είναι η υπόθεση ότι η πλημοχόη κατασκευάστηκε αποκλειστικά ως δοχείο για υγρά. Στην αγγειογραφία χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες στη διάρκεια του λουτρού και της ένδυσης, άρα θα περιείχε άρωμα, μύρο, αρωματισμένο νερό, γαλάκτωμα. Σε λευκές ληκύθους η πλημοχόη απεικονίζεται στην τελετή του γάμου, στο λουτρό της νύφης ή του γαμπρού. Συνδέεται επίσης με τα έθιμα ταφής και τη νεκρική λατρεία. Αναφέρεται ότι στην Ελευσίνα την τελευταία μέρα των μυστηρίων που λεγόταν Πλημοχόαι χρησιμοποιούσαν την πλημοχόη για να κάνουν σπονδή προς τις χθόνιες θεότητες.

Η Μήδεια-Μήτις: ο κύκλος και ο μαγνητισμός του κέντρου Αντιγόνη Μώρου

Η Μήδεια κάνει ξόρκια. Υδρία του Ζωγράφου της Κοπεγχάγης, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Η συγγραφέας εμπνέεται από την παράσταση της Μήδειας που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο (10-11 Ιουλίου 1993) σε σκηνοθεσία Ν. Χαραλάμπους. Στην ορφική μυθολογία, γράφει, η Μήτις ήταν Αρχέγονη θεά που ενώνει μέσα της το Θηλυκό και το Αρσενικό, η Μήτις-Φάνης. Αυτή η διπλή φύση της εκφράζει την αρχική τελειότητα, το ΕΝ-ΟΛΟΝ. Η Μήδεια ανήκει στο σημασιολογικό πεδίο της «μήτιδος»: επινόηση, σοφία, αλλά και δόλος, πανουργία. Μάγισσα η Μήδεια μεταμορφώνει τα μέρη σε ΕΝΑ μέσα σε κύκλο. Η ορχήστρα του θεάτρου της Επιδαύρου είχε κέντρο-ομφαλό την ένθρονη Μήδεια. Όλα τα πρόσωπα έμπαιναν στην τροχιά της Μήδειας-κέντρου, μαγνητισμένα από την εξωανθρώπινη δύναμή της.

Η «Πότνια Θηρών» ή Πώς μπερδεύτηκε η Ιστορία Λίζα Χρυσικοπούλου

Και μπαινοβγαίνοντας από την τρύπα της οροφής, τσουρούφλιζαν τα οπίσθιά τους στη φωτιά της εστίας. Παιχνιδιάρικη ετυμολόγηση της επίκλησης που προσδιορίζει μια θεά ως «δέσποινα των αγριμιών». Η συγγραφέας υιοθετεί τη μορφή παραμυθιού που αρχίζει σε χρόνια παλιά και παμπάλαια, τότε που των ανθρώπων τα σπίτια δεν είχαν ακόμα πόρτες. Τσουρούφλιζαν τα οπίσθιά τους στη φωτιά της εστίας καθώς μπαινόβγαιναν από την τρύπα της οροφής. Κραυγές και επικλήσεις, παραφθορές και λογοπαίγνια έφτιαξαν τη λέξη «Πόντια». Γενιές και γενιές αργότερα, σε κάποιο χωριό της Ανατολίας το κόκκινο ζώμα της μπουγάδας ενός γελαδάρη μαγνήτισε ένα ταύρο. Όρμηξε καταπάνω του παίρνοντας σβάρνα κι ένα κομμάτι τοίχου. «Θαύμα» πήγε να πει ο γελαδάρης, από το στόμα του όμως βγήκε η λέξη «Θύρα».

Φετιχισμός και συλλεκτική μανία: η συλλογή Freud Ντέλλα Τζωρτζάκη

To γραφείο του Freud με τα αγαλματίδια, τα χειρόγραφα και τα γυαλιά του(Μουσείο Freud, Λονδίνο). Το σπίτι του Freud στο Λονδίνο μετατράπηκε το 1986 σε Μουσείο. Το γραφείο-ιατρείο του διατηρήθηκε απείραχτο, όπως ήταν όσο ζούσε εκείνος. Ο εισηγητής της θεωρίας της ψυχανάλυσης επινόησε ένα ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης των αντικειμένων με άξονα το λανθάνον περιεχόμενό τους. Το βάρος της έρευνας πέφτει στον τρόπο με τον οποίο εξέθεσε ο ίδιος τα αντικείμενα της μεγάλης του συλλογής αρχαιοτήτων, ειδικότερα όμως τα ειδώλια που πήραν θέση πάνω στο τραπέζι του και που ανακαλούν τη φροϋδική έννοια του πατέρα. Καταπατώντας κάθε συμβατικό τρόπο ταξινόμησης, τοποθετημένα σαν ανθρώπινο σύνολο, τα αγαλματίδια δημιουργούσαν με την παρουσία τους ατμόσφαιρα ονείρου και ψυχικών συνειρμών. Κάθε συλλογή είναι διάλογος ανθρώπου και αντικειμένων. Όταν η προσκόλληση στη συλλογή αποτελέσει αυτοσκοπό, τότε τα αντικείμενα χάνουν τις πραγματικές τους ιδιότητες και μετατρέπονται σε φετίχ. Με ανθρωπολογική προέλευση, ο όρος «φετίχ» χρησιμοποιήθηκε τόσο από την ψυχανάλυση όσο και από τον Μαρξισμό. «Κάθε φετίχ», αναφέρει ο Freud, «είναι ένα σύμβολο θριάμβου ενάντια στην απειλή του ευνουχισμού». Ο Marx ανατρέχει στο φετιχισμό για να περιγράψει τη μετατροπή των προϊόντων της εργασίας σε εμπορεύματα στην καπιταλιστική παραγωγή. Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, η κατοχή αντικειμένων εκφράζει την ανάγκη του ατόμου να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του. Πέρα από την ψυχολογική της διάσταση που σχετίζεται με την αθανασία, η συλλογή λειτουργεί και ως υποκατάστατο κοινωνικών σχέσεων. Η διεύρυνση του εαυτού μέσω της συλλογής είναι μόνο ένα σύστημα αυτο-αναφορικό. Η συλλογή χρησιμοποιεί, επίσης, το παρελθόν για να δικαιολογήσει την παρουσία της ως σώμα από «αυθεντικά» κομμάτια. Στην ουσία είναι μια α-ιστορική κατασκευή.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Δημοσιεύεται ο κατάλογος των διαλέξεων που οργανώνει η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή για το 1994 – Κεφαλή κούρου του 6ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε σε ανασκαφή που διενεργεί η ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Χαλκίδας – Τα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου δάνεισαν για τρία χρόνια κυκλαδικό αγαλματάκι προς έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Βιβλία

Jean-Charles Moretti, Théâtres d’Argos, EFA, Paris 1993 – Ruth Padel, In and Out of the Mind. Greek Images of the Tragic Self, Princeton Univ. Press, Princeton 1992 – Susan E. Alcock, Grecia Capte: The Landscape of Roman Greece, Cambridge Univ. Press, New York 1993 – Ιωάννης Τραυλός,Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Καπόν, Αθήνα 1993

Εκθέσεις

Στο Μουσείο Kestner του Αννόβερου οργανώθηκε έκθεση της συλλογής A. Cahn από αγγεία και ζωγραφιστά όστρακα – Την ελληνο-ρωμαϊκή τέχνη ως πηγή έμπνευσης ευρωπαίων ζωγράφων από τον Mengs ως τον Ingres πρόβαλε στο Λος Άντζελες η έκθεση με τίτλο «Vision of Antiquity: Neoclassical Figure Drawing»

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στις αρχές Νοεμβρίου 1993 κυκλοφόρησαν οι Σταλακτίτες, το νέο περιοδικό της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας – Με ταχύ βρυθμό συνεχίζονται οι εργασίες για την έκδοση των Πρακτικών του 3ου Διεθνούς Συμποσίου ASMOSIA ’93 που έγινε στην Αθήνα (17-23/5/1993)

Βιβλία

B. Rothenberg (επιμ.), The Ancient Metallurgy of Copper, IAMS, Thames & Hudson, Λονδίνο 1990 – R. Shepherd, Ancient Mining, Chapman & Hall, Νέα Υόρκη 1993

English summaries: From paganism to Christianity. Ancient sanctuaries in Greece, that were converted to Early Christian Basilicas Afendra Moutzali

Christianism was born and established in an atmosphere of a "Greco-Roman universalism", as it was then represented by the Roman Empire. The transformation of the ancient world is also documented by the religious architecture: the Christian church was substituted for the pagan temple whose new uses were by necessity adapted to serve the needs of the new religion. Ancient cultural edifices in mainland Greece, that were converted into Early Christian basilicas are located in the Peloponnese (Corinth, Nemea, Argos, Epidaurus, Tegea, Olympia), in Athens, Attica, Dodone, Corfu, the Cyclades ( the islands of Delos, Sikinos, Thera, Paros Naxos, Kea ), in the islands of Samos and Thasos in the Aegean. The typology of the Early Christian basilicas deriving from the transformation of pagan temples as a rule ,depends on the form of the ancient cultural edifice which is reused and adapted to the needs and functions of the new religion. Apart from the Greek temples converted into churches, others exist which, according to concrete excavational data, have been destroyed by the Christians. To this cause must be assigned the destruction - for practical reasons - of the Asclepieion in Athens, the damage suffered by the ancient temple at Palaeopolis on Corfu , the brutal shattering of the cult statue of Nemesis at Ramnous in Attica as well as the demolition of her temple.

Metamorphoses in Aegean prehistory Christos Boulotis

By reading about archaeological remains, certain terms constantly appear, such as change, evolution, appearance, disappearance, reappearance, etc, which in the present article appear under the general term "metamorphosis". It is true that the archaeological- cultural time, especially in Prehistory: is primarily perceived by us through such metamorphoses in the various manifestations of material life. As metamorphosis is most of all conceived any evolutional procedure that, so much in its short as much in its long duration -especially in the latter-, represents the main vehicle in the creation of civilization. The Aegean palatial civilizations of the 2nd millenium BC. - the Minoan and the Mycenaean -, owing to their social complexity and spectacular flourishing of all categories of arts and crafts, offer an ideal study for metamorphoses as defined and conceived here. Bypassing theoretical constructions of a generalized character, only a few aspects of the issue are approached here through some absolutely representative examples of pottery (stirrup jars, conical cups, prestige-pottery), painting (genetic correlation of the art of the wall-paintings with the Camares style), seal-engraving (mainly the evolution of shape from polymorphy to homeomorphy) and jewelry (wide use of matrix). Starting from changes that occur in the quantity and quality of the production, an effort is made to determine the factors that affect them in connection with the overal socio-economic network of the period and the improvement of know-how.

Searching the history of the Greeks Berit Wells

The Berbati-Limnes archaeological survey is the first of its kind performed in Greece under the auspices of the Swedish Archaeological Institute of Athens. The author of the present article, who took the initiative for this survey, was also head of the research expedition. The in situ research was undertaken in three expeditions in Argolis, during the years 1988-1990 in the region east of Mycenae. The research program was financed by the Humanitarian-Social-Scientific Research Center, the Joseph Aners and the Marc and Amalia Valemberg Institutes, the Royal Scholarship Foundation and the Eric and Lily Phillipson Foundation. The research team organized the search for the perpetual inhabitation of the forementioned location from Antiquity until today (housing, land cultivation). The archaeological survey at Berbati and Limnes also produced significant information on the communication and emigration of people in the North-eastern Peloponnese. This information represents a necessary and valuable addition to our knowledge, obtained so far through the archaeological excavations taking place in the area in the last hundred years.

Friedrich von Gaertner and the building of the royal palace of Athens Alexander Papageorgiou-Venetas

Professor Alexandros Papageorgiou-Venetas has written this article on the occasion of the two hundred years from the birth of the German architect Friedrich von Gaertner (1792-1847), director of the Academy of Arts of Munich. The author, on the basis of unpublished archive material kept in various cultural institutions of Munich, attempts a concise but thorough critical presentation of the old royal palace of Athens (built between 1836-1843), the only important work by Gaertner outside Germany. First, the procedure of choosing the proper location for the palace, as well as the various phases of its erection are presented, while plenty of information is supplied regarding the technical means, the cost of construction and the collaborators of this work. Then, a critical analysis is attempted of the prevailing compositional principles in the conception of the project.There is also a comparison of Gaertner's notions with the morphological views of his contemporaries Schinkel and Klenze, the celebrated German architects of classicism. A thorough description follows of the morphological and constructive choices of the compositional scheme of the palace and in addition the particular virtues and weaknesses of the work are brought into focus. The article ends with the critical presentation of the incorporation of the palace into the town-planning web of the city of Athens with a concise reference to the question of the formation of the surrounding environment, the creation of the Royal Gardens, as well as later interventions on this significant building, which for one hundred fifty years after its erection has remained the symbol par excellence of modern Athens.

Neoplatonic philosophers of the fourth century AD who attempted to save the ancient religion Nikolaos Papachatzis

The significance of a modest literary work of the Early Christian period, assigned by its manuscript tradition to a Neoplatonic "philosopher Salloustius", known from the surviving ΛΟΓΟΙ (=Speeches) of the emperor Julian, has not as yet been properly evaluated. This work was in circulation throughout the Middle Ages in the capital of the Byzantine Empire, Constantinople, and in other major centres of the East under the title Περί θεών και κόσμου (=Concerning the gods and the world). Its content leaves no doubt that when it was written — soon after the middle of the fourth century AD - its purpose was to serve the planned religious reformation of the emperor Julian, who had already been numbered among the distinguished Neoplatonic philosophers. The small group of the Neoplatonists of Constantinople, gathered round Julian and Sallustius - the latter being a firm opponent of Christianity but also a modest thinker and advisor to the emperor —, exhibits in a kind of manifesto its fundamental religious and philosophical principles for which the reformers were going to strive. A few years earlier, the most famous Neoplatonists had lived in Greece and in the West, and their works had dominated the philosophical thought of the then known world in its entirety: Porphyrius, a student of the founder of Neoplatonism Plotinus, and lamvlichus. The works of these great phiiosophers had affected the thought of the Neoplatonists of Constantinople.

The sallt marsh of Leukada island Maria Lambrinou

The salt marsh, a complex creation of human energy and natural construction, represents a homogeneous entity of historic, social and technical interest. The first salt marshes on the island of Leukada date from around 1415, during the period of the Latin conquest, and caused the creation of the suburb Amaxiki. Soon after the occupation of the island by the Venetians in 1684, the salt marshes were expanded, their number was increased by new ones, such those of Torretta, and all were perfectly organized. Their remnants, which have been preserved up to the present, are now endangered to be completely destroyed, thus depriving us of the impressive and valuable technological achievements that were in use until 1948.

The radiocarbon-14 dating method Giannis Kalopisis

The radiocarbon-14 dating method is a technique defining, with significant accuracy, the age of objects which were once mainly made of a living material. This method was introduced in 1946, when Willard F. Libby, within the context of researching cosmic rays, predicted the creation of the radioisotopic carbon-14 in the atmosphere. Soon, by utilizing the first indications and experiments, he proved the possibilities emerging from the use of the forementioned scientific procedure. He was awarded with the Nobel prize for Chemistry "for his method of applying the carbon-14 for the definition of age in Archaeology, Geology, Geophysics and other scientific disciplines". Simplified information and data are presented in this article for the best understanding of this method.

The Plemohoe Anastasia Koukou

The word "plemohoe" presumably derives from the Greek πίμπλημι (- I fill) and χοή (- I pour out).A Plemohoe is a wide vessel with curved outer lines and lid. It stands on a broad central foot that starts from a flat disklike base. It first appeared in Greek pottery (mainly in Attica and Boeotia) in the late seventh century B.C. and remained in use until the early fourth century B.C. It belongs to the group of exaleiptron pottery along with the kothon and the tripod pyxis- their common characteristics are the incurving lip as well as their function which is related to beauty. Although the use of plemohoe has not as yet been ascertained, Beazley has recognised two types of plemohoe, according to the form of the foot. Its decoration was simple consisting only of a minor decorum or a glazed surface. It was probably intended to contain liquid beauty products such as scent, unguent e.t.c. and was associated in Athens with marriage and funerary rituals. According to Athenaeus, the plemohoe was used in Eleusis on the last day of the mysteries. Plemohoe has remained one of the most enigmatic vessels of antiquity due to the scarcity of relevant information in ancient sources and to its sudden disappearance from the repertoire of pottery.

Fetishim and collecting mania.The Freud collection Delia Tzortzaki

The tendency to collect derives from one's need to define his own qualities and to control the world around him. It also suggests a personal relationship between man and objects, functioning as a bridge over the past. Every human product has two aspects, one is a tangible, "objective" reality - and the other is that of the imagination,of human inventiveness, and of the ideological charge that resulted in its production. When a private collection becomes public, any attempt to present it objectively is a utopia. This is especially true, when it comes to to a group of articles having their own distinct meaning, an assemblage of fetish understood only by their owner-spiritual father as in the case of the Freud collection.

The archaeological landscape of a palace Stella Chryssoulaki, Leonidas Vokotopoulos.

The palace of Zakro, the fourth Minoan palace of Crete, was discovered during the excavations conducted by Professor Nikolaos Platon from the 1960s to the 1980s. Although this palatial complex is the smallest of those already excavated, namely Knossos, Phaestos and Malia, its primary contribution to science is due both to its good state of preservation and to the extensive appearance of the town surrounding it. The large scale of the excavation - to be published soon by Lefteris Platon - produced ,on the one hand ,a thorough picture of the life and function of the palace, its relations with the town and its commercial transactions with other centers on Crete and abroad.On the other hand it produced a series of significant indications regarding the rural economy of the palatial center and its relevant connections with the broader region to which it belongs geographically and culturally .Athough Zakro had attracted quite early on the interest of geographers-travellers, such as Thomas Spratt, and of the pioneers of Cretan archaeology, Lucio Mariani, Federigo Halbherr and Arthur Evans himself, it had not been systematically and thoroughly researched till recently. The excavator of the palace carried out a series of rescue or trial excavations in the area (mainly graves), while other archaeologists completed the project by excavating a villa, open-air sanctuaries, and a small rural installation. In spite of all the major or minor excavations, the investigation of the broader zone around the palace still remains fragmentary, while the finds, regardless of their importance, cannot in themselves help us picture the inhabitation of the area during successive historical periods.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Αμφορείς (ΙV) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Κυκλοφόρησαν στο τέλος της Δημοκρατίας μεταφέροντας κρασιά. Ο σχηματισμός του χείλους διαιρεί αυτούς τους αμφορείς σε 3 ομάδες. Από τους ρωμαϊκούς αμφορείς που κατασκευάστηκαν και κυκλοφόρησαν αποκλειστικά στο χώρο της Μεσογείου, ευρύτατα διαδεδομένος στο τέλος της Δημοκρατίας είναι ο τύπος που χρησίμευε στη μεταφορά κρασιού της Καμπανίας, του Λατίου, πιθανόν και της Ετρουρίας. Άλλος τύπος αμφορέα, που κατασκευάστηκε από την Καμπανία έως την Ανατολή, πιθανότατα προέρχεται από το γνωστό τύπο των αμφορέων της Κω. Αμφορέας για ξίδι είναι ο «ροδιακός», σύγχρονος του «χιακού» αμφορέα. Οι κνιδιακοί αμφορείς κατασκευάζονται από κόκκινο πηλό, καλυμμένο ενίοτε με υπόλευκο βερνίκι. Οι αμφορείς που κατασκευάζονται στο Αιγαίο κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους διαφέρουν τυπολογικά ανάλογα με τη χρήση τους: μεταφέρουν λάδι, αλοιφές, κρασί και σουσαμέλαιο.

Τεύχος 50, Μάρτιος 1994 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ες Λήμνον φιλτάτην Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Γιος της λήμνιας βασίλισσας Υψιπύλης και του αρχηγού της Αργοναυτικής εκστρατείας Ιάσονα είναι ο βασιλιάς Εύνηος. Μαζί του συναλλάσσονται οι Αχαιοί πολιορκητές της Τροίας, εκείνοι που θα εγκαταλείψουν στο νησί τον Φιλοκτήτη. Η ομηρική αναφορά που μετράει περισσότερο όμως είναι εκείνη που συνδέει το νησί με τον Ήφαιστο.  Στη Λήμνο εκσφενδόνισε οργισμένος ο Δίας τον θεϊκό τεχνίτη και εκεί θα στήσει αυτός το εργαστήρι του. Φιλόξενους συμπαραστάτες θα βρει τους αγριόφωνους Σίντιες, κατοίκους του νησιού αρχέγονους. Την ιστορική πορεία της Λήμνου καθόρισε το γεωγραφικό της στίγμα: στην είσοδο του Ελλησπόντου, θαλάσσιο σταυροδρόμι, ορμητήριο, οχυρό, τόπος εξορίας. Το εισαγωγικό αυτό κείμενο ακολουθεί «Συνοπτικό χρονολογικό διάγραμμα της Λήμνου (513 π.Χ. – 1912)».

Πολιόχνη. Εξήντα χρόνια ανασκαφικής έρευνας Alberto Benvenuti

Οι οικιστικές φάσεις της Πολιόχνης διακρίνονται μεταξύ τους από το όνομα του χρώματος που φέρει η καθεμία. Η Μελανή περίοδος είναι προ-αστική. Πρώτη αστική περίοδος είναι η Κυανή που χωρίζεται σε Πρώιμη και Ύστερη. Εδώ η κεραμική εξελίσσεται τόσο ως προς τα σχήματα όσο και ως προς την τεχνική διακόσμησης. Εμφανίζονται οι τριποδικές χύτρες και η κεραμική με μη ομαλή επιφάνεια (ceramica striata / scored ware). Στη διάρκεια της Πράσινης περιόδου τα αγγεία, προπαντός αυτά της οικιακής χρήσης, χάνουν σταδιακά τη στιλπνότητά τους. Κατά την Ερυθρά περίοδο η διακόσμηση στα αγγεία σπανίζει και η οικιακή κεραμική παρουσιάζει μη στιλπνή επιφάνεια. Τα κεραμικά σχήματα είναι όμοια με εκείνα των προηγμένων φάσεων της Τροίας Ι και των πρώιμων φάσεων της Τροίας ΙΙ. Η Κίτρινη περίοδος έχει εξαιρετικά απλά σχήματα (όμοια με εκείνα της Τροίας ΙΙ), με χαρακτηριστικότερα το δέπας αμφικύπελλον και τις σφαιρικές άωτες φιάλες. Ανάμεσα στην Κίτρινη και την Καστανή περίοδο, παρεμβάλλεται Hiatus που αντιστοιχεί στην Τροία ΙΙΙ και IV. Κατά την Καστανή περίοδο η μονόχρωμη ερυθρά κεραμική, όμοια με εκείνη της Τροίας V, εμφανίζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διακόσμησης που γίνεται με τροχό. Ανάμεσα σε αυτή και την τελευταία, Ιώδη περίοδο, μεσολαβεί Hiatus που αντιστοιχεί στις πρώιμες και τις μέσες φάσεις της Τροίας VI. Η Ιώδης περίοδος παρουσιάζει κεραμική λεπτόκοκκου πηλού στους χαρακτηριστικούς τύπους του τέλους της Μινωικής και της Μέσης Ελλαδικής και με σχήματα πρωτομυκηναϊκά.

Κουκονήσι: ένας νέος προϊστορικός οικισμός στον κόλπο του Mούδρου και το προϊστορικό πρόσωπο της Λήμνου Χρήστος Μπουλώτης

Οι ιταλικές ανασκαφές ανέδειξαν την Πολιόχνη ως την αρχαιότερη πόλη του Αιγαίου. Και ανέδειξαν την κεφαλαιώδη σημασία της Λήμνου στο πλαίσιο του «τρωικού-παρατρωικού» πολιτισμού της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Στην είσοδο του Ελλησπόντου, απέναντι από την Τρωάδα, η Λήμνος υπήρξε από τους πρώτους σταθμούς στη μεταλαμπάδευση της νέας επαναστατικής τεχνογνωσίας, της μεταλλοτεχνίας, που πρέπει να έγινε μέσω Μικράς Ασίας. Χρυσόμαλλο δέρας, βασιλιάς Εύηνος, Ήφαιστος, Σίντιες και Κάβειροι υποστηρίζουν μια τέτοια άποψη. Πέρα από τη γεωστρατηγική του σημασία, την εκπληκτική άνθηση του νησιού ευνόησε και η γεωμορφολογία του. Τα χθαμαλά του βουνά κάνουν χώρο σε εκτεταμένους βοσκότοπους και εύφορες αμπελοφόρες και σιτοφόρες πεδιάδες διευκολύνοντας το ανταλλακτικό εμπόριο. Το Κουκονήσι, νησίδα στο μυχό του κόλπου του Μούδρου, ανήκει στο πυκνό πλέγμα προϊστορικών οικισμών της Λήμνου. Κρίνοντας από τις ελώδεις παραλίες και τα αβαθή νερά, συνυπολογίζοντας την ανυψωμένη σήμερα στάθμη της θάλασσας, δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι, σε κάποιες τουλάχιστον περιόδους κατοίκησής του, το Κουκονήσι ήταν ενωμένο με την ανατολική πλευρά του κόλπου. Η συνεχής άροση για την καλλιέργεια σιτηρών έφερε στην επιφάνεια πληθώρα οστράκων, άφθονα λιθοτεχνήματα, θαλάσσια όστρεα και διαταραγμένα οικοδομικά υλικά, ένα επί τόπου «λατομείο» πεπλατυσμένων λίθων, που αξιοποιήθηκαν από τους ντόπιους σε μαντριά, σε ξερολιθιές ή στην εσωτερική λιθεπένδυση πηγαδιών. Άλλωστε, η πιο εύλογη ετυμολόγηση του ονόματος της νησίδας, που αρχικά ονομαζόταν Σπάθα, στηρίζεται στο ντόπιο αγροτικό ιδίωμα και στα σκόρπια αρχαία οικοδομικά λείψανα υπό μορφή λίθων. «Κούκκο» λένε στη Λήμνο το λιθοσωρό. Το κεραμικό υλικό κατατάσσεται χονδρικά σε δύο μεγάλες χρονολογικές ομάδες. Η νεότερη ανάγεται στους ιστορικούς χρόνους. Τα όστρακα της Υστερογεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής παρουσιάζουν χαρακτηριστικά δείγματα της εγχώριας παραγωγής «bucchero» και της γραπτής κεραμικής με γραμμική γραπτή διακόσμηση. Τα όστρακα της παλαιότερης ομάδας τεκμηριώνουν την έντονη κατοίκηση στα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Τυπολογικά αντίστοιχα με την κεραμική από την Πολιόχνη και τη Μύρινα, εγγράφονται στην κεραμική παραγωγή του τρωικού πολιτισμικού κύκλου. Τα περισσότερα –χειροποίητα, στην πλειοψηφία τους ανοιχτές φιάλες και τριποδικές χύτρες- καλύπτουν την 3η χιλιετία π.Χ. Χρονολογικά και τυπολογικά ξεχωρίζει μεγάλη ομάδα οστράκων από το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Προέρχονται από τροχήλατα ερυθρόχρωμα αγγεία εξαιρετικής ποιότητας και χαρακτηρίζονται από τις οριζόντιες αυλακώσεις γύρω από το χείλος και τις περίτεχνες λαβές. Την κατοίκηση κατά την εκπνέουσα Ύστερη εποχή του Χαλκού (13ος-12ος αιώνας π.Χ.) εκπροσωπούν γραπτά μυκηναϊκά όστρακα, ανάμεσά τους τμήμα από ταυρόσχημο ρυτό. Τα άλλα κινητά ευρήματα από το προϊστορικό Κουκονήσι είναι τα ποικίλα λιθοτεχνήματα, τα κωνικά και αμφικωνικά πήλινα σφονδύλια, τα πήλινα βαρίδια και τα θαλάσσια όστρεα σε μεγάλη ποικιλία. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν τα μυκηναϊκά ευρήματα που για πρώτη φορά τεκμηριώνουν άμεσα μια κάποιου είδους μυκηναϊκή παρουσία στο νησί. Με τα ευρήματα αυτά «δένει» η πινακίδα ΡΥ Αb 186 από το ανάκτορο της Πύλου που αναφέρεται σε γυναίκες της Λήμνου, παραδίδοντας έτσι την παλαιότερη μνεία του ονόματος του νησιού.

Η πυροτεχνολογία στη Λήμνο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού Χρίστος Ντούμας

Από τα σημαντικότερα προβλήματα στα οποία η φωτιά πρόσφερε λύση ήταν η κατεργασία του ξύλου, το ίσωμα ή η κάμψη του, με εφαρμογές στην κατασκευή τόξων και άλλων βλητικών κατασκευών, την αρχιτεκτονική, τη ναυπηγική. Χάρη στη φωτιά αναπτύχθηκαν η αγγειοπλαστική και η κεραμουργία, η παραγωγή και η κατεργασία των μετάλλων. Την πρωτοπορία της Λήμνου στην τεχνολογία της φωτιάς αναγνωρίζουν οι αρχαίοι και επιβεβαιώνουν οι ανασκαφές. Από την Πολιόχνη της τρίτης χιλιετίας π.Χ προέρχονται σκεύη υψηλής αισθητικής και υψηλής αντοχής ταυτόχρονα. Από την υπονεολιθική (Μαύρη) φάση της Πολιόχνης, διαπιστώνεται η πρόσμειξη λεπτών θραυσμάτων μαρμαρυγία στον πηλό, προκειμένου να γίνουν τα μαγειρικά σκεύη ανθεκτικά στη φωτιά. Οι ανασκαφικές μαρτυρίες της επιτόπιας κατεργασίας χαλκού και μπρούντζου υποδεικνύουν στους ειδικούς μελετητές ότι τα μέταλλα προέρχονται από την περιοχή του Αφγανιστάν. Στην τρίτη χιλιετία π.Χ., η ναυσιπλοΐα ήταν ήδη αναπτυγμένη και το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού γινόταν μέσω του Εύξεινου Πόντου. Άποψη του συγγραφέα είναι ότι η Αργοναυτική εκστρατεία είχε σκοπό την απόκτηση τεχνογνωσίας από την περιοχή της Κολχίδας σχετικά με την προμήθεια και την κατεργασία των μετάλλων. Στην περιοχή του Καυκάσου άλλωστε δεν τιμώρησε ο Δίας τον Προμηθέα, επειδή αυτός χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά; Στη Λήμνο είχε στήσει το εργαστήρι του ο αρχιμεταλλουργός των θεών, ο Ήφαιστος. Παιδιά ή εγγόνια του, δεινοί μάγοι και μεταλλουργοί, οι Κάβειροι λατρεύονται από πολύ νωρίς στη Λήμνο. Για να ελλιμενιστεί η Αργώ στο νησί, την άδεια βγαίνει να ζητήσει ο Αιθαλίδης, ο γιος της καπνιάς.

Το ιερό των Καβείρων στη Λήμνο Luigi Beschi

Δαίμονες της μεταλλουργικής πυράς και της γονιμότητας, του κρασιού και της θάλασσας, οι Κάβειροι συνδέονται με τον Ήφαιστο ή τον Καδμύλο, τον ιθυφαλλικό Ερμή της Ίμβρου. Συχνά ταυτίζονται με τους Διόσκουρους. Πάνω σε βόρειο, απόκρημνο ακρωτήρι της Λήμνου, κοντά στο λιμάνι της Ηφαιστίας που το διοικούσε, το Καβείριο αγναντεύει τη Σαμοθράκη. Γύρω στο 200 π.Χ., ημιτελές αφήνεται μεγάλο ορθογώνιο κτήριο με στοά στην πρόσοψη, μικρότερο αλλά ανάλογο της Στοάς του Φίλωνος στο Τελεστήριο της Ελευσίνας και διπλάσιο σε πλάτος από το Ιερό της Σαμοθράκης. Τη στενή σχέση με την Αττική και την έντονη θρησκευτική ζωή του Ιερού υπογραμμίζει το υλικό αποθέτη που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ. έως την ελληνιστική περίοδο. Τον 3ο αιώνα μ.Χ., ταπεινότερο κτήριο μιμείται την κάτοψη και τη λειτουργικότητα του μεγάλου ελληνιστικού Τελεστηρίου που κάηκε. Εδώ βρέθηκε πλούσιος αποθέτης κεραμικής που καλύπτει το διάστημα από τον 8ο έως και τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ. Καταμετρήθηκαν 300 περίπου αγγεία, ανάμεσά τους οινοχόες, κύαθοι και σκύφοι, κύπελλα, κάνθαροι και αγγεία από γκρίζο bucchero. Αυτή η αρχαιότερη φάση δεν εκπροσωπείται στα ευρήματα της Σαμοθράκης. Την άποψη ότι οι κάνθαροι του Τεμένους της Σαμοθράκης προέρχονται από τη Λήμνο ενισχύει το γεγονός ότι το «καρχήσιον», που αναγνωρίστηκε ως το τελετουργικό αγγείο των Μυστηρίων της Σαμοθράκης, συναντιέται συχνά στον αποθέτη του Καβειρίου της Λήμνου. Κάτω από το κεντρικό κλίτος του υστερορωμαϊκού Τελεστηρίου, αποκαλύφθηκε το αρχικό Τελεστήριο που χρονολογείται στο 700 π.Χ. περίπου. Τα αγγεία, από το β΄μισό του 6ου αιώνα π.Χ., υποδεικνύουν ότι ίσως πρόκειται για το αρχαιότερο Τελεστήριο στον ελληνικό χώρο, παλαιότερο και από το σολώνειο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Αναθηματικές επιγραφές σε αγγεία, γραμμένες στο ίδιο αλφάβητο και στην ίδια γλώσσα της γνωστής τυρρηνικής στήλης των Καμινίων του β΄μισού του 6ου αιώνα π.Χ., αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη της σχέσης του Ιερού με τον βαρβαρικό πληθυσμό των Τυρρηνών που, στο τέλος της υστεροαρχαϊκής περιόδου, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Λήμνο και να μεταναστεύσουν στη Χαλκιδική. Η άφιξη και εγκατάσταση των Τυρρηνών στη Λήμνο και την Ίμβρο τοποθετείται μετά το τέλος της 2ης χιλιετίας και συνδέεται με την πρώτη εμφάνιση της καβειρικής λατρείας στο χώρο του Αιγαίου.

Η νομισματοκοπία της Λήμνου Βάσω Πέννα

Η κοπή και η εικονογράφηση των λημνιακών νομισμάτων δεν μένουν, βέβαια, ανεπηρέαστες από τις ιστορικές περιπέτειες του νησιού. Η λεηλασία του από τον Φίλιππο Β΄(354-352 π.Χ.) θέτει τέλος στην αθηναϊκή κυριαρχία που είχε εγκατασταθεί το 479 π.Χ. Ώσπου ο Σεπτίμιος Σεβήρος (192-211 μ.Χ.) να της παραχωρήσει την ανεξαρτησία της, η Λήμνος είχε περάσει από τα χέρια των επιγόνων του Αλεξάνδρου, των Ρωμαίων και, για άλλη μια φορά, των Αθηναίων. Οι πρώιμες κοπές της Μύρινας και της Ηφαιστίας χρονολογούνται πριν από το 348 π.Χ. Η κεφαλή Αθηνάς στον εμπροσθότυπο και κουκουβάγια με σύμβολα στην πίσω όψη, εμφανίζονται σε νομίσματα και των δύο πόλεων. Στη Μύρινα διακρίνονται τρεις ομάδες ανάλογα με την απόδοση των θεμάτων. Στην Ηφαιστία, εκτός από τον «αθηναϊκό» τύπο νομίσματος, μια δεύτερη ομάδα, πιστή στην τοπική παράδοση, αντικαθιστά την κουκουβάγια με κριάρι. Τα ελληνιστικά νομίσματα της Ηφαιστίας έχουν καθαρά θρησκευτική-λατρευτική θεματική. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις τοπικές θεότητες, τον Ήφαιστο και τους Καβείρους. Από το 166 π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., το νομισματοκοπείο της Μύρινας είναι ανενεργό ενώ η Ηφαιστία εκδίδει νομίσματα με τον Ήφαιστο. Η πόλη προχωρεί σε ψευδοαυτόνομες κοπές, με την επώνυμη, πυργοστεφή κεφαλή της θεάς Λήμνου στον εμπροσθότυπο και, στην πίσω όψη, το όνομα της πόλης πλάι σε αναμμένη δάδα, θέμα που αναφέρεται σε ετήσιο τελετουργικό εορτασμό στο νησί. Άλλα εικονογραφικά θέματα είναι η κεφαλή του Διονύσου και τα σύμβολα της λατρείας του, σταφύλι ή κέρας της αφθονίας, η ακτινωτή κεφαλή του Απόλλωνα ως θεού Ήλιου, οι εξάκτινοι αστέρες και οι πίλοι, σύμβολα των Διοσκούρων.

Οι επιγραφές του Aρχαιολογικού Mουσείου της Mύρινας Λήμνου Λίλιαν Αχειλαρά

Οι κληρούχοι, που οι Αθηναίοι εγκατέστησαν στη Λήμνο στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., διατηρούσαν το δικαίωμα του αθηναίου πολίτη και συνέχιζαν να προσδιορίζονται από το δήμο και τη φυλή τους. Δύο δήμοι κληρούχων υπήρχαν στο νησί, ένας σε καθεμιά από τις πόλεις της λημνιακής «διπόλεως». Η Αθήνα από τον 4ο αιώνα π.Χ. έστελνε «επιμελητές». Επιγραφή του 329/8 π.Χ. αναφέρει δυο στρατηγούς της Λήμνου να μεταφέρουν στην Ελευσίνα τις «απαρχές» του σταριού και του κριθαριού. Οι κληρούχοι εγκατέλειψαν τη Λήμνο μόνο μια φορά, μετά τη νίκη του Λύσανδρου στους Αιγός Ποταμούς (404/3 π.Χ.) που έφερε στο νησί τούς Σπαρτιάτες. Το 387 π.Χ. όμως, η Ανταλκίδειος ειρήνη αποδίδει τη Λήμνο, την Ίμβρο και την Τένεδο στους Αθηναίους. Οι εγχώριοι Λήμνιοι έχουν Βουλή και Εκκλησία του δήμου. Υπάρχει όμως και «εκκλησία και δήμος των τετελεσμένων», των μυημένων στα Καβείρια μυστήρια. Μεγάλη σειρά επιγραφών του μουσείου αποτελούν οι «όροι», τα ορόσημα αγρών και οικιών. Οι ενεπίγραφοι όροι χρησίμευαν ως ορόσημο των υποθηκευμένων κτημάτων λόγω δανείου. Η Άρτεμις, πολιούχος της Μύρινας, λατρευόταν ως θεά της Σελήνης σε επίσημο ιερό μέσα στα όρια της πόλης. Ωστόσο, δύο επιγραφές είναι ορόσημα τεμένους της Αρτέμιδας που βρισκόταν έξω από τη Μύρινα. Αντίστοιχα, το ιερό των Καβείρων που ανήκε στην Ηφαιστία είχε κτιστεί έξω από τα τείχη της. Άλλοι δύο όροι βεβαιώνουν την ύπαρξη θρησκευτικής οργάνωσης των Οργεώνων υπό την αιγίδα του Ηρακλή. Το διάσημο κρασί του νησιού διαλέγεται με τον Διόνυσο. Τα Διονύσια φιλοξενούσαν και αγώνες τραγωδίας. Άλλες επιγραφές παραπέμπουν στη λατρεία του Ηφαίστου, πολιούχου της Ηφαιστίας, και των Καβείρων που ονομάζονται Μεγάλοι Θεοί. Ιδιαίτερη κατηγορία επιγραφών αναφέρεται σε χειραφετήσεις δούλων. Εξαιτίας τους η αίγλη του Καβειρίου είχε φτάσει έως την Αθήνα. Οι επιτύμβιες επιγραφές σκαλίζουν σε στήλες το όνομα του νεκρού με ή χωρίς την ανάγλυφη παράστασή του. Επιτύμβιες είναι σχεδόν όλες οι επιγραφές που προέρχονται από την Ίμβρο και την Τένεδο.

Η Μύρινα υπό το φως των ανασκαφών Αγλαΐα Αρχοντίδου-Αργύρη

«Δίπολις» ήταν η Λήμνος ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Στη χαλκολιθική περίοδο («periodo nero») ανήκουν τα οικιστικά λείψανα από την Πολιόχνη και τη Μύρινα. Στο τέλος της «periodo verde», όταν η Πολιόχνη άγγιζε τη μεγαλύτερη ακμή της, η Μύρινα παρήκμασε. Από τη μυκηναϊκή περίοδο τα ευρήματα είναι ελάχιστα. Έντονη δραστηριότητα στο νησί από τον 8ο έως τον 5ο αιώνα π.Χ. μαρτυρούν τα ευρήματα από τον αποθέτη στο Καβείριο, το πλούσιο υλικό από το Ιερό της Μεγάλης Θεάς, τα κτερίσματα από τη νεκρόπολη της Ηφαιστίας, τα ευρήματα από το Ιερό της Άρτεμης και τα μοναδικά ειδώλια από αποθέτη στη Μύρινα. Από το εκτός πόλεως ιερό τέμενος της Άρτεμης, όπου βρέθηκε θυσιασμένος ταύρος, προέρχονται ειδώλια μουσικών γυναικείων μορφών. Αθηναίοι εντοπίζονται στη Μύρινα από το τέλος των αρχαϊκών χρόνων. Ταραχές ακολούθησαν την επιβολή του τυράννου Λυκάρετου από τους Πέρσες το 512 π.Χ. Εξ αιτίας τους έγιναν οχυρωματικά και λιμενικά έργα στην ακτογραμμή του νησιού. Αθηναίοι κληρούχοι εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Ηφαιστία και τη Μύρινα μετά το 439 π.Χ. Επιγραφές των κλασικών χρόνων μαρτυρούν την ύπαρξη στην πόλη δήμου Χαλκιδέων. Η ακμή της Μύρινας συνεχίζεται στις μέρες των επιγόνων. Έξω από την πόλη, τα κτερίσματα από συστάδα τάφων (β΄ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. - αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ.) περιλαμβάνουν χρυσές δανάκες, χρυσά κοσμήματα, νομίσματα, αγγεία. Το μεγαρόσχημο κτήριο σχετίζεται με την Αφροδίτη - θεά του Κάτω Κόσμου. Η Λήμνος παρέμεινε αθηναϊκή έως τον 2ο αιώνα μ.Χ. Στη Μύρινα αποκαλύφθηκε νεκροταφείο των ρωμαϊκών χρόνων με κιβωτιόσχημους τάφους, χτισμένους σε χαμηλό τοιχάριο ή εγχυτρισμούς σε αμφορείς.

Εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού της Λήμνου. Ένα πρώτο σχεδίασμα Άγγελος Δεληβορριάς

Σπανιότητα εικαστικών μαρτυριών, σπανιότητα περιγραφικών τεκμηρίων. Την ερευνητική του μέθοδο ο Άγγελος Δεληβορριάς στηρίζει στην αρχή ότι ο παραδοσιακός νεοελληνικός πολιτισμός των μεταβυζαντινών αιώνων πρέπει να άνθισε και στη Λήμνο, άσχετο αν η μη έγκαιρη παρέμβαση για την περισυλλογή και την προστασία τεκμηρίων οδήγησε σε μια έλλειψη συμπτωματική. Ως προς την αρχιτεκτονική, στη Μύρινα κυρίως, εντοπίζονται κτίσματα «ηπειρωτικού τύπου». Την παλαιότερη παράδοση του λημνιακού σπιτιού αντιπροσωπεύει ο απλός, μονόχωρος τύπος του αγροτόσπιτου με την «αξάτη» που, τον 18ο αιώνα, παίρνει κάποτε μνημειακό χαρακτήρα. Απελευθερώνοντας την προέλευση του «ηπειρωτικού» τύπου κατοικίας από τον δογματικό της προσανατολισμό στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, φανερώνεται πιθανότερη μια στέρεη εξάρτησή της από τις παραδόσεις του ευρύτερου, ενιαίου νησιωτικού χώρου. Στα νησιά του ανατολικού αιγαίου παραπέμπει και η ιδιαιτερότητα του πλαστικού ιδιώματος των γλυπτικών διακοσμητικών στοιχείων στις κατασκευές του όψιμου 19ου αιώνα. Απομονωμένο ανάμεσα στα αδημοσίευτα τέμπλα του νησιού, το «αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο» σε εξωκκλήσι του 1732 στη θέση Ανυπάτη, αδυνατεί να πει αν πίσω του βρίσκεται κάποιο περιοδεύον σινάφι ή ένα τοπικό εργαστήρι. Φαίνεται ότι από τα σπίτια της Λήμνου δεν απουσίαζε το κατ’ εξοχήν νησιώτικο έπιπλο, η κασέλα. Οι διακοσμημένες κασέλες θέτουν το ερώτημα της ζωγραφικής παράδοσης, διαδεδομένης τον 18ο αιώνα σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Το γεγονός ότι δύσκολα θα είχε γεννηθεί εκ του μηδενός το έργο του λαϊκού ζωγράφου Γρηγορίου Παπάμαλη, επιτρέπει την υπόθεση πως πιθανότατα θα υπήρχε κάποια τοπική σχολή εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Το 1786, ο γάλλος ελληνιστής D’Ansse de Villoison που επισκέπτεται τη Λήμνο, αναφέρεται σε σπίτια στολισμένα με «βαρδάκια», δηλαδή σε στολισμένους τοίχους με κεραμικά, από τα οποία δεν απουσιάζουν τα Τσανάκ-Καλέ. Εντοπίζοντας ίχνη των καμινιών ως το 1840, η Μπέτυ Ψαροπούλου διαπιστώνει ότι οι τσουκαλάδες του νησιού έφτιαχναν κεραμικά γυαλωμένα και ακόσμητα και μόνο τα σταμνιά τους ζωγράφιζαν με άσπρο μπατανά. Αναμφίβολα, τα πιο θεαματικά κοσμήματα των νησιώτικων σπιτιών ήταν τα κεντήματα. Το 1894, ο Louis de Launαy προσέχει τα στρωσίδια, υφασμένα και κεντημένα από τις γυναίκες του σπιτιού. Το 1806, ο μητροπολίτης Λήμνου καταδικάζει τα «περιττά» κεντήματα. Την ύπαρξη τοπικής παράδοσης υποστηρίζει και η μαρτυρημένη άνθιση της παραγωγής βάμβακος και μετάξης. Μια εικόνα από τη χαμένη κεντητική της Λήμνου μπορούν να προσφέρουν τα δυο γυναικεία πουκάμισα του Μουσείου Μπενάκη: σχηματοποιημένα άνθινα θέματα, μετρητή βελονιά, χρωματιστά μετάξια. Λίγο πριν εκπνεύσει, το ίδιο διακοσμητικό πνεύμα, το ίδιο τεχνοτροπικό ύφος απαντά στις «πετσέτες» που, έως τα προπολεμικά χρόνια, έδεναν στο κεφάλι τους οι λήμνιοι χωρικοί. Η παρακολούθηση της εξελικτικής διαδικασίας στην περίπτωση της γυναικείας φορεσιάς είναι δυσχερής, καθώς ένα μοναδικό ακέραιο παράδειγμα διασώθηκε στο Εθνικό-Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ο εξωτερικός επενδύτης, το καβάδι, απουσιάζει ίσως λόγω παλαιότητας ή παραφθοράς. Το πουκάμισο της Λήμνου ανήκει στη μεγάλη ομάδα πουκαμίσων με «κολονάτο» διάκοσμο, με ιστορία που χάνεται στα βάθη του ελληνικού χρόνου. Όσο για τη βράκα, η επίδραση του οθωμανικού στοιχείου είναι «περιστασιακή». Ορθότερος είναι ο προσανατολισμός της Marie de Launay που ανιχνεύει «un arrière-goût italien», από τα κατάλοιπα των χρόνων των Gateluzzi.

Το μεσαιωνικό φρούριο Κότζινος της Λήμνου Χαράλαμπος Πέννας

Ο Κότζινος, σημερινός Κότσινας, είναι στη μεσοβυζαντινή περίοδο το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι της Λήμνου. Ως «τόπος» μαρτυρείται το 1136. Οι Μονές του Αγίου Όρους με μετόχια που καταλαμβάνουν τις ευφορότερες εκτάσεις του νησιού έχουν στραμμένο το μάτι τους πάνω του. Το 1403 η Λήμνος παραχωρείται στον Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγο. Μετά το θάνατό του, ο Κότζινος παραμένει στη χήρα του Ευγενία, για να καταλήξει το 1440 στην οικογένειά της, τους γενοβέζους Γατελούζους. Το 1479 η Λήμνος εκχωρείται από τους Βενετούς στους Τούρκους. Ανάμεσα στο 1403 και το 1479,το στρατηγικής σημασίας νησί διεκδικούν Τούρκοι και Βενετοί. Με τη μοίρα του νησιού συνδέθηκαν δύο ακόμη Παλαιολόγοι, ο Κωνσταντίνος, που το 1442 απώθησε τους Τούρκους, και ο δεσπότης του Μορέα Δημήτριος. Στο αρχαιολογικό μουσείο της Λήμνου φυλάσσεται μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος από τον Κότζινο με μονογράφημα που πιθανότατα αναφέρεται στον Δημήτριο Παλαιολόγο. Ήδη από τον 16ο αιώνα το φρούριο του Κότζινου ήταν ακατοίκητο. Στο εσωτερικό του φρουρίου, από όπου ξεκινούν τα 64 σκαλοπάτια που πραγματοποιούν την κάθοδο προς το «αγίασμα», στρωματογραφική ανασκαφική έρευνα απέδωσε ελάχιστα κεραμικά δείγματα. Αυτά διακρίνονται σε δυο ομάδες: η πρώτη χρησιμοποιεί την τεχνική της εγχάραξης, λεπτής (sgraffito) και φαρδιάς (incision). Στα διακοσμητικά της θέματα συγκαταλέγονται ομόκεντροι κύκλοι, γοργόνα και άγγελος (;). Στη δεύτερη ομάδα, χρησιμοποιούνται δύο τεχνικές, γραπτή και εγχάρακτη. Οι πιτσιλιές είναι σκουροπράσινες και το γέμισμα της χάραξης καφετί. Και οι δυο ομάδες έχουν εφυάλωση πράσινη και κίτρινη. Χρονολογούνται στα τέλη του 15ου με τις αρχές του 16ου αιώνα. Πήλινος τριποδίσκος προσδιορίζει υστεροβυζαντινό εργαστήρι κεραμικής.

Οι Mάντρες της Λήμνου Νίκος Σηφουνάκης

Μάντρα ονομάζεται ο κτιστός χώρος στην ύπαιθρο, στα χωράφια ή στα δυσπρόσιτα βουνά, όπου συγκεντρώνει ο βοσκός το κοπάδι του. Με τον προσανατολισμό της προφυλάσσει το βοσκό από το βορριά. Οι στάβλοι ή στάνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, το κρητικό μητάτο με τον «κούμο» του αποτελούν πρόχειρες, θολιαστές κατασκευές, φτιαγμένες αποκλειστικά από πέτρα με το εκφορικό σύστημα. Όμοια ακριβώς κτίσματα είναι οι μάντρες στη Χίο. Ξύλινες τουρλωτές κατασκευές ήταν τα κονάκια των Σαρακατσάνων. Με επίκεντρο τη Λήμνο, τα νησιά Λέσβος, Ίμβρος, Τένεδος και Σαμοθράκη μοιράζονται όμοιες κατασκευές, μοναδικές στην τεχνική τους. Στη Λήμνο κτίζουν με πέτρα, ξύλο και καλάμια. Αληθινοί μαστόροι έχτιζαν την πέτρα χωρίς χρήση κονιάματος. Σε αντίθεση με άλλα μέρη, στη Λήμνο η μάντρα εξελίσσεται και οργανώνεται. Διακρίνονται πέντε τύποι: α) ο αρχικός, το μονόχωρο ορθογώνιο κτίσμα με τζάκι, β) ο γεωργικός, σε περιοχές με καλλιεργήσιμη γη, με αποθηκευτικούς χώρους κυρίως για σιτηρά, αλώνι, κατοικία βοσκού, χώρο σταβλισμού μεγάλων οικόσιτων ζώων, γ) ο γεωργοκτηνοτροφικός, σε περιοχές με καλλιεργήσιμη γη αλλά και βοσκοτόπια, με χώρο κατοικίας, χώρο για τα πρόβατα (χαγιάτι), στάβλο για μεγάλα ζώα, αχυρώνα, φούρνο, αλώνι κλπ., δ) ο κτηνοτροφικός, μόνο σε περιοχές με βοσκοτόπια σε ψηλά βουνά και απότομες χαράδρες, διαθέτει: χαγιάτι (για τα πρόβατα) και μικρό χώρο με τζάκι για το βοσκό, ε) ο μεικτός οικογενειακός βρίσκεται μέσα ή κοντά σε οικισμό. Το χαγιάτι στις μάντρες της Λήμνου είναι ο χώρος γύρω από τον οποίο οργανώνονται όλες οι άλλες λειτουργίες. Και είναι το σημείο που προσδιορίζει την τελική αρχιτεκτονική σύνθεση του συγκροτήματος.

Παραδοσιακές κρήνες της Λήμνου Χρήστος Μπουλώτης, Όλγα Βαξεβανέρη

Στα δύο λιθοεπένδυτα πηγάδια της Πολιόχνης το Αιγαίο της 3ης χιλιετίας π.Χ. πρωτοβλέπει το στοιχείο της σύναξης και της κοινωνικής ζωής που συνοδεύει ως τις μέρες μας κοινοτικά πηγάδια και κρήνες. «Καλλίρροες» ήταν οι «τυκτές», οι υπόστεγες αρχαιοελληνικές κρήνες. Θρησκευτικές δοξασίες, τελετουργικά δρώμενα και δεισιδαιμονίες ήταν συνυφασμένες με τη λειτουργική- κοινωνική διάστασή τους. «Αι κρηναίοι νύμφαι» μεταμορφώνονται στις νεράιδες των δικών μας παραμυθιών. Με εξαίρεση το θολοσκέπαστο υπόγειο «αγίασμα» στο φρούριο του Κότσινα, οι περιηγητές σπάνια μνημονεύουν κρήνες του νησιού. Τη μόνη κρήνη που αναζητούν είναι η «Φθελιδεία», απ’ όπου έβγαινε η φημισμένη «λημνία γη». Στη Μύρινα και στο χωριό Τσιμάνδρια, εντύπωση τους προκαλεί το κάλυμμα σαρκοφάγων που, αναποδογυρισμένο, χρησίμευε σαν λεκάνη κάτω από τη βρύση. Ένας τους παρατηρεί ότι η κρήνη είναι το κέντρο της κοινωνικής ζωής των γυναικών. Οι σωζόμενες υπέργειες κρήνες ανήκουν στο διάστημα από το β΄μισό του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Από αυτές, η παλαιότερη είναι τουρκική και στέκεται στην αγορά της Μύρινας (1771). Δεύτερη χρονικά (1862) είναι η υπόστεγη κρήνη του χωριού Δάφνη, σύγχρονη σχεδόν με την κρήνη των Λύχνων. Οι κρήνες διακρίνονται τυπολογικά σε δυο ομάδες: α) Υπόστεγες κρήνες. Αρχιτεκτονικός τύπος με αρχαίες καταβολές που πλησιάζει την οικιστική αρχιτεκτονική. Ορθογώνιες στην κάτοψη, οι κρήνες έχουν χτιστές τις δύο ή τις τρεις πλευρές ενώ οι υπόλοιπες υποστηρίζονται από πεσσό ή κίονα. Η κεραμιδένια στέγη είναι μονόριχτη, δίριχτη ή τετράριχτη και φέρεται από ορατά ξύλινα ζευκτά. β) Κρήνες με συμπαγή πρόσοψη. Απαρτίζουν την πολυαριθμότερη ομάδα. Αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη, η πρόσοψη αναπληρώνει τον υπόστεγο χώρο. Ο κρουνός περιγράφεται συνήθως από ψηλό θυρόσχημο αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Παραδείγματα εκζήτησης στη διαμόρφωση της πρόσοψης αποτελούν οι κρήνες των Θέρμων (1908) και του Κοντοπουλίου (1927). Στα συμβολικά, μεμονωμένα θέματα που κοσμούν τις κρήνες ανήκει και ο σταυρός που εξαγνίζει τα νερά. Χρονολογημένες βάσει κτιτορικών επιγραφών, οι τρεις χρονικά τελευταίες κρήνες είναι διακοσμητικά απαιτητικότερες. Η υπόστεγη κρήνη στα Τσιμάνδρια (1935) διακοσμείται με δυο λίθινα ολόγλυφα ανθοδοχεία, με ανδρικό και γυναικείο χέρι σε χειραψία. Έργο του Βασίλη Κοντού, η υπόστεγη κρήνη του Πεδινού (1950) εμφανίζει δυο γωνιαία «ακροκέραμα» με σύμφυτες ανθρώπινες κεφαλές και μικρή προτομή αγγέλου. Η πληθωρικά διακοσμημένη κρήνη του Κοντοπουλίου (1927) είναι έργο του Τάσου Ανηβελάκη. Στην απόληξη της πρόσοψης, η τοξωτή διάταξη των γλυπτών κοσμημάτων θυμίζει έντονα αετωματική σύνθεση. Τη συμμετρικότητα υπογραμμίζουν δυο αντωποί φτερωτοί γρύπες που υποβαστάζουν γυναικεία κεφαλή. Την κορυφή του «αετώματος» καταλαμβάνει ολόγλυφο καθισμένο λιοντάρι. Δυο καθιστές παιδικές μορφές αποτελούν τα πλαϊνά ακρωτήρια. Ανθισμένα κλαδιά ακάνθου δηλώνουν τη ζωοδότρα δύναμη του νερού. Οι δαιμονικοί γρύπες και το λιοντάρι είναι συνάμα αποτρόπαια και φύλακες της κρήνης. Αποτροπαϊκή είναι και η γυναικεία κεφαλή, ίσως γοργόνειο. Την ιστορία ζωντανεύουν οι γλαφυρές επιγραφές της τουρκικής κρήνης στη Μύρινα και της υπόστεγης κρήνης στη Δάφνη αλλά και η δίγλωσση επιγραφή, τουρκική και ελληνική, της κρήνης των Θέρμων.

Λημνιακή λιθογλυπτική Δέσποινα Βογδάνου-Κωνσταντίνου

Την άφθονη πέτρα της Λήμνου δούλευαν οι πετράδες με μεράκι και τα δημιουργήματά τους βρίσκονται διάσπαρτα στο νησί. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο μάστορας που είχε για βοηθούς τους γιούς του, που μάθαιναν έτσι τα μυστικά της δουλειάς. Την τέχνη των πετράδων θαυμάζουμε στις εκκλησίες και τα καμπαναριά, ιδιαίτερα στο τέμπλο του Αγίου Κωνσταντίνου στο χωριό Ρωμανού. Και στα αρχοντόσπιτα: κατώφλια, υπέρθυρα, παραστάδες, ποδιές παραθύρων, τζάκια, που όχι μόνο τα πελεκούσαν αλλά τα τοποθετούσαν κιόλας. Το μεράκι τους διατρανώνουν τα υποστηρίγματα (φουρούσια) των μικρών μπαλκονιών από πελεκητή πέτρα, στολισμένα με ανάγλυφα πουλιά, λουλούδια, γρύπες, λιοντάρια. Η τέχνη τους έφτιαξε κρήνες, χείλη πηγαδιών και τις ποδιές τους ολόγυρα, γούρνες. Δικά τους είναι και τα λιτά ηρώα με τα πετρωμένα δάφνινα στεφάνια. Και για τους κοινούς νεκρούς σμιλέψανε πέτρινα αγγελούδια, γλάστρες, λουλούδια, άγκυρες και άλλα παρόμοια θέματα. Η συγγραφέας παραθέτει όσα ονόματα πετράδων κατάφερε να συγκρατήσει η προφορική παράδοση.

Σημείωμα για το παραδοσιακό λημνιακό σπίτι Χάρης Βαξεβανέρης

Το λημνιακό παραδοσιακό σπίτι έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, έχει τετράριχτη κεραμιδένια σκεπή και είναι χτισμένο όλο με εμφανή πέτρα. Γυμνό από δέντρα, το νησί προμηθευόταν ξύλο από το Άγιο Όρος, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και τη Θράκη. Ο ασβέστης δεν ήταν σε χρήση αφού και αυτός εισαγόταν από τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο ή το Άγιο Όρος. Ανάλογα με τους χώρους που το απαρτίζουν και τη γενικότερη αρχιτεκτονική του μορφή, το λημνιακό σπίτι χωρίζεται σε τέσσερις τύπους: α. Μονώροφο σπίτι (καλύβι ή χαμόγειο) β. Διώροφο σπίτι με εξωτερική πέτρινη σκάλα γ. Διώροφο σπίτι με αξάτα . «Αξάτα» ονομάζεται ο χώρος που προστίθεται στην πρόσοψη της απλής διώροφης οικίας. Έχοντας στέγη επίπεδη χρησιμεύει σαν εξώστης δ. Διώροφο σπίτι με αξάιτο. Το «αξάιτο» είναι δωμάτιο με υπόστεγο κτισμένο πάνω στην αξάτα. Πέρα από την αγροτική αρχιτεκτονική, στα εύπορα χωριά και ιδίως στην πρωτεύουσα, τη Μύρινα, αναπτύχθηκε η αστική αρχιτεκτονική που δεν έχει ακόμη μελετηθεί.

Άλλα θέματα: Μουσείο Iστορίας, παιδικού παιχνιδιού και βιβλίου στη Mύρινα Χρήστος Μπουλώτης

Το Μουσείο παιχνιδιών (Spielzeugmuseum) στη Νυρεμβέργη έδωσε το 1978 στο συγγραφέα το ερέθισμα να στήσει στη γενέτειρά του ένα μουσείο αντίστοιχο. Έτσι ξεκίνησε τη συλλογή του. Πάνω από έξι χιλιάδες παιχνίδια καλύπτουν το χρονικό φάσμα από το β΄μισό του 19ου αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Γνώμονας στο στήσιμο της συλλογής ήταν η ανάδειξη της ελληνικής πραγματικότητας. Από το αστικό και μεγαλοαστικό παιχνίδι έως το ευτελές πανηγυριώτικο ή αυτοσχέδιο παιχνίδι εικονογραφείται όλη η κοινωνική διαστρωμάτωση με τη συναφή ιδεολογία. Γύρω από τη δυαδικότητα αγορίστικο – κοριτσίστικο παιχνίδι αρθρώνονται οι θεματικές ενότητες. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στα τρένα, αυτοκίνητα και καράβια, ενώ πολυάριθμες ομάδες απαρτίζουν τα τσίγκινα λιθόγραφα και τα κουρδιστά παιχνίδια, οι κατασκευές, οι μαριονέτες κ.ά. Οι λαϊκές αυτοσχέδιες κατασκευές και τα παραδοσιακά παιχνίδια του δρόμου από τη Λήμνο κατέχουν ξεχωριστή θέση. Για την πληρέστερη τεκμηρίωσή του, το παιχνίδι έχει αναζητηθεί σε παλιά χαρακτικά, ζωγραφικά έργα, καρτ-ποστάλ, φωτογραφικές αποτυπώσεις και σε κείμενα. Συμπληρωματική της ιστορίας των παιχνιδιών, η ιστορία του παιδικού βιβλίου εκπροσωπείται από εκατοντάδες παλιά παιδικά βιβλία, κάποια σε εξαιρετικά σπάνιες εκδόσεις. Το μουσείο στη Λήμνο οφείλει πολλά στους «δωρητές ψυχής» που αποχωρίστηκαν και δώρισαν τα δικά τους παιχνίδια. Δυο βασικές αρχές διέπουν τα σχέδια για το Μουσείο: α) να μην υποβαθμιστεί ο θαυμαστός κόσμος του παιδικού παιχνιδιού σε άψυχα μουσειακά εκθέματα, β) το παιχνίδι να είναι σταθερά παρόν στην ευρύτερη έννοιά του ως κινητήριου παράγοντα για τη δημιουργία πολιτισμού, άποψη που εικονογραφείται ανάγλυφα στο βιβλίο του Χουιζίνγκα Homo Ludens.

Η «Κιβωτός» περιοδεύει στη Λέσβο και τη Λήμνο Εύη Πίνη, Νάνσυ Σελέντη

Εν είδει κινητής έκθεσης, το μουσειολεωφορείο μεταφέρει στο κοινό που αδυνατεί να επισκεφθεί το μουσείο μια αποσπασματική του εικόνα. Οι ρόλοι αντιστρέφονται, το μουσείο επισκέπτεται το κοινό του. Η ιδέα έχει εφαρμοστεί δεν είναι καινούρια. Για παράδειγμα, η «Ζέμπρα με ρόδες», όπως λέγεται το μουσειολεωφορείο στη Μποτσουάνα, επισκέπτεται χωριά που είναι διασκορπισμένα στην έρημο Καλαχάρι. Η Κιβωτός δημιουργήθηκε από τη συνεργασία της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Λέσβου με το Κέντρο Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του ΥΠ.ΠΟ και την Κ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η Κιβωτός θέτει πολλαπλούς στόχους: παιδαγωγικούς, μουσειακής δεοντολογίας, κοινωνικού περιεχομένου και επιμορφωτικής πολιτικής.

Meligunis Lipara, vol. VI Χρίστος Ντούμας

Στον έκτο τόμο της σειράς Meligunis Lipara, οι συγγραφείς L. Bernabò Brea και Madeleine Cavalier καταθέτουν λεπτομερή απολογισμό των ανασκαφικών εργασιών που έγιναν στη νησίδα Filicudi κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960. Εκτιμούν ότι τα Αιόλια νησιά δέχτηκαν μετανάστες από το Αιγαίο κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Τρανή απόδειξη ο οικισμός του Capo Graziano στη νησίδα Filicudi, χρονολογημένος στην περίοδο μεταξύ 2300 και 2000 π.Χ. περίπου, χρόνο άφιξης στο Αιγαίο των «Πρωτο-Ελλήνων». Κάποιος δικός τους κλάδος, πιστεύουν, εγκαταστάθηκε στο λόφο του Capo Graziano. Tα περί εισβολής των «Πρωτο-Ελλήνων» αντικρούει o Χρ. Ντούμας. Oι αρχαιολογικές μαρτυρίες, υπενθυμίζει, έχουν αποδείξει πως το Αιγαίο το εκμεταλλεύονταν οι νησιώτες του. Ως τη μεγαλύτερη απόδειξη αναφέρει την Πολιόχνη που, από τις αρχές κιόλας της τρίτης χιλιετίας π.Χ., ήταν αξιόλογος σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου πάνω στο θαλάσσιο δρόμο μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Για λόγους ακόμη ανεξακρίβωτους, η Πολιόχνη και άλλα πρωτο-αστικά κέντρα του βορειο-ανατολικού Αιγαίου εγκαταλείφθηκαν γύρω στα τέλη της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου (περί το 2300/2200 π.Χ.). Άποψη του συγγραφέα είναι ότι οι νεήλυδες της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και οι μετανάστες των Αιόλιων νησιών είναι πρόσφυγες από τη Λήμνο.

Ξεχασμένα αρχαία θέατρα: απόσπασμα από το οδοιπορικό Μέμη Σπυράτου

Η σκηνοθέτις ενδίδει στην αίσθηση της αναζήτησης, στον ίδιο τον τόπο όπου εκτυλίσσεται το Δράμα. Σε μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Λήμνου, την Ηφαιστία, σώζονται τα ίχνη του θεάτρου της που χρονολογείται στον 5ο ή τον 4ο αιώνα π.Χ. Αποσπάσματα από τονΦιλοκτήτη του Σοφοκλή οδηγούν από τη μοναξιά του ήρωα στην τελική συμφιλίωση, στην επαναφορά της πανάρχαιας τάξης.

Μουσείο: Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου Αγλαΐα Αρχοντίδου-Αργύρη

Στους χώρους του παλαιού τουρκικού Διοικητηρίου προσαρμόστηκε η σύγχρονη επανέκθεση. Τα ευρήματα, που εκτίθενται με χρονολογική σειρά, προέρχονται από τις ανασκαφές της Ιταλικής Σχολής στην Πολιόχνη, το Καβείριο και την Ηφαιστία, τα ευρήματα της Κ΄ Εφορείας από τη Μύρινα κυρίως, περιλαμβάνονται όμως και οι αρχαιότητες από την Ίμβρο που είχε στείλει ο Επίσκοπος στην Αθήνα λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή. Αντίγραφο του Έρωτα που έφτιαξε ο Λύσιππος, σφίγγες και σειρήνες συντροφιά στον Κάτω Κόσμο, Απόλλωνας κιθαρωδός, αυλητής, γυναίκες μουσικοί, από τους τάφους των αθηναίων κληρούχων μελαμβαφή αγγεία αττικά, ειδώλια και σκεύη, τα ελληνιστικά εργαστήρια κεραμικής από την Ηφαιστία και τη Μύρινα, ο αποθέτης από το Καβείριο.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στον «Άι-Στράτηγο», στους Μπουλαριούς της Μάνης, αρχαιοκάπηλοι χάραξαν με καλέμι τοιχογραφίες προκειμένου να τις αποκολλήσουν –Ιερό του Ποσειδώνα του 11ου αιώνα π.Χ., το αρχαιότερο έως σήμερα, αποκαλύφθηκε στο Ποσείδι Κασσάνδρας στη Χαλκιδική –Τον Σεπτέμβριο του 1993 ο Πωλ Φωρ παρουσίασε στη Βικελαία Βιβλιοθήκη «Μερικά κρητομυκηναϊκά τοπωνύμια σε έναν κατάλογο του Φαραώ Αμένοφι του Γ΄ (1380 π.Χ.)»

Εκθέσεις

Στις 15 Μαΐου 1994 λήγει στη Φερράρα της Ιταλίας έκθεση με αντικείμενα από το νεκροταφείο της Σπίνα, μιας πόλης μεταξύ ελληνικού και ετρουσκικού κόσμου που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. στις εκβολές του Πάδου

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Στη μνήμη της Μελίνας Μερκούρη, η Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία (Ε.Α.Ε.) κατέθεσε συμβολικό ποσό για το Μουσείο της Ακρόπολης – Με το ακρώνυμο ΘΕΤΙΣ (Θετικές Επιστήμες για την Τέχνη, Ιστορία, Συντήρηση) εμφανίζεται εταιρεία που ιδρύθηκε πρόσφατα με στόχο την παροχή υπηρεσιών σε θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς στην ελληνική και ξένη αγορά

Συνέδρια

Το Διεθνές Συμπόσιο «The Ceramics Heritage», που θα διεξαχθεί στη Φλωρεντία από τις 28 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου 1994, έδωσε στη δημοσιότητα το προκαταρκτικό του πρόγραμμα – Το 1ο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Η παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα και στις γειτονικές περιοχές» θα πραγματοποιηθεί στα Ιωάννινα, 7-11 Σεπτεμβρίου

Δημοσιεύσεις

Th. Skoulikidis & E. Kritikou, «Protective coating for marbles and stones using n-semiconductors as pigments» στο Structural Repair and Maintenance of Historical Buildings, τόμ. ΙΙΙ, 1993, σελ. 243-249 – P. Delopoulou, «Comparison of the corrosive action on Pentelic marble of mitrates and sulfates with the action of nitrogen-oxides and sulphur-dioxide», Atmospheric Environment, 26/B, 1993, σελ. 183-188

English summaries: Poliochni Alberto G. Benvenuti

The settlement of Poliochni, situated on a small precipice hill overlooking the sea on the eastern coast of the island of Lemnos opposite Troad, is one of the most significant sites of the Early Bronze Age in northern Aegean. Systematically excavated in the years 1931-1936, 1951-1953 and 1956 has, since 1985, become the objective of a wide restoration and exploitation campaign which, starting back from 1990, is also offering the possibility of re-examining the archaeological data. Being originally a village of huts in curvilinear plan, it substituted for an urban settlement, with megaron-type houses and imposing public buildings, whose inhabitants had a remarkable knowledge of metal work techniques. The settlement, surrounded by magnificent walls, was occupying the slope of the hill for almost the entire third millennium B.C., though less consistent traces indicate a more sporadic inhabitation even during the second millennium. The archaeological data prove as certain the relations of Poliochni with Troy and the other centers of the Troad, the northern Aegean, the Cyclads, in a major degree, as well as with important centers of mainland Greece. The necropolis of the settlement has not been located as yet, however, the intramural burials, not only of children, reveal an established ceremonial, rich in socio-cultural significance.

The Sanctuary of the Kabeiroi on Lemnos. Luigi Beschi

Although the origin of the cult and the genealogy of the Kabeiroi have remained obscure, the excavations of the Italian Archaeological School at cape Chloe have advanced our relevant knowledge. According to the results of this research project, that was initiated in 1937-1938 and has been continuing from 1982 until today, it seems highly probable that the first known sanctuary of the Kabeiroi with the oldest in the Greek region Telesterion was situated there. A number of graffiti on pottery finds, drawn in the same alphabet and leanguage with the known Tyrrenian stele from Kaminia, of the sixth century B.C. -presently in the National Archaeological Museum of Athens-, prove beyond doubt that this sanctuary is related with the Tyrrenians and that the problem of their origin as well as of their arrival to Lemnos is in all probability connected with the first appearance of the Kabeirian cult in the Aegean basin.

Myrina Under the Light of Excavations Aglaia Archontidou - Argyri

The excavational research of the last decade at Myrina, Lemnos, has brought into light new, abundant data concerning the ancient topography of the city and the history of the island. The remnants of a large littoral settlement at the site Richa Nera, which seems to resemble Poliochni, are proven to be of special importance for the inhabitation of Lemnos during the Early Bronze Age. As regards the historic times, the location of sanctuaries in and outside of Myrina, ceramic and koroplastic workshops, fortifications, cemeteries etc., certifies on the one hand the importance of the city -equal to that of Hephaestia- from the eighth century B.C. to the Roman period, included, and on the other its considerable extension.

The Inscriptions of the Archaeological Museum of Myrina, Lemnos Lillian Acheilara

The few inscriptions of the Archaeological Museum of Myrina, few if only compared to the plethora of the recorded ones in the bibliography for Lemnos, do not fall short of valuable information on history, civilization, religion and the general course of the island in antiquity and especially on the status quo that prevailed on Lemnos after the Athenians, under the leadership of Miltiades, took over and established there their klerouchoi. These inscriptions derive from excavations on Lemnos -at Myrina, Hephaestia and the Sanctuary of the Kaveiroi-and from accidental finds from this as well as from the neighboring Imbros and Tenedos island. Most of the inscriptions are decrees honouring individuals, natives or kierouchoi, who, in various ways, had benefited the demoi of the Lemnian "dipolis" (» with two cities). Funerary and votive inscriptions also exist while others are relevant to the liberation of slaves or to setting the boundaries of sanctuaries, houses and fields.

The traditional house of Lemnos

Simplicity and popular wisdom have dictated the formation and layout of the traditional house of Lemnos, a type of dwelling that has been adopted throughout the rural settlements and villages of the island and belongs to the broader rural architecture of Greece. It is a one or two-storied house with an oblong groundplan, built with visible stone masonry and topped with a double-sloping tiled roof. The Lemnian peasant -usually a farmer and cattle-breeder- in his role of architect has created the proper structure and layout for meeting his everyday needs. By composing his dwelling with simplicity and harmony, he has achieved a purely functional result, which could very well serve as a source of inspiration for contemporary architecture.  

Lemnian stonecarving Despoina Vogdanou - Konstantiou

The art of stonecarving has a long and rich tradition on Lemnos; the rocky mountains of the island have always supplied the necessary raw material in abundance. Unfortunately, this traditional art has almost completely vanished.The various creations of the stonecarvers, however, who worked with inspiration and excessive artistry for the embellishment of churches, mansions, funerary monuments and Heroa, bridges, fountains etc. These craftsmen still remain witnesses of its passed glory. From the great number of popular stonecarvers, who were active periodically on Lemnos, oral tradition has only preserved some of their names.

Aspects of the Popular Culture of Lemnos Angelos Delivorias

The author of the article puts certain questions regarding the traditional art of Lemnos, which remains practically unknown, due both to the absence of relevant evidence and to bibliographical poorness. Using as a starting point some figurative documentations of foreign travellers, he firstly approaches architecture, which periodically has more effectively attracted the scientific interest, and then continues with the examination of the interior decoration of houses. He advances further to an attempt of investigating woodcarving and painting, the latter been also conjectured by the ascertained work of modern folk artists. General remarks follow about the ceramic tradition and embroidery that must have been flourishing at the end of the eighteenth and the beginning of the nineteenth century, also interwoven with the embellishment of the Lemnian costume. The evolutionary course of the latter is traced through the impressions of travellers as well as on the basis of the few surviving specimens. In sharp contrast, the gold and silversmith's products are non-existent, as at least can be judged from the present results of the relevant research.

Koukonissi Christos Boulotis

As the excavations at the proto-urbanistic settlement of Poliochni have proven, the island of Lemnos has in many ways played an extremely important role in the framework of the so-called Trojan Civilization during the Early Bronze Age. According to the mythical tradition and the archaeological evidence the contribution of the island to the adoption and the Aegean transmission of the new revolutionary know-how, Metallurgy, was, as it seems, decisive. Primarily, the privileged geographic position of Lemnos -at the entrance to the Dardanelles, across the Troad- in combination with its suitable land morphology -fertile, broad plains and safe ancorages- must be considered as the basic factors for the cultural thriving of the island during this period. Thus, an impressive network of littoral, in their majority, settlements was developed, which still await for the archaeologist's pickaxe. One of these settlements, among the most important at it seems, is the Koukonissi isle, south of Lemnos, at the inner part of the Moudros Bay. The first surveys, besides a number of sherds from the historic period, produced abundant evidence of prehistoric inhabitation, especially at the northern part of the isle. Scattered building remnants, ceramics and clay spindles -perfectly corresponding to those from Poliochni and Troy-, sea-shells, scraps of consumed food, as well as a plethora of stone tools ascertain the great importance of Koukonissi during the Early Bronze Age. The finds surveyed so far, mainly ceramics, reliabiy witness to many superposed building phases. The inhabitation of the isle also went on during Middle and Late Bronze Age, as it is proven by the presence of Mycenaean sherds as well. Now is the turn for the systematic excavational research that has been scheduled to commence this year.

The Traditional Fountains of Lemnos Christos Boulotis, Olga Vaxevaneri

In the rich architectural polyptych of the island, the traditional fountains comprise an especially important chapter of the anonymous, in most cases, folk creation and serve as an indispensable vehicle of the local micro-history. The majority of the surviving fountains is dated from the second half of the nineteenth century to the beginning of the 1940's, included. Some of them and a few older ones have occasionally, and for various reasons, attracted the interest of foreign travellers. On the basis of the type of their roofing the fountains of Lemnos are divided in two groups: a. roofed fountains with supporting props and a free, functional space, similar to a vestibule, for weather protection of those waiting there for getting water, and especially of women while doing their laundry, b. unroofed fountains with a solid facade —from where the spout appears - in numerous morphical variations. Their sculptural decoration, mostly of symbolic character (cross, resettes, human and angelic heads, daemonic creatures, etc.) is sparing, although some examples exhibit a surprising sophisticated embellishment. Nevertheless, most fountains bear inlaid inscriptions referring to the year of their foundation and to the name of the sponsor, the latter being either the community or local benefactors or occasionally foreign dignitaries. The name of the craftsman, with a sole exception, is silenced; it has been entrusted to the oral tradition, which however is often forgerfull.

The Fire Technology on Age Lemnos in the Early Bronze Age Christos Doumas

The third millennium B.C. was a period of high prime for Lemnos. The first town of Europe was founded on its land, since the island happens to be situated at the cross-roads connecting two seas -the Aegean with the Euxine Pontus- at the most critical moment of the Aegean history. Mastering the technology of fire, the Aegean society started advancing by leaps and bounds towards its emancipation and, consequently, civilization. Specialized knowledge and raw materials for the development of metallurgy in the Aegean seem to be transferred from the eastern coasts of Euxine Pontus through the Vosporus and the Hellespont straits.Thus, Lemnos functioned as the first station of import and transmission of the new technology and its products. This is attested by the archaeological finds and is also echoed by the ancient myths about Hephaestus, the Kabeiroi, the Golden Fleece and the Argonauts.

The Mintage of Lemnos Vasso Penna

This short article is the early outline of a thorough study on the mintage of Lemnos. Special emphasis is laid on the dating of certain types of coins, which coincide with important stages of the historic evolution of the two local mintages, these of Myrina and Hephaistia. The conclusions drawn still being provisional and the coins' evidence fragmentary, cannot reject or confirm whatever theories are revealed through the study of the island's history or slightly suggested by concrete archaeological data. However, the concise description of types, brief iconographical commentary, and the search of chronological evidence are only a few of the excitements involved in this study. Nevertheless, on the basis of the frequency that local coin issues are found all over the island, the variety of iconographic types and the degree of differentiation of the coinage stamps, it is certain that the productive activity of both mints of the island remained in high levels throughout the Hellenistic period, although clear indications do exist for even earlier historic phases.

Kotzinos, the Medieval Fortress of Lemnos Charalambos Pennas

Kotzinos, the most important Medieval town and commercial harbour of Lemnos, second only to Palaeokastron (Kastro - Myrina), is located at the northern side of the island, close to the ancient Hephaestia, at the inner spot of the Bournias Bay. The gradual degeneration of the harbour of Hephaestia, mainly due to accumulation of silt during the Late Roman period, created the need for a bigger and safer harbour like Kotzinos, which thus was founded in the Middle Byzantine years. Today Kotsinas is a small village of fishermen in which the ruins of the Medieval walls represent the only witness to the second most important town of Lemnos during the Middle Ages. The financing of a peliminary research in the area, coupled with the "European" interest in fortified settlements that are endangered to vanish, offered the opportunity for an in situ investigation and study of the remaining evidence. The combination of the archaeological and historical data proves that the Medieval fortress Kotzinos -and its broader region- has been of crucial importance, since it could, and still can control the Hellespont straits, the major commercial station of the sea-route to Constantinople. Its significance is further ascertained by the continuous conflict mainly between Byzantine and Venetian merchants for the domination of the area as well as by the strong interest of the monasteries of the Mount Athos in their properties on the island, the metochia that occupy the most fertile land of Lemnos.

The Mandres of Lemnos Nikos Sifounakis

The architecture of the cattle-breeders of Lemnos is an Unknown Architecture that it is usually passed by without being evaluated. The products of this architecture are called mandres (= pens) not only on Lemnos but throughout the Aegean as well. They are made of simple materials, stone, wood and canes and their building technique remains unchanged in the span of 4000 years -from the Prehistoric period until today- as unaltered are the needs these structures serve. Still today on Lemnos hundreds of such buildings welcome and shelter the shepherd and his flock. On the basis of the cattle character of the area -pure or mixed- and the capacity of the flock the mandres are divided in five types: Type A: Original, B: Agricultural, C: Agricultural-Cattle, D: Cattle, E: Family. The thorough analysis of each type offers the possibility not only the building and compositional ability of its creator to be studied but mainly the way of living in past, old times to be known and understood.

The “Kivotos” is Touring Lesbos and Lemnos Evi Pini, Nancy Selendi

The "Kivotos' (=Arc)) is a bus-museum touring the towns and villages of Lesbos and Lemnos and transporting pictures from the local history and civilization. The first acquaintance of the "Kivotos" with the school communities is made through the educational program "Eastern Aegean: Pictures from the Past. Lesbos and Lemnos from the Prehistoric Period to the Hellenistic Age" that aims to make the youths aware of their cultural heritage and its protection.

The Museum of History of Children’s Toys and Books at Myrina Christos Boulotis

"A collection of more than 6,000 toys, dating from antiquity (copies) until the beginning of the 1960's decade, as well as hundreds of rare children's books compose the core of the Museum of History of Children's Toys and Books which is going to be established soon at Myrina, on Lemnos island. In accordance with the other objectives of the museum, the creation of a relevant research center has been scheduled, aiming to the investigation of all aspects regarding the symbolic dimension of children's game, its socio-anthropolo-gical extension and financial parameter as well as its educational and therapeutic role. "  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (I) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τα επιθετικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων διακρίνονται σε: α)αγχέμαχα, δόρυ, ξίφος, εγχειρίδιο και β) εκηβόλα, ακόντιο, τόξο, σφενδόνη. Τα κύρια αμυντικά όπλα είναι η ασπίδα, ο θώρακας, το κράνος και οι κνημίδες. Το δόρυ αποτελείται από το ξυστόν, ξυσμένο ξύλο μελιάς ή κρανέας, και φέρει στο ένα του άκρο τη λόγχη. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται η σάρισα, κύριο επιθετικό όπλο της μακεδονικής φάλαγγας. Στο ξίφος, μέγεθος και σχήμα ποικίλλουν. Ξίφος μήκους 55 εκ. περίπου, τοποθετημένο στη θήκη του, τον κολεό, κρεμόταν με κοντό τελαμώνα στην αριστερή πλευρά των οπλιτών της φάλαγγας.

Τεύχος 51, Ιούνιος 1994 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Τα βυζαντινά κάστρα στη Mακεδονία και τη Θράκη Δέσποινα Ευγενίδου

Η κρίση των πόλεων του 7ου και 8ου αιώνα θα οδηγήσει τον 9ο αιώνα στη συρρίκνωση και τη μετονομασία τους. Τον 10ο αιώνα οι Βυζαντινοί με τη λέξη «κάστρο» εννοούν τειχισμένους οικισμούς, δηλαδή πόλεις. Τα κάστρα τους βρίσκονται είτε στον άξονα της Εγνατίας οδού ή στην ενδοχώρα. Ενδοχώρα της πρωτεύουσας, η Θράκη οριοθετείται από τη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης, την οροσειρά του Αίμου και τον ποταμό Νέστο που τη διαχωρίζει από τη Μακεδονία. Στην Κωνσταντινούπολη τα νέα τείχη που έκτισε ο Θεοδόσιος, κοντά σε εκείνα που είχε ορθώσει ο Κωνσταντίνος, ολοκλήρωσαν ένα πρωτοφανές για την εποχή αμυντικό έργο. Η Αναστασιούπολη και η Μαξιμιανούπολη μετονομάστηκαν σε Περιθεώριο και Μοσυνόπολη αντίστοιχα. Η Μαρώνεια κράτησε το όνομά της αλλά τα Άβδηρα μετονομάστηκαν σε Πολύστυλο. Το Πύθιο, που φέρει την επίδραση της δυτικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, και το Διδυμότειχο διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. Οχυρωμένο ήταν και το μοναστήρι των Φερών ενώ Ξάνθη και Κομοτηνή αναπτύχθηκαν μετά την οθωμανική κατάκτηση. Το τείχος της Θεσσαλονίκης, που χτίστηκε βιαστικά στα μέσα του 3ου αιώνα λόγω των γοτθικών επιδρομών, ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα. Το μόνο κτίσμα που προστέθηκε εξ ολοκλήρου είναι η ακρόπολη. Η Βέροια έζησε έως τον 20ό αιώνα ενώ οι συνομήλικοί της Φίλιπποι τη βυζαντινή περίοδο βρίσκονται ήδη σε μαρασμό. Η Καστοριά διατηρεί τείχη από την εποχή του Ιουστινιανού. Η Ρεντίνα έχει ιουστινιάνεια οχύρωση και βυζαντινό κάστρο. Το Γυναικόκαστρο, κτίσμα του Ανδρόνικου Γ΄, αποτελεί έργο νέας τεχνικής. Τα Μογλενά και τα Σέρβια άκμασαν ανάμεσα στο 10ο και 13ο αιώνα και χρησίμευσαν στην προστασία του αγροτικού πληθυσμού.

Επιστροφή στο Βυζάντιο Judith Lange

Η συγγραφέας μας καλεί να ακολουθήσουμε την Εγνατία οδό, συνοδεύοντάς την σε ένα οδοιπορικό από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Παλιός δρόμος του εμπορίου που έφτανε κάποτε ως το Δυρράχιο, η Εγνατία περνάει σήμερα μέσα από εγκαταλειμμένα ερείπια, τοπία μοναχικά και σιωπηλά. Τέτοιο είναι το βυζαντινό κάστρο στο Πύθιο. Κάτω από το βυζαντινό τείχος στο Διδυμότειχο, τσιγγάνοι και μουσουλμάνοι ζουν σε σπηλιές σκαμμένες στο βράχο. Στις Φέρες δεσπόζει η Παναγιά Κοσμοσώτειρα του 12ου αιώνα, μικρογραφία της Αγίας Σοφίας. Αγκυροβόλι στο κενό είναι σήμερα το λιμανάκι της Μαρώνειας. Αν όμως τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά ερείπια είναι σκόρπια και λιγοστά, κρυμμένο από το λόφο βρίσκεται ένα θέατρο ελληνιστικό. Η Κομοτηνή, όπως και οι Σέρρες, η Ξάνθη, η Δράμα, η Καστοριά και η Βέροια έθαψαν τη βυζαντινή τους καταγωγή κάτω από την αυθαίρετη δόμηση. Απέραντοι, αμμώδεις κάμποι περιβάλλουν τα ερείπια της Αναστασιούπολης (Περιθεώριον). Στα Άβδηρα (Πολύστυλον), οι πέτρινοι όγκοι του κάστρου γλιστρούν στην αμμουδιά και μια ερειπωμένη βασιλική είναι χτισμένη πάνω στη θάλασσα. Ο δρόμος διχοτομεί τις ανασκαφές των Φιλίππων: ρωμαϊκό θέατρο, Αγορά, βυζαντινό κάστρο, δυο βασιλικές του 5ου αιώνα. Γυναικόκαστρο και Μογλενά ταιριάζουν απόλυτα σε αυτό το πανόραμα. Τη βουκολική γαλήνη διακόπτει η κίνηση και ο δυναμισμός μιας μητρόπολης. Ακόμη και τώρα η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη Βυζάντιο: εκκλησίες, μοναστήρια, το κάστρο πάνω στην ακρόπολη με τα τείχη να περιβάλλουν το Επταπύργιο. Κυκλωμένα από κτήρια σύγχρονα, τα περισσότερα μνημεία δίνουν την εντύπωση χαμένης μάχης. Μέσα στις εκκλησίες όμως, οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά προδίδουν μια θρησκευτικότητα βαθιά, ένα αρμονικό αγκάλιασμα Ανατολής και Δύσης.

Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Eλλάδας Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη

Διανθίζοντας το κείμενό της με εκτενή αποσπάσματα από αρχειακές πηγές, η συγγραφέας ζωντανεύει τη ζωή στο Ναύπλιο μετά την απελευθέρωσή του (1822), τον διορισμό του σε «Καθέδρα της Κυβερνήσεως και της Βουλής» από την Γ’ Εθνοσυνέλευση (1827) και την άφιξη του Καποδίστρια (1828). Άμεσο μέλημα του Κυβερνήτη υπήρξε η πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας. Έντονα προβληματίζεται από την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Ναύπλιο, όπου είχαν συρρεύσει πρόσφυγες από όλη την Ελλάδα, ζώντας άθλια, σε άθλια καλύβια. Έχοντας ο ίδιος εγκατασταθεί στην Αίγινα, επιφορτίζει τον προσωπικό του φίλο, Σταμ. Βούλγαρη, μηχανικό με βαθμό λοχαγού στο γαλλικό στρατό, με την επιστασία του «πρώτου προγράμματος οργανωμένης δόμησης λαϊκής κατοικίας». Το πρόγραμμα το είχε καταρτίσει ο ίδιος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η οικοδόμηση της Πρόνοιας, στη ΒΑ πλευρά του Παλαμηδιού, αρχίζει ταχύτατα καθώς στην Ύδρα έχει εμφανιστεί πανούκλα. Η επιδημία έρχεται στο Ναύπλιο ενώ τα πρώτα παραπήγματα σε κανονικό σχέδιο είχαν αρχίσει να χτίζονται από συνεργείο 30 πελοποννήσιων μαστόρων, με αρχιμάστορες τον Μαστροζαφείρη Οικονομόπουλο και τον Μαστροαργύρη. Μέσα σε δυο χρόνια οι καλύβες που είχαν κατασκευαστεί αντικαταστάθηκαν με οίκους μεγάλους και ευπρεπείς και η Πρόνοια έγινε προάστιο.

Άλλα θέματα: Αγιογραφίες του ζωγράφου Θεόφιλου Xατζημιχαήλ Αγγελική Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου

Στη Λέσβο, σε δύο εκκλησάκια του χωριού Κέντρο σώζονται αγιογραφίες φιλοτεχνημένες από τον Θεόφιλο. Στον Άι-Γιάννη βρίσκονται «Ο Άρχων Μιχαήλ» και «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου». Στον Ταξιάρχη, οι «Άγιος Κωνσταντίνος –Αγία Ελένη», «Ο Παντοκράτωρ», ο «Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλίτης» [sic] και ο «Άγιος Γεώργιος Τροπαιοφόρος», αντιμέτωποι σε διπλό πλαίσιο, και ο «Άρχων Μιχαήλ». Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που εικονογραφούν το άρθρο τραβήχτηκαν το 1962 από τον τότε Έφορο αρχαιοτήτων στο νησί Φ. Σ. Χαριτωνίδη

Πέτρινα απομεινάρια από την κατεργασία της ελιάς στη Λέσβο Μάκης Αξιώτης

Το αρχαιότερο έως σήμερα απομεινάρι από την κατεργασία της ελιάς στη Λέσβο είναι ένα πρωτόγονο λιοτρίβι της πρώιμης Χαλκοκρατίας (2800-2000) που η ανασκαφέας της Θερμής χαρακτήρισε «πατητήρι ελιών». Στις μέρες μας, τα υπερσύγχρονα ελαιοτριβεία αντικατέστησαν ζωοκίνητους ελαιόμυλους και χειροκίνητα πιεστήρια. Δύο ήταν τα «συγκροτήματα» επεξεργασίας: το λιοτρίβι και το πιεστήριο. Στο λιοτρίβι, μέσα σε μονολιθική, κυκλική δεξαμενή, γύριζαν δυο μυλόπετρες με σχήμα τμήματος σφαίρας. Αργότερα, οι μυλόπετρες πήραν το σχήμα κόλουρου κώνου και η «κάτω πέτρα» έγινε αβαθής. Από τα μέσα του 19ου αιώνα υιοθετήθηκε η κυλινδρική μυλόπετρα. Στο πιεστήριο, πάνω σε μεγάλο κυβόλιθο στηριζόταν κυκλική, πέτρινη («κάτω») πλάκα με περιφερικό αυλάκι και στόμιο.

Η νότια κλιτύς της Ακρόπολης Θάνος Παπαθανασόπουλος

Ο όρος «αρχαιολογικό πάρκο» δηλώνει τη συνύπαρξη συνόλου αρχαίων μνημείων και πρασίνου σε αστικές περιοχές και προϋποθέτει την ένταξή του στους συχνούς περιπάτους των πολιτών. Προτού όμως η νότια κλιτύς της Ακρόπολης αναβαθμιστεί σε πάρκο, πρέπει να προστατευτούν και να αναβαθμιστούν τα μνημεία της. Το θέατρο του Διονύσου σώζει υπολείμματα αλεπάλληλων σκηνικών κατασκευών που καλύπτουν επτά αιώνες. Σώζεται η μορφή και το δάπεδο της ορχήστρας των ρωμαϊκών χρόνων και από το κοίλο των χρόνων του Λυκούργου διατηρούνται στη θέση τους το 15% των εδωλίων, ενώ περίπου άλλα τριακόσια ακέραια εδώλια βρίσκονται διασκορπισμένα στο χώρο. Άρα, το κοίλον του θεάτρου μπορεί να αποκατασταθεί. Τα θεμέλια των σκηνικών κατασκευών επιβάλλεται να προστατευτούν με κατάχωση. Να καταχωσθούν πρέπει και τα θεμέλια των δύο ναών του Διονύσου, αυτού του 6ου αιώνα π.Χ και του νεότερου. Τεράστιο πρόβλημα αποτελεί εδώ η φθορά του κροκαλοπαγούς λίθου των θεμελίων που τα βλέπουμε να χάνονται μέρα με τη μέρα. Ως προς το «Ωδείο του Περικλή», υπόστυλο οικοδόμημα στεγασμένο με τα ξύλα των περσικών πλοίων που καταστράφηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, εκκρεμεί η ολοκλήρωση της ανασκαφής που διακόπηκε το 1932. Το κτηριακό συγκρότημα του Ασκληπιείου θα έπρεπε να στεγάσει τα αγάλματα και τις επιγραφές του. Τι γίνεται όμως με τα χιλιάδες μαρμάρινα ευρήματα, κατάσπαρτα στον αρχαιολογικό χώρο; Μια εφικτή λύση είναι η στέγαση της Στοάς του Ευμένη με διώροφο στέγαστρο, κατά το πρότυπο της Στοάς του Αττάλου. Δεν θα μένει τότε παρά να αποκατασταθεί ο ωραιότερος περίπατος του κόσμου, ο Περίπατος που περιέτρεχε την Ακρόπολη.

Αρχαιότητες σε σύγχρονο πολεοδομικό ιστό. Εμπειρίες από τη Θεσσαλονίκη Ευαγγελία Χατζητρύφωνος

Πως θα ενταχθεί στο σήμερα ένα δομημένο περιβάλλον του παρελθόντος; Σε υπό ανάπτυξη πολεοδομικές ενότητες, όπως οι επεκτάσεις σχεδίου πόλεως, οι αρχαιολογικοί χώροι ή τα μεμονωμένα μνημεία ή σύνολα εντάσσονται με σχεδιασμό που έχει γίνει εκ των προτέρων. Αν όμως πρόκειται για ήδη διαμορφωμένο πολεοδομικό ιστό, τότε χρειάζονται σημειακές επεμβάσεις για να αξιοποιηθούν. Ο ιστορικός πυρήνας της Θεσσαλονίκης ανήκει στη δεύτερη περίπτωση Ο επανασχεδιασμός της Θεσσαλονίκης από τον γάλλο πολεοδόμο E. Hébrard αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917, θεωρείται πανευρωπαϊκά το πρώτο μεγάλο πολεοδομικό εγχείρημα του 20ού αιώνα. Αντικατοπτρίζοντας τις αντιλήψεις της εποχής, το ιστορικό μνημείο αποτέλεσε το επίκεντρο του πολεοδομικού ιστού της περιοχής του. Περίοπτο στο κέντρο μιας πλατείας, το μνημείο απομονωνόταν από το παραδεδομένο περιβάλλον του. Στο σχεδίασμα του νέου πολεοδομικού ιστού, βασισμένου σε ορθογώνια κάνναβο με έντονες διαγωνίους, δεν λήφθηκε υπόψη ούτε η ιστορική τοπογραφία της πόλης ούτε ο προϋπάρχων πολεοδομικός ιστός –με εξαίρεση τους βασικούς άξονες των οδών Βενιζέλου, Εγνατίας, Αγ. Δημητρίου, Αγ. Σοφίας, στους οποίους προστέθηκε νέος μνημειακός άξονας, η οδός Αριστοτέλους. Στη Θεσσαλονίκη, μόλις πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, η αρχαιολογική έρευνα ήταν ακόμη ανύπαρκτη και άγνοια επικρατούσε για την ιστορική τοπογραφία της πόλης. Άλλωστε πολιτικές σκοπιμότητες υπαγόρευσαν τόσο την ταχύτητα στο σχεδιασμό όσο και τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία περί αύξησης συντελεστή και ποσοστού κάλυψης. Οι σημερινές προσπάθειες για να ξαναβρεί η πόλη κάτι από τη φυσιογνωμία της μέσα από τον μνημειακό της πλούτο συγκλίνουν στην κατά το δυνατό ομαδοποίηση μνημείων σε ζώνες (ή «αρχαιολογικούς περιπάτους»). Οι ζώνες σήμερα διαγράφονται ως εξής: Α. Ζώνη ανατολικών τειχών (Λευκός Πύργος – Επταπύργιο) Β. Κεντρική ζώνη (Πλατεία Αριστοτέλους – Άγιος Δημήτριος) Γ. Ζώνη δυτικών τειχών (Λαδάδικα – Βόρεια τείχη) Δ. Ζώνη βορείων τειχών και Άνω Πόλη (Βόρεια τείχη έως Επταπύργιο) Ε. Διάσπαρτα μεμονωμένα μνημεία χωρίς άμεση σύνδεση με τις ζώνες. Η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου διέπεται από κάποιες αρχές, όπως: την έρευνα και τεκμηρίωση των αρχαιοτήτων, ως εργασία υποδομής για την ένταξή τους στον πολεοδομικό ιστό• τη διαφύλαξη της ιστορικής συνέχειας του δομημένου περιβάλλοντος και της διατήρησης όλων των φάσεών του, κ.ά.

Μία περίπτωση διάσωσης Κώστας Παπαπαναγιώτου, Σπύρος Τσίμας, Μηνάς Χατζηχρήστου

Στην πλατεία Κλαυθμώνος, ο έμπορος Ιωάννης Σκυλίτσης έκτισε το 1844 ημιτριώροφη πολυτελέστατη κατοικία. Το κτήριο περιήλθε το 1884 στο Ελληνικό Δημόσιο και στέγασε το υπουργείο Ναυτικών. Από το 1975, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει δύο ακόμη ορόφους, το ιστορικό κτήριο στεγάζει τη Διοίκηση Δοικητικής Μέριμνας Ναυτικού. Νεοκλασικό με στοιχεία ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, το «Υπουργείο Ναυτικών» προβάλλει περήφανα τους τοσκανικούς μονόλιθους (παραστάδες) της κεντρικής του εισόδου. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα παράθυρα και η χτιστή πέτρα του ισογείου. Στο εσωτερικό του κτηρίου εντυπωσιάζει ο ζωγραφικός διάκοσμος οροφών και τοίχων του 1ου και του 2ου ορόφου. Στο άρθρο περιγράφονται οι διαδικασίες αποκάλυψης, συντήρησης και αισθητικής αποκατάστασης της κεντρικής οροφογραφίας και των αντίστοιχων τοιχογραφιών στον 2ο όροφο. Αποκαλύφθηκαν στρώματα επιζωγραφήσεων και επιχρισμάτων πάχους 0,5 εκ. Στην οροφογραφία εντοπίστηκαν δύο στρώσεις κονιάματος, με συνδετικό ασβέστη, στρωμένες σε πανό από λεπτά καλαμάκια (μπαγδατί) καρφωμένο σε ξύλινο σκελετό. Τα χρώματα περιέχουν χρωστικά σε σκόνη, με συνδετικό φυσική οργανική κόλλα. Στην οροφή του 2ου ορόφου, σε έκταση 30 τ.μ. περίπου, εναλλάσσονται τετράγωνα και ορθογώνια παραλληλόγραμμα με κεντρική ροζέτα, πλαισιωμένα από λεπτότερα ορθογώνια πλαίσια με φυτικό διάκοσμο και αγγελικά πρόσωπα στο κέντρο. Στα μοτίβα κυριαρχούν τα χρώματα χονδροκόκκινο, γαλάζιο, πράσινο, διαβαθμίσεις του γκρίζου, άσπρο, μαύρο και μωβ. Οι ιταλοί ζωγράφοι, που κυρίως φιλοτεχνούσαν τις οροφές στα μέσα του 19ου αιώνα, πετύχαιναν αρμονία θερμών και ψυχρών χρωμάτων και σωστή διαβάθμιση της φωτοσκιάς προς όφελος της πλαστικότητας. Η επίδραση από τυπωμένα πρότυπα, σαν τα υπογεγραμμένα από ευρωπαϊκά τυπογραφεία που βρίσκονται στο αρχείο του Κίτσου Μακρή, είναι προφανής.

Ο εποικισμός του Λονδίνου. 15.000 χρόνια μετανάστευσης από το εξωτερικό: μια μουσειολογική πρόταση Ελεάνα Γιαλούρη

Η έκθεση «Ο εποικισμός του Λονδίνου. 1500 χρόνια μετανάστευσης από το εξωτερικό» δεν ξεφεύγει από την παράδοση του Μουσείου του Λονδίνου: τις ειδικές εκθέσεις που το Μουσείο διοργανώνει για διάφορες όψεις της λονδρέζικης ζωής, τη δραστηριότητά του που στοχεύει στη δυναμική του ένταξη στην κοινωνία του Λονδίνου, καθιστώντας το ζωντανό κύταρο της καθημερινής του ζωής. Η προσέγγιση του θέματος είναι βαθιά αντιρατσιστική. Μια συνοπτική ιστορία του Λονδίνου, από την ίδρυσή του το 50 π.Χ. έως σήμερα, παρουσιάζεται ως αφήγηση της μετανάστευσης ποικίλων ομάδων, εθνοτικών (ethnic), φυλετικών και θρησκευτικών. Οι ομάδες αυτές δεν προσεγγίζονται μεμονωμένα αλλά ως σύνολο, δείχνοντας έτσι ότι η μορφή και η ανάπτυξη της πρωτεύουσας είναι το αποτέλεσμα της κοινής τους συνεισφοράς. Στην έκθεση τα μουσειακά αντικείμενα παρουσιάζονται ως μέσα μιας γενικότερης πραγματικότητας, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής, μέτοχοι και μάρτυρες ενός πολυσχιδούς παρελθόντος. Για το λόγο αυτό, ακόμη και τα κοινής χρήσης αντικείμενα διεκδικούν, σε επίπεδο ιστορικό-αρχαιολογικό, ίση μεταχείριση με ένα έργο τέχνης. Ο στόχος της έκθεσης κάθε άλλο παρά εξαντλείται στον ενημερωτικό και παιδευτικό της χαρακτήρα. Πρόκειται για μια μοναδική κοινωνικοπολιτική προσφορά. Καταφέρνει να συνδέσει το χθές με το σήμερα και βοηθάει την κάθε κοινότητα να βρει τη θέση της στην ευρύτερη πολυεθνική κοινωνία του Λονδίνου. Είναι προφανές ότι η ύπαρξη στην Αθήνα ενός Μουσείου της ιστορίας της πόλεως, που θα αναπτύσσει δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές του Μουσείου του Λονδίνου και θα λειτουργεί ως πολιτισμικός και εκπαιδευτικός πυρήνας για τους κατοίκους της, είναι σχεδόν ζωτική ανάγκη.

Comte de Caylus ή Johann Joachim Wincκelmann – Ένας ή δύο οι πατέρες της Κλασικής Αρχαιολογίας; Αντρέας Ανδρέου

Ο Comte de Caylus (1692-1765) υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του ανερχόμενου στην Ευρώπη «νεοκλασικισμού». Άνθρωπος των γραμμάτων, σπουδαίος συλλέκτης αρχαιοτήτων και πρωτο-αρχαιολόγος θα ταξιδέψει στην Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τα παράλια της Μ. Ασίας και την ηπειρωτική Ελλάδα (1714-1717). Οι επόμενες αρχαιολογικές του έρευνες θα γίνουν «από την πολυθρόνα» του στο Παρίσι. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών και της Ακαδημίας των Επιγραφών και Γραμμάτων. Έχοντας αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1720 να ασχολείται εντατικά με τη χαλκογραφία, έχει τη δυνατότητα να πλαισιώνει τις δημοσιεύσεις αντικειμένων της συλλογής του με δικά του χαρακτικά. Στο βιβλίο του για τα χρυσά νομίσματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η επικέντρωσή του στο αντικείμενο αυτό καθαυτό συνιστά ένα βήμα προς τη μοντέρνα μορφή του ειδήμονα κριτικού. Στο χρονικό διάστημα 1752-1760, δημοσιεύει το εξάτομο και πλούσια εικονογραφημένο έργο του Recueil d’antiquités égyptiennes, etrusques, grecques, romaines et gauloises, από το οποίο θα αντλούν οι σχεδιαστές του νεοκλασικισμού για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Η απορρόφησή του στη διαδικασία της συλλογής, η μορφολογική του επεξεργασία μεμονωμένων αντικειμένων δεν του επέτρεψαν να προβάλει μια σφαιρική, θεμελιακή θέση για την ιστορική ανάπτυξη της αρχαίας τέχνης. Το μοντέλο επεξεργασίας της αρχαίας ελληνικής τέχνης του Caylus διέφερε ουσιαστικά από αυτό του Winckelmann. Οι δύο συμφωνούν ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός είναι κατώτερος του αρχαίου ελληνικού, ο Caylus όμως αναγνώριζε στην αρχαία Αίγυπτο έναν ακόμη εξέχοντα πολιτισμό. Άποψή του ήταν ότι ναι μεν οι πολιτισμοί έχουν αμοιβαία αλληλεξάρτηση, ωστόσο κοινή τους προέλευση και επιρροή είναι ο πολιτισμός των Αιγυπτίων.

Αρχαίο θέατρο. Σκηνή και «σκηνογραφικά» βοηθήματα Πλάτων Αλεξίου

Η σκηνή του θεάτρου ήταν ένα επίμηκες σταθερό οικοδόμημα πίσω από την ορχήστρα, ξύλινο στους κλασικούς χρόνους, λίθινο στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, που υπηρετούσε πολλαπλές λειτουργικές ανάγκες: πάνω της παρουσιαζόταν το σκηνικό φόντο, το εσωτερικό της ήταν το παρασκήνιο για την αλλαγή κοστουμιών, κ.ά. Βασικό σκηνικό ήταν η όψη ανακτόρου ή ναού που κάμπτονταν σε σχήμα Π καταλήγοντας σε δυο προσκήνια. Η μεσαία από τις τρεις θύρες ονομαζόταν «βασίλειος». Κινητοί ζωγραφικοί πίνακες, τα «παραπετάσματα» ή «καταβλήματα», λειτουργούσαν ως σκηνικά άλλων σκηνικών παραστάσεων. Για να δείξουν το εσωτερικό ενός χώρου ή κάποιον ήρωα ή θεό επί σκηνής, χρησιμοποιούσαν το «εκκύκλημα», μια τροχήλατη πλατφόρμα. Οι «περίακτοι» ήταν περιστρεφόμενες μηχανές με τρεις όψεις και με διαφορετική στην καθεμιά τους διακόσμηση. Για τους «από μηχανής θεούς» χρησιμοποιούσαν ένα συνδυασμό γερανού, τροχαλιών και σχοινιών. Σημείο εμφάνισης θεών ήταν και το «θεολογείο». Το «κεραυνοσκοπείο» συνοδευόταν από το «βροντείο». Άλλες μηχανές ήταν το «στροφείο», η «σκοπή», το «τείχος», ο «πύργος» και η «διστεγία». Για την ανάδυση φαντάσματος από τον Κάτω Κόσμο υπήρχαν οι «χαρώνειοι κλίμακες». Ανάλογες καταπακτές ήταν και τα «αναπιέσματα». Δεν γνωρίζουμε αν την όψη της σκηνής κάλυπτε κάποιο παραπέτασμα, «προσκήνιο» ή «αυλαία». Το όνομα του έργου ήταν γραμμένο σε ειδικό πλαίσιο που λεγόταν «φρυκτώριο». Ανάλογα με το περιεχόμενο, επάνω στη σκηνή συχνά τοποθετούνταν αγάλματα ή βωμοί θεών, ερμαϊκές στήλες, όψεις τάφων κ.ά. Η εμφάνιση άμαξας ή ιππέα γινόταν από το «κλισίον». Τη σκηνογραφική πανδαισία της τραγωδίας, του σατυρικού δράματος και της κωμωδίας ολοκλήρωναν τα κοστούμια των ηθοποιών και τα κάθε λογής εξαρτήματα.

Μία άλλη πρόταση. Νέες χρήσεις σε υφιστάμενα κτήρια: κτήριο «Φιξ» Αντώνης Βεζύρογλου, Νίκος Σιαπκίδης και άλλοι

Η επιστημονική ομάδα, που υπογράφει ένα εμπεριστατωμένο άρθρο, συνδυάζει την αποτυχία και των τριών διαγωνισμών που προηγήθηκαν για το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως (Ν.Μ.Α.) με την επίμονη επιλογή της «θέσης Μακρυγιάννη». Με την πρόταση «Φιξ» το Ν.Μ.Α. ενσωματώνεται στην οπτική της πολεοδομικής ενοποίησης του ιστορικού κέντρου και των αρχαιολογικών χώρων. Είναι αυτονόητο ότι η πρόταση θεμελιώνεται στην αρχή να χρησιμοποιούνται παλαιά κτηριακά κελύφη για την ενσωμάτωση άλλων λειτουργιών. Η πρόταση οργανώθηκε με βάση γενικά κριτήρια στα οποία τώρα προστίθενται και κάποια συμπληρωματικά. Ένα από αυτά είναι η επιτακτική ανάγκη αναζήτησης ασφαλούς χώρου για τη στέγαση των αρχιτεκτονικών μελών και του γλυπτού διακόσμου που προέρχονται από τις συνεχιζόμενες εργασίες αποκατάστασης των μνημείων της Ακρόπολης. Χωρίς αξιολογική σειρά απαρίθμησης, τα γενικά κριτήρια κατατάσσονται άλλοτε σε αντιδιαστολή και άλλοτε σε παράλληλη σύγκριση με τα κριτήρια που παρουσιάζονταν στο αρχικό προσχέδιο του διαγωνισμού του ΥΠ.ΠΟ. Τα κριτήρια της πρότασης «Φιξ», που οι συγγραφείς παρουσιάζουν αναλυτικά, είναι: 1. Η απόσταση του οικοπέδου από τον αρχαιολογικό χώρο και η ευχέρεια πρόσβασης σε αυτόν 2. Το μέγεθος και η μορφή του οικοπέδου και του εργοστασίου «Φιξ» 3. Ο αριθμός και το κόστος των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων 4. Η ύπαρξη αρχαιοτήτων και η αξιολόγησή τους 5. Το κυκλοφοριακό πρόβλημα και η ύπαρξη του Μετρό 6. Η προσπελασιμότητα του κτηρίου και η οδική εξυπηρέτησή του 7. Η ένταξη και ο συσχετισμός με το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας 8. Η δυνατότητα απόκτησης του κτηρίου από το Δημόσιο 9. Η υπάρχουσα χρήση του κτηρίου 10. Η σχέση του Ν.Μ.Α. με το Βράχο 11. Η οικονομία του έργου 12. Η διατήρηση ελεύθερων χώρων και η επαναχρησιμοποίηση παλαιών κελυφών 13. Η ασφάλεια των εκθεμάτων και των έργων 14. Η οικολογική διάσταση της πρότασης.

Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και τα προγράμματα υποβρυχίων ανασκαφών Ελπίδα Χατζηδάκη

Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α.) που ιδρύθηκε μόλις το 1977 έχει εστιάσει την προσοχή της σε δέκα υποβρύχιες έρευνες. Στο ναυάγιο της Αλοννήσου, το πλοίο (5ος-αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) που μετέφερε κρασί από τη Μακεδονία είχε μήκος τουλάχιστον 30μ., αναιρώντας έτσι την πεποίθηση πως οι Ρωμαίοι πρωτοπόρησαν στη ναυπήγηση σκαφών άνω των 100 τόνων. Στα Άβδηρα ανασκάφηκε και πάλι ο αρχαίος λιμένας. Στη Χαλκιδική ερευνήθηκε η σχέση των χερσαίων αρχιτεκτονικών λειψάνων με τα οικοδομικά λείψανα στο βυθό της θάλασσας. Στα Φαλάσαρνα, στο χερσαίο ελληνιστικό λιμάνι που περικλείεται από προεκτάσεις των οχυρωματικών τειχών της πόλης σχηματίζοντας «λιμένα κλειστόν», συνεχίστηκαν οι ανασκαφές στους οχυρωματικούς πύργους, σε τμήμα της προκυμαίας κ.α. Συνεχίζεται επίσης η έρευνα στο ναυάγιο του πλοίου «La Thérèse» που είχε λάβει μέρος στον Κρητικό πόλεμο (1669). Στο σύγχρονο λιμάνι της Ζακύνθου προχωρεί η ανασκαφή μεταβυζαντινού ναυαγίου. Στο Άκτιο έγινε προσπάθεια να εντοπιστούν τα έμβολα από την πρώρα των πλοίων που καταστράφηκαν στη ναυμαχία του 31 π.Χ. Τουλάχιστον 50 χάλκινα έμβολα βρίσκονται βυθισμένα στην περιοχή. Προγραμματίζεται υποβρύχια ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Βόνιτσας, όπου εντοπίστηκαν βυθισμένα τμήματα της αρχαίας πόλης του Ανακτορίου, λείψανα του λιμανιού και βυθισμένα κτήρια που χρονολογούνται από την ελληνιστική έως τη βυζαντινή περίοδο. Στη Σάμο, κάτω από το σύγχρονο λιμάνι, βρίσκονται τα κρηπιδώματα και ο περίφημος μώλος του τυράννου Πολυκράτη. Ο αρχαίος κυματοθραύστης αποτυπώθηκε, οι αρχαιολογικές έρευνες εξακτινώθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Στη Μεθώνη εντοπίστηκαν προϊστορικά κτηριακά λείψανα και διαπιστώθηκε ότι η καταστροφή του καταποντισμένου οικισμού οφείλεται σε σεισμό.

Συρακούσες: Paolo Orsi, τo υποδειγματικό μουσείο Νίκος Ξένιος

Το μουσείο ιδρύθηκε το 1967 στη μνήμη του μεγάλου σικελού αρχαιολόγου Πάολο Όρσι. Υπερσύγχρονο και κομψό, προτάσσει τον παιδευτικό του χαρακτήρα. Τα εκθέματα από τη μακραίωνη ιστορία που αρχίζει με την ίδρυση της πόλης από τους Κορίνθιους (8ος αιώνας π.Χ.) και φτάνει ως τον 7ο αιώνα μ.Χ., διανέμονται σε τρεις χώρους: 1. Προϊστορία και πρωτοϊστορία. 2. Ελληνικές αποικίες της ανατολικής Σικελίας. 3. Υπο-αποικίες και εξελληνισμένα κέντρα της Σικελίας. Όλες τις παλαιολιθικές ανασκαφές του νησιού συγκεφαλαιώνει η «Γκραβέτια» τεχνολογία. Η Νεολιθική εποχή εκπροσωπείται από τον πολιτισμό Stentinello και η περίοδος του Χαλκού από τα ταφικά ευρήματα του πολιτισμού Castelluccio. Ο πολιτισμός της Μέσης Χάλκινης περιόδου έδωσε ευρήματα κεραμικής, υαλουργίας, αργυροχρυσοχοΐας κ.ά. από τη Θάψο. Η ποικιλία της κεραμικής στον «πανταλικό» πολιτισμό, στα ευρήματα της κοιλάδας Μαρσελίνο και του όρους Finocchito, μαρτυρεί την αλληλεπίδραση των πολιτισμών της Μεσογείου την περίοδο των μεγάλων αποικισμών. Εκτίθενται νομισματική συλλογή και αναθήματα από το ναό της Δήμητρας και της Κόρης, σπαράγματα όπλων από χαμένο ναό του Άρη, ευρήματα από το ναό της Αθηνάς και το ναό του Απόλλωνα της νήσου Ορτυγίας. Πολλά ευρήματα προέρχονται από νεκροπόλεις. Μια ελληνική Καρυάτιδα προέρχεται πιθανόν από το θέατρο των Συρακουσών. Εκτίθενται δυο ακόμη Καρυάτιδες, έξοχοι κούροι, αγαλμάτιο του Ηρακλή της «σχολής Λυσίππου», ευρήματα από το βωμό του Ιέρωνα του Β΄. Ενδιαφέρουσες είναι οι παραστάσεις δύο αγγείων που απεικονίζουν τη Γοργώ να ιππεύει τον Πήγασο και την Αθηνά σε άρμα με άλλες θεότητες. Το σπουδαιότερο απόκτημα του Μουσείου είναι ακέφαλο ρωμαϊκό αντίγραφο αναδυόμενης Αφροδίτης των ελληνιστικών χρόνων.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Ο υπουργός Πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, μιλώντας στο Συνέδριο «Η Ευρώπη και η πολιτισμική της κληρονομιά» (Λισαβώνα, Απρίλιος 1994), ζήτησε τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αρχαιολογίας στην Ελλάδα – Πρωτοβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική αποκαλύφθηκε στην Πέτρα της Ιορδανίας - Χάρη σε παρέμβαση της Unesco απετράπη η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί – Στη χερσόνησο των Μεθάνων αποκαλύφθηκε μυκηναϊκό ιερό και σημαντικός αριθμός πήλινων ειδωλίων

Βιβλία

Ι. Τραυλός, Πολεοδομική εξέλιξη των Αθηνών, Καπόν, Αθήνα 1993 – Γιάννης Μέγας, Ενθύμιον. Από τη ζωή της Εβραϊκής Κοινότητας, Θεσσαλονίκη 1897-1917, Καπόν, Αθήνα 1993 – Μαρία Κοντού, Μουσεία και Πινακοθήκες της Ελλάδος και της Κύπρου, ΥΠ.ΠΟ., Αθήνα 1993 – Guy Rachet, Civilisation et Archéologie de la Grèce préhellénique, Hachette, Παρίσι 1993 – Oliver Dickinson, The Aegean Bronze Age, Cambridge Univ. Press, Κέημπριτζ 1994

Εκθέσεις

Ειδώλια από τις Κυκλάδες και την Ανατολία παρουσιάστηκαν σε έκθεση με τίτλο «Ποιήματα από μάρμαρο» που οργανώθηκε στο Μουσείο Barbier-Mueller της Μασσαλίας (11 Μαρτίου-15 Ιουνίου 1994) - «Γλυπτική σε μάρμαρο – Ελλάδα 600-100 π.Χ.» είναι ο τίτλος έκθεσης που οργανώθηκε στο Μουσείο Allard Pierson του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ το Μάρτιο του 1994

Συνέδρια

Στις 12-18 Σεπτεμβρίου 1993 πραγματοποιήθηκε στο Πόρτο της Πορτογαλίας το Α΄ Αρχαιολογικό Συνέδριο Ιβηρικής – Στο Ομήρειο της Χίου, από τις 4-7 Ιουνίου 1994, πραγματοποιήθηκε το προσυμφωνημένο στην Καΐρειο βιβλιοθήκη της Άνδρου Διεθνές Συνέδριο του προγράμματος «Η εξέλιξη της ξυλοναυπηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα» - Στις 13-16 Απριλίου 1994 η Βελγική Αρχαιολογική Σχολή οργάνωσε στο Λαύριο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο με θέμα «Τα αρχαία μεταλλεία στην Ευρώπη» - «Γεωαρχαιολογία των Τύμβων της Αρχαίας Ευρώπης (1η χιλιετία π.Χ.-1η χιλιετία μ.Χ.)» ήταν το θέμα Διεθνούς Συνεδρίου στην Cosenza της Καλαβρίας από 15-18 Ιουνίου 1993

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Συνέδρια

Με τίτλο «Η Δράμα και η περιοχή της: Ιστορία και Πολιτισμός» διοργανώθηκε από το Δήμο Δράμας η 2η Επιστημονική Συνάντηση στις 18-22 Μαΐου 1994 – Σε ειδικό τόμο με τίτλο Trade and Production in Premonetary Greece θα δημοσιευτούν αρκετά από τα θέματα που συζητήθηκαν στη διημερίδα (Workshop) της Σουηδικής Αρχαιολογικής Σχολής (9-10 Απριλίου 1994)

Προσεχή Συνέδρια

14-16 Οκτωβρίου 1994, Διεθνές Συνέδριο με θέμα «A Multi-Disciplinary Approach to Studying the Past», Cambridge MA, ΗΠΑ 4-11 Δεκεμβρίου 1994, «Third World Archaeological Congress», Ν. Δελχί, Ινδία

Δημοσιεύσεις

Κ. Κονοφάγος, Κ. Τσάιμου, «Ερμηνεία της εικονιζόμενης παραστάσεως σε ερυθρόμορφη κύλικα των Musées Royaux d’Art et d’Histoire στις Βρυξέλλες», Ορυκτός Πλούτος (1994) 89, σελ.23-26 – Μ. Δερμιτζάκης, Χ. Μιχαήλ, Γ. Μπασιάκος, Φ. Τριπολιτσιώτου, «Συμβολή στη χρονολόγηση σύγχρονων ψηφιδοπαγών αιγιαλών (beach-rocks) δια της μεθόδου της θερμοφωταύγειας» (1993), Πρακτικά του 4ου Πανελλήνιου Συμπόσιου Ωκεανογραφίας και Αλιείας, σελ.257-259

English summaries: The Byzantine Castles in Macedonia and Thrace Despoina Evgenidou

The Byzantine castles were the connecting knots of the defensive network of an Empire that was developed in the area of the Eastern Mediterranean, an Empire which neither organized Crusades, in order to solve demographic and financial problems, nor invested its policy in Sacred Wars, but paid the penalty of its non-violent attitude with its destruction and disappearance after eleven centuries of existence. These castles, being stone-built, seem to have been so smoothly incorporated through the years with their natural environment that have been forgotten. Only in 1970 some restoration and research projects have begun. Instructions for building, besieging and defending castles are supplied by numerous Late Antiquity and Byzantine writers, while Procopius in the sixth century A.D. mentions at least six hundred locations in the Balkans, where new fortifications were erected or older ones were improved and reinforced by the Byzantine emperor Justinian. The towns of the Hellenistic and Roman era will be transformed in the course of centuries into walled Medieval settlements or inhabited castles in order to offer protection to the rural population. In the tenth century the Byzantines used the term κάοτρον (= castle) to describe fortified towns. Thrace, being the inland region of the Byzantine capital, also functioned as the protective shield of Constantinople with its many thriving harbours, towns and Medieval castles, such as Pythion and Didymoteichon. The fortification works in Macedonia, which either are added to Hellenistic towns (Thessaloniki, Veroia) or are founded in the years of Justinian (Castoria), are completed in the tenth and eleventh centuries (Serbia) and are further reinforced in the Komnenean period, while some new are built in the time of the Palaeologan dynasty. The travelling artery of the Egnatia road, connecting Constantinople with Dyrrhachion, on the Adriatic coast, passes through Thessaloniki, the second important city of the Byzantine Empire. The fortifications along this route as well as in the inland area are located 35-40 kms. far from each other.

Pronoea, the First Refugee Settlement of Free Greece Maro Kardamitsi-Adami

In December 1822 a treaty is signed in Nauplion between Greeks and Turks. Nauplion is Greek again after six centuries of foreign occupation. In January 1828, Kapodistrias arrives in Greece and undertakes the governing of the newly established state. One of his major concerns was the town-planning reconstruction of the country. In the Spring of 1828 St. Voulgaris from Corfu, an engineer and officer of the French army is instructed by Kapodistrias to register all the refugees who live in huts in Nauplion and then to choose together a suitable location for the construction of the new settlement. Thus the first organized project of building popular houses, especially purposed for refugees, in modern Greece was created. The chosen location lies NE of Palamidi and Voulgaris draws the plans. Unfortunately, the first two town plans of Pronoea have not survived. The oldest plan of the suburb, which has been preserved, is drawn by the Brigade Topographique of the French army. However, the most informative plan is the one of 1833, drawn by the Bavarian geometer Gebhard and the next plan, of 1834, also made by the Bavarians P. I Hatter, F. Frund and B. Kutter is fully representing the existing situation. The suburb is soon inhabited. Besides the indigent refugees a lot of wealthy citizens settle there. The price proposed for buying land in Pronoea is very low. Soon the building in the suburb begins. According to the census of 1831 Pronoea occupies an area of 24,000 square meters and has 1,700 inhabitants. Today the corresponding numbers are 230,000 and 3,466 respectively, which means that the suburb is densly populated. The present settlement differs only slightly from that of the Kapodistrian time. Although it lacks the impressive, beautiful buildings of the historic center of Nauplion, it is a homogeneous architectural entity that exhibits quite interesting features: a low sky-line and characteristic streets and houses, Pronoea is the first planned refugee settlement of Greece, therefore, it must be considered as especially important.

Stone Remnants of the Olive· Processing on Lesvos Makis Axiotis

This brief article, as it becomes obvious from its title, deals with what had survived from Antiquity from the olive-processing stone apparatus and researches the mode of their employment and application.

Religious Paintings of the Artist Theophilos Chatzimichael Angeliki Vavylopoulou-Charitonidou

In 1962 a group of Mytilenians organized in the Touristic Pavilion of Mytilene the first in his homeland painting exhibition of the artist Theophilos Chatzimichael, that included works on loan from various collectors of the island. Ph. S. Charitonidis, at that time Ephor of Antiquities on Mytilene and member of the organizing group, by tracing throughout the island works of Theophilos, in order to compose the Exhibition Catalogue, had roughly created a photographic archive. Besides the known or even published works of Theophilos, the archive also includes unpublished photos of the artist's hagiographies, painted by him in humble small churches of Mytilene, portable icons and wall-paintings, all darkened, indiscernible and damaged by the smoke of candles and the humidity of walls. The wall-paintings published here were decorating two small churches of the village Kentro, not far from the gulf of Gera.

Another Proposal for the New Acropolis Museum Antonis Veziroglou, Nikos Siapkidis

The proposal for reusing the old brewery Fix on Sygrou Avenue, was the aftermath of an open debate, held in 1988 in the Athens Polytechnic School in the framework of the International Architectural Competition for the New Acropolis Museum. The idea is based on the widely accepted practice of reutilizing old existing building installations, which although have become useless they are still incorporated into the town-planning network. This article tries to prove that the specifications required for the needs of a contemporary new Acropolis Museum are well covered by the available shell of the building, a fact analyzed in the plans of the functional layout as well as in the corresponding metrical data. Furthermore, an attempt is made for the incorporation of the building in a town-planning scheme, which is related with the concept of unifying the archaeological sites of Athens and the historical center of the capital. The environmental deterioration of the Attica basin and the urgent need of preserving the Acropolis exhibits ask for an imediate, realistic and reliable solution. Therefore, the suggested proposal does not only meet this need but it also offers a challenge for the morphological and aesthetic transformation of the existing shell into a building worthy of its new role as the Acropolis Museum.

The Colonization of London. 1500 Years of Immigration from Abroad: A Museological Proposal Eleana Gialouri

The exhibition The Colonization of London, 1500 Years of Immigration from Abroad follows the tradition of the Museum of London, as regards special exhibitions on the various aspects of life in London, as well as its activity for the dynamic incorporation of the Institution in the society of this city, which makes it an active cell of London's everyday life. A concise history of London, from its foundation in 50 B.C. until today, is presented as a narrative of the immigration of various ethnic, racial and religious groups. These groups are not approached isolated but as an entity that proves that the form of the capital and its development is the result of a common contribution of these numerous communities. Time is presented circularly. The problematic of the exhibition is not focused on the alive past and present. The exhibition does not simply make a presentation but it brings in light contemporary social issues, such as racism, through their historic consideration. The museum objects of the exhibition are presented as media of a more general social, political, cultural and economic reality, and become participants and witnesses of a multifold past or present. For this reason even the common objects of recent periods demand an equal treatment with a work of art, in the historical-archaeological level. The objective of the exhibition exceeds the informational and educational limits and becomes a unique socio-political offer. The exhibition succeeds to connect yesterday with today and helps each community to find its place in the broader multinational society of London. It is obvious that the existence in Athens of a city museum, which will be undertaking similar to the Museum of London activities and will be functioning as a cultural and educational nucleus for its people, is an almost vital necessity.

Scenographic Devices Platon Alexiou

Although many questions regarding the evolution of the theatrical edifice, until it attained its final stone-built form, still remain unanswered, it is beyond doubt that since the time of the great tragic poets and Aristophanes it consisted of three basic architectonical parts: the orchestra for the performance of the chorus, the amphitheatrical coelon, with rows of seats for the spectators, and the stage. There were many devices purposed to serve the various needs of the performance: some were used as vehicles for the actors to appear or disappear or to swing high up above the stagefloor, while others were producing sounds. There also existed certain prismatic, revolving apparatus, which had a different decoration painted on each of their three sides. Others, suspended from the top of the stage, were decorated with representations of the thunder. However, the list does not end here. More apparatus and relevant accessories are enumerated in the text of this article.

One or Two Are the Fathers of Classical Archaeology? Andreas Andreou

All scholars admit that J.-J. Winckelmann is the father of Classical Archaeology, however few know the relevant contribution of Count de Caylus during the 18th century. His rich personality led him to take progressive for his time, reformative positions that laid the foundations for the modern approach of ancient Greek art. As regards the efforts of the two forementioned scholars for the scientifically documented dating of the history of Greek art. it would only be fair Winckelmann and Count de Caylus to be considered equal.

The South Slope of Acropolis: The Intellectual and Artistic Center of Ancient Athens. Today what? Thanos Papathanassopoulos

Monuments such as the Sanctuary of Dionysus with its two temples and theater, the Pericles' Odeion, Asclepieion, Eumenis' Stoa and the Herode Atticus' Odeum, which for centuries functioned as the cultural and artistic center of ancient Athens and embellished the land of Attica, it is not permitable to remain in obscurity, undergraded and deserted. These important monuments can play today an almost equal to the past attractive social role: restored, preserved and protected, they can be incorporated in a venerated, charming, friendly, properly organized and fully controlled archaeological park, which will gradually evolve to a familiar, dear place.

A Restoration Case Kostas Papanagiotou, Spyridon Tsimas, Minas Hatjichristou

The Klauthmonos square, indispensably related with the very history of the 19th century Greece, still preserves a few impressive buildings from that period. One of them houses today an administrative service of the Navy. The exterior of the edifice still retains all the architectural features of its style and time, which add an air of European grand-bourgeois character to appearance, while the interior had greatly suffered by various, multiple uses. Recently, during our military service, we have worked for the restoration of the interior decoration of the building: the painting embellishments of the ceiling and walls that were thus revealed, being in accordance with the appearance of the exterior, restor the lost, passed glamour of the mansion and enrich the cultural heritage of Athens.

The Ephorate of Underwater Antiquities and the Program of Submarine Research Elpida Hatzidaki

The Ephorate of Underwater Antiquities, one of the most modern as regards the means and equipment used by its archaeological staff, was founded only in 1977. Its objective is to save, study, restore and protect all submarine treasures of the Greek seas. From its foundation until today about 700 shipwrecks and many ancient sunk cities have been located. First director of this Service was G. Papathanassopoulos who was succeeded by D. Kazianis, then E. Hatzidaki followed who was later replaced by her predecessor E. Hatzidakis' main effort was aiming at the research sector. As a result ten different submarine research projects were organized: on Alonnessos, Avdera Chalkidiki, Phalasarna, the ship La Therese, Zakynthos, Aktio, Vonitsa, Samos and Methone. The organization of training seminars on the methodology of modern archaeological researcr was another of the initiatives she took while being in office.

Antiquities in a Modern Town-Planning Network. Experiences from Thessaloniki Evangelia Hatzitryphonos

The lack of constitutional legislation for the protection of the built environment of the past — with its various contents — and its incorporation in the modern needs inevitably leads to the disappearance of the historic continuation and physiognomy of the Neohellenic cities. The limited interventions and the establishment of zones of historic monuments and archaeological sites are often the only solutions left. Some characteristic cases and experiences from the city of Thessaloniki and certain basic remarks presented in this article can be proven useful elsewhere.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (II) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Το ακόντιο, δόρυ μικρό και ελαφρύ, χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο, το κυνήγι και την άθληση.Το βεληνεκές του ήταν κάτω από 20μ. και η χρήση του δύσκολη. Το τόξο αποτελείται από ξύλινο καμπύλο στέλεχος και χορδή (νευρά). Τα βέλη, μικρογραφία του ακοντίου, έφερε ο τοξότης στη φαρέτρα. Γωρυτός ονομαζόταν η θήκη του τόξου. Το βεληνεκές του τόξου μπορούσε να αγγίξει και τα 200 μ. Η σφενδόνη είναι όπλο απλούστατο: μια μικρή και φαρδιά δερμάτινη λουρίδα με δυο ιμάντες δεμένους στα άκρα της. Τα βλήματα που εκσφενδονίζονταν ήταν ελλειψοειδείς πετρούλες, πήλινες ή μολύβδινες σφαίρες. Η σφενδόνη είχε μεν το μεγαλύτερο βεληνεκές, υστερούσε όμως σε ακρίβεια.

Τεύχος 52, Σεπτέμβριος 1994 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Εκπαιδευτικοί και προγράμματα για την Ακρόπολη Κορνηλία Χατζηασλάνη

Στο παρόν τεύχος της Αρχαιολογίας δημοσιεύονται τα Πρακτικά τριών Ημερίδων με θέμα «Εκπαιδευτικοί και Προγράμματα για την Ακρόπολη». Το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Ακροπόλεως δημιουργήθηκε το 1987 από την Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με την Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως. Η διδασκαλία «μέσα από τα μνημεία» εμπλουτίζει τη μαθησιακή διαδικασία με τη βιωματική προσέγγιση και την αισθητική καλλιέργεια. Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με την τέχνη και την αρχιτεκτονική της κλασικής αρχαιότητας αλλά και με τα μεγάλα έργα συντήρησης και αναστήλωσης που πραγματοποιούνται στον Ιερό Βράχο. Κομβικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού που πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένος ώστε να λειτουργήσει όχι ως καθοδηγητής αλλά ως καταλύτης.

Χαιρετισμοί από την Εφορεία Ακροπόλεως, από την Eπιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Aκροπόλεως και την Ένωση Φίλων Aκροπόλεως Πέτρος Καλλιγάς, Χαράλαμπος Μπούρας, Έβη Τουλούπα

Στην έναρξη των εργασιών της Ημερίδας με θέμα «Εκπαιδευτικοί και Προγράμματα για την Ακρόπολη» χαιρετισμό απηύθυναν ο Έφορος Αρχαιοτήτων και Διευθυντής της Ακροπόλεως Πέτρος Καλλιγάς, ο καθηγητής Ε.Μ.Π. και Πρόεδρος Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακρόπολης Χαράλαμπος Μπούρας και η Γ.Γ. της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως Έβη Τουλούπα. Με την αντίστοιχη σειρά παρατίθενται τρία μικρά αποσπάσματα. 1. Τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στους μαθητές, και μελλοντικούς πολίτες, γνώση και αγάπη για τα μνημεία με τρεις τρόπους: α) με τις επισκέψεις και τα επιτόπια εργαστήρια, β) με τις μουσειοσκευές που ο δάσκαλος δανείζεται για την τάξη του σχολείου και γ) με σεμινάρια για εκπαιδευτικούς. 2. Όπως προβλέπεται και από τη Σύμβαση της Γρανάδας, κάθε συστηματικό αναστηλωτικό πρόγραμμα οφείλει να συνδυάζεται με την εκπαίδευση. Με τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις μόνιμες εκθέσεις του Κέντρου Ακροπόλεως προσβλέπουμε στην εξοικείωση των μελλοντικών πολιτών με τον αρχαίο πολιτισμό. 3. Η Ένωση Φίλων Ακροπόλεως συνδράμει τις αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη, στην προστασία του περιβάλλοντος χώρου της, στην ανέγερση του νέου Μουσείου και παρακολουθεί, με ιδιαίτερη συγκίνηση, την ευαισθητοποίηση των νέων για τα μνημεία του μεγάλου ιερού μέσω των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Σύντομο ιστορικό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην Aκρόπολη Κορνηλία Χατζηασλάνη

Το πρώτο μεγάλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, «Μια μέρα στην Ακρόπολη», πραγματοποιείται το 1986, σε συνεργασία με τη Σχολή Campion. Τα εγκαίνια του Κέντρου Μελετών το 1987, 300 χρόνια μετά την καταστροφή του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι, δίνουν την ευκαιρία για εκθέσεις και ειδικά προγράμματα για την «Ιστορία του Βράχου». Το 1989 δημιουργείται το πρόγραμμα «Μια μέρα στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως». Το 1990, την έκθεση του Μ. Κορρέ «Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα» συνοδεύουν προγράμματα για την κατασκευή κλασικών ναών. Την επόμενη χρονιά, με αφορμή την αποξήλωση της δυτικής ζωφόρου, δημιουργείται το πρόγραμμα «Μια μέρα με τη Ζωφόρο» και η αντίστοιχη μουσειοσκευή. Ακολούθησαν άλλες μουσειοσκευές για την ενδυμασία, τα μουσικά όργανα, τη λιθοξοϊκή, το ιερό της Ακροπόλεως, τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Παράλληλα ετοιμάστηκαν 25 Εκπαιδευτικοί Φάκελοι. Άλλοι τίτλοι εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι Αναστήλωση μνημείων, «Κτίζοντας ένα νέο-αρχαίο ναό», «Το ιερό της Ακροπόλεως», «Στην Ακρόπολη με τον Πλούταρχο και τον Παυσανία». Η προσπάθεια συνεργασίας με τους εκπαιδευτικούς ολοκληρώνεται από τη μια με τις ετήσιες Ημερίδες, που οργανώνει η Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με θέμα «Εκπαιδευτικοί και προγράμματα για την Ακρόπολη» και, από την άλλη, με εκθέσεις έργων των μαθητών. Τα Πρακτικά που δημοσιεύει η «Αρχαιολογία» περιλαμβάνουν 53 ανακοινώσεις που παρουσιάζουν την εργασία 79 εκπαιδευτικών. Η επιλογή της κατάταξης των ανακοινώσεων δεν είχε κριτήριο τη θεματική αλλά έγινε κατά διδακτική ενότητα.

Η Ακρόπολη μέσα στη διδακτέα ύλη Ήρα Φραγκούλη-Bελέ, Αικατερίνη Γιαννακοπούλου, Κωνσταντίνα Σχίζα

Στην ομάδα αυτή εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αναπτύσσουν τις δυνατότητες συνδυασμού της διδακτέας ύλης με μαθήματα για την Ακρόπολη. Οι δύο πρώτες εκπαιδευτικοί είναι φιλόλογοι. Η πρώτη ανακοίνωση αναδεικνύει αυτές τις δυνατότητες αξιοποιώντας τα αρχαία κείμενα. Στην επόμενη, η εκπαιδευτικός που είχε συνοδεύσει μαθητές τής Α’ Γυμνασίου στο πρόγραμμα «Μια μέρα στην Ακρόπολη» ανθολόγησε τις διάφορες προσεγγίσεις των ίδιων μαθητών στις επόμενες χρονιές, όποτε η διδακτέα ύλη πρόσφερε την ευκαιρία. Η Περιβαλλοντολογική Εκπαίδευση μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στη διδασκαλία μέσω του πολιτισμικού μας περιβάλλοντος. Αυτή η τεράστια δυναμική παρουσιάζεται αναλυτικά στην τελευταία ανακοίνωση, την αναφορά ενός τετραήμερου σεμιναρίου που οργάνωσαν η Εφορεία Ακροπόλεως και το Υπουργείο Παιδείας. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις αναλύονται σε βάθος και η αναφορά ολοκληρώνεται με την αξιολόγηση του σεμιναρίου.

Η ένταξη της Ακρόπολης στη διδακτέα ύλη M. Rotchettis, F. Sakaridou και άλλοι

O τρόπος με τον οποίο ο κάθε εκπαιδευτικός συνδυάζει ένα θέμα από την Αρχαιότητα με το αναλυτικό πρόγραμμα και το εντάσσει στο μάθημα που διδάσκει είναι το κύριο θέμα αυτής της ενότητας. Οι δυνατότητες είναι αμέτρητες. Με βάση τις εισηγήσεις χωρίστηκαν στις εξής ενότητες: Διεπιστημονική προσέγγιση – Ιστορία, Μυθολογία – Φυσική, Χημεία – Εικαστικά – Θεατρικό παιχνίδι – Σύγχρονη τεχνολογία στην εκπαίδευση. 1. Διεπιστημονική προσέγγιση Και οι δύο ανακοινώσεις προέρχονται από δύο ξενόφωνα σχολεία της Αθήνας, ένα γαλλόφωνο Γυμνάσιο και ένα αγγλόφωνο Δημοτικό. Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου προσέγγισαν την Ακρόπολη μέσα από τα μαθήματα της Βιολογίας, της Γεωγραφίας, της Ιστορίας, των Καλλιτεχνικών, των Μαθηματικών, της Μουσικής, της Τεχνολογίας, της Φιλολογίας (Ελληνικής και Γαλλικής) και της Φυσικής-Χημείας. Στο δεύτερο σχολείο οι καθηγητές όλων των τάξεων, από το Νηπιαγωγείο έως και την ΣΤ΄ Δημοτικού, ενσωμάτωσαν στη διδακτέα ύλη της κάθε τάξης θέματα σχετικά με τους κλασικούς ναούς, με αφορμή τους ναούς από την Ακρόπολη. 2. Ιστορία, Μυθολογία Η ενότητα αυτή περιέχει τα καθ΄ ύλην αρμόδια μαθήματα για τη διδασκαλία του κλασικού πολιτισμού. Οι μαθητές του Δημοτικού απολαμβάνουν ιδιαίτερα ιστορίες με τους θεούς του Ολύμπου. Στις πρώτες τρεις εισηγήσεις παρουσιάζονται: μια θεωρητική προσέγγιση στη θεωρία του Μύθου∙ η μελέτη της Αθηνάς-Παρθένου που, μέσω του έργου του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, κατέληξε στη μελέτη της Μέδουσας-Γοργούς∙ τέλος, η μελέτη των 12 θεών που τις ιδιότητές τους εικονογράφησαν τα παιδιά πάνω στις κούκλες τους, τους σκανδιναβούς Ευχούληδες. Η επόμενη ανακοίνωση παρουσιάζει ένα μάθημα για τη Ζωφόρο που έγινε ταυτόχρονα σε 93 μαθητές της Δ΄ Δημοτικού. Η πολυπλοκότητα του θέματος και η μικρή ηλικία των παιδιών οδήγησαν στην προσωπική συμμετοχή –με συναισθηματική φόρτιση, φαντασία και γνώσεις- μικρών λογοτεχνών και ζωγράφων στην πομπή των Παναθηναίων. Το βιβλιαράκι που δημιούργησαν είναι ουσιαστικά έργο παιδικής λογοτεχνίας. Στις επόμενες τρεις ανακοινώσεις εκπαιδευτικοί του Γυμνασίου παρουσιάζουν πώς οργάνωσαν το μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας και Τέχνης μέσα από ένα συγκεκριμένο θέμα που επέλεξαν. Ένα θέμα ήταν στοιχεία της Φύσης στην Ακρόπολη. Μια άλλη εκπαιδευτικός χρησιμοποίησε τη μουσειοσκευή της Λιθοξοϊκής και με θέμα «η τέχνη της λιθοξοϊκής από την αρχαιότητα έως σήμερα» οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου ακολούθησαν την Ιστορία της Τέχνης από τα κυκλαδικά ειδώλια στα κλασικιστικά γλυπτά του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών έως τα σύγχρονα γλυπτά. Παράλληλα δούλεψαν με το μάρμαρο, ασχολήθηκαν με τις φθορές του και με αρχαία και σύγχρονα λατομεία. Η ίδια εκπαιδευτικός δίδαξε στην Γ΄ Γυμνασίου Μεσαιωνική Ιστορία μέσα από την εκστρατεία του Μοροζίνι και την ανατίναξη του Παρθενώνα. Οι μαθητές καταλήφθηκαν από δημοσιογραφικό οίστρο, δημοσίευσαν την εφημερίδα εκείνης της μέρας και βιντεοσκόπησαν το βραδινό δελτίο ειδήσεων. 3. Φυσική – Χημεία Το μάθημα της Φυσικής – Χημείας οργανώθηκε με αφορμή ένα άρθρο της εφημερίδας Observer με θέμα «Όξινη βροχή στην Αθήνα» και συνδύασε την ιστορία και τον πολιτισμό με τη χημεία. 4. Εικαστικά Οι καθηγητές των καλλιτεχνικών μαθημάτων σε Γυμνάσια και Λύκεια, μαζί με τους φιλολόγους, έχουν δείξει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ακρόπολη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Οι ανακοινώσεις τους αναλύουν τόσο τη διαδικασία της διδασκαλίας όσο και τις διάφορες τεχνικές της. Οι πρώτες επτά ανακοινώσεις περιγράφουν μαθήματα των Καλλιτεχνικών. Κάποιοι εκπαιδευτικοί αξιολογούν κατά προτεραιότητα την παράλληλη γνώση που ο μαθητής μπορεί να συγκεντρώσει, την ορολογία της αρχιτεκτονικής, τα ιστορικά γεγονότα. Άλλοι εστιάζουν στην αύξηση της δημιουργικότητας του μαθητή και στην καλλιτεχνική έκφραση. Διδάσκεται σχέδιο ελεύθερο και γραμμικό, οι τεχνικές του κολάζ και του χναριού. Για τη μελέτη του χρώματος χρησιμοποιούνται όλων των ειδών οι μπογιές, τέμπερα, κηρομπογιές, ακουαρέλες/νερομπογιές. Στη γλυπτική δουλεύονται το σαπούνι, ο γύψος, οι ρητίνες, η πλαστελίνη, ο πηλός, η πορσελάνη. Κατασκευάζονται μήτρες, εκμαγεία, αρχαίες τεχνικές δοκιμάζονται. Η Ζωφόρος ενέπνευσε λογής λογής κοσμήματα. «Οι μαθητές ζωγραφίζουν την ιστορία της Ακρόπολης» είναι ο τίτλος του βιβλίου που δημιούργησαν 170 μαθητές. Η κλασική αρχιτεκτονική και οι ρυθμοί της ήταν πηγή έμπνευσης για την «Πόλη του μέλλοντος με αρχαία ελληνικά στοιχεία» ενώ κίονες και κεραμώσεις από την Ακρόπολη ενέπνευσαν την ελεύθερη δημιουργία διακοσμητικών στοιχείων και σχημάτων με καλειδοσκοπική μορφή. Οι δύο τελευταίες ανακοινώσεις περιγράφουν εργασίες στο μάθημα «Σχέδιο και Τεχνολογία» στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο και σε ένα αγγλόφωνο σχολείο. Και τα δύο σχολεία έχουν εργαστήριο για την επεξεργασία ξύλου και μετάλλων. Στις εργασίες των μαθητών περιλαμβάνονται: μια παιδική χαρά, έπιπλα, ρολόγια Swatch, και η «Μαρμαρογλυπτική Αθηνών ο Ικτίνος» Α.Ε. που, με τις μετοχές της, χρηματοδότησε τις μακέτες των αρχαίων λατομείων που έφτιαξαν τα παιδιά. 5. Θεατρικό παιχνίδι Το μάθημα του θεατρικού παιχνιδιού συνδυάζει και συμπληρώνει όλα τα μαθήματα. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις ανακοινώσεις: θεατρολόγος-καθηγητής σε αγγλόφωνο σχολείο οργάνωσε ένα θεατρικό εργαστήρι στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως. Οι άλλες δύο ανακοινώσεις αφορούν μαθητές του Δημοτικού και του Λυκείου και διηγούνται πώς προέκυψαν από τη διδασκαλία για τη Ζωφόρο δύο θεατρικά παιχνίδια. Η τόσο διαφορετική προσέγγιση από τις δύο ηλικίες –τα μικρότερα παιδιά αναπαράστησαν την πομπή ενώ οι έφηβοι παράστησαν τους θεούς που συζητούν για τη ρύπανση των μνημείων- αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο πολύ προσφέρεται σε διαφορετικές προσεγγίσεις ένα θέμα σαν τη Ζωφόρο. 6. Σύγχρονη τεχνολογία στην εκπαίδευση (Η.Υ.) Πρόκειται για μάθημα που εντάχθηκε στο αναλυτικό πρόγραμμα πρόσφατα. Στην ομάδα αυτή ένας δάσκαλος, ένας καλλιτέχνης και ένας ηλεκτρονικός μηχανικός προσεγγίζουν ο καθένας με τον τρόπο του το θέμα της Ακρόπολης.

Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν από εκπαιδευτικούς για την Aκρόπολη Ειρήνη Νάκου, Νέλλη Βασιλείου και άλλοι

Τα προγράμματα αυτά οργανώθηκαν είτε στο χώρο της Ακρόπολης και τα μουσεία του ή σε συγκεκριμένα σχολεία. 1. Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν στο χώρο της Ακρόπολης Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει εκπαιδευτικούς οι οποίοι, προκειμένου να συνοδεύσουν τους μαθητές τους στην Ακρόπολη και στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως ή να διδάξουν στην τάξη, οργάνωσαν ένα δικό τους πρόγραμμα που περιγράφεται στην ανακοίνωσή τους. Η πρώτη ανακοίνωση αφορά τα αποτελέσματα έρευνας για την ανάπτυξη της ιστορικής αντίληψης μαθητών Γυμνασίου μέσα στο Κέντρο Μελετών και στην Ακρόπολη και εντάσσεται στη συγκεκριμένη αυτή έρευνα που διεξάγεται ευρύτερα στο χώρο των μουσείων. Οι δυο επόμενοι εκπαιδευτικοί οργάνωσαν ένα πρόγραμμα-οδοιπορικό για να συνοδεύσουν τους μαθητές τους του Δημοτικού στην Ακρόπολη. Η τελευταία εκπαιδευτικός παρουσιάζει το προϊόν συλλογικής έρευνας των μαθητών της Α΄Λυκείου, τον «Οδηγό του Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως», που οι μαθητές της επιμελήθηκαν και εκτύπωσαν οι ίδιοι. 2. Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν στο σχολείο Στην ομάδα αυτή εντάσσονται εκπαιδευτικοί από τη μείζονα περιοχή της Αθήνας οι οποίοι, έχοντας επισκεφθεί τα μνημεία ή με τη βοήθεια μουσειοσκευών, πραγματοποίησαν προγράμματα για την Ακρόπολη και τον κλασικό πολιτισμό. Οι πρώτοι τρεις εκπαιδευτικοί και οι μαθητές τους της Α΄Γυμνασίου έλαβαν μέρος στο μεγάλο πρόγραμμα «Μια μέρα στην Ακρόπολη». Περιγράφονται οι σύνθετες και καρποφόρες δραστηριότητες στις οποίες έλαβαν μέρος τα παιδιά πριν και μετά την επίσκεψή τους στον αρχαιολογικό χώρο καθώς και η προετοιμασία των εκπαιδευτικών πριν και μετά το πρόγραμμα. Ποιήματα, εικαστικά έργα, θεατρικό παιχνίδι, η σύνταξη και η εκτύπωση 50σέλιδου τεύχους με θέμα «Μια μέρα στην Ακρόπολη», έργο 106 μαθητών, περιλαμβάνονται στη διαδικασία της διδασκαλίας που οργάνωσαν οι εκπαιδευτικοί. Τα παιδιά ενός σχολείου που έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα οργάνωσαν για τους υπόλοιπους μαθητές στο σχολείο τους μια «Μέρα στην Ακρόπολη» σε συνεπτυγμένη μορφή. Η επόμενη ανακοίνωση περιγράφει πώς ένας δάσκαλος αναγκάστηκε για παιδαγωγικούς λόγους να δημιουργήσει στο σχολείο του ένα πρόγραμμα. Στόχος του ήταν να παρηγορήσει τους μαθητές του μετά τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα που δημιούργησε η αψυχολόγητη συμπεριφορά ξένου τηλεοπτικού συνεργείου. Οι δυο τελευταίες ανακοινώσεις δείχνουν ανάγλυφα τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει η οργάνωση Ομίλων στα σχολεία, εν προκειμένω ενός Αρχαιολογικού Ομίλου.

Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν από εκπαιδευτικούς σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους Λ. Κεχαγιά, Κ. Παπακυριακού και άλλοι

Πολλοί εκπαιδευτικοί που διδάσκουν σε σχολεία εκτός Αθήνας επεξεργάστηκαν και προσάρμοσαν τα προγράμματα για την Ακρόπολη, έτσι ώστε να δημιουργήσουν άλλα, σχετικά με τη δική τους περιοχή έχοντας επιλέξει τον αρχαιολογικό χώρο ή το μουσείο που τους ενδιαφέρει. Οι πρώτες τρεις ανακοινώσεις αυτής της ομάδας περιγράφουν την οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων στους Δελφούς, στην αρχαία Αιανή (Κοζάνης) και στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η προσαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος «Μια μέρα στην Ακρόπολη» στο χώρο των Δελφών αποτελεί παράδειγμα μιας επιτυχημένης του εφαρμογής σε κάποιο άλλο ιερό. Τα προγράμματα στην αρχαία Αιανή και στο Μουσείο Θεσσαλονίκης στηρίχτηκαν στο θέμα «Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα». Οι επόμενες δύο ανακοινώσεις περιλαμβάνουν προγράμματα για τη μελέτη κλασικών ιερών της Αττικής, τους αρχαιολογικούς χώρους του Ραμνούντος και της Βραυρώνας. Το τύπωμα ενός Οδηγού για το χώρο και το Μουσείο της Βραυρώνας πιστοποιεί την έκταση της έρευνας και τη σκληρή δουλειά των μαθητών. Οι ακόλουθες τρεις ανακοινώσεις παρουσιάζουν τις ποικίλες χρήσεις των διαφόρων μουσειοσκευών στον Βόλο, στον Χάρακα της Κρήτης και στη Σύρο. Στη Σύρο, όπου σώζονται έξοχα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, οι μαθητές φωτογράφισαν και μελέτησαν αρχαία μορφολογικά στοιχεία που αναβιώνουν στα κτήρια. Παράλληλα έκαναν έρευνα αρχείου και συνέταξαν ειδικό τεύχος για τα νεοκλασικά κτήρια της Ερμούπολης. Οι έφηβοι του τελευταίου σχολείου σχεδίασαν ένα οδοιπορικό μέσα από τις διάσημες αρχαιότητες της Ελλάδας ξεκινώντας από την Ακρόπολη, με σκοπό να παρουσιάσουν ένα πανόραμα πολιτισμού σε συνομήλικούς τους μαθητές από το Πόρτο της Πορτογαλίας.

Εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώθηκαν από ειδικά σχολεία για την Ακρόπολη Σ. Μαλαμίδου, Α. Βουτυρά, Η. Ζαφειροπούλου και άλλοι

Όλοι ξέρουμε ότι η Ακρόπολη είναι ένας αρχαιολογικός χώρος με δύσκολη πρόσβαση. Το Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως, στεγασμένο σε κτήριο που έχει αποκατασταθεί με σύγχρονες προδιαγραφές, διαθέτει ράμπες, ευρύχωρους ανελκυστήρες και εκθεσιακούς χώρους, καθώς και αίθουσα διαλέξεων με κινητά καθίσματα. Το δανειστικό υλικό δίνει στους μαθητές την ευκαιρία να επεξεργαστούν ένα θέμα στο σχολείο με πολύ μεγαλύτερη άνεση, δυνατότητα πολύ σημαντική για άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι δυνατότητες επαυξάνονται όταν προηγείται συνεργασία του Τμήματος με ειδικούς επιστήμονες. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται δύο τέτοιες εφαρμογές εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Βιβλία-Bιβλιογραφία. Ο Μπλε Σάκος-μια προσέγγιση με βιβλία και παιχνίδι Έλγκα Καββαδία-Χατζοπούλου

Όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα συμπληρώνονται και ολοκληρώνονται από μια καλή βιβλιοθήκη, όπου τα παιδιά θα αναζητήσουν τα στοιχεία για την έρευνά τους αλλά και θα ανακαλύψουν την ψυχαγωγία που χαρίζει ένα βιβλίο. Η δυνατότητα μιας κινητής βιβλιοθήκης, μιας βιβλιοθήκης-μουσειοσκευής, είναι το θέμα της ανακοίνωσης που ακολουθεί. Ο «Μπλε Σάκος» είναι ένα ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα οργανωμένο από το Κέντρο Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου, τον καθ’ ύλην αρμόδιο φορέα για να γράψει στον επίλογο αυτών των Πρακτικών μια συναφή, επιλεγμένη βιβλιογραφία.

Μουσείο: Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην παλαιά δημοτική αγορά της πόλης, έργο του Ε. Τσίλερ. Προσαρμόζοντας το κτήριο στην κατωφέρεια του εδάφους και δημιουργώντας μικρές ασυμμετρίες στα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, ο Τσίλερ ξεφεύγει εδώ από την ακαμψία του νεοκλασικισμού. Στις έξι αίθουσες του Μουσείου στεγάζονται ευρήματα που χρονολογούνται από τα νεολιθικά έως και τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Προέρχονται από σωστικές ανασκαφές στην πόλη του Αιγίου, από τις άλλες αρχαίες πόλεις της επαρχίας Αιγιαλείας (Αιγείρα, Κερύνεια, Ρύπες κ.λπ.) αλλά και από αταύτιστους αρχαίους οικισμούς της περιοχής. Στο αίθριο αρχιτεκτονικά μέλη, ταφικοί πίθοι, κομμάτια γλυπτών συμπληρώνουν την έκθεση του Μουσείου.

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, αλληλογραφία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Ειδήσεις

Το ΥΠ.ΠΟ. θα ενισχύσει τη συνέχιση του Ερευνητικού Προγράμματος Καταγραφής της Ελληνικής Παραδοσιακής Φορεσιάς, στο οποίο συμμετέχουν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα και το Λύκειο των Ελληνίδων – Τρία ναυάγια βρέθηκαν στην περιοχή του αρχαιολογικού θαλάσσιου πάρκου των Β. Σποράδων, δύο βυζαντινά και ένα αρχαίο - Σημαντική συλλογή αιγυπτιακών αντικειμένων εκτίθεται και πάλι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.

Εκθέσεις

Στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργανώθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (27 Μαΐου – 27 Ιουλίου) έκθεση σπάνιων ορυκτών και απολιθωμάτων, «Το έργο της Φύσης», ενώ «Το έργο του Ανθρώπου» εκπροσωπούσαν καλλιτεχνήματα του Μουσείου

Ειδήσεις

Περισσότερες από 40 πρωτότυπες εργασίες θα περιέχονται σταΠρακτικά του Β’ Συμποσίου Αρχαιομετρίας της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1993) – Το εργαστήριο Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών και το Ίδρυμα Samuel H. Kress οργάνωσαν στη Βικελαία Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο της Κρήτης διεθνή ημερίδα (30 Ιουλίου 1994) με θέμα: «The Practical Impact of Science on Field Archaeology: Maintaining Long-term Analytical Options»

Νέες Εκδόσεις

Περιοδικό: Mark Pollard & Arnold Aspinall (εκδ.), Archaeological Prospection. Πανεπιστήμιο του Bradford, Ηνωμένο Βασίλειο Πρακτικά: Elena Antonacci-Sanpaolo (επιμ.), Archeometallurgia ricerche e prospettive. Πανεπιστήμιο της Bologna, Ιταλία

English summaries: The Incorporation of the Acropolis in the Curriculum M Rochettis, F Sakaridou, C Bolton et al.

The way in which a teacher includes a topic from Antiquity in the curriculum and incorporates it in his teaching is the subject of this unit. The opportunities the curriculum offers are countless and with reference to the existing papers, they have been divided in the following groups: Interdisciplinary Approach, Classical History, Visual Arts, Science, Drama and Computer Studies. 2.1. Interdisciplinary Approach Both papers come from international schools of Athens, a French-curricutum high school and a British-curriculum elementary school. The pupils of the 7th grade approached the study of the Acropolis through Biology, Geography. History, Fine Arts. Mathematics, Music, Technology, French and Greek Literature and Science, while in the other school teachers of all the grades, from the kindergarten to the 6th grade, incorporated in the curriculum topics related to ancient temples, taking the opportunity from a programme on the Acropolis temples. 2.2. Classical History This section includes papers presented by teachers who teach Classical History. Elementary school pupils especially enjoy topics related to the gods of Olympus. The first three papers pre¬sent: a theoretic approach to teaching mythology, the study of Athena-Parthenos that through the work of the celebrated contemporary Greek artist Ghika, resulted in a topic on Gorgon Medusa and the study of Greek Gods through the illustration of their qualities on the pupils' dolls, the Scandinavian Trolls. The next paper presents a lesson on the Parthenon Frieze to ninety three 4th graders. The complexity of the subject and the young age of the pupils make especially interesting the personal, charged with emotion, imagination and knowledge, participation of the children who became excellent authors and painters in order to reproduce or interpret the Panathenaic procession. The booklet produced is a work of children's literature. In the last three papers, high school teachers describe the way they organized their lesson on Ancient History and Art through a specific topic they had chosen. Elements from Nature on the Acropolis is one of the topics. Another teacher, using the Museum-Kit "Stone-Cutting", organised her lesson through the topic "Stone Sculpture from Antiquity until Today" and her 7th graders followed the route of the History of Art from the Cycladic figurines to the Neoclassical and the modern works of art; while at the same time they studied the marble. its pathology and conservation, ancient and contemporary quarries. The same teacher with her 10th graders studied Medieval history through Morosini's expedition and the explosion of the Parthenon. Morosini's diary was written with ink on parchment, the pupils became journalists, published the newspaper of that day and made a video of the 9 o' clock News. 2.3. Science The Science lesson was organised on the basis of an article from the London newspaper "Observer", entitled "Acid Rain in Athens" and combined most successfully history and culture with Chemistry. 2.4 Visual Arts Visual Arts teachers are: together with Classics teachers, the ones more interested in the Acropolis and the related educational programmes. In their papers we can focus both on teaching methods and on the analysis of the various techniques. The first seven papers describe Art lessons. Some teachers evaluate primarily the parallel information that the student can compile, the historic events, the terminology of architecture; others focus their interest on the increase of the student's creativity and artistic expression. A great variety of colours (tempera water-colours, etc.) are exploited in painting, while the use of a diversity of materials (soap, plaster of Paris, resin, clay etc.) and techniques (ancient and modern methods) in sculpture enrich the possibilities for creation. Various types of jewellery have been produced from the Parthenon Frieze. One hundred and seventy pupils produced the book "The Students Paint the History of the Acropolis". Classical architecture and its orders supplied the inspiration, layout and content for "The City for the Future Composed With Ancient Greek Elements', while columns and tiles from the Acropolis were the inspiration for a free expression of decorative elements and forms. The last two papers present work in the lesson Design and Technology both at a Greek and at an International school. Both schools have a workshop and can work with wood and metal. Among the children's work are: the design of a playground, of furniture, of Swatch watches, as well as, the setting up of the Company "Ictinos: Athens Stone-Cutting Co.", with its stocks which produced models of the ancient quarries. 2.5. Drama Drama lessons and performances combine and compliment all courses; Small theatrical performances are included in many papers through these proceedings. There are three papers in this group: a drama teacher of an International school presents a "Drama Lesson" inside the Centre for the Acropolis Studies. The other two papers present two theatrical performances (4th and 12th graders) which resulted from a lesson on the Parthenon Frieze. The strongly diversified approach of the different age range is not only very interesting in itself-the children acted the Panathenaic proces-sion and the teenagers acted the gods represented in the Frieze, the subject of discussion being the pollution of the monuments - but it also proves once more the vast possibilities a theme such as the Frieze can offer for different approaches. 2.6 Computer Studies Courses in Computer Studies are a recent addition to the school curriculum. In this group, an elementary school teacher, an artist, and a computer engineer, give three different approaches on the Acropolis topic.

Books-Bibliography E. Kavvadia Hatzopoulou

All educational programmes are supplemented and completed with a good library for the research of information on the theme under study and for motivating the child to read for enjoyment. The theme of the following paper is a mobile library. The library-kit is a voyage to Ancient Greece compiled by the Centre for Children's and Adolescents' Books which is the most appropriate participant in concluding this issue with a selected relevant bibliography.

Educational Programmes Organised by Teachers in Different Archaeological Sites L. Kehagia, K.Papakyriakou, A. Karra et al.

Many teachers working in the province modified and adjusted the programmes for the Acropolis and created new ones appropriate to the archaeological site or the museum they had chosen to present to their class. The first three papers describe the organising of educational programmes in the archaeological sites of Delphi and Aiani (Kozani) and in the Thessaioniki Museum. The adaptation of the programme "A Day at the Acropolis" to the archaeological site of Delphi gives an example of its successful application to another classical sanctuary. The programmes in Aiani and in the Thessaioniki Museum were based on the theme "Everyday Life in Ancient Greece". The next two papers include programmes on the study of classical sanctuaries in Attica, the archaeological sites of Rhamnous and of Bravron. The printing of a guidebook for the Site and the Museum of Bravron shows the extent of the research and the hard work of the pupils. The three following papers present the several uses of the various Museum-Kits in Volos, in Charakas on the island of Crete and on the island of Syros. In Syros where excellent examples of neoclassical architecture are preserved, the pupils recorded and studied classical elements and forms reviving in the buildings. They also did archive-research and compiled a booklet on Neoclassical Hermoupolis. The teenagers of the last school planned an itinerary throughout celebrated monuments of antiquity in Greece starting from the Acropolis in order to present a cultural panorama of their country to students of the same age from the city of Porto in Portugal.

Educational Programmes Organised by Special Schools on the Acropolis S. Malamidou, A. Voutyra, H. Zafeiropoulou

As we all know, access to the Acropolis archaeological site is not always easy. The Centre for the Acropolis Studies which has been restored with up-to-date facilities is equiped with ramps, spacious lifts and exhibition rooms as well as a conference room with mobile seats. The loan material gives pupils the opportunity to carry out projects at school, a very important aid for pupils with special needs. The progress is even greater when the Department has collaborated in advance with specialists in this field. Two such educational programmes are beeing presented below.

Educational Programmes on the Acropolis Organised by Teachers E. Nakou, N. Vasileiou, Th. Messinis et al.

These programmes were carried out either on the Acropolis area and its museums or in each particular school. 3.1. Educational Programmes Carried out on the Acropolis Area This section includes teachers who organised their own programme in order to teach at school or on the Acropolis site and in the Centre for the Acropolis Studies. The programme is described in their paper. The first paper presents the results of the study on the growth of historic perception of teen-agers inside the Centre and on the Acropolis which is part of this particular research carried out in museums in general. Two 7th grade teachers describe their teaching approach for the study of the Acropolis. Two 4th grade teachers in order to accompany their pupils on the Acropolis, created a trail, which they describe. The last teacher presents a "Guidebook of the Centre for the Acropolis Studies" a collective research, editing and printing effort of her 10th graders. 3.2. Educational Programmes Carried out at School This section includes teachers from the region of Athens who after their visit to the monuments or with the help of Museum-Kits, organised rellevant programmes at school. The first three teachers took part with their pupils in the open-day educational programme "A Day at the Acropolis". The complex and fruitful activites in which the students participated before and after their visit to the archaeological site, are presented, as well as, follow-up work produced; research done, poems written, painting and sculpture, performances, editing and printing a 50 page booklet are among the children's work. A team of pupils from a school, who took part in the programme organised a minor "Day at the Acropolis" for the rest of their fellow pupils, at school. The folllowing paper describes how a teacher was forced into organising a special programme at his school in order to console his distressed pupils after a disappointing experience caused by a foreign television filming crew. The last two papers show the vast importance of extra-curricular clubs and in particular of an Archaeology Club at school.

The Acropolis as Part of the Curriculum Ira Frangoulis-Vele, Ekaterini Giannakopoulou, Konstantina Shiza

In this group high school teachers present the possible combinations of the school curriculum with courses on the Acropolis. The first two are teachers of Ancient Greek Litterature. These possibilities are presented through the original texts in the first paper. In the next, a teacher who escorted her 7th grade pupils to the open day programme "A Day at the Acropolis", compiled an anthology of the various approaches of these students in the following years through the opportunities the curriculum offers. Environmental Education can give a big impulse to teaching through our cultural environment. This huge potential is presented in depth in the next paper which is a report of a four day seminar for fifty-seven teachers organised by the Acropolis Ephorate and the Ministry of Education. Interdisciplinary appoaches are analysed in depth and the report concludes with the evaluation of the seminar.

Εκπαιδευτικοί και Προγράμματα για την Ακρόπολη Cornelia Hatziaslani

The Education Department of the Acropolis was created in order to provide the wider public with an opportunity to enhance its understanding of classical civilisation, as well as of the scientific work currently in progress for the conservation and restoration of these unique monuments. It was founded in 1987 together with the inauguration of the Centre for the Acropolis Studies, by the First Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities in collaboration with the Committee for the Preservation of the Acropolis Monuments. Since the study of the Athenian Acropolis is part of the curriculum in the majority of schools worldwide, one of the Education Department's main purposes is to enable the teacher, through special educational programmes, intensive seminars and specially made resource material to take initiatives and work on his/her own with the children. A teacher today can choose from among six Information Leaflets, eight Trails, twenty-five Teachers' Packs and six Museum Kits and use them as aids for his lesson about the Acropolis. These resources were made for the use of teachers for courses on classical civilisation and most of them are also available in English. They are to be used by teachers at their own discretion according to how they design their lesson and the particular requirements of their pupils. All the services of the Education Department are provided free of charge and are integrated with the annual symposium "Teachers' Programmes about the Acropolis" that the Acropolis Ephorate organises at the Centre for the Acropolis Studies every May. Participants at these Symposiums are teachers who wish to present original projects that they worked on with their classes after the collaboration with the Education Department. In the present issue of "Archaeologia" fifty-two papers by seventy-nine teachers are published. They represent the proceedings of the first three Symposiums that took place in 1991, in 1993 and in 1994. After thoroughly studying the papers it was decided to group and publish them according to their principal subject. A brief summary of each group and of the papers it contains, follows.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (III) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Οι πρώτες ασπίδες κατασκευάζονταν από κλαδιά καλυμμένα με γύψο, δέρματα και χάλκινα ελάσματα. Μια εξοχή, ο ομφαλός, βρισκόταν στο κέντρο της εξωτερικής πλευράς που συχνά διακοσμούσαν σήματα, σημεία ή επίσημα, διακριτικά του πολεμιστή ή αποτροπαϊκά. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο οι ασπίδες έχουν σχήμα πύργου, οκτώ ή κυκλικό, τύποι που τον 9ο και 8ο αιώνα π.Χ. εξελίσσονται στον ορθογώνιο τύπο, τον τύπο του Διπύλου και τον στρογγυλό ή ωοειδή. Ο νέος τύπος στρογγυλής ασπίδας στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., το όπλον, έδωσε το όνομά του στους οπλίτες. Από τη θρακικής προέλευσης πέλτη πήραν το όνομά τους οι πελταστές.

Τεύχος 53, Δεκέμβριος 1994 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Τα ελεφαντοστά των Aρχανών Jean-Claude Poursat

Κνωσός και Aρχάνες. Ευρύτερη περιοχή και κράτος στη μινωική Κρήτη Peter Warren

Η συμβολή της ανασκαφής των Αρχανών στην αιγαιακή αρχαιολογία L. Vance Watrous

Οι προανακτορικές σφραγίδες των Aρχανών Αλέξης Καρυτινός

Η πρώιμη κεραμική των Αρχανών Αλέξανδρος Λαχανάς

Ταφικό κτήριο 19: ένας μοναδικός μινωικός ημιθολωτός τάφος στις Aρχάνες Χριστοφίλης Μαγγίδης

Το ανακτορικό κτήριο στην Τουρκογειτονιά Έφη Σακελλαράκη

Οι Aρχάνες και ο εξωκρητικός κόσμος Έφη Σακελλαράκη

Το Mουσείο των Aρχανών Έφη Σακελλαράκη

Αρχάνες, 30 χρόνια έρευνας Γιάννης Σακελλαράκης

Το νεκροταφείο στο Φουρνί Γιάννης Σακελλαράκης

Ο ναός στα Ανεμόσπηλια Γιάννης Σακελλαράκης

Αρχάνες: δημοσιεύματα Γιάννης και Έφη Σακελλαράκη

Οι Aρχάνες στα ιστορικά χρόνια (1000 π.X.-100 μ.X.) Άγγελος Χανιώτης

Άλλα θέματα: Κοσμική ζωγραφική στον Άγιο Aθανάσιο, στο Λιβάδι Πελαγία Αστρεινίδου-Κοτσάκη

Μία μεγάλη αρχαιολογική πλάνη; Δημήτριος Στεργίου

Παθολογία του πολέμου Αλέξης Τσολάκης

Αρχαιολογικές έρευνες 1993 στο νομό Iωαννίνων Αγγέλικα Ντούζουγλη

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

English summaries: The Prepalatial Seals Alexis Karytinos

The Prepalatial seals are counted among the most important finds of the excavation of Archanes and almost all of them come from the cemetery at the Fourni hill. The seal engraving in Archanes reaches its zenith during the Prepalatial years. The variety of decorative subjects (theriomorphic seals, hieroglyphics, flora and fauna, representations complemented with human figures), the materials used (ivory, hippopotamus' teeth) and the relations with Egypt and the East prove the blooming of seal engraving during this period. The seals of Archanes supply a lot of useful information on their triple function, that is sealing, decorative and talismanic, as well as on the commercial relations of Crete withl Egypt and the East. It seems that few important seal engraving workshop were operating in Archanes, especially during the Early Bronze Age. Their significance can be estimated today on the basis of the about 140 seal creations that have survived.

The Early Ceramics of Archanes Alexandros Lachanas

The systematic excavational activity in the Archanes region brought to light a considerable amount of ceramics, the study of which can elucidate their stylistic evolution in north-central Crete. This opinion is based on the fact that Archanes, as opposed to Knossos, represent a modern excavation with stratified groups of ceramics, where a detailed excavational diary is kept. The relation of cooperation between the ceramic workshops of Archanes and that of Knossos is clear and obvious due to the proximity of the two centres, nevertheless Archanes can by no means be considered as a sattelite of Knossos. A series of unique pottery found in Archanes perfectly supports the independence of its workshops.

The Burial Building 19: A Unique Minoan Semi-Vault Tomb in Archanes Christophilis Maggidis

The MM I Burial Building 19 in the prehistoriic cemetery of Phourni at Archanes is of particular interest for its unique architectural form, its sealed and stratified MM IA - IIB pottery deposit, and its variety of burial customs. The peculiar ground-plan (rectangular exterior, apsidal interior), the corbelled apse, the unusual thickness of three of the walls, the buttress-like outer face of these walls and a huge monolith abuttinc on the south wall; the amount and shape of the collapsed masonry as well as the fashion in which it collapsed, this extensive destruction of the vases, ani other pieces of evidence suggest permanent, heavy stone roof in the unique form of a semi-vault. Bund Building 19 combines elements of both the house tomb and the tholos tomb each characteristic of a different region of Crete, a fact which may reflect population amalgamation and perhaps political combination of two differed Cretan elements at Archanes, at the dawn of the first palatial societies. The careful excavation and study of the tomb revealed a well-defined stratification of four successive burial layers, and a tripartite pattern in the distribution of the finds in each layer (the earliest finds near the walls, the subsequent ones in the central area, and the latest ones at the entrance), which facilitated their further chronological classification into sub divisions within each phase an redefined the MM IA-IIA pottery of the north-central Crete. The study of the undisturbed burial deposits of the tomb revealed a great variety of burial customs, thus throwing new light on the Minoan funerary ritual and tracing its evolution in the EM - Urn period. An open-air fixed altar situated immediately outside the tomb and in the area of an unpaved court, an indoor fixed altar surrounded by the most important burials, and an external depository niche were the focus of the funerary ritual. The study of burial containers defined their role and threw new light on the phenomenon of burial individualism, the evolution within the collective burial tradition, and its possible social dimensions. The application of various criteria, such as the types of grave goods, the position inside the tomb and the funerary treatment of a burial revealed interesting information on social ranking. Furthermore, the combination of several variables suggests a population unit consistent with a family lineage, which according to all indications must have had a high social status in the local community.

The Ivories of Archanes Jean-Claude Poursat

The necropolis at Fourni, Archanes, brought to light one of the most beautiful ensemble of ivory objects that derive from rich burials of persons of high social rank. These ivory objects can be compared to those discovered in tombs of mainland Greece, such as those at Spata and Menidi, or with the relevant finds from various graves or houses of Mycenae. Thus, the necropolis at Fourni furnished for the first time evidence that the Cretan ivory objects dating from the period of Mycenaean rule over Crete, after 1450 B.C., are comparable to those of Mycenaean Greece. The significance of the ivory objects found in Archanes lies in the fact that they do not simply date from a limited period or derive from certain graves, but they belong to the broad framework of a tradition in ivory carving, which is rooted far back in the Early Minoan years, even before the appearance of the Cretan palaces, and is continued into the Late Bronze Age. The quantity and quality of these ivory objects prove the importance of Archanes in Mycenaean Crete. Furthermore, they partially herald the future development of the art of ivory carving in Cyprus and the East.

Knossos and Archanes Peter Warren

The Minoan settlement lying under the modern small town of Archanes used to be one of the major centers of Crete during the Bronze Age. However, a settlement so large and wealthy raises the question of its relation with Knossos, the Minoan capital, which is situated only 10 kilometers north. We can approach this complex question through a brief examination of the role the broader regions had played in Minoan Crete. Thus, we will obtain the necessary framework in which the relation of Archanes with Knossos will be considered. With the evidence so far available, we are unable to give a clear answer to our basic political question. The remains of luxurious buildings in Archanes and their rich content suggest obviously that an important person or persons were living there and that a close relation with Knossos existed, at least during the Neopalatial period. Regardless of the political structure of Knossos and the degree of its control over the north part of central Crete during the Neopalatial period, Archanes, either a town or a Palatial centre, undoubtedly was enjoying a considerable degree of I independence, was easily accessible and economically efficient due to its fertile rural suburbs, while the holy mountain dominating its region supplied it with a unique spiritual power and prestige.

The Contribution of the Archanes Excavations Livingston Vance Watrous

The excavations in the area of Archanes have made significant contributions to our knowledge of Minoan Crete. The chronological sequence of rich burials from EM II to LM III at Archanes is unmatched in Crete. These burial assemblages demonstrate the changing funerary habits of EM II - LM III Crete. Because precious foreign objects often accompany the owner to the grave, the finds from the Archanes cemetery illustrate the range of Cretan overseas contacts during the Bronze Age. The architectural complex at Archanes has shown that a "Palatial" complex can exist in close proximity to urban centers such as Knossos.

The Palatial Building at Tourkoyitonia Effie Sapouna Sakellaraki

One of the most important excavations of the last decades in Crete is that at Tourkoyitonia, Archanes, where a long ago searched for palace was located by J. Sakellarakis. Twenty-eight rooms of the Palatial Building have been excavated so far in the central section alone. Therefore, it is very probable, as the orientation of other building remnants, the archives and the "theatrical" area - excavated in other parts of the archaeological site - indicates, that the palace under discovery is going to be an entire, huge building complex. The size, the luxury of construction and the valuable finds from the Palatial Building as well as many other co-ordinate data (an intense and high artistic workshop production, besides the agricultural one; the contacts with other regions in Crete and overseas; and a considerable religious activity directly related with Youchta Mount, which dominates Archanes) are undeniable proofs of the power, self-reliance and prosperity of Archanes during the Neopalatial period.

Archanes and the World Beyond Crete Effie Sapouna Sakellaraki

Archanes developed relations with the Cyclades, Troy, Egypt and Syria during the early phases of Minoan civilization, already in the Prepalatial years, and continued so later, during the period of Minoan thalassocracy, from the eighteenth to the sixteenth century B.C. The multitude of ivory, bronze and gold objects, and especially a seal-cylinder from the East as well as the scarabs, the Cycladic idols, the Trojan-type jewelry found in the cemetery at Fourni etc., are substantial proofs of the relations that the inhabitants of this fertile region had developed with the world beyond their island.

The Museum of Archanes Effie Sapouna Sakellaraki

The Archaeological Museum of Archanes opened in 1993. It occupies an area of 570 square meters and it is located at the Tzami quarter in the center of the settlement. There, for the first time in Crete, the archaeological finds from a single site are exhibited. While the exterior spaces of the building were adapted to a tasteful ensemble, in resemblance with the impressive modesty of the environment and the traditional ochre and rosy colour tonations of Archanes, the interior was thus arranged as to accomodate the most modern mode of exhibition, especially attractive for the visitor. Although the most important finds from the Archanes excavation are kept in the Herakleion Archaeological Museum for safety reasons, the new Archanes Museum is much more than a local, provincial museum. It supplies information on the Minoan civilization and art probably better than the Herakleion Museum, since here the usual monotony of an archaeological exhibition has been broken. The reason maybe that the main characteristic of the Archanes Museum is its in small scale completeness, like Archanes, the important, small town of northern Crete, where the cycle of life and death can be observed throughout Antiquity, even in the years beyond the Minoan period.

Archanes, Thirty Years of Research John A. Sakellarakis

Archanes, known in bibliography already since 1909, had attracted the interest of all the great scientists of Cretan archaeology, such as S. Xanthoudides, A. Evans, S. Marinatos and N. Platon. However, only since 1964, with the inclusion of its excavation in the program of the Archaeological Society, the systematic research of Archanes has started. Archanes is today one of the best studied archaeological sites of Crete -with the exception of the neighboring Knossos- due to the excavational research of the Minoan cemetery at Fourni, the palatial building at Tourkoyitonia, the temple of human sacrifice at Anemospilia and of other areas, as well as due to our various published papers and articles on Archanes that sum up to the number of 68. Besides a short intermission in the excavational procedure, although unusual, the research has been continued by publications. Efi Sakellaraki and I consider ourselves lucky for a series of reasons: we have staffed our scientific team with nine excellent young research assistants, selected among our graduate students, who have finished or are working on their doctoral thesis at various universities in Greece and abroad. Our collaboration with the local inhabitants has been most fruitful as the creation of a small museum, which opened last year, proves; this fact shows that our research effort has been successfully incorporated in the social network of the small present town of Archanes. And finally, the prize awarded to us by the Academy of Athens in 1983 as well as our nomination as honorary citizens of Archanes in 1992 represent undoubtedly a full recognition of and repay for our long, hard efforts both by the official state and the local community.

The Cemetery at Fourni John A. Sakellarakis

The cemetery at Fourni, Archanes, is unique not only for the wealth of its burial offerings and the information supplied on the burial customs and ritual; but also for its centuries long use, more than one thousand years, -from the Early Minoan II period to the Sub-Minoan years- as well as for the great number and variety of its 26 funerary, secular and religious buildings. It is, therefore, a genuine necropolis of great significance, as many scholars have admitted.

The Temple at Anemospilia John A. Sakellarakis

With the exception of the almost contemporary discovery of the tomb of Philip at Vergina, no other archaeological find has recently incited the spirits in Greece so much as that of the excavation at Anemospilia in 1979. After the first presentation in Athens and New York in February 1980 a public discussion on the archaeological report was organized, which was of great interest for the mass media. The strong effect the unprecedented and unparallel in many aspects find from Archanes had on scholars and the public was only natural: the excavation produced a number of skeletons belonging to humans who had been crushed as the result of an earthquake, at the very moment that they were to sacrifice a young man so that such an earthquake to be averted. As the History of Science teaches a long time is needed for each great new find to be assimilated. This also applies to the case of Archanes as, since then, finds of more human sacrifices have been discovered in other sites too.

Archanes in the Historic Period Angelos Chaniotis

Whoever studies Archanes after the Minoan period is overwhelmed by the feeling of a strong disproportion between the splendour of the Minoan remnants and the relatively meagre evidence of human presence in the years succeeding the Mycenaean era, a feeling also known from other archaeological sites of Crete. Recently, however, the increased interest in researching the historic period of Crete has somehow revised this situation. A strong evidence of the continuity of Archanes, from the prehistoric to historic age, is furnished by the fact that the site retained its prohellenic name which is documented in a fifth century B.C. inscription as Acharna. The scattered archaeological data leave no doubt that the place has been inhabited throughout the historic period, from the Dark Ages to the Roman time. Poles of attraction were not only the fertile lands at the foothill and the slopes of Mount Youchta but also the primeval cultural traditions related with one of the most sacred mountains of Crete. Although Archanes of the historic phase has always been shadowed by Knossos, the powerful town of the region, it never lost either its financial importance or religious significance. Some epigraphic finds contribute to the better elucidation of these two characteristics.

Secular Painting in Ayios Athanasios at Livadi, Chalkidiki Pelagia Astreinidou

The settlement Livadi belongs to those villages of the Chalkidiki peninsula, which did not escape devastation during the Greek War of Independence. Ayios Athanasios, the parish church of the village is also the cemetery church. It is a three-aisled basilica with a pitch timber roof. An arcade runs along the south and west facade, where also the two entrances to the church are located. The dates 1818, accompanied by a cross and carved in relief on a poros stone of the south-west corner, and 1843, on a built-in slab of the masonry, are records of the history of the village, indicating the violet run away and the return of its inhabitants respectively. The wall-painting decoration of the church has probably been executed by professional artists. The secular painting prevailing in the decoration of the central aisle is quite impressive. It can supply efficient data for the understanding of the function of the traditional village cummunity and, why not, of the "marginal area", as it is described by the late modern Greek historian, Nikolaos Svoronos.

The Pathology of War Alexandros Tsolakis

History is repeated. And as it is natural, situations, actions and phaenomena such as war are also repeated. Undoubtedly, from the age of the great Greek historian Thucydides (5th century B.C.) until today the "art" of war has undergone an immense development and evolution and has taken a variety of forms. However, certain of its characteristics, such as its pathology, have remained unchanged. If there is any doubt about it, one should read again the ''pathology of war", as it is analysed by Thucydides who, by observing and describing the inhuman behaviour of the opponents during the Peloponnesian war, unitentionally forcasts and realistically draws the present picture of "our world".

The Archaeological Research in the County of loannina in 1993. On the Traces of the Old Capital of Molossoi Angelika Dousougli

The Molossoi, one of the major Epirotan races occupying since the twelfth century B.C. the entire area west of the Pindos mountain range, were living for seven centuries in small unfortified settlements, scattered in river and lakeside regions, and were practising cattle-breeding. Along with their relative tribes of Thesprotoi and Kassopaioi they belonged to the Greek speaking races of NW Greece, who however were not using writing until the seventh century B.C. Such settlements of the Early Iron Age have beeen located at Loutselio, in the basin where the campus of the University of loannina lies, at the foot of the hill of Kastritsa and at the valley of Rodotopi. The religious and administrative center of Molossoi, their capital Passaron. in the timber theater of which, according to the literary sources, Euripides taught his play "Andromache", seems that has been established in this latter site already since the Early Iron Age.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (IV) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τεύχος 54, Μάρτιος 1995 No. of pages: 106
Κύριο Θέμα: Άθως: φωτογραφικές και άλλες απεικονίσεις Mονών κατά τον 19ο αιώνα και η ερμηνεία των Παύλος Μυλωνάς

Άλλα θέματα: Βασιλικά ανάκτορα και ελληνική αρχιτεκτονική Doris Wieler

Κεραμικά της Nίκαιας (Iznik) Βασίλης Γινόπουλος

Τα θεσσαλικά μεσοβυζαντινά κεραμουργεία Γιώργος Γουργιώτης

Μονεμβασία: ο οικισμός και τα δημόσια κτήρια κατά την καποδιστριακή εποχή (1828-1832) Βασίλης Δωροβίνης

Ελίκη Ντόρα Κατσωνοπούλου

Ένθετα κοσμήματα ενδυμασίας της εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα Ελένη Κωνσταντινίδη

Παναγία Mαρμαριώτισσα: μελέτη διάβρωσης και προστασίας για το παρεκκλήσι του κάτω Xαλανδρίου, πρώην ρωμαϊκό μαυσωλείο Βασίλειος Λαμπρόπουλος, Αναστασία Πάνου, Χριστίνα Παναγουλοπούλου

Πρώιμη νεολιθική οικονομία στον αιγαιακό χώρο: η εξημέρωση των ζώων Φάνης Μαυρίδης

A. Papageorgiou-Venetas, Hauptstadt Athen. Ein Stadtgedanke des Klassizismus Χαράλαμπος Μπούρας

Ο τιμωρός Oδυσσέας. Οι απαρχές των θανατικών εκτελέσεων στην Eλλάδα Eva Cantarella

Η αίσθηση της σπατάλης Θάνος Παπαθανασόπουλος

Σεισμοί και ναοδομία στη Φθιώτιδα κατά τον 16ο και 18ο αι. Στάθης Στείρος

Οι σφραγιδοκύλινδροι της Θήβας και η Edith Porada Έβη Τουλούπα

Μουσείο: Μουσείο Μεγίστης (Καστελλόριζου) Ελένη Παπαβασιλείου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Άγνωστοι πύργοι και περίβολοι της αρχαίας Eρεσού Βασίλης Κουμαρέλας

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

English summaries: Nineteenth century representational paintings and photographs of Athos monasteries and their interpretation Pavlos Mylonas

The Monastic Community of Mount Athos retains a mystic aura mainly because of its fundamental religious essence.Spanning one thousand years, Athos has also been enriched on another level, by its art,by the architecture of its monasteries, the paintings in the churches, and the relics and treasures accumulated over the centuries by the faithful. The cultural presence of Athos offers a unique feast to the eyes, its spiritual calling being accompanied by one of artistic beauty. The presence of art generates an aesthetic interest and delights every visitor, from the uninitiated and naive pilgrim to the learned expert. Furthermore, during the last two centuries it has stimulated creative impulse among artists to immortalize the Athos landscape and architecture. Off-hand one could mention the refined Englishman Edward Lear and the rich colorourist Greek painter Spyros Papaloukas, or the 'universal' Ghika; but equally so quite a few Russians, Serbs, Bulgarians and Georgians, that is to say, artists whose orthodox faith initiated their visit to Athos. As a branch of painting one should also consider engraving; as for instance the very expressionistic woodcut illustrating the stunning cone of Athos. One group of such engravings, which provide us with rare representations of the Athos monasteries, in 1835, is the set of twelve vignettes surrounding the monochrome map of the peninsula found in Davydov's Atlas. Theywere engraved according to drawings by the architect N. Efimov. A single loose-leaf sheet of this map is to be found in the Gennadios Library, the vignettes of which have been water-colored by hand at a later date, possibly around 1900. They all constitute valuable archeological documents. With the invention of photography the possibility was given to millions of people to get acquainted with millions of subjects, through the latters' printed image. The first photographs of Athos monasteries were seemingly taken in 1854, according to information published in the French periodical "La Lumiere" of 1856. In 1857 and especially in 1859-60, many photographs were taken by an important Russian scientific expedition, headed by Count Peter Sevastianov, whose large collection of architectural drawings and photographs of architecture, murals and manuscripts was widely publicized in newspapers and magazines of the 1860s, both in Russia and in France. Still, this collection has never been published and is nowadays considered to be lost. Very few remains of this collection are to be found in Moscow and St Petersburg, and were kindly shown to the author in 1984, for inspection and photography. Other collections of photographs spotted on the Mountain by the author and worthy of mention are: 1. A large collection in the Russian Monastery of Hagios Panteleimon, which seemingly was available until 1940; of these photographs, a very important entity of views of the twenty monasteries remains in the library. These views were photographed by the author in 1968. 2. An entity of views of the twenty monasteries, well framed, was hanging in the Guest-house of the Monastery of Karakallou until August 1988, when a fire destroyed both the building and the photographs. The author was fortunate to have copied them only three months earlier. The Karakallou collection, of which we also know the photographer Benjamin I.K. Kontrakis, was probably assembled in the 80s of the previous century. 3. The 68 photographs published in G. Smyrnakis book "To Hagion 'Oros" (1903), which were probably taken in the ' 90s of the previous century. 4. The 43 architectural views published in the Album of hieromonk Stefanos, in 1913, which must have been taken during the one or two years preceeding the date of publication.  

Early Neolithic economy in the Aegean region. The domestication of animals Fanis Mavridis

The domestication of animals took place in the Middle East between the 9th and the 8th millennium BC. The practice spread over the Aegean region in the two millennia that followed (7th-6th), although in these areas the methods and procedures of animal domesticating remain unknown. Stock breeding became a major factor in Neolithic economy, especially when man started to use domesticated animals for specific tasks such as riding, transporting goods, and to make use of what their bodies produced (wool, milk).

Earthquakes and church-building in Phthiotis during the sixteenth and eighteenth Centuries Stathis Steiros

In an earlier study dealing with the seismic activity in the area surrounding the Euboean Bay, I had suggested that the destruction of monasteries as well as a surge of reconstruction and building during the years 1749-1759, documented by a plethora of inscriptions in churches of the Locris and Malis region, seem to have followed the earthquake of July 22, 1740, which had struck the town of Lamia and the province of Locris. A recent article, which summarizes the architectural research done on most of the approximately twenty known Post-Byzantine churches in Phthiotis and in the eastern part of Eurytania, verifies my hypothesis. Thus, similar activities that followed the earthquake of 1544 can also be explained.

Ornaments applied to Bronze Age dress in Greece Eleni Konstantinidi

One of the most informative aspects in the study of everyday life in a society of the past, is the way people dressed themselves and adorned their bodies and hair.In other words what we now call "fashion". Such a broad subject cannot be covered in a few pages, therefore the present article will only consider the dress proper and the related ornaments attached to it, which were either used to decorate the dress or to fasten it on the body. Dress ornaments, mostly found in Greek tombs of the Bronze Age can be classified in four groups on the basis of their function and mode of application: a. fibulae and pins, which were used to fasten the dress on the shoulders, b. rosettes, discs and cut-out reliefs, which were sewn on the dress as decorative elements, c. gold bands and belt-ornaments, also sewn on various parts of the dress for decorative purposes. While male attire consisted, in most cases, of a short skirt, the female Minoan and Mycenaean one was made up of three components, a wrap over fluted skirt, a bodice and a chemise, and was completed either by an apron, characteristic of the Minoan dress, or an inner bodice, typical of the Mycenaean garment. The combined study of the available archaeological data and the ethnographical material of ancient periods could enrich our knowledge of the everyday life of the past, especially that of women, for which other art forms, such as pottery, cannot supply sufficient information.  

The punishing Odysseus.The origin of the death penalty in Greece Eva Cantarella

This is a summary of a lecture given by the author in the Center for the Study of Ancient Greek and Hellenistic Law of the Panteion University in Athens. The death penalty in the Homeric Epos represents the origins of the Law which later governs similar penalties, during the political era of the polis (the city-state). Thus, the death penalties in Athens are directly related with the ways of execution carried out in the House of Odysseus. The city-state accepted the domestic ways of punishing the criminals and transferred them from the house to the square; from private to public. Not all penalties, however, but only those destined for men since the state did not seem to be interested in women even when they were to be punished. Hanging continued to be a way of executing women, although it was never included in the ways of executing men who were sentenced to death by the city-state. On the contrary, the domestic ways of executing men soon left the home grounds and were fully adopted by the city-state in the case of death penalties.  

The seal-cylinders of Thebes and Edith Porada Evi Touloupa

Seals in the form of a cylinder, with carved letters and representations of different things covering their surface, are rare and isolated finds in Greece. They are products that come mainly from the countries of Mesopotamia and are related to the names of the kings of Babylonia. Therefore, we were astounded when about forty seal-cylinders of lapis lazuli, a mineral originating from the eastern Afghanistan plateaus, were found during the excavation of a certain lot in Thebes in the Fall of 1963.

Eliki Dora Katsonopoulou

Eliki was the most important town of ancient Achaia, from the years of its foundation until 373 BC, when it was destroyed by a devastating earthquake and tidal waves. The research efforts for the discovery of Eliki between the years 1950 and 1974 resulted in the location of the broader area of the lost town, which extends both on the land and into the sea. The recent systematic investigation, which started in 1988 in the sea and continues until today on the shore, has essentially led to the location of the site of ancient Eliki on the coastal plain. This undoubtedly proves the excellent results achieved by applying geophysical methods in archaeological research.

Unknown castles and walled confines in Ancient Eressos Vasileios Koumarelas

The countryside of Eressos, one of the six towns of Lesbos, was organized in small agricultural agglomerations. Along the edge of the valleys some architectural remains testify the existence of rectangular towers, of which thirteen have been so far described by various archaeologists. The author of this article has discovered seven more as well as a number of walled areas, all of them belonging to the defensive network of the region.

Middle-Byzantine pottery workshops in Thessaly Georgios Gourgiotis

The Folkore Society of Larissa was founded at the beginning of 1974 aiming to create a Folklore Museum. One of the activities of the members of the Society was the collection of Byzantine shards and intact ceramics from the refuse accumulated from lots, excavated for erecting apartment buildings. The classification of the finds, on the basis of their decorative style, has been quite enlightening. The oldest Medieval ceramics collected so far, date from the eleventh and twelfth centuries, the peak of power and culture of the Byzantine Empire. The decorative motives and techniques used in Middle-Byzantine ceramics collected in Thessaly are related to similar ones produced in established, well-known centers. The commonly accepted theory that the Byzantine ceramics of each historic period share a common ideological concept (workmanship, decoration, even vase morphology), diverging only slightly in variations or particularities, is once more confirmed by the study of the forementioned finds. The Byzantine ceramics originating from the geographically bipolar towns of Larissa and Tyrnavos present certain distinct characteristics, such as the representation, on certain plates, of human figures, animals, birds and scenes from the Old Testament, which are depicted in relief and are arranged in broad zones on the interior of the vessels. Another such trait is the fine white layer applied on the unpainted, plain exterior of broad, open vessels from the upper rim down to the annular base and occasionally extending over it: this particularity is, among others, quite suggestive for the chronological classification of the items. Although the actual data is still missing, the plethora of indications supporting the local manufacturing of ceramics in Larissa and Tyrnavos have resulted in the withdrawal of alll the author's reservations regarding this question.

Royal palace and Greek architecture. K.F. Schinkel’s plans for the palace on the Acropolis of Athens Doris Wieler

In 1834 the Prussian architect Karl Friedrich Schinkel drew the plans of a palace, intended as the residential and administrative quarters of Otto, king of the Greeks and a descendant of the Bavarian dynasty of Wittelsbach. But how was he commissioned to do this project? The result of the War of Liberation of the Greeks against the Turks (1821-1827) was the recognition of the Independence of Greece in 1830. Immediately after which the country was proclaimed a monarchy and Otto, the second-born son of the king of Bavaria Ludwig I, was appointed by the Great Powers as leader of the new state. In 1833 Athens was chosen as capital, due to its importance in antiquity. At that time Athens was a small, provincial town of approximately 10,000 people which had to be drastically reorganized in order to meet the demands of a "modern" capital. Beside the town-planning, an architectural proposal for the royal palace was necessary. Therefore, four different projects in various locations were worked out by the architects Karl Friedrich Schinkel. Ludwig Lange, Leo von Klenze and Friedrich von Gartner. Finally von Gartner's proposal was realized and the royal palace was erected in what is today Constitution Square.

The chapel of Panayia Marmariotissa, a former Roman mausoleum Vasilios Lambropoulos, Anastasia Panou, Christina Panagoulopoulou

The chapel of Panayia Marmariotissa lies behind the sanctuary of the present big modern church that goes by the same name in Chalandri, a suburb of Athens. This building was originally a Roman Mausoleum, which was at some later, unspecified date converted into a Christian church by the followers of the new faith. During the Roman period Phlya, as today's Chalandri is known, was one of the so-called "minor" demoi of Attica, which the ancient Greek traveller Pausanias clearly differentiated from the "major" ones of Athens, Eleusis, etc. The powerful, rich Greek or Roman families, who controlled the economy and administration of the region, used to build imposing Mausolea as individual or family tombs. The small chapel of Panayia Marmariotissa used to be such a Mausoleum.  

Contribution to the history of public architecture in the years of Capodistria’s rule Vasilis Dorovinis

In a number of articles, published in previous issues of this periodical, we have examined public architecture in the years of Capodistrias (1828-1832), thus contributing to the thorough study of public space organization in Greece during the period of the first governor of the country after the liberation from the Turks. In these articles, refering to public buildings in Argos and Nauplion and to Gordon's mansion in Argos, we have proved that an intesive as well as extensive building activity is recorded throughout Greece, aiming to the creation of a more or less sufficient infrastructure of public architecture. By this term we mean the erection of schools, administrative and military buildings, warehouses, penintentiaries, etc, and also the restoration of the so-called "national edifices", which were buildings owned by the state. From the political point of view the reaiization of such an immense project perfectly illustrates the strong decision of the Capodistrian administration to create a modern state in a country which had just overcome seven long, dreadful years of an exhausting revolutionary and also civil war. If we take into consideration that military operations for the liberation of other Greek regions were still going on in 1829 -which were annexed to Greece in 1830 under the London Protocol- we can better appreciate the difficulties this project had to face as well as its real importance and impact on the public architecture of the modern Greek state.  

Nicaea (Iznik) ceramics V. Ginopoulos

The domination of the Arabs over a large part of the East from the sixth century on created the proper conditions for the development and revival of the art of ceramics which produced highly artistic and decorative objects besides the utilitarian ones. The town of Nicaea, being the natural junction between East and West, becomes the manufacturing center of ceramics, which are clearly influenced by Byzantium and Persia and, through the latter, by China, Syria and Egypt. From the sixteenth century on the ceramic production of Nicaea reaches its climax and exhibits a variety of distinctive styles, such as the Damascus and the Rhodes or Lindos ones.

A bird’s-eye view of the Acropolis Thanos G. Papathanasopoulos

"The choice of the Makriyiannis site (for the erecting of the new Acropolis Museum), will create transportation, technological, financial and most of all environmental problems, being from the town-planning point of view, one of the most problematic and crtitical locations of Athens. The unavoidable huge volume of the future museum will not easily coexist with the immediate surroundings of a questionable quality, or with the adjacent Acropolis. We must not forget that back in the 1930s, in the pre-war years it had been decided to erect the Supreme Court on the same spot following the plans of the celebrated Greek architect Anastasios Metaxas. But, the prospect of building a huge edifice in the surrounding the Acropolis area generated such a world-wide reaction, that the project was soon cancelled." The above quotation was written by the famous Greek architect and town-planner Giorgos Kandylis, president of the International Selection Committee for the new Acropolis Museum, who, due to an accident, was unable to participate in the crucial session which awarded the First Prize for the plans of the new Acropolis Museum.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (V) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τεύχος 55, Ιούνιος 1995 No. of pages: 118
Κύριο Θέμα: 1.900 χρόνια από την Aποκάλυψη. Λόγος και Eικόνα Πλάτων Αλεξίου

Πώς εσώθηκε ο Βανγκ Φο Μαργαρίτα Γιουρσενάρ

“Πώς σώθηκε ο ζωγράφος Βανγκ Φο” ή η πολλαπλότητα της προσέγγισης του κόσμου Αντρέας Ιωαννίδης

Αιγαιακές τοιχογραφίες: Ένας πολύχρωμος αφηγηματικός λόγος Χρήστος Μπουλώτης

Η ποιητική δύναμη του τοπίου. Μορφολογικές παρατηρήσεις πάνω στην Μινωική και την Φαραωνική αρχιτεκτονική Κλαίρη Παλυβού

Η ζωγραφική από τα Γεωμετρικά στα Ελληνιστικά Χρόνια Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη

Άλλα θέματα: Το αστικό τοπίο της Αθήνας Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Bενετάς

Άνθρωποι διαχρονικά: “Ημέρα γνωριμίας” στο Mινωικό ανάκτορο του Πετρά Σητείας Michael Wedde

Μουσείο: Μουσείο Αντιβουνιώτισσας Κέρκυρας Φραγκίσκα Κεφαλλωνίτου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Αρχαία Ελεύθερνα: Η επιστημονική έρευνα συναντά την ιδιωτική πρωτοβουλία Grecotel - Τμήμα Πολιτισμού

Εθνική Τράπεζα, προσφορά στον πολιτισμό Εθνική Τράπεζα

Προς τη Νέα Χάρτα Αθήνας: Από την “Οργανική Πόλη” στην “Πόλη των Πολιτών” Μαρία Κορμά

Το έργο του Μετρό Αθηνών και η αρχαιολογική έρευνα Ε.Π. Παπαμιχαήλ

Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, βιβλία, επιστολές Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Εμπορικό Τρίγωνο ΥΠΕΧΩΔΕ

Φεστιβάλ Aθηνών 1995 Yπουργείο Tουρισμού

English summaries: Greek Painting from the Geometric to the Hellenistic period Platon Alexiou

Our knowledge about the ancient Greek painting is quite fragmentary, due to the perishable nature of wood, leather or stuccoed walls on which monumental paintings were created. Apart from some direct information deriving form a few original works (tombs and tombstones) our knowledge of the evolution of ancient Greek painting is mainly based on the ancient sources; on vase painting the representations of which reflect to a certain extent the quests and the accomplishments of their great contemporary painters; on Roman wall-paintings which either copy or get inspiration from works of art of the Classical and the Hellenistic periods. The combined use of the above has helped us record the stages, repertoire, quests and achievements of an art which was especially praised by the ancient writers. Yet, it is only thanks to the superb wall-paintings recently discovered by Manolis Andronikos at Vergina that we were given the opportunity to evaluate the quality and pursuits of the great painters of Classical antiquity. During the Geometric and the Archaic periods ancient Greek painting, mostly myth-bound, as regards its repertoire, was especially concerned with the understanding of the rendering of the human or animal form and their combination in a two-dimensional conception. During the fifth century it achieved till mastering of a more complex figurative composition imprinting gradually through line or colour the three-dimensionality of figures and objects in space. By the end of the fifth and during the fourth century, it completed its course, by having achieved the game of light and shade on bodies and objects; by having expressed the ethos and the passion of the represented figures; by having succeeded in composing impressive scenes of multi-figure action. All these accomplishments and the full mastering of the painted media do actually prevail in the technique and style of the excellent wall paintings at Vergina. Landscape was not an end in itself either in the Archaic or in the Classical Period, although it was abstractively used in order to complement the meaning of the representation. Despite its impressive rendering on the hunting scene decorating the facade of Philip's tomb at Vergina it was only during the Hellenistic period that it gained importance. The thorough study of the naked human body, in light or shade, as it is moving in space, in order to fully exhibit its beauty in a three-dimensional concept was re-approached again only during the Renaissance period.

1900 Years Since the Apocalypse. Word and Picture Christos Boulotis

In A.D. 95, 1900 years ago, St John the Theologian, at the time in exile on Patmos island, wrote the Book of the Apocalypse, which is the last one of the New Testament. This God-inspired book is distinguished for its wealth of ideas and notions which, besides the theologic-philosophic-philologic influence that it has excercised on Christian spirit, has also deeply affected Christian art: serving as a literary source, it has inspired an entire iconographic cycle -with the representation of the Last Judgement as its focus- both in the West (the earlier example being Sta Pudenziana in Rome, of the 4th century) and in the East as it is ascertained by a relevant representation, again of the 4th century in Syria.

Aegean Frescoes Clairie Palyvou

In this article a brief but global approach is made to the complex problematic mainly of two issues concerning the Aegean painting during the Late Bronze Age: a. Appearance in Neopalatial Crete and then expansion of the figurative and decorative frescoes to the south insular region as well as to Mycenaean Greece, and b. The mechanism of the causal relation between the pictorial repertoire and the decorated space. As regards the first issue, it is argued that the explosive appearance of figurative and other subjects in frescoes from the down of the new palaces -in spite of any possible influence from abroad- is as a matter of fact a purely Cretan case and particularly of Knossos. The first generation of Minoan fresco painters can be ascribed to the tradition of the polychrome Kamares - style: because of the gradual decline of this luxurious style of pottery, some of the experienced painters who mastered the secrets of pigments and the precision of drawing and who were working in the palatial workshops seem to have switched to the new impressive art of wall-painting. Having as a brilliand model the Knossos palace, the fashion of wall-painting was quickly expanded in two homocentric cycles including Crete on the one hand and the south insular territory and Mycenaean Greece on the other. Being an art correlated with the social codes and the ideology of a social elite, wall-painting was only natural to meet certain limitations in its course. However, a very interesting contradiction is observed: while in Mycenaean Greece all the palatial centers display a rich wall-painting decoration, in Crete, the major palaces, with the exception of Knossos, have a few or no wall-paintings, although the mansions and villas of the island have widely adopted the new mode of decoration. Since the art of wall-painting, in its architectural adaptation, does not "travel", its spreading necessarily demands the transfer of painters from one place to another. Therefore, a series of other issues are raised, such as the activity of Minoan artists outside Crete, which was expanding to the eastern Mediterranean basin (Tell Kabri in present Israel and mainly Avaris at the delta of Nile) at least during the first phase of wall-painting dissemination; the process and place of apprenticeship of the first non Minoan painters; the creation of painting workshops; and finally, the possibility of distinguishing the work of individual painters in the frescoes of Crete, Thera and Mycenaean Greece. As regards the second issue, the "architectural" function of the wall-paintings as a unifying factor of the decorated space is examined, as well as the illusionistic pictorial imitation of functional elements of the buildings. Then, on the base of works from Crete, Akrotiri and the Mycenaean palaces, the exact location of which is known, an attempt is made, so that an important dimension of these frescoes to be understood: how the wall-paintings convey the functional physiognomy of certain spaces, official and/or much frequented or private and "closed" to the everyday needs, as are the sanctuaries par excellence. It is also ascertained that, at least in certain cases, the choice of the pictorial subject was not arbitrary at all, but the result of perfect logic and programme. If the pictorial expression was contributing to the functional elevation of a space, each space seems to have equally dictated the choice of specific subjects from the rich thematic variety of the period. Thus, we can justifiably accept the existense of a mechanism of causal relation between the space and its decoration. Finally, given the forementioned data, a reference is made to the formation of trans-regional pictorial programs, which are repeated in large building complexes of similar function, such as the Mycenaean palaces. However, besides these manifold programs, it seems that minor ones were employed which were covering the specific needs of identification and function of some spaces, as mainly the Xeste 3 at Akrotiri permits us to detect.

Towards the New Chart of Athens? From the “Organic City” to the “City of Citizens” Chryssoula Saatsoglou-Paliadeli

A preparatory congress under this title was held in Athens during the 16th and 17th of June 1994. Its purpose was the organization in the fall of 1995 of an international congress on the same issue, so that a new code, a New Chart of Athens to be formulated as a result of the relevant proceedings. Such a new chart, which will comprise general principles and will be effective for all the settlements of earth -with their endless variability-has become a necessity. This article is a brief reference to the main substantial remarks made during the preparatory congress, which have been classified in the following unities: 1. What is the "Chart of Athens". 2. Which are the characteristic problems of the modem CM and what creates them. 3. Which are the forces, the interplay of which affects the reformation of our cities today. 4. Whether and how all these different factors, responsible for the creation of the modern city, could be handled by a common code.  

The Creative Power of Natural Environment Alexander Papageorgiou-Venetas

The natural character of each place evokes certain moods and a specific sense of space which, to a large extent, are reflected in the concept of space that the inhabitants adopt in their architecture. With this basic notion in mind we will investigate the creative power of natural environment in the Aegean and Egypt and its impact on the Minoan and Pharaonic architecture respectively. Time is the common denominator in both cases. However, owing to the fundamental difference of these two regions, their comparison will become expecially interesting. The main characteristics of the Aegean landscape, and by extension of Minoan architecture, is the unity through polymorphy and the human scale. The unifying element is light: the smooth gradations of light and shade and the unique atmospheric limpidity allow to each and every component of space to appear clearly, though keeping its relation with the entity. The human scale, the plethora of points of reference and the smooth gradations describe a composite but familiar space. In Egypt polymorphy is replaced by duality and human scale by the infinite. The light intensifies the duality: strong and harsh, it creates sharp contrasts and favours abstraction, because it projects the basic forms only. River Nile is the unifying element; a perpetual source of life, a linear and one-way movement in a known, identical, restricted route. The river predisposes to passiveness, however it offers a sense of security and faith in the life-giving power of nature, which is easily transformed to a metaphysical one. Symbolism is one of the most dynamic components of the Egyptian spirit —the product of the union of the natural and metaphysical world. In architecture it is the prevailing element, sometimes a goal in itself: the pyramid and the obelisk are not buildings but dynamic tectonic forms with clear and manifold symbolic reminders. In Egyptian architecture mass predominates over void, in opposition to the Aegean one. What in Egyptian architecture is accomplished by mass, in the Aegean one is achieved by tectonics. An analogous sense of space occurs in art: in Aegean painting the polymorphy, human scale and familiarity prevail as well as the open compositional schemes, smooth gradations and flowing, wavy outlines, which, as also in architecture, represent elements of the landscape. In Egypt art functions through the same symbolism and intellectuality also found in architecture. The representations are extended in array, in successive friezes which alike the landscape have no beginning or end. The typification, symbolism and abstraction are here as well as in architecture the main elements that have a direct reference to the landscape. The spirit of "approximately" which predominates in the Aegean becomes a spirit of "precision^ in Egypt, and the difference between the two systems -mass/void— implies in reality a difference in Weltanschaung and life - style.  

The Landscape of Athens, with Particular Emphasis on its Conjectural Representations in Antiquity Michael Wedde

Besides the written sources which describe and comment on the fate of the architectural heritage and historic sites of Athens, the original illustrative works also supply important information. These illustrations were made mainly by foreign painters, designers and architects who visited the town in the 19th century -a trend also followed in the 20th century by quite many Greek artists. The presentation and interpretation of the voluminous relevant illustrative material have just commenced. During the last decade significant monographs on certain artists have been published and a first attempt to present this subject concisely has been made. A common characteristic of these works is their descriptive approach: they furnish information on the artists's lives, trips and the circumstances under which they have visited Athens and also comment on their sentimental and ideologic approach on the subject they have represented. Furthermore, they analyze, from the art historian's point of view, the quality of the illustration, the technique and style of the painter. However, although these matters are important for the evaluation of the artistic merit of the illustrations, they do not exhaust the subject, because they only touch occasionally the wealth of pragmatic information included in these works.

Man across the ages: “Open House” at the Minoan palace of Petras, Siteia Maria Korma

On the 3rd of August 1993, the general public was invited to participate in an "Open House" at the Minoan settlement and palace of Petras, and at the Archaeological Museum of Siteia. Guided by Dr. Metaxia Tsipopoulou and her team, the visitors were taken around the site, through the permanent exhibition in the Museum, and the temporary displays both in the Museum and in the workshop. The programme endeavored to break through the barriers which exist between the public and Archaeology, bringing the visitor into contact with the every-day work of the archaeologist. Among the many objects exhibited were numerous finds normally unseen -undecorated pottery, sherds, stone tools, that is, such material as are rarely displayed in showcases- in addition to outstanding discoveries yet to be officially exhibited. The "Open House" attracted interested visitors from Siteia, as well as Greek and foreign archaeologists. A public lecture by the excavator closed the day's activities.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Ο οπλισμός των αρχαίων Ελλήνων (VI) Σταυρούλα Ασημακοπούλου

Τεύχος 56, Σεπτέμβριος 1995 No. of pages: 118
Κύριο Θέμα: Η μεταβυζαντινή ζωγραφική. Οι τοιχογραφίες. 15ος-17ος αιώνας Μίλτος Γαρίδης

Η βυζαντινή ζωγραφική Τίτος Παπαμαστοράκης

Άλλα θέματα: Στον κόσμο του Λουκιανού. Μια ξενάγηση Ηλέκτρα Ανδρεάδη

Περιβάλλον και Aρχαιολογία Λίλιαν Kαραλή και άλλοι

Νεολιθικό ακιδογράφημα στις όχθες της Χειμαδίτιδας λίμνης και το δίδυμο μενχίρ του Πελεκάνου Νικόλαος Μουτσόπουλος

Μνημεία και εκπαίδευση: η συμβολή των δασκάλων Μπίλη Βέμη

Μουσείο: Η νέα πτέρυγα των ρωμαϊκών γλυπτών στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Κατερίνα Ρωμιοπούλου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Αρχαίο θέατρο-Σύγχρονο φως Κωνσταντίνος Μπούρας

Πάρος: SOS Νίκος Ξένιος

Η μακραίωνη παρανόηση Περικλής Παντελεάκης

Υπουργείο Πολιτισμού. Πολιτισμική κληρονομιά Θάνος Μικρούτσικος

Ο Θεόδωρος Πουλάκης και ο κύκλος της Αποκαλύψεως Γιάννης Ρηγόπουλος

Το κέντρο πολιτισμού και οικονομικής ανάπτυξης Εθνική Τράπεζα

Τουρισμός και πολιτισμική κληρονομιά Νίκος Σηφουνάκης

Aρχαιολογικά Nέα: ειδήσεις, συνέδρια, εκθέσεις, βιβλία Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Η οδός Πειραιώς, υπερτοπικός πόλος (1) ΥΠΕΧΩΔΕ

English summaries: A Tour in Lucian’s World Miltos Garidis

In this "tour" in Lucian's text the author revives the atmosphere of the Greek satirist's time, by focusing her attention to the mentality of ancient Greeks. By exploiting the second century B.C. text, she pictures the feelings of the mothers whose sons happened to have a certain relation with some hetaera; the public opinion about philosophers; the common customs and practices in the procedure of a symposium, as well as a number of other information, important for the representation of every-day life in Lucian's Athens.

The Post-Byzantine Painting: The 15th-17th Century Wall-Paintings Titos Papamastorakis

Church was preserved and supported as an organized institution but also because it was granted privileges in order to excercize a kind of state authority. In addition, privileges in different levels were granted to various regions, categories of Christian population or individuals. However, during the years of the conquest and the establishment of a new political and social order the artistic activities and the traditional creative centers in the countries under the Ottoman rule diminish and almost disappear. While, in the areas with Greek orthodox population who were governed by catholic state lords such a complete stop does not occur. On the contrary, some artistic activities are continued there and, already before the mid-15th century, the influence of the new tendencies, especially of the Italian painting is obvious. Furthermore, in the towns of Crete island a large scale production of portable icons for export is developed. During the middle and the second half of the 15th century limited artistic activities are resumed in the central Balkan regions due to the initiatives of local dignitaries, ecclesiastic patrons or small monastic communities who take advantage of their privileges. The anonymous painters readopt the main tendecies of the 14th-century painting, but in a rather stylized manner. Only on Cyprus, during the same period, an artistic current, which has fully adopted the Italian aesthetic expression of the Early Renaissance (-Latin- pareklession in the Monastery of Ayios loannis Lambadistis, Panaghia Podythou, 1502, etc.), runs parallel to the stylistic tendencies which are issued from the Byzantine tradition. Already since the first decades of the 16th century, the major and rich, due to their productive activities, monastic communities start again to commission extensive wall-painting decorations in Mount Athos and Meteora. The artists to whom they give these assignments are already well-known icon painters from Crete. Thus, Theophanis Strelitzas-Bathas, who will become the leading personality of the "Cretan- school of wall-painting", embellishes with frescoes the Monastery of Ayios Nikolaos Anapafsas at Meteora, in 1527. The katholikon of the Great Lavra and the Monastery of Stavronikita on Mount Athos are wall-painted later, in 1535 and 1546 respectively. Other artists, eponymous and anonymous, will undertake important decorations in monasteries on Mount Athos, Meteora and elsewhere. The "Cretan" school was favoured by the supreme hierarchy of the Oecumenical Patriarchate and indirectly by Moldavian, Vlach and Georgian ruling princes and kings. Thus, it almost becomes the official art form of Orthodoxy. It is characterized by balanced, plain, severe and rythmic compositions; controlled movement, clear-cut design and plasticity; a classicizing monumental style; and also by an iconography which has assimilated a number of elements from Western art. However, certain severe, conservative and expressionistic tendencies survive in the monastic centers of Mount Athos, running parallel to the creations of "Cretan" painting (Monastery of Xenophon, 1544; Ayios Georgios at the Monastery of Ayios Pavlos, 1555). Another creative and extensive trend in the 16th-century painting, which is developed in North-western Greece, runs parallel to the "Cretan" school and expresses aesthetic orientations contrary to the classicizing austerity of Cretan painting. This trend, full of "secular" vigour and vitality, also draws its inspirations from the tradition of the itinerant painters of the period 1480-1500. Two ensembles on the Island of loannina, the Monasteries of Philanthropinon (1530-1542) and Dilios (1543) as well as the Myrtia Monastery (1539) in Aetolia, represent this "school", with their mature, already crystallized decorative programs, iconography, composition, technique and style. The artists Frangos and Georgios Kontaris from Thebes, who work in Epirus (Krapsi, 1563; Veltsista 1568) and Meteora (narthex of the Monastery of Barlaam, 1566), undertaking the commissions or the aristocracy of loannina, are very much influenced by the wall-paintings of the Island. Frangos Katelanos, a famous, also Theban, painter will follow and develop the same tradition in the katholikon of the Monastery of Barlaam (1548) and in the chapel of Ayios Nikolaos in the Monastery of Great Lavra (1560) as well as in all the wall-painting ensembles which have been assigned to him. A great artistic personality and a master in colour, he draws a vivid, full of plastic brush-strokes style and animates his compositions with dashing movements and baroque vibrations, while he keeps, at the same time, a direct and fruitful relation with his contemporary Italian painting. Katelanos starts off from a restless local school, which he promotes to an artistic current of very large acceptance, parallel and antagonistic to the -Cretan- school. He will influence significantly his contemporary painting in the broader area of South Balkans. Towards the end of the century the "Cretan" school and that of the North-western Greece co-exist and create side by side works of manneristic character. The painter Onouphrios represents another important trend in the 16th-century painting in central Albania and Western Macedonia. He has found imitators and successors, who define themselves within the boundaries of Ochrid Archbishopric and in relatively small and humble painted ensembles (Ayioi Apostoloi, Kastoria, 1547; Ayia Paraskevi, Vales, 1554, central Albania). His work is characterized by broad, free compositions, calligraphic design, graceful and noble figures, traditional Byzantine iconography, but also by a familiarity with the Early Renaissance painting. The monumental painting of the 16th century with its two main, predominant tendencies does not essentially leave much space for the formation and development of local schools and workshops, in spite of the survival of some local traditions on provincial scale. Similar phenomena can also be located in the Serb, Bulgarian and Vlach-Moldavian territories. During the 17th century the quantitative development and geographic expansion of painting is considerably greater. Broader social strata, communities and even minor monasteries participate in this evolution by commissioning a great number of works and getting familiar with the monumetal painting. The wall-painting, however, is confined to the eclectic repetition and manneristic immitation of the 16th-century or even earlier tendencies. The adoption and incorporation of floral baroque motives in the iconographic programs, which towards the end of the century tend also to affect the character of the composition, is a common feature of most workshops. Already since 1570, companies of peasant painters from Linotopi in Western Macedonia practise their art in an extensive region for almost a century. They imitate and continue the various trends of the 16th-century painting, depending on the individual workshop and the distinctive taste of their peasant clientele. Similar guilds are aiso active in the central mountainous Peloponnese. On the Mount Agrapha or at Meteora multiple painting ensembles perpetuate the artistic doctrines primarily of the "Cretan" school; while the remarkable painting-activity on Mount Pelion is characterized by an eclecticism and lack of homogeneity. Family groups of painters, qualified with some education, are active and very productive for many generations mainly in the Peloponnese but also elsewhere. Demetrios and Georgios Moschos combine in their work strong expressionistic traditions with the teachings of the school of North-western Greece and the introduction of baroque elements. While Demetrios and Theodoras Kakavas start from Malessina (1570) in central Greece and continue for almost a century in the Peloponnese. In their painting they exhibit a mixture of all the tendencies of the 16th-century painting and a mastering of the minute technique of portable icons. Our knowledge of the 17th-century monumental painting in Greek lands is incomplete and the published ' scientific studies are limited. The relevant material, in its greater part, has not been studied as yet, neither it has even been located and catalogued. Therefore, any attempt the entire issue to be presented can be judged as premature.around 1480 and until 1500 workshops of anonymous itinerant artists develop a renovating trend, which is already formed by intended choices in program and iconography and by influences from the style of the Late Gothic painting of Old Katholikon, Meteora, 1483; Cucer 1484; Ayios Nikolaos Eupraxias, Kastoria, 1486; Treskavac; Poganovo. 1500). In the last decades of the century we can also record their artistic creations in official buildings in Moldavia (Hirlau, Dosohoi', Balinerti, etc.). On Cyprus, during the same period, an artistic current, which has fully adopted the Italian aesthetic expression of the Early Renaissance ("Latin" pareklession in the Monastery of Ayios loannis Lambadistis, Panaghia Podythou, 1502, etc.), runs parallel to the stylistic tendencies which are issued from the Byzantine tradition.  

Enviromental Archaeology in Greece Today Electra Andreadi

Within the framework of the academic course of Enviromental Archaeology the fourth-year students of the Archaeology Department of Athens University visited the Neolithic settlement Pousi Kalogeri which lies in the Mesogheia plain in Attica; the area has been excavated by the personnel of the Second Ephorate of Classical and Prehistoric Antiquities, under the scientific supervision of Ms. Clairie Efstratiou. The purpose of the visit on the one hand was to investigate the relation between man and his enviroment; and on the other to define how an archaeologist can solve, to a certain extend, the various problems of an excavation by using enviromental methods and utilizing the relevant knowledge. Thus, an attempt was made the necessity of a specialized enviromental research, an indispensable element for the complete apprehension of the past, to be fully comprehended.

The Neolithic Graffiti of the Cheimaditida Lake and the Twin Menhir of Pelekanos Lilian Karali-Giannakopoulou

The author of the article suggests as propable that the graffiti of the Cheimaditida Lake in Macedonia belong to the society which has built the megalithic tombs in the area of Roussa (Thrace). If this is valid "we might suggest as a date the one proposed by D. Triantaphyllopoulos: the 9th-10th century B.C. the period, that is, to which the dolmens from Bulgaria and from the other group of NW Caucasus belong". In the center of the village Pelka (Pelekanos) of Kozani county a twin menhir, bound with legends and primeval rituals, has survived. Such monumens must be protected by the Archaeological Service, since the antiquities smugglers relate them with hidden treasures.

Byzantine Painting Nikos K. Moutsopoulos

The Byzantine painting is the natural evolutionary product of the painting of the Roman Empire, which has preserved in principle the main characteristics of this art form of the Hellenistic period. The development of these characteristics has been affected not only by the various civilizations, which subdued by the Empire, were influenced by its culture; but also by the social, cultural and financial restructuring, which added a new social function and content to art. During the almost twelve centuries of existance of th Byzantine Empire, the two sources of inspiration of painting, that is the classical Hellenistic tradition an the representational heritage of the Near and Middle East civilizations, have played alternating roles a regards the formation of the artistic style of each period. The firm predilection for the human figure, which had remained the essential subject of each depiction fron the beginning to the end of the Empire, is the mair principle that the Byzantine painting has preserver from its Classical background. In the works of the Byzantine painting of the 5th century the effect of the Hellenistic tradition is more than obvious, while the painting of the Justinian era clearly mirrors the influence of the art of the East. The medieval character of the Byzantine painting is crystallized after the end of Iconoclasm (843). The pictorial representation of space is now purely conventional and the gold background has become the rule in the mosaics. The human figures and their garments are represented extremely stylized, the proportions and structure of the human body are usually completely ignored, the movements are inflexible. In Constantinople the memories of the Classical past remain alive in the cycles of the court intellectuals, a reality verified by the manuscript illuminations of the 9th and 10th century, works which have been commissioned either by the emperors themselves or by their court officials. A host of subjects and iconographic types of Classical antiquity appears in these miniatures, their artistic handling, however, shows that they have not been organically assimilated by the artists or their social environment. The typical features of the 11th-century painting are summarized in the mosaic decoration of Hosios Loukas in Phokis, mainland Greece, Ayia Sophia in Kiev and Nea Moni on Chios. The indication of space is rudimentary and the figures appear isolated due to the gold background. The drawing is composed by marked outlines, the objects and attires are depicted with great abstruction as are also the faces with the wide-open, staring eyes, the psychological depth of which must be sought in a transcendental space outside the representation. In the mosaics of the Daphni Monastery there is an obvious difference: space is indicated in a naturalistic manner, the figures have a strong classicizing character, the faces are expressive and convey the psychology of the figures, the drapery of the garments is natural and creates the impression that they cover bodies with corporeal substance. The balanced monumental composition of human figures, which serves the expression of the dramatic and symbolic content of the representation and is typical of the iconography of the Daphni mosaics, represents a general characteristic of the art of the Comnenean era. In many monuments dating from this period the forementioned artistic elements have been developed in a refined mannerism, the main features of which are the siender human figures who pose elegantly or move dramatically. These movements are often intensified by a strongly decorative drapery, which adds a dancing character to the figures. The painting of the Palaeologan period seeks the harmony between drawing, colour, composition and expression. The human figures and the natural or architectural environment, in the middle of which they are represented, are in a mutual organic relation. The style of the Palaeologan painting is also characterized by a feeling for naturalism in the pictorial representation of figures, objects, landscape and psychological situations, which are thus inevitably combined with elements from the everyday life and an intensity in the narration of the various episodes. During the same years an art of courtly character is developed, which uses an elaborate pictorial language of symbols and forms in order to serve the ideological and theological currents deriving from the atmosphere and the spirit of the period.

The New Wing of Roman Sculpture in the National Archaeological Museum, Athens Billy Vemi

On April 13th, 1995 the permanent exhibition of the collection of Roman sculpture of the National Archaeological Museum was opened. This exhibition continues and completes the presentation of sculpture in the first museum floor, so that when the visitor leaves, he has obtained a full picture of the evolution of the ancient Greek sculpture, the most important product of the artistic activity of Greeks, which has affected and decisively marked the entire route of European sculpture.

Monuments and Education: The Contribution of Teachers Katerina Romiopoulou

The knowledge of monuments and their essential relationship with people, which however requires a proper education, is necessary in order their role in society to be better understood. The evaluation of their significance will thus affect both the quality of life and the destiny of the monuments themselves. Therefore, education is asked to undertake a crucial responsibility towards the realization of this pursuit, and has to commence its efforts already from its early grades. The protection and elevation of the monuments by the state is not sufficient, if the citizens do not consciously participate in the actual protection and "use" of the monuments of their cultural heritage. The creation of a closer relationship between monuments and education -especially the Elementary one— will not only turn to the profit of the monuments but also to that of the educational procedure; the latter can approach the monuments as a factor which can make teaching much more interesting and effective, provided that the proper knowledge for their utilization is available. The key for all these educational potentialities that the monuments can supply is the efficient preparation and training of the teachers during their university studies.

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα γεωργικά εργαλεία (1) Βγένα Βαρθολομαίου

Τεύχος 57, Δεκέμβριος 1995 No. of pages: 114
Κύριο Θέμα: Ο συμβολισμός και άλλες τάσεις στην ελληνική ζωγραφική (1880-1930) Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα

Ένας καθρέφτης σε λοξή προοπτική Αντώνης Κωτίδης

Ένα παράδοξο φαινόμενο: παιδιά αξιωματούχοι και ευεργέτες στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Κώστας Μαντάς

Η ελληνική ζωγραφική του 19ου αιώνα Ηλίας Μυκονιάτης

Ο εκσυγχρονισμός της νεοελληνικής τέχνης και οι μεγάλες διαμάχες (1950-1980) Μάρθα Χριστοφόγλου

Άλλα θέματα: Το πολιτιστικό κέντρο της Eθνικής Τράπεζας στην Πάτρα Εθνική Τράπεζα

Αισθητική της πρόσληψης Νίκος Ξένιος

Οι αρχαιολογικοί χώροι κρίσιμη κληρονομιά για την μετάπλαση της καθημερινότητας Μηλένη Παναγιωτοπούλου

Τα στάδια συντήρησης μπρούτζινης φιάλης Τατιάνα Παναγοπούλου

Οι πυραμίδες της Αργολίδας και η πραγματική σημασία τους Αδαμάντιος Σάμψων

Ελλάς. Τουρισμός και περιβάλλον Yπουργείο Tουρισμού

Δώρο ασημένιο ποίημα ή ο κοινωνικός ρόλος του μουσείου ΥΠΠΟ

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Ανδρέας Κεραμίδας

Μουσείο: Μουσείο Σύμης Ελένη Παπαβασιλείου

Ενημερωτικές στήλες και απόψεις: Aρχαιομετρικά Nέα Γιάννης Μπασιάκος

Aρχαιολογικά Nέα Συντακτική Επιτροπή περιοδικού "Αρχαιολογία"

Η οδός Πειραιώς, υπερτοπικός πόλος (2) ΥΠΕΧΩΔΕ

English summaries: Symbolism and Other Tendencies in Greek Painting: 1880-1930 Efthymia Georgiadou-Kountoura

In the Greek territory the defeat of 1897 contributed to the creation of an anti-heroic spirit which was channeled in an atmosphere of exaggeration, musing and vagueness, and favoured the development of Symbolism both in letters and arts. While the impact of French Impressionism is limited to individual attempts, these of the Post-Impressionistic currents, and especially of Symbolism, are in abundance; the latter in Greece, as a matter of fact, incorporated elements from the ancient Greek and Byzantine tradition. The beginning of the symbolistic influence is evident In the large allegoric and religious compositions of Gyzis after 1876 -Art and its Spirits, Symphony of Spring, The Banner of the University of Athens, Glory, The Triumph of Religion, Bridegroom-, as well as in a series of advertising posters of high artistic quality. The oeuvre of Gyzis is continued in the 20th century by Parthenis' compositions -Annunciation, Lamentation, Orpheus and Eurydice, The Benefits of Public Transportation, etc. Related to the Symbolists and the Nabis cycle are Maleas' compositions and landscapes, while Papaloukas is at the same time also working on the principles of Byzantine art. Other important artists, beyond the boundaries of Symbolism, are Nikolaos Lytras and Th. Triantaphyllidis. The work of G. Bouzianis, D. Vitsoris and G. Valtadoros develops in a direction different from idealism and tradition, while at the same time the academic teachers Volanakis, lakovidis and their successors continue their conservative artistic production.

A mirror in oblique perspective Postlude adaptations of European avant-garde in the Greek art of the Thirties Antonis Kotidis

Greek painting of the Thirties has been significantly marked by the work of a young generation of painters (the oldest of them 30, the youngest a mere 19-year-old in 1935) rather than by that of their peers who were middle-aged at the time. Notwithstanding the artistic vafue of this work, its emergence and especially the fast pace at which it almost overwhelmed the work of the previous generation can only be explained by criteria other than artistic and by factors outside the realm of art. It is equally significant that the critical discourse of the three decades that followed consolidated their predominance in that area. For quite a while before the Thirties the Greek bourgeois intelligentia had been emphasizing the necessity of a national art that would bear the marks of place and time as part and parcel of its aesthetics. This meant an endowing of artistic creation with ideological traits that would confirm the image of a cultural continuum for the Greek civilisation from antiquity to the present time. In this continuum the stages of Byzantine-to-present day folklore art were highlighted in a manner unprecedented heretofore. The horizon of expectation thus demanded forms that confirmed the bonds between the civilisation of the day and the one that had produced the glorious art of the Hellenic world. The young painters of the Thirties, Ghikas, Tsarouchis, Engonopoulos, Diamandopoulos, Moralis, not only complied with the horizon of expectation but virtually gave it its shape, through their work in the field of visual arts. They established what their peers had also done before them -though not as uniformly and clearly- that the formal characteristics of European Modernism such as flatness, distortion, deconstruction and a materialistic rather than psychological use of colours, were nearly all inherent features to the local tradition of Byzantine art and its popular tailpiece thereafter; they made them, somewhat impatiently, formal features of their vocabulary. In this "pecking" from Modernism as well as from the local tradition they went so far as to compile a whole language of motifs of "Greekness" traceable in the work of almost everyone of them, whether it had a turn towards fauvism, cubism or surrealism - always at a remove. A stream of art that was influenced by the Marxist doctrine was also born in the Thirties but the Zdanov-Stalinist model of Socialist realism made it too late for that art to be revolutionary in any respect worthy of the name. On the other hand, the stream of a modernist art that did not "colour" its expression with ideological traits -and in this way undermine its avant-garde character- was represented, in the Thirties, by two eminent artists whose work had reached maturity at the time, viz. Theophrastos Triantafyllidis and Giorgos Bouzianis. However, their work, lacking as it was in motifs that underlined any "Greekness", was doomed to a marginal existence then - and to a great extent even today.

A Curious Phenomenon: Children as Officials and Euergetists in the Eastern Part of Roman Empire Kostas Mantas

One of the most curious aspects of euergetism in the Roman imperial period was the participation of children and women in public life. During the Classic and early Hellenistic years it would have been unthinkable a child to be elected as state official. Nevertheless, the Greek cities, soon after their enforced "unification" by the Macedonian monarchy, started to loose their political autonomy and to face heavy financial strains. Thus, their economic survival became their most pressing problem, since they desperately needed funds in other to maintain their already established way of life, i.e., gymnasia, baths, market-places, temples. Therefore, the elite families, who had so far monopolized the earth and the other sources of wealth, had to foot the bill. Progressively most public offices became liturgies: the office holder had to pay the expenses of his office and thus he was granted the title. As adult males of the aristocracy were not always available for offices, for a number of reasons, their children, with their mother's help, had to fulfill the civic obligations of the family. The membership to the curial class became hereditary and the curiale's sons were called patrobouloi. The Greek cities expressed their gratitude to the rich families of their society by granting to their children titles, such as "son" or "daughter" of the city and also by issuing paramythetic decrees upon their premature death. Such was the power of children officials that in the 3rd century A.D. two adolescents. Heliogabalus and Alexander Severus, reigned in Rome under the tutelage of their grandmother from their mother's side.

Nineteenth-Century Greek Painting Ilias Mykoniatis

Nineteenth-century Greek painting evolved by following the Eurocentric tendencies of the newly founded state (1830). During the years 1830-1862 the ancient past, the recent War of Independence and the politics of memory, complicated and torturous as they were, gave rise to historiographic painting, which, being academic in style and narrative in nature, acted as a virtue paradigm. The brothers Philippos and Georghios Margaritis, Dionysios Tsokos, Andreas Kriezis and Theodoros Vryzakis, who became later theachers in the School of Arts in Athens, painted portraits and scenes depicting historic events. In the second half of the century the middle and upper class clientele demanded genre and landscape paintings, portraits and still-life pictures, which expressed both their financial and social status and their aesthetic inclinations. Nikiphoros Lytras, Nikolaos Gyzis, Konstantmos Volanakis, loannis Altamouras, Theodoros Rallis and Georghios lakovidis were the mosth prominent among the artists of this period. They faced the new social and artistic reality and dealt successfully with questions and problems related to the intellectual relationship with the European artistic centers. Soon the impact of the French views of art became apparent and replaced the academic style of painting, which had been influenced by the German School of Munich.

1950 – 1980: The Modernization of Neohellenic Art and the Great Disputes Martha Christophoglou

The modernization of Neohellenic art was realized through some characteristic disputes, aesthetic and ideological ones. The best known of these arguments dates back from the years between the two World Wars. Those in favour of the modern tendencies of European art and the defenders of a "return to the roots" were oppossed to the at that time prevailing super-conservative academism. The conflict between these two anti-academic trends, "Modernism" and "Hellenic Tradition", was the first and most lasting dispute, which played a major role in the formation of the unique physiognomy of Neoheilenic art. After World War II, the phenomenon of abstract art served as the pretext for a new debate, especially important for the modernization of Neohellenic art, since it represented a decisive step towards the autonomy of the work of art, according to the commands of modern European art. Abstract art met the strong reaction of the conservative followers of the classicizing naturalism, of those favouring the "Neohellenic Tradition" movement, as well as of the intellectuals of the Left. In many cases the arguments of the opponents were more of an ideological than of an aesthetic nature. This dispute offered to the Greek artists an opportunity, regardless of the side they belonged to, to define their aesthetic and ideologic identity and their mutual relations. The post-war version of abstract painting was finally established around 1960 by the new generation of artists who were educated and had started a career abroad. At the same time the modernistic conception, regarding the evolution of artiste forms as an indication of progress, was set up. According to this principle abstract art was soon left behind and fresh tendencies appeared already by the middle of the 1960's. The new trends of the period were accompanied by radical ideas as regards the questioning of the established views and the revision of the role of art in the contemporary alienated reality. They were sharing a common, iconoclastic attitude which was tending to the abolishment of the very existence of the work of art in its old context. The adoption of these proposals by some Greek artists was the pretext for the iconoclastic controversy, in which the following factors were going to play the leading roles: the political coincidence as framework of the dispute (before, during and after dictatorship); the Neohellenic updated modernism as prevailing aesthetic view; and the internationalism of avant-gard of the 1960's as challenge. The iconoclastic avant-gard of the 1960's was assimilated by the Neohellenic art as one more phase of evolution, which follows abstract art and it is introduced through the normal procedure, but with less delay. Modernization has thus been realized. The next step should be the total accession of Neohellenic art into the international artistic space. This became the fundamental problem of the iconoclastic controversy, which could also be called "debate of the unrealized internationalization". On the one hand, the Greek art market was showing expanding tendencies and the role of the Greek artists abroad was becoming more and more important. And on the other, the strong local peculiarities were still preventing the full accession of Greek art into the international artistic scene. The final solution to such problems was given during the 1980's, when the long period of aesthetic disputes came to an end. Under the new circumstances and due to the eclecticism of the contemporary market, conservatism and the local peculiarities of Greek art were unable to restrain its internationalization, as regards, at least, the stylistic choices of the artists. The disputes of the past left the Greek art with a rich inheritance, a history, which was continued by the younger artists, according to the most traditional characteristic of Neohellenic civilization: every attempt for rupture is finally transformed to a fertile continuity.

The Aesthetic of Perception: The Illustration of Antiquity in School-Books Nikos Xenios

Very few efforts have been made in Greece for the effective illustration of school-books and especially of those on History and Ancient Greek Literature. The illustration of these books, lacking a scientific approach of the subject, appears improvised and presents a number of deficiencies which can be summarized as follows: the visual material is not coherent, since the text in itself has an, incomplete structure; the photographs lack any artistic quality; the information concerning the illustrations is incomplete. As a result, the combined defects of text and illustration, which create an old-fashioned and hectic picture of Antiquity, do not attract the students' interest. Thus, they remain pathetic and discontent as regards the values and qualities of a historic period which seems to them so distant, incomprehensible and alienated.

Archaeological Sites: A Crucial Heritage for the Transformation of Triviality Mileni Panagiotopoulou

The remodeling of modern cities, through their cultural history, refers to a context which encloses the mystery of creation of every old city from the past as well as the special factors which differentiate it from other cities. In search of the dialectic relation between past and present, aiming to the future, we have faced a most challenging and questioning context. Such a sensational question is, how the open archaeological sites are approached and handled as cultural media from the past; what is their significance for modern society; and how and with which procedures the ethos of this civilization can be evolutionary remodeled as regards the future. The open archaeological sites, as they appear in the network of the modern city, represent the "graveyards of the civilizations" from which they originate. The potentially enclosed cultural values of the past can function as a catalytic factor for their dialectic relation with the citizen of today, through their incorporation in the everyday life. The special character of every archaeological site represents its "crucial" element for the programming of its participation in the cultural values, purposed for the year 2000 and beyond it. This means that the functions which will diversify the program of activities in every archaeological site will frame the new recreation and education centers, which will be created in the respective cities, so that the past will be experienced and enlived through the present. Thus, the culturaly enriched present will lead to the future.

The Restoration Stages of a Bronze Phiale Tatiana Panaghopoulou

Phiales are classified under the category of libation vases, which usually belong to priests, therefore, they are considered to be finds of exceptional importance. The phiale presented here comes from a tiled-roofed grave of the Classic period, which was discovered in April 1988 by the archaeologist Ms Eleni Konsolaki in the area "Diavolorema" of Troizinia region. We have chosen to present step by step all the restoration stages of the phiale as an example, because on the one hand the material it is made of, bronze, is especially sensitive; and on the other, because the phiale was heavily damaged due to the continuous and shocking humidity changes of its environment. The state of preservation of the vase has supplied the basic information for its reconstruction, which was achieved with the help of the modern restoration materials. The phiale is today housed in the Archaeological Museum of Peiraeus, in an environment with stabilized, low humidity conditions.

The Pyramids of Argolida and Their Real Meaning Adamantios Sampson

The two unusual pyramidoid buildings of Argolida region have already been known since the beginning of the century, when the first research was carried out there by German and American archaeologists. The two buildings had almost been forgotten, when recently the Athens Academy, with a scientific team in which the author of this article also participated, carried out a geophysic research around them in order to locate other buildings as well as a test excavation. The excavational research in the pyramid of Ligourio was held in 1993 and revealed buildings of the Late Classic, Hellenistic and Early Christian period (5th-6th century A.D.). The excavation in the pyramid of Hellenikon produced buildings and pottery mainly of the Early Christian years, while a section in contact with the monument produced pottery of the Protohelladic period (first half of the 3rd millenium B.C.). Although the problem of dating the pyramids was not solved with this test excavation, however, on the basis of the data available so far we can support quite effectively certain arguments and reject some other shallow views. As regards the Lygourio pyramid, the previous as well as the recent excavation did not reveal any find earlier than the 5th-4th century B.C., a period which corresponds to the date of the masonry of the building. Of course, Pausanias' account leads us back to earlier years, may be to the beginning of the Mycenaean era, however, relevant pottery has not been found around the pyramid. In the Hellenikon pyramid the excavation did not produce any indicative pottery, apart from a few sherds dating from the Classic and Hellenistic years. The abundant Protohelladic pottery relates to a settlement of the same date, once existing in this location, and has no connection whatsoever with the pyramid. The older excavation has already proved that the monument stood on Protohelladic constructions, therefore it was built in a later time. Besides, the masonry of the pyramid, similar to that of Ligourio, leads us to the Classic or Late Classic years. A new method for dating the stone, recently applied to the pyramids, indicated a too early dating in the 4th and 3rd millenium B.C., which of course cannot be accepted. The excavational data and our knowledge of the Protohelladic period in the entire Greek area exclude the construction of similar edifices in such early years. As regards the function of the two buildings, it seems that it was different from one period to another. It is very plausible that these edifices were truncated pyramids, originally roofless. They may have been used as sanctuaries or have been erected in order to commemorate some important events; it is also possible that they have practically remained unused.

The National Library of Greece Andreas Keramidas

The National Library of Greece has become very old. Only its drastic reformation, which will bring it out of its lethal situation, can revive it and bring back its original objective. Such an enterprise has many economic and social advantages. A relevant study, proposed by the author, has been worked out by a team of experts already since the end of 1980. The National Library was built after the plans of the architect Theophilos Hansen in the end of the 19th century, in order to serve the needs of the limited reading public of that time. The work was supervised by the architect Ernest Ziller. Since then, although an entire century has passed, the building has nether been enlarged or even restored. This is the reason why the National Library today cannot fulfill its aim and has become an almost dead organism. For the proper treatment of this situation aid since its function must be continued in the present monumental edifice -for historic and national reasons and in order the library to continue to offer its services to its large reading public- a feasibility study has been made, which provides: The transfer of the Manuscripts Department to a new, modern building in the outskirts of Athens. The creation of a Children's Library ran independent building in which the Music Department will also be housed. The forwarding of works for the realization of the reformation study of the National Library. The isomeric development of all branches of Science. The creation of a bibliographic Data Bank.The microfilming of the library's precious and sensitive material. The staffing of the institution with a specialized personnel, which will create the necessary functtfl background and will properly run the library's increased services. For a number of reasons the above study has not bed realized as yet, although its direct financing is possUB Thus, the National Library almost in the dawn of 2001 AD remains in the same hopeless, sad situation ton has been since the beginning of our century.  

Εκπαιδευτικές σελίδες: Τα γεωργικά εργαλεία (2) Βγένα Βαρθολομαίου