Εργαστήριο συντήρησης. Η συντήρηση καθιερώνεται από τον 16o αιώνα και εξής με τη δημιουργία συλλογών και μουσείων. Μέχρι τον 19ο αιώνα και στο πλαίσιο της αντίληψης περί συναισθηματικής προσέγγισης των έργων τέχνης, ο συντηρητής εκφράζει τα γούστα μιας αναπτυσσόμενης αστικής κοινωνίας που προβάλλει περισσότερο το «φαίνεσθαι» παρά το «είναι». Η διεύρυνση της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς τον 20ό αιώνα καλύπτει τόσο το «είναι» όσο και το «χρήσιμο». Ο ρόλος του συντηρητή αλλάζει, η καλλιτεχνική προσέγγιση συνδυάζεται με την επιστημονική, με σκοπό να αποκατασταθούν οι διαδικασίες παραγωγής του αντικειμένου.
Δεξιά, Παναγία Βρεφοκρατούσα (17ος αι.). Aριστερά, το επάνω τμήμα του κεφαλιού της επιζωγραφισμένης Βρεφοκρατούσας (19ος αι.). Συντήρηση είναι η προσπάθεια για την παρεμπόδιση ή, έστω, την επιβράδυνση της φθοράς των αντικειμένων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Περιλαμβάνει: την επιστημονική εξέταση, θεραπεία και αποκατάσταση των αντικειμένων και τη φροντίδα για τις κατάλληλες συνθήκες αποθήκευσης ή έκθεσης. Επίσης περιλαμβάνει την προληπτική συντήρηση, την αποτελεσματικότερη μέθοδο θεραπείας. Ο 19ος αιώνας θεωρείται η απαρχή της ιστορίας της συντήρησης ή τουλάχιστον της συστηματικής προστασίας των μνημείων. Σε αυτό συνέβαλαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές που συμπορεύτηκαν με την ανάδειξη των εθνικών κρατών. Το 1877 ο William Morris ιδρύει το σύλλογο για την Προστασία των Αρχαίων Κτιρίων. Όμως μέχρι και τον 19ο αιώνα, οι επεμβάσεις δεν αντίκεινται στην παραποίηση ενώ εξακολουθούν να επιδιώκουν κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, σύμμορφο με τα γούστα της εποχής. Στη φθορά του χρόνου επομένως ερχόταν να προστεθεί και η φθορά από τις επεμβάσεις «συντήρησης». Στις αρχές του 20ού αιώνα αρχίζει η θεωρητική συζήτηση για την έννοια του μνημείου και τη σημασία της προστασίας. Βιέννη 1905, συνάντηση συντηρητών. Το Διεθνές Συνέδριο Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Αθήνα 1931, έδωσε τη «χάρτα των Αθηνών». Οι καταστροφές από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αυξανόμενος αριθμός των ανασκαφών και των ευρημάτων έκαναν οξύτερο το πρόβλημα της συντήρησης. Το 1950 ιδρύεται το Διεθνές Ινστιτούτο για τη Συντήρηση (IIC) και το 1952 εμφανίζεται το περιοδικό Studies in Conservation. Υπό την αιγίδα της Unesco ιδρύονται το ICOM (1949), το ICCROM (1959), το ICOMOS (1965). Σε πολλές από τις συναντήσεις της η Unesco διατύπωσε και καθιέρωσε αρχές, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί με τα συνέδρια, τη βιβλιογραφία, την έκδοση βιβλίων, το συμβουλευτικό τους ρόλο κ.ά. ανέπτυξαν τον επιστημονικό χαρακτήρα της συντήρησης και την καθιέρωσαν ως επάγγελμα με ποικίλες ειδικότητες.
Σελίδα από Ευαγγέλιο του 13ου αι. με μικρογραφία του Δ. Πελεκάση των αρχών του 20ού. Μουσείο Μπενάκη (αρ. 34, 4, φ. 210). Στην Ελλάδα, η πρώτη συστηματική συντήρηση έργου τέχνης με ιστορική σημασία αφορά τα ψηφιδωτά στο Δαφνί και έγινε από τον Βενετό Νόβο ανάμεσα στο 1892 και το 1894. Τον Νόβο διαδέχθηκαν «ζωγράφοι». Ο Φώτης Κόντογλου, ο Φώτης Ζαχαρίου, ο Δημήτρης Πελεκάσης που ήταν ζωγράφοι δούλεψαν πολλά χρόνια ως συντηρητές. Απηχώντας μια μακρά παράδοση, ο μοναχός και ζωγράφος Διονύσιος από το Φουρνά, τον 18ο αιώνα στην Ερμηνεία της Ζωγραφικής τέχνης, αναφέρεται στην επισκευή φθαρμένων εικόνων και μεταφέρει την άποψη ότι ο κατασκευαστής είναι ο καλύτερος επιδιορθωτής. Στο μεσοπόλεμο κάποιοι ζωγράφοι απόκτησαν όνομα και ως συντηρητές εικόνων από ιδιωτικές συλλογές. Τον ζωγράφο ως παραχαράκτη ενσαρκώνει ο Δ. Πελεκάσης (1811-1973) που δούλευε και για το Δημόσιο και για ιδιώτες. Η κατάσταση θα αλλάξει μόνο μετά το 1960. Η Χάρτα της Βενετίας (1964) θέτει τις αρχές για την προστασία, την αναστήλωση και τη συντήρηση των μνημείων. Η Συντήρηση διεκδικεί την αυτονομία της ως επιστημονικός κλάδος. Παράλληλα, στην Ελλάδα η Αρχαιολογική Υπηρεσία διευρύνει πολύ τις εργασίες και το προσωπικό της και εγκαινιάζει τον νέο κλάδο των «Ζωγράφων Αναστηλώσεως». Ποικίλες ήταν οι προελεύσεις μαθητείας των συντηρητών του Υπουργείου. Το 1967 ιδρύεται ιδιωτική, μέση σχολή, τμήμα των Σχολών Δοξιάδη, που διδάσκει και συντήρηση. Η τριετής αυτή σχολή παύει να λειτουργεί το 1975. Στον Οργανισμό που φτιάχνει το Υπουργείο Πολιτισμού δημιουργείται μεν Διεύθυνση Συντηρήσεως αλλά λεκτικά αγνοείται η ειδικότητα των Συντηρητών. Στη θέση τους συνυπάρχουν οι «Ζωγράφοι Αναστηλώσεως» και οι «Μουσειακοί Γλύπτες και Ζωγράφοι». Από την εποχή του Νόβο σημαντικότερος ως σήμερα σταθμός είναι η λειτουργία από το 1985-86 του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Τ.Ε.Ι. Αθηνών. Η συγγραφέας ολοκληρώνει περιγράφοντας τα μαθήματα του Τμήματος και απαντώντας στην κριτική που του γίνεται.
Ραδιογραφία με ακτίνες –Χ τμήματος του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Η σωστή συντήρηση των αρχαίων μνημείων και αντικειμένων είναι προϊόν συνδυασμένης προσπάθειας συντηρητών –καλλιτεχνών και συντηρητών– επιστημόνων που υποστηρίζονται από κάποιο ερευνητικό φυσικοχημικό εργαστήριο. Για κάποια ανασκαφικά ευρήματα, η συντήρηση έχει ρόλο σωστικό. Οργανικά υλικά που επέζησαν επί χιλιετίες κονιορτοποιούνται μόλις έρθουν σε επαφή με το οξυγόνο. Η ανασύσταση του βασιλικού υφάσματος της Βεργίνας και του Λευκαντιού από μια μάζα λάσπης έδωσε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η φωτογράφιση με ακτίνες Χ και ένα εξοπλισμένο φυσικοχημικό εργαστήριο επέτρεψαν στους ανασκαφείς να διακρίνουν, μέσα από ένα μίγμα από σώμα και ρούχα, όλα τα μέρη της καταπληκτικής φορεσιάς και τα κοσμήματα της βασίλισσας Arnegonde που βρέθηκε το 1959 στις κρύπτες του Saint-Denis. Οι συστηματικές ραδιογραφήσεις στον Δημόκριτο αποκάλυψαν ότι τα περίεργα μπρούτζινα σκουριασμένα κομμάτια από το ναυάγιο των Αντικυθήρων ανήκαν σε εξαιρετικά πολύπλοκο αστρονομικό μηχανισμό με 32 γρανάζια. Εκτός από τη διάσωση και την εξασφάλιση της μακροβιότητας του αντικειμένου, η συντήρηση αποβλέπει και στην αποκατάσταση της αρχικής του μορφής. Όμως, οι επεμβάσεις που γίνονται, τα υλικά που χρησιμοποιούνται, ενδέχεται να καταστρέψουν κάποια πληροφορία ή και να παραπλανήσουν τη μετέπειτα εργαστηριακή έρευνα και χρονολόγηση. Ο συγγραφέας περιγράφει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία αρχαιολογικών αντικειμένων ανάλογα με το υλικό τους, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν σε μελλοντική τεχνολογική τους εξέταση. Συζητούνται: τα υφάσματα, το έφυδρο ξύλο, το οστό και ελεφαντοστό, τα κεραμικά, τα μεταλλικά αντικείμενα, τα μάρμαρα, και τα ζωγραφικά έργα (πίνακες, εικόνες, τοιχογραφίες). Τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της συντήρησης εξασφαλίζουν φυσικοχημικές τεχνικές: η φωτογράφιση με υπέρυθρο φως, η φωτογράφιση με μονοχρωματικό φως νατρίου, η μακρο- και μικρο-φωτογραφία, η φωτογράφιση με υπεριώδη ακτινοβολία, η ραδιογραφία και η νετρογραφία. Τις μεθόδους αυτές συνοδεύουν και αναλυτικές τεχνικές, ιδιαίτερα σημαντικές στην έρευνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συντήρησης.
Κεφάλι ορειχάλκινου πολεμιστή του Ριάτσε, πριν και μετά την αποκατάστασή του στο C.R.A. της Φλωρεντίας. Με αφορμή τις έκτακτες ανάγκες αποκατάστασης που επέφερε η καταστροφική πλημμύρα του Άρνο στη Φλωρεντία το 1966, ιδρύθηκε το Κέντρο Συντήρησης της Αρχαιολογικής Εφορείας της Τοσκάνης (C.R.A.). Αξιοποιώντας την εμπειρία αυτή, είκοσι χρόνια αργότερα το Κέντρο απασχολεί πολυκλαδική ερευνητική ομάδα εξήντα ειδικών επιστημόνων που εντάσσουν στα ενδιαφέροντά τους και μια αισθητική της αποκατάστασης, συμβατή με τις νέες μουσειολογικές απαιτήσεις. Από τα μεγάλα έργα αποκατάστασης του Κέντρου, που επεμβαίνει κάθε χρόνο σε 2.500-3.000 αντικείμενα από την Ιταλία και το εξωτερικό, γνωστότερα είναι το αγγείο «François», η «Σαρκοφάγος των Συζύγων» του Λούβρου, το αέτωμα του «Τελαμώνα», οι ορειχάλκινοι πολεμιστές του Ριάτσε. Το Κέντρο καθόρισε δύο απλές αρχές για την αποκατάσταση-συντήρηση: 1. Η αρχαιολογική αποκατάσταση κάνει ευανάγνωστα στον ειδικό τα αυθεντικά τμήματα του αντικειμένου. Συγχρόνως, συμπληρώνοντας τα τμήματα που λείπουν με διακρινόμενο τρόπο εξασφαλίζει τη συνέχεια της φόρμας («ολοκλήρωση») και στερεώνει το αντικείμενο, που είναι πια έτοιμο να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας έκθεσης. Αυτή η «έντιμη» αποκατάσταση χρησιμοποιεί προϊόντα και τεχνικές που δεν θέτουν σε κίνδυνο το αντικείμενο και που μπορούν ανά πάσα στιγμή να αφαιρεθούν (αντιστρεψιμότητα). 2. Η παρέμβαση αποκατάστασης πρέπει να επιβραδύνει, αν όχι να αναστέλλει, τη φθορά του αντικειμένου. Στην «ολοκλήρωση» των κεραμικών, οι συντηρητές του Κέντρου αντικατέστησαν το γύψο και τη γομολάκα με ένα πλαστικό προϊόν από κερί, χρωστικές ουσίες και ρητίνη, που το ονομάζουν «κερί». Στη συμπλήρωση των μετάλλων, πρώτα αντιμετωπίζονται οι τυχόν πλαστικές παραμορφώσεις. Ενεργώντας ανάλογα εν ψυχρώ ή εν θερμώ ο συντηρητής διαμορφώνει το παραμορφωμένο αντικείμενο. Για τις «ολοκληρώσεις», ευδιάκριτες και πάντα αντιστρεπτές, χρησιμοποιείται μια ρητίνη πολυεστέρα που περιέχει σκόνη αλουμινίου.
Η τοιχογραφία της ανοίξεως α) τη στιγμή της αποκάλυψής της στη Σαντορίνη και β) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Με τον όρο «αρχαιολογική συντήρηση» εννοούμε τις επεμβάσεις στο πεδίο της ανασκαφής, τα πρώτα σωστικά μέτρα με χαρακτήρα προληπτικό. Ο γενικός κανόνας είναι η διατήρηση, κατά την αποκάλυψη και αμέσως μετά, των συνθηκών που περιέβαλλαν τα αντικείμενα μέσα στη γη. Αυτή η διατήρηση θα εξασφαλίσει και τα σωστά αποτελέσματα των αναλύσεων της αρχαιομετρίας. Καθώς ο χαρακτήρας των επεμβάσεων είναι προσωρινός, η αρχή της αντιστρεψιμότητας των υλικών οφείλει να γίνεται σεβαστή. Η αύξηση των ανασκαφικών προγραμμάτων, που πολλαπλασιάζει τις περιπτώσεις καταστροφής, και η αύξηση του αριθμού των αρχαιομετρικών αναλύσεων, που πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο για λανθασμένα αποτελέσματα, είναι από τους σημαντικότερους λόγους που καθιστούν επιβεβλημένη την παρουσία της αρχαιολογικής συντήρησης στις ανασκαφές.
Ναός Απτέρου Νίκης. Κρύσταλλα γύψου μέσα σε αργιλοπυριτική φλέβα του μαρμάρου. Για τη διάβρωση της πέτρας από την ατμοσφαιρική ρύπανση υπεύθυνος είναι ο άνθρωπος. Οι πιο συνηθισμένοι ρυπαντές είναι: α) τα οξείδια του αζώτου και β) τα οξείδια του θείου που αντιδρούν με το ανθρακικό ασβέστιο του μαρμάρου και του ασβεστόλιθου και σχηματίζουν γύψο (Ακρόπολη, Ελευσίνα, Αψίδα του Γαλέριου). Από τις μορφές φυσικής διάβρωσης η απλούστερη είναι ο παγετός που πλήττει πέτρες με λεπτούς πόρους (Αρχαία Πέλλα, Ναός Επικούριου Απόλλωνα, Ακρόπολη Καλύβας Νομού Ξάνθης). «Μάργες» ονομάζει η γεωλογία τις λασπόπετρες που διαβρώνονται ακόμη και από τη βροχή. Από τέτοιες πέτρες είναι συχνά κατασκευασμένα τα θεμέλια αρχαίων κτιρίων (Αρχαία Αγορά Αθήνας, Δελφοί). Την πιο «ύπουλη» μορφή διάβρωσης προκαλούν τα διαλυτά άλατα. Σε πορώδεις πέτρες το υλικό καταρρέει με μορφή ψιλής σκόνης, ενώ όλο και μεγαλύτερα κοιλώματα σχηματίζονται στην επιφάνεια. Αυτή η αρρώστια της πέτρας ονομάζεται «κυψέλωση» («alveolation»). Ένα μνημείο πάντως σπάνια εμφανίζει μόνο μία μορφή διάβρωσης (Β τοίχος της Ακρόπολης, Ακρόπολη της Λίνδου). Στην Ελλάδα, η στρατηγική στράφηκε κάποτε από την αντιμετώπιση του αποτελέσματος στην αντιμετώπιση του αιτίου. Μια χώρα με τόσα μνημεία θα χρειαζόταν ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και μεγάλα, πανάκριβα μηχανήματα. Αυτό το τελευταίο κάνει αδύνατη την ύπαρξη αποκεντρωμένων εργαστηρίων. Παρατίθεται σχετική βιβλιογραφία.
«Σταύρωση». Εικόνα με τρία στρώματα ζωγραφικής (9ος, 10ος, 13ος αι.). Φωτογραφία στο ορατό. Για την αναζήτηση της μικροστρωματογραφικής δομής, της τεχνολογίας κατασκευής και για τον εντοπισμό μη ορατών νεότερων ή παλαιότερων επεμβάσεων στο αισθητικό αποτέλεσμα, ξεχωρίζουν οι μέθοδοι που αξιοποιούν τη φυσικοχημική συμπεριφορά των υλικών κατασκευής σε ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Η μέθοδος της υπέρυθρης ρεφλεκτογραφίας, όπως και όσες χρησιμοποιούν διάφορες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (υπέρυθρη, ορατή, υπεριώδη, ακτίνες Χ, ακτίνες γ, κ.ά.), ανήκει στις «μη καταστρεπτικές» μεθόδους ανάλυσης. Προτάθηκε για την έρευνα των ζωγραφικών έργων τέχνης από τον J.R.G. van Asperen de Boer γύρω στο 1970. Η μέθοδος εκμεταλλεύεται τη διεισδυτικότητα των υπέρυθρων ακτίνων διαμέσου των χρωματικών στρωμάτων, που εξαρτάται από το βαθμό απορρόφησης και σκέδασης της ακτινοβολίας στο εσωτερικό του χρωματικού στρώματος, από την κατ’ όγκο συγκέντρωση της χρωστικής στο μέσο και από το πάχος του χρωματικού στρώματος. Η ανίχνευση της υπέρυθρης ακτινοβολίας που τελικά εξέρχεται πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος που μετατρέπει αυτή τη μη ορατή ακτινοβολία σε οπτική εικόνα υψηλής ποιότητας. H μέθοδος εφαρμόστηκε σε τέσσερις εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας με σκοπό να επιβεβαιωθεί η αξία της και να αναδειχθούν οι διαγνωστικές της δυνατότητες. Πρόκειται για: α) τη «Σταύρωση» με τρία στρώματα ζωγραφικής (9ος, 10ος, 13ος αιώνας) β) την «Παναγία Βρεφοκρατούσα» του 14ου αιώνα γ) τον «Άγιο Γεώργιο» του 14ου αιώνα δ) τη «Σταύρωση» του 18ου αιώνα
Φυσικές χρωστικές ύλες: κίτρινη ώχρα, κόκκινη ώχρα, μαλαχίτης. Ανάλογα με την προέλευσή τους, τα χρώματα κατατάσσονται σε ορυκτά, συνθετικά και οργανικά και, ανάλογα με το ειδικό τους βάρος, σε βαριά, μέτρια και ελαφρά. Η γωνία υπό την οποία πέφτει το φως, η πυκνότητα του χρώματος κ.ά. επηρεάζουν την ανάκλαση του φωτός. Κάθε χρώμα έχει τη δική του χρωματική δύναμη και τη δική του καλυπτική ικανότητα. Συνδετικά των χρωμάτων έχουμε πέντε: την τέμπερα, το λάδι, το φρέσκο, τα εγκαυστικά και τα μικτά. Τα κυριότερα χρώματα είναι το violet, τα bleus (azurite, bleu verditer, bleu égyptien, indigo, outremer, smalt και bleu de Prusse), τα πράσινα (μαλαχίτης, terre verte, vert de gris, φυτικά πράσινα), τα κίτρινα (ώχρα, zaune citron, orpiment, zaune de Naples, zaune indien), τα κόκκινα (rouge indien, terre de Sienne brulée, rouge anglais, κιννάβαρη, μίνιο), τα οργανικά κόκκινα (cochenille και kermès, bois de Brésil, laque de garance, sang de dragon), τα καφέ (terre d'ombre nat, brun van Dyck), τα καφέ οργανικά (καφέ μούμιας, άσφαλτος ή κατράμι, sepia) και τα λευκά (κιμωλία, blanc de Saint-Jean, blanc d'Espagne, γύψος).
Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, «Οδηγήτρια», Μουσείο Μπενάκη αρ. 3018. Στάδιο καθαρισμού της ζωγραφικής επιφάνειας. Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας «Οδηγήτριας» που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη (αρ. 3018). Ο Ξυγγόπουλος που δημοσίευσε το 1936 τον κατάλογο των εικόνων του Μουσείου πίστευε ότι ανήκε στο α΄ μισό του 17ου αιώνα και ότι προερχόταν από το περιβάλλον του Εμμ. Λαμπάρδου. Στο πίσω μέρος της εικόνας με λατινικά γράμματα υπάρχει ο αριθμός 1623. Η υπέρυθρη φωτογράφιση αποκάλυψε τις φυσικές και μηχανικές φθορές αλλά και θέματα τεχνικής σχετικά με τα λάμματα, τη γραφή της πτυχολογίας, τα «ανοίγματα» και το λαμμάτιασμα με χρυσοκονδυλιά γύρω από το λαιμό της Παναγίας και το μανίκι του Χριστού. Η υπεριώδης φωτογράφιση πληροφόρησε για το βερνίκι και για κάποιες επιζωγραφίσεις. Το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο εκλέπτυνε τις πληροφορίες. Μετά τον καθαρισμό στο πρόσωπο της Παναγίας φάνηκε ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε πινελιές κόκκινου χρώματος, καθαρό κιννάβαρι, στη μία πλευρά των σαρκωμάτων για λόγους φωτοσκίασης. Φάνηκε επίσης ότι στο χρύσωμα χρησιμοποίησε φύλλα χρυσού ασυνήθιστα μικρής διάστασης (6 εκ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος με το ρακί ή αυτή του «κολλητικού της λινοκοπίας» χωρίς αμπόλι. Στη συνέχεια, με τομές στη ζωγραφική επιφάνεια σε μεγέθυνση στις 200 φορές φάνηκε η δομή των χρωματικών στρωμάτων, η σύνθεση των κόκκων του χρώματος και η χρωματική τους πυκνότητα. Τομές έγιναν από το «μαφόριο» της Παναγίας, από το φόρεμα του αριστερού Αγγέλου, από το δεξί χέρι της Παναγίας και από το ιμάτιο του Χριστού. Από τις έρευνες προέκυψε και ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε στην παλέτα του σε μεγάλη ποσότητα το ονομαζόμενο «στουπέτσι».
Το κεφάλι της Παναγίας α) πριν από τη συντήρηση και β) μετά τον καθαρισμό και την αισθητική αποκατάσταση. Η εικόνα του Μουσείου Μπενάκη με αρ. ευρετηρίου 3051 χρονολογείται στο β΄ μισό του 15ου αιώνα και αποδίδεται στον Ανδρέα Ρίτζο. Ένθρονη, η Παναγία στον τύπο της Πλατυτέρας περιστοιχίζεται από αγγέλους. Στο αυτόξυλο πλαίσιο το επάνω μέρος καλύπτουν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, ενώ στα πλάγια και κάτω εικονίζονται απόστολοι και άγιοι. Η εικόνα έχει σχέδιο γραμμένο με κόκκινο χρώμα και όχι εγχάρακτο όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις εικόνες. Η εικόνα είχε υποστεί σημαντική αισθητική αλλοίωση από αλλεπάλληλα στρώματα οξειδωμένου βερνικιού και από τουλάχιστον τρεις κύριες επεμβάσεις. Για τη μελέτη της χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι: ακτινογράφηση μέσα από στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, τομές ζωγραφικής, ανάλυση χρωστικών με περίθλαση ακτίνων Χ που έγινε στο «Δημόκριτο», κ.ά. Πριν από τον καθαρισμό της εικόνας έγινε εξονυχιστική έρευνα, ενώ ο κατάλληλος διαλύτης εντοπίστηκε με το Test R. Feller. Στο ξύλινο υπόβαθρο αποκαλύφθηκαν κενά που σε πολλά σημεία έφθαναν στην προετοιμασία της ζωγραφικής. Την απεντόμωση ακολούθησε ο εμποτισμός του ξύλου με συνθετική ρητίνη σε θάλαμο κενό αέρος, έτσι το ξύλο ενισχύθηκε και ως κάποιο σημείο μονώθηκε. Τα κενά συμπληρώθηκαν με πηχάκια ξύλου BALSA. Ακολούθησε η αισθητική αποκατάσταση που στόχευε κυρίως το σχέδιο που διασπούσαν τα διαγώνια σπασίματα και οι φθορές του ξύλου. Άποψη του συγγραφέα είναι ότι η συντήρηση οφείλει να αποκαθιστά το έργο στην αρχική του μορφή απαλλάσσοντάς το από όλα τα στοιχεία που το αλλοιώνουν, οξειδωμένα βερνίκια, επιζωγραφίσεις κ.ά. Άλλωστε να καταρρίψει επιθυμεί το μύθο περί φθοράς και αλλοίωσης της μορφής ενός έργου εξαιτίας της παρέμβασης του συντηρητή.
Έργο του Β. Χατζή. Καθαρισμός από τις θειώσεις της ατμόσφαιρας, τα οξειδωμένα βερνίκια και τις επιζωγραφίσεις. Πάνω σε ύφασμα ζωγράφισαν πρώτοι οι Αιγύπτιοι ενώ αυτή την τεχνική τελειοποίησαν τον 15ο αιώνα οι Βενετοί μεταφέροντας τη ζωγραφική σε τεντωμένο ύφασμα. Αν η συντήρηση είναι ο συγκερασμός τέχνης και επιστήμης, η συντήρηση ειδικά του υφάσματος παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: οι ίνες του υφάσματος προκαλούν κινήσεις και παραμορφώσεις, οι φθορές από το χρόνο και την ατμόσφαιρα είναι μεγαλύτερες στο ύφασμα απ’ ό,τι σε συμπαγή υλικά. Για τον καλό προγραμματισμό της σωστικής επέμβασης προηγούνται πειράματα, φωτογραφίσεις κ.ά. Ο καθαρισμός δεν επιτρέπει επιπόλαιες κινήσεις. Από τις πολύ λεπτές επεμβάσεις είναι η προστασία και στερέωση του χρώματος στο υπόστρωμά του. Οι βελατούρες είναι τρομερά ασθενικές στους διαλύτες καθαρισμού. Στις επιζωγραφίσεις, αν υπάρχει συνδετική ύλη (βερνίκι, ζωική κόλλα), οι δύο επιφάνειες διαχωρίζονται και το δεύτερο στρώμα μεταφέρεται σε άλλη υποδομή. Αλλιώς, η επιζωγράφιση καταστρέφεται. Αισθητική απώλεια θεωρείται η αποκόλληση του ζωγραφικού χρώματος. Αυτή όμως η αποκατάσταση δεν μπορεί να τυποποιηθεί γιατί κάθε έργο έχει τη δική του προσωπικότητα. Η συντήρηση ολοκληρώνεται με το πέρασμα ενός λεπτού στρώματος βερνικιού. Απαιτείται φροντίδα των συντεταγμένων υγρασίας (40-50% Η), της θερμοκρασίας (18º C-25ºC), του ορατού φάσματος, έλεγχος των ακτινοβολιών UV. Σε πίνακες μεγάλης αξίας τοποθετείται μπροστά από τη ζωγραφική επιφάνεια προστατευτικό κρύσταλλο (Mirogard) που μειώνει την ανακλαστικότητα.
Τοιχογραφημένη εκκλησία σε συνθήκες εγκατάλειψης… Η τοιχογραφία, οργανικό μέρος ενός μνημείου, αποτελείται α) από την τοιχοδομή που είναι το υποστήριγμά της, β) από το κονίαμα που είναι το υπόστρωμα του έργου και γ) από τη ζωγραφική επιφάνεια. Οι μόνες γραπτές μας πηγές είναι ο Βιτρούβιος και ο Πλίνιος για την αρχαιότητα, για την Αναγέννηση ο G. Gennini και ο G. Vassari. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά μας πληροφορεί για τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Οι τοιχογραφίες φθείρονται από την επίδραση της υγρασίας, τη δράση των αλάτων, τη μολυσμένη ατμόσφαιρα, βιολογικούς παράγοντες, την επίδραση του φωτός, τη δράση του ανέμου, τις νεότερες επεμβάσεις, φυσικά αίτια (σεισμός, καθίζηση εδάφους), την ερείπωση του μνημείου με τις επιπτώσεις της. Τέλος, οι τοιχογραφίες που αποκαλύπτονται σε ανασκαφή πρέπει να διατηρούνται στις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στις οποίες βρέθηκαν. Της συντήρησης προηγείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της εισόδου υγρασίας στην τοιχοδομή του μνημείου και ο έλεγχος θερμοκρασίας και σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος στο εσωτερικό του κτιρίου. Τα στάδια της συντήρησης περιλαμβάνουν την προκαταρκτική εξέταση, τον καθαρισμό της ζωγραφικής επιφάνειας πριν από τη στερέωσή της και τη στερέωση του υποστρώματος. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που εφαρμόζεται αποτοίχιση της τοιχογραφίας ακολουθείται μία από τις εξής τρεις μεθόδους: α) αποτοίχιση μόνο της ζωγραφικής επιφάνειας (strappo), β) αποτοίχιση της ζωγραφικής μαζί με το κονίαμα ή μέρος του κονιάματος (stacco) και γ) απόσπαση και μεταφορά της ζωγραφικής, του κονιάματος και της τοιχοδομής (stacco a massello). Το νέο υπόστρωμα στο οποίο θα τοποθετηθεί η αποτοιχισμένη τοιχογραφία πρέπει να πληροί τόσο αισθητικά όσο και φυσικοχημικά/μηχανικά κριτήρια.
Αφαίρεση υγρασίας και στέγνωμα των υφασμάτων σε ψηφιδωτό δάπεδο με τη μέθοδο της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Για να είναι δυνατή η αποκόλληση των ψηφιδωτών δαπέδων πρέπει να αφαιρεθεί η υγρασία που ενυπάρχει σε αυτά. Τα μέσα που ως τώρα επιστρατεύονταν ήταν η ηλεκτρική σόμπα, το αερόθερμο ή η φλόγα προπανίου (πάνω από φύλλο λαμαρίνας). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνται για την αποκόλληση κολλάνε πάνω στο ψηφιδωτό είτε με «ψαρόκολλα» είτε με κόλλα «Movilit». Έως ότου στεγνώσει η ψαρόκολλα που έχει διαλυτικό της το νερό, η υγρασία ανεβαίνει ξανά στην επιφάνεια αχρηστεύοντάς την. Η Movilit στεγνώνει γρήγορα γιατί έχει διαλυτικό το ασετόν αλλά, πέραν του ότι ακριβώς γι’ αυτό είναι ανθυγιεινή, αλλοιώνει και τα χρώματα των ψηφίδων. Οι συγγραφείς αποφάσισαν να εφαρμόσουν μια μέθοδο που αναφέρεται στην έκδοση του ICCROM «Mosaics», No1 για τη χρήση υπέρυθρης ακτινοβολίας πάνω σε υγρές επιφάνειες. Οι λαμπτήρες υπέρυθρης ακτινοβολίας θερμαίνοντας ομοιόμορφα και σε βάθος αφαίρεσαν την υγρασία από τα ψηφιδωτά. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τη χρήση της ψαρόκολλας που πλέον στεγνώνει πολύ πιο γρήγορα.
Το λάβαρο του Θέρισου στεγνώνει κάτω από κομμάτια κρύσταλλο με ειδικά βάρη. Η συγγραφέας παρέχει λεπτομερή οδηγό για τη συντήρηση της ευρύτατης κατηγορίας των υφασμάτων. Αν και οι ίνες των υφασμάτων είναι από οργανικά κυρίως υλικά, στις προβιομηχανικές φορεσιές των λαογραφικών συλλογών λόγου χάρη, συχνά εμφανίζονται υλικά πολλά και διάφορα όπως δέρμα, χαρτί, χάντρες γυάλινες ή πλαστικές, μεταλλικά ελάσματα, χρυσοκλωστές, φτερά κ.ά. Ο συντηρητής επομένως οφείλει να γνωρίζει για όλα τη χημική τους σύσταση και δομή, τον τρόπο κατεργασίας και κατασκευής αλλά και τη συμπεριφορά τους σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων. Η προκαταρκτική εξέταση έχει δύο στάδια. Στο πρώτο, καταγράφονται όλες οι ορατές λεπτομέρειες, δομή υφάσματος, ανάλυση κεντήματος κ.ά., ακόμη και εάν το γνέσιμο είναι δεξιόστροφο ή αριστερόστροφο. Στο δεύτερο στάδιο, με μικροσκόπιο, χρωματογραφία λεπτού στρώματος, διάθλαση ακτίνων Χ ή χημικές μεθόδους, αναλύονται οι βαφές και τα στερεωτικά τους, εντοπίζονται ύλες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατεργασία κ.λπ. Στην προκαταρκτική εξέταση ανήκει και ο προσδιορισμός του βαθμού καθαριότητας του υφάσματος. Οι εργασίες συντήρησης περιορίζονται στο να κάνουν ένα ύφασμα ασφαλές για έκθεση, αποθήκευση ή χρήση έχοντας αποκαταστήσει την ολότητά του και την αισθητική του. Ο καθαρισμός του υφάσματος μπορεί να είναι επιφανειακός, τοπικός (spot-cleaning), ή να γίνεται με πλύσιμο, διαδικασία πολύ λεπτή που ακολουθείται από το στέγνωμα. Αν το ύφασμα είναι λεπτό και ευαίσθητο, υποστηρίζεται με επιλεγμένα υφάσματα που έχουν νωρίτερα υποστεί την απαραίτητη προετοιμασία. Τέλος, η συντήρηση καλείται να αποφασίσει ποια είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος παρουσίασης του αντικειμένου. Το λάβαρο του Θέρισου, που χρησιμοποιήθηκε στην επανάσταση της Κρήτης του 1905, εικονογραφεί το άρθρο με στάδια της συντήρησής του.
Μηχανικός καθαρισμός γυάλινου ρωμαϊκού αγγείου σε στερεομικροσκόπιο. Το 1985 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ρωμαϊκός τάφος του 3ου αιώνα μ.Χ., απ’ όπου προέρχεται το μπουκάλι από φυσητό γυαλί που παρουσιάζεται εδώ. Το υλικό του είναι γυαλί τύπου «σόδας-ασβέστου», δηλαδή από οξείδια νατρίου, οξείδια ασβεστίου και διοξείδιο του πυριτίου, που για τον υαλουργό σήμαινε: άμμος + σόδα + ασβεστόλιθος. Η μέθοδος της εμφύσησης επικράτησε από τα ρωμαϊκά χρόνια. Το μπουκάλι ήταν σπασμένο σε πολλά κομμάτια, καλυμμένα με λάσπη. Φανερή τάση για αφυάλωση (devitrification) δεν υπήρχε. Για τον καθαρισμό χρησιμοποιήθηκε μίγμα από ίσα μέρη αιθυλικής αλκοόλης και απιονισμένου νερού σε συνδυασμό με μηχανικό καθαρισμό και στη συνέχεια μπάνιο σε αιθυλική αλκοόλη. Οι περιοχές που αφυαλώνονταν στερεώθηκαν με 5% Paraloid B72 σε ακετόνη. Για τη συγκόλληση χρησιμοποιήθηκαν Loctite Glass Bond για το σώμα και Profix Spezioal-Kleber (Porzellan/Glas) για τη λαβή. Τα λίγα κενά έμειναν ασυμπλήρωτα.
Επανακατασκευή των βοτσαλωτών δαπέδων στο αρχοντικό Βούρλη. «Το αρχοντικό του Βούρλη» είναι η συριανή ονομασία οικίας που βρίσκεται στη συνοικία «Βαπόρια» της Ερμούπολης, ιδιοκτησίας Αλεξάνδρας Μαυρογορδάτου-Πετρίτζη. Το μεγαλοαστικό αυτό σπίτι κτίστηκε το 1886 και ανήκει στα νεοκλασικά κτίρια της 8ης περιόδου. Είναι διώροφο, λιθόκτιστο και έχει εμβαδόν 210 τ.μ. Η συντήρησή του έγινε σε δύο στάδια. Στο πρώτο, με δάνειο που η ιδιοκτήτρια πήρε από την Κτηματική Τράπεζα με τη συγκατάθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα στη θεμελίωση με την εξυγίανση και την ενίσχυσή της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη συγκατάθεση ΥΠΠΕ και ΕΟΤ και βάσει νομοσχεδίου «περί ενισχύσεως της τουριστικής ανάπτυξης» που επέτρεπε τη μερική χρηματοδότηση του έργου, επισκευάστηκε όλη η ανωδομή. Ταυτόχρονα με τις εργασίες συντήρησης άρχισαν και οι εργασίες μετατροπής του κτίσματος σε ξενώνα.
Καθαρισμός του κρανίου ΛΑΟ Ι/Σ 2 στο θάλαμο αμμοβολής. Είκοσι χρόνια μετά την τυχαία ανακάλυψη του κρανίου των Πετραλώνων, συστηματικές παλαιοανθρωπολογικές έρευνες οδήγησαν στο νέο πλειστοκαινικό εύρημα του ελλαδικού χώρου σε παραθαλάσσια σπηλιά στο Απήδημα της μέσα Μάνης. Το κρανίο αποκολλήθηκε μαζί με το συμπαγές γεωλογικό στρώμα στο οποίο ήταν ενσωματωμένο με φορητό βενζινοκίνητο κομπρεσέρ. Τον Δεκέμβριο του 1985, τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα πετρώματα που περιέβαλλαν το κρανίο αφαιρέθηκαν με καλέμια. Για την απομάκρυνση του τελικού στρώματος χρησιμοποιήθηκε οδοντιατρικό τουρ και κρουστικό κομπρεσέρ. Σε δύσκολα σημεία χρησιμοποιήθηκε λεπτή αμμοβολή. Τον καθαρισμό ανέλαβαν οι έμπειροι συντηρητές Γιάννης Δαμίγος, Δημήτρης Κομνινακίδης, Τάσος Μαγνησαλής και Πέτρος Καίσαρας.
Ο αρχαιολογικός χώρος Πετρών. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Restoration of works of art became an established practice from the 16th century onward with the creation of art collections and museums. Up to the 19th century, in context of the belief in an emotional approach to works of art, the restorer brought to his work the middle class tastes in art which had more to do with “appearance” than with “reality”. In the 20th century, the notion of a “cultural heritage” spread, bringing with it the notion both of the “real” and of the “useful”. The role of the restorer changes in the 20th century, the artistic approach combines with the scientific approach and so the method followed becomes that of restoring the process of creation of the object.
Restoration is the overall effort to restrain and delay the decay of objects, which represent our cultural heritage. Restoration includes the scientific examination, treatment and restoration of objects as well as the creation of special, suitable conditions in which they should be stored or exhibited. Any attempt at restoration should be ruled by respect for the authenticity of the objects and the various messages they convey, being historic documents. However, restoration has undergone many, successive transformations through a long period of time until it came to obtain its current style. Until the beginning of our century all restoration work bore the personal seal of the restorer and the artistic tendencies of each period. In most cases the treatment was worse than the "disease". Restoration today is a scientific branch with many chances and potentialities for a full development.
The restoration of the mosaics of Daphni monastery in 1892-1894 represents the first systematic restoration of a work of art with historic significance. The restoration work was undertaken by the Italian Francesco Novo, who was especially invited for this assignment by the Greek state. Novo was succeeded by a number of Greek painters, all empirical in the art of restoration, who continued a long established trandition. Creators of utilitarian or artistic objects have always been considered as their natural restorers, therefore, painters were the most suitable people to restore any damaged work of painting. This attitude and mentality did not change even in the nineteenth century, when the systematic protection and preservation of monuments began. Scientific restoration started after the War and it was only around 1960 that it managed to gain an international reputation. It is then that Greek restorers, educated abroad, appear. At the same time the Greek Archaeological Service considerably expanded its activities, undertook the systematic restoration of many monuments and employed many empirical restorers. Between 1967 and 1977, a few attempts in the private sector were made for the creation of restoration schools of collegiate level, but they were shortlived. When these attempts failed all possibility of studying restoration in Greece disappeared. Today the Archaeological Service employs 343 restorers; 181 with an elementary education, 135 are high school graduates and only 27 have a university degree. Therefore, the institution in 1985 of a Restoration School of university level in the Technologic Educational Institute of Athens, is an important stage in the history of the protection and preservation of monuments in Greece. In spite of the serious shortcomings of the school today, and the hard criticism it has faced, the institution of this school undoubtedly paves the way for the recognition of the restorer's profession, the scientific education of the new restorers and consequently for the modernized, scientific and professional restoration of monuments.
The problems of conservation of ancient remains are now much better understood but not necessarily solved. The aim is to preserve the objects in the most permanent way, but at the same time not to alter or lose any of the historical information they convey. Furthermore, the conservator must also bear in mind that the physical and chemical nature of objects should not change because this would jeopardize various analyses and examinations which could be made in the future for provenance or technological investigations. This paper gives a brief account of the most common methods used for conservation today, stating where necessary the evolution in methodology and philosophy and the possible effect the various treatments may have on further analyses. The account by no means comes from expertise in conservation but rather from a layman's point of view. However, the necessity of approaching the conservation problem in an in terdisciplinary way is projected. The treatments applied to ancient objects must be the result of systematic research by specialists in laboratories equipped with the most sophisticated scientific apparatus. The conservators who have the experience with various materials and weathering products should seek the back up of such laboratories Modern techniques used today to assist and guide the conservator include infrared reflected photography, ultra-violet fluorescence, sodium lamp monochromatic light, x-ray and y-ray radiography, neutron radiography, microphotography. thin section and scanning electron microscope examination, and in addition all sorts of analyses such as. micro-probe analysis, x-ray fluorescence, PIXE (involving accelerated protons), x-ray diffraction etc. The above are briefly described with some examples of application.
The Restoration Centre of Florence in the twenty years of its existence has not only carried out a series of restoration projects in antiquities but has also functioned as a centre of research into the deterioration of archaeological materials. The success and international reputation of the Centre are due not only to its principles and orientation, which dictate an efficient research and a creditable restoration, but mainly to its staff and means. Its 3.500 square metres include fully equipped laboratories for restoration, physicochemical and biological analysis and photographic ateliers, where sixty specialists solve annualy all the restoration problems of approximately 2.500 - 3.00 antique metal and ceramic objects. Among the methods invented by the restorers of the Centre are two techniques for filling / substituting missing parts of ceramics and metal-work. Some of the most important restoration works executed in the Centre are the François Vase, the Pediment of Telamon, the Sarcophagus of the Married Couple of the Louvre and the bronze male statues of Riace.
Archaelogical restoration also includes the restoration of excavational finds, movable or not. Its role and contribution are very important because, due to its intervention, the shock and the disastrous effects to which the finds are subjected at the critical moment of their discovery, are minimized and smoothed. Therefore, restoration has, in addition, a preventable character, since if done correctly and in time during an excavation, it will make unnecessary a lot of restoration work in the future.
The decay of stone monuments is due to a combination of factors caused by nature and man. The task of dealing with this problem is hard if not unfeasible. The various "protection materials", which in past decades had been considered as efficient, have today been proven, at least in their majority, unsuccessful, since progressively they create more problemes than they solve. Therefore, we experience today a strong tendency towards more "traditional" stabilization materials, the search for new protection materials and the intention of treating the reason behind deterioration rather than the deterioration itself.
The article deals with the advantages and diagnostic possibilities of the non - destructive method of infrared reflectography, a useful tool for the physicochemical study of Byzantine icons. The principle of the method — with some reference to the visual behaviour of the pigment layers as regards the infrared radiation — and the equipment used for its application are also described. The application of this method to four especially chosen Byzantine icons of the Byzantine Museum of Athens showed the existance of damages and overpaintings as well as the artist's initial drawing on the ground preparation; it also led to an approximate identification of the pigments used in the successive layers of the painting.
In order to understand and appreciate the painting of past centuries we must have a good knowledge of the pigments that prevailed at least until the end of the eighteenth century, their qualities and properties, such as the form of their grains, specific gravity, colour strength, opacity as well as the mediums used for their application. Finally we must always take into consideration the effect of falling or reflecting light on the surface of the painting.
The restoration works done on the Virgin Hodegetria icon, no 3018, of the Benaki Museum, Athens, offer us a good opportunity to stress the importance of restoration for the study and evaluation of works of art. The methods applied for the diagnosis and restoration of the damages of the icon brought to light a series of data which help us to understand the painter's technique and draw conclusions as regards the dating of the work, since the work bears no signature or date of execution. The exposure of the painting to infrared and ultraviolet radiation revealed vandalisms and overpaintings, gradation of high-lights, density of varnish, etc. The careful examinaton of the painting surface with the help of a micro-stereo - scope disclosed the technical characteristics of the painter. Red lines (cinnabar) have been used for the smooth transition from the lighted to shadowed areas, while brown brush strokes, precede the pictorial description of the hair and seem to play the same role. The radiography of the work revealed the hagiographer's incised sketch of the Virgin and Child. The sections made on the layer of painting showed that the lacquer on the Virgin's ma-phorion belongs to the later layer of painting, while the underpaint has an orange colour. For the angels' garments, on the contrary, a thick layer of lacquer has been used as underpaint on which the high lights are painterd. The flesh is coloured yelllow-pink and the underpaint grey-green. Finally, the pigment analysis with X-rays produced the underpaint of the Virgin's maphorion, the mineral ochre content of haematitic origin and the use of pure cinnabar in the red brush-strokes. The result of this entire effort was worthy since it yielded beyond doubt the artist's technique at the time when the icon must have been painted.
This icon, measuring 87x65 cm., dates from the second half of the fifteenth century and although unsigned is ascribed to the hagiographer Andreas Ritzos. All research methods and facilities available in the restoration laboratory of the Benaki Museum have been employed for the diagnosis, location of damages and study of the painting technique, while the pigments' analysis was carried out in the centre of Nuclear Research "Democritus". The existance of overpaintings executed in various times and the extensive damage of the wood due to wood-eating insects were the two major problems of the icon. Therefore, special effort was made during restoration for the removal of all over-paintings so that the painting could appear in its original form The missing parts of the deteriorated wood were substituted with balsa wood, while the entire wooden painting support was saturated with synthetic resin. Finally, an attempt for colouring was made only in the areas where both the painting and its preparation were fully damaged.
The use of textiles as a material for painting originates from ancient Egypt; it was adopted by the Byzantines and was fully developed during the Renaissance period. The reasons for the wide range and popularity which this technique gained, were more or less financial and social. Painting on textiles is especially sensitive to various environmental conditions. Therefore, its restoration and conservation is difficult and complex. The problem of protection, stabilization of paint on the painting ground, consolidation of the textile with the use of new materials are issues long debated. Each work of painting is unique and presents its own problems. Consequently, the restoration materials used and the methods employed for its rescue vary. The choice of restoration materials depends on the condition and relevant problems of the specific work, the materials it is made of and the space where it will be exhibited in the future. The homogeneity of materials and thermodynamic of masses must be meticulously observed during every phase of restoration. The instability of the painting ground, the weak colours and the variety of varnishes, which are typical features of this kind of painting, oblige us to be very careful and patient while cleaning the painting surface. The varnish transparency must be adjusted to the theme represented, the materials used and the space in which the work will be exhibited.
Wall paintings consist of three basic parts, the layer of painting, the plaster ground and the wall / masonry support. The type and extent of deterioration and / or damage of wall paintings depends mainly on environmental conditions. The process of restoring wall paintings is usually long and complicated and involves the cleaning of the painting layer, consolidation of the painting layer and the plaster ground, detachment of wall paintings, if necessary, and the creation of new supports for the detached wall paintings.
One of the major problems in detaching floor mosaics from the ground is moisture. Recently, however. the method of exposing the mosaics to infrared radiation has yielded excellent results and seems to have solved the moisture problem very satisfactorily. All measurements and experiments neccessary for the application of the method were carried out with the full assistance of the scientific staff of Patras University. This new method has been proven much better than all others applied so far for the reasons that it does not damage the mosaics, dries the mosaics much deeper, costs less, contributes to better working conditions and is quite harmless to the restorers' health.
Textiles represent part of man's history of civilization, since all over the world textiles have beeen produced from very early on. Only a few textiles have survived from antiquity and they have been found in tombs where climatological conditions favoured their preservation. During the Byzantine era and the Middle Ages textiles were considered to be precious objects and they are mentioned in wills. Many of these textiles and others dating from later periods are today exhibited in museums or private collections. Both museums and collectors have the duty to protect and preserve them, not only for the present but also for generations to come, as representative examples of the history of civilization. No matter how an extensive restoration a textile may need it must always be carried out by specialized restoration in well equipped laboratories.
A glass bottle, found in a Roman tomb of the third century BC. was restored in the laboratories of the Archaeological Museum of Thessaloniki. The bottle is made of transparent blown glass with a slight green tinge. Although broken, it is in good condition except for a small area suffering from devitrification. The object was cleaned with ethyl alcohol and de-ionized water in equal parts (dry mud) then mechanically with a scalpel and pin (surface, holes and difficult - to -reach areas). The devitrificated areas were coated with 5% Paraloid B72 in acetone. The adhesives used were Loctrite Glass Bond for the body and Profix Spezial - Kleber (Porzellan / Glas) for the handle. The few missing areas were not gapfilled.
The “Vourlis mansion” is the name of a residence that stands in the neighbourhood called “vaporia” (boats), in Ermoupolis. Belonging to Alexandra Mavrogordatou-Petritzi, this upper middle-class mansion was built in 1886 and is a neoclassical house of the 8th period. It is a two-storey house, made of stone and covers an area of 210 square metres. Restoration of the house took place in two stages. During the first stage, the owner took out a loan from the Mortgage Bank with the approval of the Ministry of the Environment. During this first stage the foundations of the house were repaired and reinforced. Four years later, the Ministry of Culture together with the Tourist Board (EOT) approved partial funding of works on the house. With the support of the law condoning “financial support of touristic development” the actual house was repaired. At the same time that repairs took place, the mansion was converted into a luxurious hostel.
Twenty years since the fortuitous discovery of the Petralona skull, the new Pleistocene find in the Helladic area — the result of a systematic Paleoanthropologic research — was found in a concrete geologic bed in a cave by the sea at Apidema, Mesa Mani. The location of petrified cranial bones in a recess of the inner side of a coastal cave at Apidema gave the initiative for an intensive Paleoanthropologic research, which started in 1978. Two years later and while detaching other finds, a second skull was brought to light. This skull, found in the same cave recess and next to the first, was in better condition since its side adjacent to the outer surface of the rock was protected by a sediment two to six mm. thick; therefore, its identification as human was much facilitated and beyond doubt. The extremely difficult cleaning of the human petrification, executed in the laboratories of the National Archaeological Museum, proved that the skufl belongs to an ancestral figure of modern man and is especially important to the Paleoanthropology of Greece. The discharge of the skufl from the various rocky materials covering it, must be credited to the persistent and toilsome efforts of the experienced restorers J. Damigos, D. Komninakidis, T. Magnisalis, and P. Kesaras, who for two months, worked on this project with the help of modern technical devices such as the dental grind.
Το «Χρυσοπράσινο φύλλο» του Μ. Θεοδωράκη πρωτακούστηκε το 1965 στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γ. Σκαλενάκη (στίχοι: Λ. Μαλένης). Τόπος σύνθεσης και σημείο σύγκρουσης ανατολικού και δυτικού κόσμου, η Κύπρος, μετά τον πλήρη της εξελληνισμό στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ., αναδεικνύεται στην ελληνική Μεγαλόνησο που συμμερίζεται μεγάλο μέρος από τις τύχες του μητροπολιτικού χώρου. Ασσύριοι, Λουζινιανοί και Βενετοί, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Οθωμανοί πάτησαν το νησί. Κερδίζοντας την ανεξαρτησία του από τους Βρετανούς με ένοπλο αγώνα, η μισή του έκταση έμελλε το 1974 να υποδουλωθεί και πάλι στους Τούρκους. Ο κυπριακός ελληνισμός στρέφεται στις βαθιές του ρίζες και στη στενότερη επαφή με την όμαιμη μητροπολιτική Ελλάδα στον αγώνα του για μια Κύπρο ενιαία, ακέραιη και ανεξάρτητη.
Το κάστρο της Πάφου. Το σύμβολο της πόλης είναι ένας φράγκικος πύργος μέσα σε περίβλημα της ενετικής περιόδου.
Χοιροκοιτία, ακεραμική περίοδος (5800-5250 π.Χ.). Χαρακτηριστικός τρόπος ταφής.
Μπρούτζινο βαρίδιο σε σχήμα κεφαλής Αφρικανού. Η κοινωνικοοικονομική ζωή του νησιού κατά την Υστεροκυπριακή περίοδο αναπτύχθηκε γύρω από το χαλκό. Αναπόφευκτες και ανεξέλεγκτες, οι επαφές με άλλους λαούς έκαναν τους Κύπριους αμυντικούς και κλειστούς γεγονός που, σε συνδυασμό με τη γεωμορφολογία του εδάφους, επέβαλε την ευρεία ανάπτυξη των διοικητικών κέντρων κατά περιοχές. Ο Άγιος Δημήτριος, οικισμός της ΥΚΙΙγ που σημείωσε αλματώδη ακμή μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ., ήταν κοντά σε μεταλλεία εξόρυξης χαλκού. Παρά την ύπαρξη των μεταλλείων, εργαστήρια τήξης χαλκού σαν αυτά της Έγκωμης ή της Τούμπας του Σκούρου δεν βρέθηκαν, κατασκευάζονταν όμως ορειχάλκινα βαρίδια. Στον Άγιο Δημήτριο αποκαλύφθηκε κτίριο με μεγάλους πελεκητούς λίθους (άσλαρ), που θεωρήθηκε το διοικητικό κέντρο, και ήρθε στο φως ασύλητος αρχοντικός τάφος, από τους πλουσιότερους της Κύπρου. Εμπορικές σχέσεις μαρτυρούν τα κτερίσματα από χρυσό ή ελεφαντόδοντο. Οι σφραγίδες με κυπρομινωική γραφή που βρέθηκαν υποδηλώνουν καταγραφή στοιχείων ιδιοκτησίας και εμπορίου. Πόλεις όπως η Έγκωμη, η Μόρφου, η Αγία Ειρήνη, το Κίτιον ή κέντρα σαν το Μαρώνι και τη Χαλά Σουλτάν Τεκέ όφειλαν την άνθησή τους στην ύπαρξη χαλκού που εμπορεύονταν χάρη στην εγγύτητά τους προς τη θάλασσα. Στη θέση Χαλά Σουλτάν Τεκέ, ενδεικτικές για την πυκνή και παρατεταμένη χρήση του λιμανιού είναι οι πολλές άγκυρες που είχαν ενταχθεί ως οικοδομικό υλικό σε τοίχους ιερών αλλά και κοινών χώρων. Στο πλαίσιο της λατρείας της γονιμότητας, τα γυναικεία πτηνόμορφα ειδώλια των κουροτρόφων και ο ταύρος συμβόλιζαν το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο. Οι ανασκαφές στην Έγκωμη και το Κίτιο δείχνουν ότι η κατά κάποιον τρόπο θεοποίηση του χαλκού καθιστούσε τους ιερείς την ανώτατη αρχή.
Πήλινο αγαλματίδιο θεάς, πιθανόν του 11ου αι. π.Χ. Αδιαμφισβήτητη η κρητική επίδραση. Λάρνακα, Μουσείο Πιερίδη. Για τον αποικισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς, οι πολλές εκδοχές που παραδίδονται ελέγχονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στο νησί. Γύρω στο 1225-1200 π.Χ. σημειώνεται μια μετακίνηση πληθυσμού από τον ελληνικό χώρο προς την Κύπρο, άλλοτε πυκνή άλλοτε αραιή, που κρατάει ως τις αρχές του 11ου αιώνα. Λέγεται ότι την πόλη της Πάφου έκτισε ο βασιλιάς της Τεγέας Αγαπήνωρ. Οικιστές της πόλης των Σόλων είναι ο Ακάμας και ο Φάληρος και της πόλης των Χύτρων ο Χύτρος. Ο Δημοφώντας παραδίδεται ως κτίστης της Αίπειας. Η Λάπηθος και η Κερύνεια είχαν οικιστές τον Πράξανδρο και τον Κηφέα. Το Ιδάλιο, όπου λατρευόταν και ο Απόλλων «Άμυκλος», είχε οικιστή τον Χαλκάνορα. Την πόλη Γόλγους έκτισαν οι Σικυώνιοι και το Κούριο οι Αργείοι. Της Σαλαμίνας οικιστής είναι ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα του Σαρωνικού. Ο Τεύκρος επιβάλλεται στην προελληνική πόλη της Έγκωμης (1225-1200 π.Χ.) και δρομολογεί τον εξελληνισμό της. Γύρω στα 1100 π.Χ. νέο κύμα Ελλήνων εγκαθίσταται στην πόλη που εξελληνίζεται πλήρως. Σύντομα η πόλη θα μετακινηθεί 2 χλμ. ανατολικότερα με το όνομα «Σαλαμίνα». Στη Γεωμετρική εποχή (αρχές 11ου αιώνα-750 π.Χ.) η Κύπρος είναι πια σχεδόν εντελώς εξελληνισμένη. Οι εμπορικές ανταλλαγές είναι πυκνές. Από τις αρχές του 11ου αιώνα επικρατεί ο μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος με μακρύ κατηφορικό «δρόμο». Στο β΄μισό του 8ου αιώνα π.Χ., με την εντατικοποίηση των σχέσεων Κύπρου – Αιγαίου, η Κύπρος αποκτά ελληνική συνείδηση. Αυτό μαρτυρεί η αναβίωση νεκρικών εθίμων από την Ιλιάδα σε τάφους της Σαλαμίνας και της Πάφου.
Αμφορίσκος από την Αμαθούντα με προτομή της Μεγάλης Θεάς, εμπνευσμένη από την Αιγυπτία Αθώρ. Λάρνακα, Μουσείο Πιερίδη. Πρόκειται για την περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα στη γεωμετρική και την κλασική, από τα μέσα του 8ου ως τον 5ο αιώνα π.Χ. Στη διάρκειά της, η ήδη πλουραλιστική τοπική παράδοση εμπλουτίζεται με ρεύματα από όλες τις γειτονικές χώρες. Από την πρώτη χιλιετία οι Φοίνικες διαμεσολαβούν στις σχέσεις της Κύπρου με την Ανατολή. Οι βασιλείς του νησιού διατέλεσαν φόρου υποτελείς στους Ασσύριους, τους Αιγύπτιους και τους Πέρσες. Το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της κυπροαρχαϊκής τέχνης είναι η υπεραφθονία του «θρησκευτικού υλικού» κάθε μορφής. Αναρίθμητα είναι επίσης τα αστικά και τα αγροτικά ιερά. Τεμένη απαντούν κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Φαίνεται πως για τελετουργικούς λόγους έσπαζαν τα αγάλματα και τα ειδώλια πριν τα ρίξουν στους αποθέτες. Καλύτερα διατηρημένο είναι το υλικό που βρέθηκε μέσα στα ιερά όπως αυτό της Αγίας Ειρήνης, όπου αγάλματα και ειδώλια ήταν διατεταγμένα γύρω από αυγόσχημη πέτρα. Άλλο παράδειγμα λιθολατρείας είναι ο βαίτυλος της Αφροδίτης στα Κούκλια της Πάφου. Στη θρησκευτική εικονογραφία επικρατούν ο Μεγάλος Θεός, η Μεγάλη Θεά και ένας νεαρός θεός που ενσαρκώνει συχνά τη βλάστηση. Έχοντας σύμβολο το περιστέρι, το λιοντάρι, τη σφίγγα ή το φίδι, η Μεγάλη Θεά που αργότερα θα γίνει η Αφροδίτη, είναι η ίδια θεά με την Ιστάρ, την Αστάρτ, την Κυβέλη, την Ίσιδα και την Άθω, κ.ά. Με τη Μεγάλη Θεά ζευγαρώνει ο Μεγάλος Θεός που έχει ουράνια φύση και χαρακτηριστικά του Δία, του Απόλλωνα αλλά και του Βάαλ, του Άμωνα, του Χατάτ, του Ενλίλ και του Τεσούπ. Συχνά έχει τη μορφή του «Ηρακλή-Μιλκάρτ». Εμβληματικά του ζώα είναι κυρίως ο ταύρος και ο κριός, ζώα ιερά που, πριν από την επικράτηση των ανθρωπόμορφων παραστάσεων, μπορεί να επέτρεπαν την εκδήλωση της επιφάνειας του θεού. Σε αυτό θεωρείται ότι χρησίμευαν τα πολλά ειδώλια ταύρων που βρέθηκαν στο ιερό της Αγίας Ειρήνης. Ο Μεγάλος Θεός μπορεί να παρασταθεί ως κριοκέφαλος όπως ο Άμων ή σαν άνθρωπος με κέρατα κριού όπως ο Ζευς Άμων. Το κυπροαρχαϊκό πάνθεο και την εικονογραφία χαρακτηρίζει ο έντονος συγκρητισμός ανάμεσα σε αυτόχθονες θεότητες και τις αντίστοιχες ελληνικές, φοινικικές και αιγυπτιακές. Έτσι, στα νομίσματα της Λαπήθου φαίνεται ότι η φοινικική Ανάτ είναι ομόλογη της Αθηνάς και στα φοινικικά νομίσματα του Κιτίου, ο Μεγάλος Θεός Μιλκάρτ, σύντροφος της Αστάρτης, δανείζεται την όψη του Ηρακλή. Το συμβατικό διπλό όνομα του «Ηρακλή – Μιλκάρτ» επινοήθηκε για τις διφορούμενες παραστάσεις που ταυτίζονται με τον Μιλκάρτ όταν βρίσκονται σε φοινικικά ιερά ή με τον Μεγάλο Κύπριο Θεό αν βρεθούν στα ιερά των Γόλγων και του Βουνιού.
Ασημένιο νόμισμα της Πάφου με το κεφάλι της Αφροδίτης στη μία όψη και περιστέρι στην άλλη (4ος αι. π.Χ.). Ανάμεσα στο 545 και το 525 π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς υποτάσσονται στους Πέρσες χωρίς όμως να χάσουν την κυριαρχία τους. Απόδειξη, η κοπή νομισμάτων. Νομίσματα ανεπίγραφα ή με μόνο δυο τρεις συλλαβές είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτιστούν ενώ τα επικεκομμένα νομίσματα βοηθούν σημαντικά στη χρονολόγηση. Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευέλθων (560-525/20 π.Χ.) είναι από τους πρώτους που έκοψαν νομίσματα. Γνωρίζουμε ότι νομίσματα κόπηκαν και στην Πάφο και στο Ιδάλιο. Στο Κίτιο τα ονόματα των βασιλιάδων είναι φοινικικά και γραμμένα με φοινικικούς χαρακτήρες, ενώ στη Λάπηθο η επιγραφή είναι μεν στα φοινικικά αλλά τα ονόματα είναι φοινικικά ή ελληνικά. Στο Μάριο, ελληνικά ίσως και φοινικικά ονόματα γράφονται στο κυπριακό συλλαβάριο – αν και ενδέχεται η πίσω όψη να φέρει επιγραφή στα φοινικικά. Στην Αμαθούντα τον 4ο αιώνα π.Χ. ο ροδιακός σταθμητικός κανόνας αντικαθιστά τον περσικό. Αν οι τύποι των νομισμάτων τον 4ο αιώνα δεν άλλαξαν στην Αμαθούντα και το Κίτιο, σε πολλά κυπριακά νομισματοκοπεία είχε διεισδύσει η ελληνική τέχνη. Στη Σαλαμίνα κόβονται νομίσματα με το κεφάλι του Ηρακλή κι αργότερα μόνο με ελληνικές θεότητες. Οι επιγραφές τους είναι στα κυπριακά και τα ελληνικά. Φανερή ελληνική επίδραση προδίδουν τα νομίσματα του Μαρίου με θεούς και μυθικές σκηνές, με επιγραφές δίγλωσσες. Παρόμοια, η Λάπηθος απεικονίζει Αθηνά και Ηρακλή, όπως και η Πάφος που επιπλέον εμφανίζει και την Αφροδίτη, τον Απόλλωνα και τον Δία. Το 332 π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς δηλώνουν υποταγή στον Αλέξανδρο που κόβει τα δικά του νομίσματα. Η ανεξάρτητη κυπριακή νομισματοκοπία με τους δικούς της τύπους εκλείπει μαζί με τους βασιλείς, το 310 π.Χ.
Δύο ρωμαϊκά νομίσματα με αναπαράσταση του ναού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Πρόκειται για τη διαχρονική Κύπρια θεά που η λατρεία της ήταν επίσημη αλλά και λαϊκή. Πηγές και ανασκαφές συνδυάζονται στο ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, κέντρο του βασιλείου της Πάφου. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού είναι δάνειο από τους Φοίνικες, κτισμένος όπως ο φοινικικός ναός στα Κύθηρα. Αναδυόμενη λίγο νοτιότερα από την πόλη, η Αφροδίτη πήρε το όνομα Παφία. Στη λατρεία της θεάς σημαντικός ήταν ο ρόλος της δυναστείας των Κινυράδων στην Παλαίπαφο που, μοναδικοί βασιλείς και μοναδικοί ιερείς της Αφροδίτης, διατήρησαν τη λατρεία της θεάς όπως την παρέλαβαν από τη Φοινίκη. Παρά την εξάπλωση του χριστιανισμού, επίθετα της Παναγίας όπως «Αφροδίτισσα» ή «Χρυσοπολίτισσα» παρατείνουν τη λατρεία της θεάς. Στην Αφροδίτη «κουροτρόφο» παραπέμπει και η επίκληση της Παναγίας «Γαλαταριώτισσα». Από το ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο προέρχεται η κωνική πέτρα που αναπαριστά τη θεά και απεικονίζεται σε ρωμαϊκά νομίσματα. Τα αναθήματα που βρέθηκαν επαληθεύουν τις αρχαίες πηγές: η Αφροδίτη λατρευόταν σε όλο το νησί και είχε τους ναούς και τα ιερά της σε λόφους κοντά στη θάλασσα. Οι πηγές δεν αναφέρουν το Κίτιον όπου βρέθηκε επιβλητικός φοινικικός λαός της Αφροδίτης – Αστάρτης. Από τις άγκυρες που βρέθηκαν εκεί, αφιερώματα ναυτικών, συνάγεται ότι η θεά λατρευόταν και ως προστάτιδά τους.
Ψηφιδωτό με το Θησέα και το Μινώταυρο από την Έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο (3ος αι. μ.Χ.). Τα ψηφιδωτά της Κύπρου εκτείνονται από τα πρώτα ελληνιστικά χρόνια ως τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα μ.Χ. Ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ιδίωμα αναπτύχθηκε στο νησί με σαφείς επιρροές από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου και τον κόσμο της Αντιόχειας. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκει παράσταση της Σκύλλας φτιαγμένη από βότσαλα περίπου το 300 π.Χ. στη Νέα Πάφο. Άτεχνο ψηφιδωτό από μεγάλα βότσαλα που εικονίζει υδρία και δελφίνι είναι του 2ου αιώνα π.Χ. Το αρχαιότερο ψηφιδωτό από πραγματικές ψηφίδες (1ος αι. π.Χ.–1ος αι. μ.Χ.) διακοσμούσε το κυκλικό δάπεδο Βαλανείου στο Κίτιον. Από τα τέλη του 2ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. όμως, αρχίζει μια σειρά ψηφιδωτών με μυθολογικές παραστάσεις που θα συνεχιστεί αδιάκοπη ως τον 6ο αιώνα. Η πιο θαυμαστή σειρά διακοσμεί την πρωτεύουσα, τη Νέα Πάφο. Στην Οικία του Ορφέα (τέλη 2ου–αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.), ψηφιδωτό με τον μυθικό ήρωα φέρει επιγραφή με το όνομα του ιδιοκτήτη. Στην ίδια περίοδο χρονολογούνται τα ψηφιδωτά της Οικίας του Διονύσου. Η ποικιλία των μυθολογικών τους παραστάσεων εντυπωσιάζει: Νάρκισσος, Τέσσερις Εποχές, Θρίαμβος του Διονύσου, Φαίδρα και Ιππόλυτος, Πίραμος και Θίσβη, Ποσειδών και Αμυμώνη, Απόλλων και Δάφνη, Αρπαγή του Γανυμήδη και η μεγάλη παράσταση με τον Ικάριο, τον Διόνυσο και την Ακμή και τους πρώτους που ήπιαν κρασί. Στην Έπαυλη του Θησέα βρίσκονται τρία ψηφιδωτά, ο Θησέας και ο Μινώταυρος (3ος αιώνας), ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη (4ος αιώνας) και η Γέννηση του Αχιλλέα (5ος αιώνας). Από τα εντοίχια ψηφιδωτά στα Λουτρά του Γυμνασίου της Σαλαμίνας ξεχωρίζουν οι παραστάσεις με το μύθο του Ύλα και των Νυμφών και με την προσωποποίηση του Ευρώτα από μεγαλύτερη σύνθεση με το μύθο της Λήδας και του Κύκνου. Καλύτερα διατηρημένη αυτή η απεικόνιση βρίσκεται στην Παλαίπαφο (Κούκλια) σε δάπεδο οικίας του 3ου αιώνα μ.Χ. Μονομαχίες απεικονίζονται στην έπαυλη των Μονομάχων στο Κούριο. Τον 4ο αιώνα, πλάι σε νεόδμητες παλαιοχριστιανικές βασιλικές με αυστηρό ψηφιδωτό διάκοσμο, τα ψηφιδωτά στα κοσμικά κτίρια αποκτούν νέο δυναμισμό. Στην Οικία του Αχιλλέα στο Κούριο απεικονίζονται η Αρπαγή του Γανυμήδη και ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη. Στην Οικία του Αιώνα στη Νέα Πάφο (α’ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.) βρέθηκε το θαυμάσιο δάπεδο του τρικλίνιου με πέντε παραστάσεις σε ενιαία σύνθεση. Δύο είναι αφιερωμένες στον Διόνυσο, μία στη Λήδα και τον Κύκνο και άλλη στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Η πολυπρόσωπη κεντρική παράσταση είναι αφιερωμένη στην «Κρίση των Νηρηίδων». Τα ψηφιδωτά της «Έπαυλης» και των Λουτρών του Ευστολίου στο Κούριο (α΄μισό 5ου αιώνα μ.Χ.) προτιμούν αίφνης τα γεωμετρικά κοσμήματα αντί για τις παραστάσεις. Στη διάρκεια του 5ου αιώνα η παγανιστική τέχνη εμφανίζει μια εντελώς νέα τεχνοτροπία. Στις συνθέσεις ο ρεαλισμός υποχωρεί, η προοπτική περιφρονείται και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι υπερβολικά υπογραμμισμένα. Εμφανής στο έμβλημα με την Τουαλέτα της Αφροδίτης από το λουτρό κατοικίας στην Άλασσα, η νέα τεχνοτροπία είναι πασιφανέστατη στη Γέννηση του Αχιλλέα από την Έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο. Παρά το ρωμαϊκό τους θεματολόγιο, η τεχνοτροπία τους εντάσσει τα δύο αυτά ψηφιδωτά στον κόσμο της βυζαντινής τέχνης.
Άγιος Γεώργιος Θεσσαλονίκης (Ροτόντα). Φωτογραμμετρική αποτύπωση. Τομή. Οι δύο τρόποι αποτύπωσης μνημείων ή συνόλων διακρίνονται βάσει της μορφής προς αποτύπωση, το σκοπό της αποτύπωσης και τον διατιθέμενο εξοπλισμό. Προκύπτουν έτσι δύο μέθοδοι: η αναλογική και η αναλυτική. Η αναλογική μέθοδος στηρίζεται στη χρήση απείρων σημείων και μπορεί να μας δώσει τα αποτελέσματα της αποτύπωσης χωρίς τη μεσολάβηση άλλης διεργασίας. Σε αυτές τις απαιτήσεις ανταποκρίνεται κυρίως η Φωτογραμμετρία. Η αναλυτική μέθοδος στηρίζεται στον προσδιορισμό πεπερασμένου αριθμού σημείων, που ενώνονται για να δώσουν τη μορφή του αντικειμένου. Εδώ λύσεις μπορούν να προσφέρουν οι επιστήμες της γεωδαισίας, της τοπογραφίας, της χαρτογραφίας και της φωτογραμμετρίας. Παρουσιάζονται η τοπομετρική μέθοδος, οι τοπογραφικές μέθοδοι, η μέθοδος πολικών συντεταγμένων, η μέθοδος εμπροσθοτομιών (τομών) και οι φωτογραμμετρικές μέθοδοι. Η ακρίβεια των αποτυπώσεων εξασφαλίζεται με τη χρήση των τοπογραφικών και φωτογραμμετρικών μεθόδων. Η παραστατικότερη αποτύπωση στην επίπεδη επιφάνεια του χαρτιού μιας πολύπλοκης επιφάνειας επιτυγχάνεται διά του προσδιορισμού ισοϋψών γραμμών. Σημαντική είναι η συμβολή της χαρτογραφίας. Στις αποτυπώσεις τα δίκτυα ελέγχου είναι μεγάλης ακρίβειας, συνίστανται από πολυγωνικές οδεύσεις, υπολογίζονται και συνορθώνονται με χρήση της Μεθόδου Ελαχίστων Τετραγώνων. Σε αποτυπώσεις μεγάλης έκτασης εγκαθίσταται τριγωνομετρικό δίκτυο, όπως έγινε στην Κνωσσό. Στη μελέτη της παθολογίας των μνημείων, πρέπει να προσδιοριστούν οι παραμορφώσεις της κατασκευής, ώστε να προσδιοριστεί το μέγεθος μιας υπάρχουσας παραμόρφωσης ενός αρχιτεκτονικού στοιχείου και να καταστεί δυνατή η διαχρονική παρακολούθηση της κίνησης μιας κατασκευής. Ολοκληρώνοντας, ο συγγραφέας χαράζει τις προδιαγραφές ενός Φωτογραμμετρικού Αρχείου Μνημείων στη χώρα μας.
Ο De Chirico εγγυάται το γνήσιο της υπογραφής του με συμβολαιογραφική πράξη στο πίσω μέρος του καμβά. Η παραγωγή αντιγράφων εμφανίζεται πρώτη φορά στους ελληνιστικούς χρόνους και κορυφώνεται κατά τους ρωμαϊκούς. Ο ψυχολογικός παράγων, η ανάγκη δεσμών με τις μορφές του παρελθόντος, και ο κοινωνικός παράγων, η προβολή διαμέσου του έργου τέχνης, είναι οι κυριότεροι λόγοι που θα συντηρήσουν αυτό το φαινόμενο για αιώνες. Η υπογραφή του δημιουργού θεωρείται το δακτυλικό του αποτύπωμα, σφραγίδα γνησιότητας του έργου. Σε περιπτώσεις όμως που οι καλλιτέχνες τύχαινε να απαρνηθούν παλαιότερα έργα τους, οι φιλότεχνοι αγοραστές απαιτούσαν πρόσθετες πιστοποιήσεις, ακόμη και συμβολαιογραφικές πράξεις. Όμως οι ενδείξεις που επιβεβαίωναν τη γνησιότητα ενός έργου έχουν πάψει να ισχύουν: η υπογραφή, τα κρακελαρίσματα, η παλαιότητα του τελάρου, η λινάτσα κι ο καμβάς, η πατίνα του χρόνου, στις μέρες μας όλα μπορεί να είναι απατηλά. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απάτη, ενορχηστρώνεται η βοήθεια του τεχνοκριτικού, του ειδικού συντηρητή, του φυσικοχημικού, του φωτογράφου, ενεργοποιείται η ιστορία και υιοθετείται η σύγχρονη τεχνολογία. Ο καλλιτέχνης εντάσσεται στην εποχή του και στα κινήματά της, το ζωγραφικό υλικό που χρησιμοποιεί είναι χρονολογήσιμο, ελέγχεται ο γραφικός του χαρακτήρας και τα όποια πιστοποιητικά γνησιότητας, αναζητείται η ιστορία του έργου και οι τυχόν δημοσιεύσεις του, κ.ά. Το έργο εξετάζεται στερεοσκοπικά, υφίσταται μακρο- και μικρο-φωτογράφιση, ολογραφία ή φωτογραφία με λέιζερ, μικροανάλυση με δέσμη ηλεκτρονίων, ακτινοβολίες, κ.ά.
Χαλκογραφία: J.D. Le Roy, Les ruines des plus beaux monuments de la Grèce, Paris 1770, β’ έκδ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Στο άρθρο διαγράφονται οι χρήσεις της απεικόνισης των μνημείων και οι ρόλοι που αυτή ανέλαβε να διαδραματίσει στη συνείδηση των Ευρωπαίων. Στις αλεπάλληλες περιηγητικές εκδόσεις, όχι μόνο η αντιγραφή των χαρακτικών εικόνων αλλά και η πρωτότυπη απεικόνιση μαρτυρεί ένα βαθμό αυθαιρεσίας που καθορίζεται από το γούστο της εποχής. Τις παλαιότερες εικόνες σημαδεύει το στοιχείο του φανταστικού, καθώς η ενασχόληση με τα μνημεία της αρχαιότητας αντλούσε από τη σφαίρα του θρύλου. Ο Κολοσσός της Ρόδου εξαίρεται μέσα από μια αντι-ρεαλιστική κλίμακα που απηχεί μια μεσαιωνική αντίληψη. Εκτός κλίμακας είναι και η απεικόνιση ναών και ιερών του Αιγαίου με ερεθίσματα από την αναγεννησιακή και την μπαρόκ αρχιτεκτονική. Κάποιες εικόνες γεννιούνται από σύγχυση, όπως φαίνεται στη γαλλική μετάφραση του φλαμανδού περιηγητή Jean Struys, όπου η Δήλος επιγράφεται ως «Το νησί των Δελφών». Η μεσαιωνική πόλη όπου δημιουργούνται τα χαρακτικά, μεταφυτεύει στις παραστάσεις των μακρινών τόπων της Ανατολής μια γοτθικίζουσα αρχιτεκτονική με έμφαση στην καθετότητα, που χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο οικοδόμημα «Jovis Templum», το ναό του Δία, στη φανταστική άποψη των Τεμπών του Ab. Ortelius. Στην άποψη της Αθήνας από το βιβλίο του Sebastian Münster η μεσαιωνική γλώσσα συντάσσεται με στοιχεία αναγεννησιακά. Στα μέσα του 18ου αιώνα τα φώτα στρέφονται στην αρχαιότητα. Ζωγράφοι και αρχιτέκτονες καταφθάνουν στην Αθήνα. Στον αιώνα του Διαφωτισμού, η εικόνα οφείλει να είναι προϊόν μεθοδικής και σχολαστικής παρατήρησης. Οι αποτυπώσεις αρχαίων ελληνικών κτισμάτων από τους Stuart και Revett ξεχωρίζουν. Ωστόσο, η αρχαιολατρεία παραποιεί εξίσου την πραγματικότητα: ο Richard Dalton απεικονίζει τον Παρθενώνα χωρίς το τζαμί στο εσωτερικό του. Το αρχαίο υδραγωγείο της Μυτιλήνης προσεγγίζεται από τον κόμη Choiseul-Gouffier με υποκειμενικότητα και ρομαντική νοσταλγία όπως προδίδει η νηφαλιότητα που χαρακτηρίζει το ίδιο θέμα από τον Ιρλανδό Richard Pococke. Αν και καρπός επιτόπιας παρατήρησης, τα έργα του γάλλου αρχιτέκτονα Le Roy αφήνουν ευρύ πεδίο στη φαντασία και παραπέμπουν στην «ποίηση των ερειπίων». Η απόδοση της φθοράς συνεπιφέρει συγκινησιακή φόρτιση και μελαγχολία. Ρομαντικό προανάκρουσμα είναι και η εμφύτευση ερειπίων μέσα στη φύση που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Στις αρχές του 19ου αιώνα το ρεύμα των περιηγητών γίνεται πιο έντονο. Ασφαλώς συνέβαλαν οι εκδόσεις της Εταιρείας των Dilettanti, χωρίς να υποτιμάται το κίνητρο της αρχαιοκαπηλείας που παραμένει ισχυρό. Το κίνημα του Ρομαντισμού, το ρεύμα του Φιλελληνισμού δίνουν στην Ελλάδα νέα αίγλη. Οι Άγγλοι κυρίως παραχωρούν στα έργα τους την πρωτοκαθεδρία στη φύση. Η νύχτα ή η καταιγίδα επιστρατεύονται για να φορτίσουν την παράσταση με δραματικό τόνο. Αν και οι εικόνες είναι παραπειστικές για τον αρχαιολόγο-ερευνητή, παραμένουν πολύτιμες ως προς το ότι συνιστούν δείκτες αισθητικών, ιστορικών και ιδεολογικών μηνυμάτων της Ευρώπης.
Αμαθούντα: Αεροφωτογραφία του αρχαίου λιμανιού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Cyprus is both a meeting point and a point of confrontation between the East and the West. After becoming fully Greek, at the beginning of the 11th century BC, Cyprus is marked out as a large Greek island sharing much of the fortunes of its metropolis, that of mainland Greece. Assyrians, Lusignans, Venetians, Persians, Egyptians and Ottomans all set foot on the island. Having won its independence from the British through armed struggle, half of Cyprus’s territory was doomed to fall once again to the Turks in 1974. Greek Cypriots look towards metropolitan Greece and the common heritage they both share, in their struggle for a united, independent and undivided Cyprus.
The history of Cyprus is divided into five periods. The first begins in the Neolithic IA period (7500-5250 BC) and ends in 330AD. The Byzantine period follows (330-1191AD) and ends with Guy de Lusignan settling on the island. The Frankish period under the Lusignans extends from 1192 to 1571 AD when Cyprus becomes part of the Ottoman Empire. The Turkish period ends in 1878 when the Ottomans hand the island over to the British. Events that took place between 1878 and 1978 are included by the author in the British period.
Over a period of three thousand years, covered by the present article, the Neolithic tombs in Cyprus do not present radical changes and are dug, in general, either under the floors of the houses or outside them but always within the limits of the settlement. The dead who are, in great majority, intact are laid on the left or right side and with very few exceptions on the back or on the abdomen. There is no fixed orientation of the body or face. Legs and arms are contracted in various degrees of contraction. Primary, single burials are the general rule and the few exceptions concern mainly the later phases. Characteristic is the custom of placing one or more heavy stones on the head or the body regardless of the sex of the dead, which in combination with tied and distorted bodies leads to the existence of a belief in a kind of life after death interlaced with strong necrophobia. Funeral offerings are mainly stone vases intentionally broken, some silex arms and tools, jewellery and sea shells. As we advance in time, in the Neolithic II period, the offerings consist exclusively of pottery and obsidian flakes. We notice that death in Neolithic Cyprus is a manifestation of everyday life, and is faced in a simple way. In our opinion the boulders are to prevent the dead from getting out of their grave. On the other hand, everyday objects seem to have been "sacrificed" as funeral offerings, the difficulty in their manufacture making them more necessary to the living than to the dead. The Neolithic inhabitants of Cyprus believed that the mobile property of somebody belongs to him even after his death and, if conceded as funeral offerings, it prevents the dead from coming back and claiming it. In that way the miasma is prevented from contaminating the inhabitants of the village. Funeral rites are homegenous and follow the main ritual prevailing in this field in Neolithic Greece and Anatolia.
The attempt to describe the administrative phenomenon (devices / techniques) in Late Bronze Age Cyprus is best made through a socio-economic approach to the subject and taking always into account the religious and political circumstances of the period. Using as an example the Haghios Demetrios LCIIc settlement, the economy of which was principally based on copper, we can see the spread of its influence and importance in the southern area of the island. While the absence of copper continued to affect the development of other settlements, e.g. the Hala Sultan Tekke, other factors, such as proximity to the sea, became important. Consequently, the economy where an administrative system was established, depended on various external and internal factors, which were responsible for the flourishing or decline of a site. Furthermore, observation of the excavation material enables us to make some suggestions regarding political and other phenomena, which during this crucial and decisive period of Cypriot history contributed to the formation of the island's commercial and cultural relationship with its neighbours, including Mycenaean Greece and Crete.
Legends that the cities of Cyprus were founded by Greek heroes of the Trojan war are regarded as reflecting true events that occured c. 1220 BC. The fact, however, remains that many "cities" in Cyprus owe their foundation to Mycenaean immigrants and lack such foundation legends. Archaeology supports the view that towards the end of the thirteenth century BC we have a movement of people, and not simply trade relations, from Mycenaean Greece to Cyprus. This movement lasted with minor or major waves of arrivals, until the beginning of the eleventh century BC. The permanent arrival of the Achaean-Greeks to Cyprus is attested to by metallurgy, glyptics, art, language, funerary rites, religion etc. In the ensuing Geometric period the relations between Cyprus and the Aegean world never cease save probably during a short period around 1.000 BC, although this does not seem to apply to the case of Crete. At the beginning and during the final phase of this period the relations are intense with the interchange of pottery and other artefacts. During the second half of the eighth century BC we observe that funerary rites narrated in the Iliad isare revived an unmistakable sign that those practicing them had a deeply rooted Greek conscience.
The political situation during the Cypro-archaic period (2nd half of the eighth to the 1st half of the fifth century BC) is characterized by instability due to frequent foreign intervention and domination of Cyprus. Despite this, a certain prosperity together with a deep religious feeling can be observed associated with a rich and superabundant artistic creativity dependent particularly on the religious world and its manifestations, as well as on other different needs and occupations of everyday life. The attachment to the divine can be seen in the countless sanctuaries and affluent artistic creation. Artistic products were used as cult objects, as offerings to the sanctuaries and in the tombs and as amulets in every day life. The Cypriot pantheon is characterized more by the pluralistic and polyvalent peculiarities and functions assumed by the main deities and their polymorphism than by its complicated formation. Deities are multi-functional, corresponding fully to the needs of the believers, but they also emanate from the nature and personality of each divinity. One of the main figures of the pantheon is the celestial god (Great God) , an incarnation of atmospheric phenomena and activities taking place in heaven that are mainly related to the acquatic element (clouds and rain) and to the light (sun and thunderbolt). This god has principally been identified with Zeus, Baal. Milkart, Amon, Apollon and Reshef. He forms a couple with the other principal deity, the telluric mother-goddess (Great Goddess), who represents fertility, conceived under its female aspect, and is none other than the Cypriot Aphrodite, equivalent to Astarte. This divine couple forms a triad with the divinity incarnating the annual cycle of vegetation, mainly identified as a young god of the kind of Adonis, who is not unrelated to the infant held by the Great Goddess when represented as a Kourotrophos. It seems that it is during the Archaic period that these deities emerged from a stage of latent aniconism and/or zoomorphism, which is more evident in the previous older strata of the Cypriot religion; they thus acquired an anthropomorphic aspect inspired most frequently by the island's geographical surroundings (Egypt, Palestine, Phoenicia, Syria, Anatolia and the Hellenic world). This influx of foreign divine iconography is made through the identifications and syncretisms of local deities with the equivalent foreign ones.The latter enriched the Cypro-archaic pantheon and its iconography with their presence.
Autonomous Cypriot coins have been struck since the end of the Vl th century when the island was under Persian rule However, this do not prevent nine or ten city-states from striking their own coinage. We do not know if all the cities struck coins because it is not easy to identify the mints. The short, worn and obliterated inscriptions in the Cypriot syllabary in Phoenician and later in the Greek alphabet are sometimes quite enigmatic. In the fifth century only the mints of Lapethos and Marion are clearly identified by their inscriptions. Philological texts, coin types and the find place of coins can also provide information on the mints. The precise chronology of the fifth century Cypriot coins is another problem. Hoards found outside Cyprus which contain not only Cypriot but also better known Greek coins provide a date ante quern for the Cypriot coins, as do the dated foreign coins overstruck by Cypriot ones. Coins from one Cypriot mint overstruck by coins from another Cypriot mint attest their relative chronology. The coin types of the principal mints of the fifth century are discussed, followed by those of the fourth century, when new types appear in several mints that are more influenced by Greek style and subjects. in some mints during the fourth century the Persian metric standard is no longer used but the Rhodian one takes it places. Gold and later bronze coins are struck during the fourth century in addition to silver ones and for some inscriptions the Greek alphabet is used together with the Cypriot syllabary or instead of it. The autonomous coinage is interrupted during the life time of Alexander the Great and came to an end when the Cypriot kingships were abolished by Ptolemy I in 312-310. Thereafter the coins struck in Cyprus no longer keep their own types but those of their foreign rulers. Only the mint symbol distinguishes them from those struck in other mints of the Empire.
The goddess Aphrodite originates from the anthropomorphic concept, common in all matriarchic societies of the Middle East. Indications of the goddesses cult can be already found in the period when the difference between god and daemon was vague and the limits between man and animal were flexible enough. It sprung from the perception of the impact the natural elements had on man and his life and they were assigned with supernatural powers. Later, the goddess was conceived in human form and with her own attributes, indicative of the sectors of her influence. Her zoomorphic characteristics are present in clay figurines representing the goddess, of the second millennium BC, from Syria and Cyprus. The image of the goddess Aphrodite is closely related to that of the Magna Mater, the primary deity in the religion of agricultural tribes and is interpeted as the incarnation of the religious concept and imagination of societies ruled by matriarchy.
The discoveries made during the last 25 years at Kourion and Salamis, but above all Paphos, have made Cyprus one of the most important centres for the study of ancient mosaics. The examples are numerous and cover a period of about 1000 years, from c. 300 BC to the mid-seventh century AD. During the Roman period one can safely assume that local workshops created a very large number of mosaics, all of which bear a distinct Cypriot trait. However, as is natural, the mosaics of Cyprus were influenced by the art of the surrounding areas, all of which themselves held a strong tradition in the art of mosaic. The closest links are clearly with the East Mediterranean coast, Antioch in particular, an area with which Cyprus was related politically and later on religiously. The earliest mosaic that has so far come to light represents the mythical monster Scylla. It is made of pebbles and has been dated back to the late fourth / early third century BC. It was discovered at Nea Paphos, a city that had just been founded and that under the Ptolemies grew very rapidly in importance. By the second cent. BC Paphos had become the capital of the island and preserved this privilege under the Romans until the fourth cent. AD. It appears that during the period from the late second to the mid-third cent. AD, Paphos (and Cyprus as a whole) enjoyed one of the most prosperous and enlightened periods of its history. This is reflected in a rich series of buildings decorated with mosaics that have been found there. The earliest of these, the House of Orpheus embellished with a representation of Orpheus and the Beasts. has an inscription unique to Cyprus that gives us a Latin name which must belong to the owner of the house. More well-known is the House of Dionysos with the richest array of mythological representantions known on the island, amongst which there is a fine "Rape of Ganymed". The nearby Villa of Theseus, the residence of the Roman Proconsul, preserves a large number of mosaics of different periods, amongst which the scene of Theseus and the Minotaur made in the late third, and carefully restored in the fourth century AD. Also several other important mosaics from other parts of the island date from the third century like the rare wall mosaics from Salamis, -Leda and the Swan- from Kouklia, and the unique mosaics with representations of gladiatorial combats from Kourion. In the early fourth century, and in spite of the official recognition of Christianity, pagan art reaches its peak, a phenomenon best reflected in the recently discovered mosaics from the House of Aion at Paphos. Here, in a floor divided into five panels with different representations we have a realistic parade of mythological characters and personifications rendered in a style and technique of the highest quality. Some of the figures represented are very rare or even unknown in ancient art and it is only the fact that their names are written above them that makes their identification possible. During the next century Christian art gained more and more ground and unavoidably influenced the decoration of some pagan buildings, as is shown by the bust of «Ktisis» from the Complex of Eustolios at Kourion. Pagan art, however, had already began to decline both in repertoire and technique. The last examples of this art on the island are illustrated by the "Toilet of Venus" from Alassa, and the "Birth of Achilles" from the Villa of Theseus at Paphos, both dating from the fifth century.
The survey of archaeological sites, monuments, traditional edifices, historic centres and settlements, is a prerequisite for every archaeological, historical and architectural study as well as for any project on their protection, preservation and promotion. The survey process in all aforementioned cases requires the application of scientific methods of exceptional precision and the employment of modern technology in the relevant sector. However, the survey procedure varies as regards the thematic presentation and precision and depends on the object and purpose of the survey. Therefore, we distinguish: a. The analogical method which is based on the use of infinite points and can achieve excellent surveying results, without the support of any other procedure. b. The analytical method which is based on the definition of a limited number of points which, if united, produce the form of the object. Protogrammetry meets the demands of the first method, while the science of geodesy, topography, chartography and photogrammetry serve the needs of the second. In this article the topographical and photogrammetric methods are mainly analysed. The thorough study of monuments also demands the definition of their structural distortions, so that their pathology can be studied and necessary treatments be proposed. The relevant measuring aims at a. Defining the extent of the actual distortion. b. The observation and documentation of a building through time. The application of topographical and photogrammetric methods gives in both cases satisfactory results; the second case demanding high standards of precision. Furthermore, the contribution of networks for observation of micro-deplacement of constructions as well as the analytical photogrammetric methods is very important. The photogrammetric archives, which include measurements and photogrammetric exposures are, undoubtedly, the best organized archives of monuments. They offer full documentation of the monuments through time and guarantee their exact recording in case of any future destruction, which may be caused by a variety of reasons.
The authenticity of a work of art is a big and serious issue. The problem has already been known since the Hellenistic Age and constantly appears in the Roman period, the Renaisance and more often in our time. The reasons which create this phenomenon are purely social and financial. From the theoretic point of view a work of art can be both authentic and disputable. Authenticity can be proven through a research process, which can protect us from being misled and consists of the following: 1. Knowledge of the style and technique of the painting. 2. Research on the history of the painting: provenance, date of execution, previous owners, etc. 3. Sketching of the artist's portrait through the painting: his world, visions, artistic physiognomy. 4. Application of scientific methods: radiations and chemical analyses for the determination of the painting materials and the detection of the possible obscure parts of the painting. The investigation for the authenticity of a painting demands the cooperation of a variety of specialists who must all share love of art.
The treatment of ancient Greek subjects in engravings of travelling editions — from the earlier representations to the nineneenth century — is sketched out in this article through characteristic examples. Furthermore, the Europeans' point of view and approach towards the "antique" is searched as it appears in the illustrations of these editions. In earlier works the element of the imagination plays an important role and participates in the creation of pictures, which aim to impress the reader-viewer, while at the same time visual stimulations from European art and architecture contribute to the final formation of the work. In the seventeenth century the first efforts for the representation of realistic elements and data are made — products of in situ observations — and progressively increase. However, even in the advanced eighteenth century, in spite of a tendency for a reliable documentation, certain arbitrary representations of antiquities appear. They are natural products of the early romantic movement of archaeolatry, which seals the period, but also repercussions of the contemporary tendency for painting antique ruins. Even in the nineteenth century, the romantic visions inevitably lead to representations, which ignore reality or seem to deny the immediate, tangible presence of a depicted monument, since they intentionally pursue to exalt the ancient edifice or to create an artificial, more or less illusionistic,"atmosphere".
Το μέγαρο του Θησέα στην Πάφο ανοικοδομήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα. Οι αστικές οικίες παρουσιάζονται ως μεγάλα κτήρια συνδεδεμένα όλα με μια περίστυλη αυλή και μια αψιδωτή αίθουσα, το triclinium. Είναι όλες πλούσια διακοσμημένες, συνήθως με ψηφιδωτά. Αναφέρονται το μέγαρο του Θησέα στην Πάφο, δύο οικίες στην Κωνσταντία (πρώην Σαλαμίνα), που ονομάστηκαν η μία «ελαιοτριβείο» και η άλλη «ρωμαϊκή», το μέγαρο του Ευστόλιου στο Κούριο, άλλη μία οικία στην Άλασσα και μερικές ακόμη στην Παλαίπαφο. Οι αγροτικές οικίες αποτελούνται από ένα ή δύο δωμάτια φτωχικής κατασκευής όπου συχνά βρέθηκαν αγροτικά εργαλεία. Κατοικίες του κλήρου θεωρούνται τα δωμάτια πλάι στη βασιλική της Αγίας Τριάδας και τη βασιλική στον Άγιο Φίλωνα της Καρπασίας καθώς και η επισκοπική οικία στο Κούριο. Με τις αραβικές επιδρομές η οικοδομική δραστηριότητα σταματά. Οι πλούσιοι ιδιοκτήτες συχνά εγκαταλείπουν τις κατοικίες τους αναζητώντας καταφύγιο σε πιο ασφαλείς περιοχές. Έτσι τις μεγάλες κατοικίες ή ακόμη και τις βασιλικές καταλαμβάνουν φτωχοί ιδιώτες (squatters) που τις εκμεταλλεύονται.
Άγιος Γεώργιος, 14ος αι. Παναγία της Ασίνου. Στην ασπίδα, αρχαίο βυζαντινό έμβλημα απεικονίζεται ως δυτικό οικόσημο. Το άρθρο ξαναζωντανεύει τους αιώνες μέσα από πολλά παραδείγματα. Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου της βυζαντινής τέχνης, από τα τέλη του 4ου ως τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα, στην αρχιτεκτονική επικρατεί ο ρυθμός της ξυλόστεγης βασιλικής. Από τρία ψηφιδωτά του 6ου αιώνα, το ψηφιδωτό στην Παναγία την Αγγελόκτιστη διατηρεί την ελληνιστική παράδοση αντανακλώντας και την τέχνη της Βασιλεύουσας. Στη μέση βυζαντινή περίοδο, στους ναούς επικρατούν ο απλός τετράστυλος εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλλο, ο μονόκλιτος με τρούλλο, ο οκταγωνικός και οι μικροί καμαροσκέπαστοι. Κατά την εικονομαχία η Κύπρος γίνεται κέντρο των εικονόφιλων. Το 12ο αιώνα άλλες τοιχογραφίες εμφανίζουν ελληνιστική λεπτότητα και άλλες το μοναστικό κομνήνειο στυλ. Ο 13ος αιώνας φέρνει στο νησί τους Φράγκους και μαζί την αποξένωση από τις βυζαντινές μορφές τέχνης. Οι πρόσφυγες από την παλαιστινιακή πόλη Άκκρα μεταφέρουν μια τεχνοτροπία που απηχεί εκείνην της μονής Σινά. Στο β΄μισό του 13ου αιώνα, στις τοιχογραφίες μια «ανάμεικτη» κυπριακή τέχνη συνδυάζει την προσκόλληση στη βυζαντινή παράδοση, την τέχνη των Σταυροφόρων και στοιχεία από τη ζωγραφική της Καππαδοκίας και της Απουλίας του 11ου αιώνα. Τον 14ο αιώνα από τις λίγες τοιχογραφίες κυριότερες είναι αυτές του Αγίου Νικολάου της Στέγης. Σχεδόν κυπριακή αποκλειστικότητα αποτελεί η ανατολικής προέλευσης μορφή του Αγίου Μάμα πάνω σε λιοντάρι. Αρχαϊκό στοιχείο, το έμβλημα που απεικονίζεται στο εσωτερικό της ασπίδας του Αγίου Γεωργίου -σταυρός μέσα στην ημισέληνο κι ολόγυρα αστέρια- παίρνει τη μορφή δυτικού οικόσημου. Μόνο στην Κύπρο η Αγία Κυριακή, φορώντας μακρύ λώρο με τις μορφές των ημερών της εβδομάδας, ενσαρκώνει την ημέρα της Κυριακής. Τον 15ο αιώνα οι περισσότερες εικόνες ανήκουν στην ντόπια σχολή με τα έντονα χρώματα και τις απλοϊκές, λαϊκές μορφές. Δυτικότροπα, οι δωρητές εικονίζονται γονατιστοί στο κάτω μέρος της εικόνας σε στάση προσευχής. Τον 15ο και 16ο αιώνα χτίζονται στην περιοχή του όρους Τροόδους πολυάριθμα εκκλησάκια. Τοιχογραφίες της μονής του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο και της εκκλησίας του Αρχάγγελου στον Πεδουλά θυμίζουν την τέχνη του Μυστρά. Αντιπροσωπευτικός ζωγράφος του 15ου αιώνα, ο Φίλιππος Γουλ συνδυάζει την τέχνη της τοπικής λαϊκής βυζαντινής παράδοσης, στοιχεία αρχαϊκά, δάνεια από παλαιότερες μορφές τέχνης και δάνεια από την ύστερη γοτθική και την τέχνη της Αναγέννησης. Η αγάπη για πολυτέλεια και λεπτομέρεια είναι δείγμα της απομάκρυνσης της τέχνης του 15ου αιώνα από τη βυζαντινή λιτότητα και αυστηρότητα. Ύστερα από το κύμα των προσφύγων που ακολούθησε την Άλωση, νέο ρεύμα της παλαιολόγειας Αναγέννησης φέρνει στο νησί η βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα, τροφοδοτώντας τη δημιουργική ανάμειξη στοιχείων και τεχνοτροπιών. Το δυτικό στοιχείο κερδίζει έδαφος και από τις αρχές του 16ου αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες σειρές τοιχογραφιών της λεγόμενης Ιταλο-Βυζαντινής σχολής. Χωρίς την καλλιτεχνική καθοδήγηση της Κωνσταντινούπολης, οι Κύπριοι ζωγράφοι αναζητώντας έμπνευση στρέφονταν ελεύθερα προς πάσα κατεύθυνση, δημιουργώντας από τον 13ο ως τον 17ο αιώνα μια ξεχωριστή ζωγραφική. Με εξαίρεση τα έργα του Κορνάρου, η τουρκική κατοχή φέρνει στην Κύπρο την παρακμή.
Ο άγιος Μάμας πάνω σε λιοντάρι. Σταυρός του Αγιασμάτι. Τον Δεκέμβριο του 1985, η Ουνέσκο εντάσσει εννέα εκκλησίες της περιοχής του Τροόδους στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς με το σκεπτικό ότι οι τοιχογραφίες τους συνιστούν εξαίρετη μαρτυρία για τον βυζαντινό πολιτισμό και τις στενές σχέσεις με τη ζωγραφική της Δυτικής Ευρώπης. Οι εκκλησίες είναι: - η Παναγία της Ασίνου, κοντά στο Νικητάρι, - ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης, κοντά στην Κακοπετριά, - οι εκκλησίες της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλαπαναγιώτη, - η Παναγία του Μουτουλλά στον Μουτουλλά, - ο Αρχάγγελος στον Πεδουλά, - ο Σταυρός στο Πελένδρι, - η Παναγία του Άρακα στα Λαγουδερά, - η Παναγία της Ποδίθου στη Γαλάτα και - ο Σταυρός του Αγιασμάτι κοντά στην Πλατανιστάσα. Αναλυτικά περιγράφονται οι τοιχογραφίες τεσσάρων ναών: Το εικονογραφικό σύνολο της Παναγίας του Άρακα ( 1192), εξαίρετο δείγμα της υστεροκομνήνειας περιόδου, υπερέχει από τις αντίστοιχες τοιχογραφίες των Αγίων Αναργύρων στην Καστοριά και του Αγίου Γεωργίου στο Κουρπίνοβο της Γιουγκοσλαβίας. Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μουτουλλά διακρίνονται σε δύο ομάδες. Οι παλαιότερες είναι του 1280 ενώ οι νεότερες, που ανήκουν τεχνοτροπικά στη Μακεδονική Σχολή, του 14ου-5ου αιώνα. Ο ζωγράφος του 1280 χαρακτηρίζεται από απλότητα, γραμμικότητα και επιπεδομορφία. Οι πολυπρόσωπες σκηνές του συγγενεύουν με τοιχογραφίες του 11ου και 12ου αιώνα από την Καππαδοκία, άλλα στοιχεία όμως θυμίζουν σταυροφοριακές εικόνες του Σινά και εικονογραφικά σύνολα της Ν. Ιταλίας. Ο ναός του Σταυρού του Αγιασμάτι εικονογραφήθηκε στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα από τον Φίλιππο Γουλ. Στις συνθέσεις του ζωγράφου που προδίδουν απλότητα και λαϊκότητα ανιχνεύονται επιδράσεις από δυτικές μικρογραφίες του Μεσαίωνα αλλά και ομοιότητες με τη Μακεδονική Σχολή. Οι τοιχογραφίες της Παναγίας Ποδίθου είναι από τις ωραιότερες της Κύπρου του 16ου αιώνα με δυτική επίδραση, εμφανή κυρίως στην τεχνοτροπία και στα χρώματα, ενώ η εικονογραφία παραμένει σε μεγάλο βαθμό βυζαντινή.
Άγιος Νικόλαος των γάτων. Βόρεια είσοδος. Λεπτομέρεια με τα οικόσημα. Παλαιοχριστιανικές βασιλικές έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στο Κούριο, την Αμαθούντα και την Άλασσα, καθώς επίσης μαρτύρια και βαπτιστήρια. Στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 4ου αιώνα κτίστηκε η Μονή Αγίου Νικολάου των Γάτων. Τα παλαιότερα μέρη της εκκλησίας είναι από τη Φραγκοκρατία και είναι γοτθικού ρυθμού. Ταλαιπωρημένη από επιδρομείς και κατακτητές, η μονή μάλλον εγκαταλείφθηκε πριν από τον 18ο αιώνα. Λόγω των συνεχών ανοικοδομήσεων, στην πόλη της Λεμεσού δεν διασώθηκαν πολύ παλαιές εκκλησίες. Μεσαιωνική εκκλησία, πιθανόν της Αγίας Αικατερίνης, ενσωματώθηκε στα κτίσματα του τζαμιού Kebir. Μεσαιωνικός λατινικός ναός υπήρχε στο χώρο του σημερινού μητροπολιτικού ναού. Δείγματα απλοποιημένης μεταγοτθικής αρχιτεκτονικής αποτελούν ο ναός του Αγίου Αντωνίου, ο παλαιός ναός της Αγίας Νάπας, ο πρώην μητροπολιτικός ναός των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας, κ.ά. Στο σημερινό ναό της Αγ. Νάπας φυλάσσονται εικόνες και τμήματα από το εικονοστάσιο του παλαιού ναού που κτίστηκε το 1738 και κατεδαφίστηκε γύρω στο 1890. Δίτρουλλη, βυζαντινή και τοιχογραφημένη εκκλησία του 14ου αιώνα αφιερωμένη στην Αγ. Αναστασία σώζεται στα Πολεμίδια. Στην περιοχή σώζεται και αβαείο μεσαιωνικής λατινικής μονής του τάγματος των Καρμηλιτών αφιερωμένης στην Παναγία. Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Πελέντρι ανακηρύχθηκε μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την Ουνέσκο. Κτισμένη τον 13ο αιώνα, επεκτάθηκε τον 14ο και εικονογραφήθηκε τον 14ο και 15ο αιώνα με παλαιολόγεια τεχνοτροπία. Ο άγιος Μάμας στον Λουβαρά κτίστηκε το 1455 και αγιογραφήθηκε το 1495 από τον Φίλιππο Γουλ. Κοντά στο Μονάγρι υπάρχει η μικρή εκκλησία της άλλοτε μονής της Παναγίας της Αμασγού που αρχικά κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. Η εκκλησία τοιχογραφήθηκε πρώτα στα τέλη του 12ου-αρχές του 13ου και, αργότερα, τον 14ο και τον 16ο αιώνα. Τμήματα τοιχογραφιών της πρώτης φάσης ανήκουν στην τεχνοτροπία των Κομνηνών.
Κυνηγός γερακάρης, πρώιμος εγχάρακτος τύπος εμπλουτισμένος με καφέ χρώμα, 13ος αι. Ίδρυμα Πιερίδη. Ο οίκος των Λουζινιάν βασίλεψε στην Κύπρο τρεις αιώνες (1192-1489). Στον κόσμο που γεννήθηκε από την παρουσία τους στο νησί εντάσσονται οι παραστάσεις έξι αγγείων με χαρούμενη διάθεση. Τα τρία πρώτα ανήκουν στον 13ο αιώνα και τα άλλα τρία στον 14ο αιώνα. Τα πρώτα διατηρούν εμφανή τα στοιχεία της κοινής βυζαντινής κεραμικής. Στα επόμενα, η φανερή επίδραση του σταυροφοριακού κόσμου διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα. Στο κυνήγι με τη βοήθεια αρπακτικών πουλιών αναφέρεται η παράσταση με τον κυνηγό. Σε δύο αγγεία, γυναικείες μορφές χορεύουν κρατώντας μουσικά όργανα: η μία κρατάει «σείστρα», η άλλη «φεγγία», είδος κροτάλων. Η πλούσια φορεσιά μιας αρχοντοπούλας μήπως είναι η «cipriana», φόρεμα μόδας που πιθανόν από την Κύπρο να διαδόθηκε στη Δυτική Ευρώπη; Από το κεφάλι της κόρης κρέμεται μακρύς πέπλος, στοιχείο της κυπριακής ενδυμασίας που καθιερώθηκε μετά την πτώση της Άκκρας (1291). Σιδερόφρακτος, ετοιμοπόλεμος ιππότης διακοσμεί το επόμενο αγγείο. Τέλος, σε πινάκιο που πρέπει να συσχετιστεί με το γάμο απεικονίζεται ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο.
Λιθανάγλυφο «φυλακτό» του 1817 στο χωριό Λαζανιά. Παραμελημένη είναι η μελέτη της λαϊκής διακοσμητικής σε συνδυασμό με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στα σπίτια, η είσοδος ή το ξωπόρτι συχνά πλαισιώνονται από καλοπελεκημένες πέτρες, κατάλληλες για λάξευση. Τοξωτά ανοίγματα δίνουν τη δυνατότητα διάτρητης διακόσμησης σαν αυτή των γοτθικών μνημείων του νησιού, ενώ έχουν επιζήσει και θυρώματα με γοτθικού τύπου οξυκόρυφες καμάρες. Ιδιαίτερη ομάδα αποτελούν οι διακοσμημένες με νεοκλασικά μοτίβα είσοδοι αστικών σπιτιών. Προστατευτικό και αποτροπαϊκό ρόλο για τα κτίσματα έχουν τα λιθανάγλυφα «φυλαχτά». Η λιθογλυπτική βρίσκει άλλες εφαρμογές στα κιονόκρανα, τα τόξα, τις καμάρες. Η ξυλογλυπτική, που μεγαλούργησε ως εκκλησιαστική τέχνη, αναπτύχθηκε στις ορεινές περιοχές. Τα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία μιας κατοικίας απαντούν στο ανώφλι και τους «παραστατούς» της εξώπορτας, στο «μετωπίδι» πάνω από την πόρτα, σε πλαίσια παραθύρων, ακόμη και στο κάλυμμα ιδιόμορφης κλειδωνιάς. Στις ξύλινες δίφυλλες πόρτες κατά κανόνα ο «κατεβάτης» είναι ολοσκάλιστος. Τα ξύλινα κάγκελα, τα «παρμάκια», εμφανίζονται σε διάφορους τύπους καφασωτών και με ποικίλα περιγράμματα σε όλη την Κύπρο. Περίτεχνα ξυλόγλυπτα ταβάνια με κεντρικό μετάλλιο και κορνίζες τοίχων από πλούσια αστικά σπίτια σώζονται ελάχιστα. Ταβάνι ζωγραφιστό και χρυσοποίκιλτο διατηρείται στον μοναδικό σωζόμενο τοιχογραφημένο οντά του αρχοντικού του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου (τέλη 18ου αιώνα). Στοιχείο εσωτερικού χώρου είναι και η «σουβάντζα», ράφι τοίχου, ξυλόγλυπτο ή γύψινο. Η γύψινη σουβάντζα έχει ανάγλυφο διάκοσμο που γίνεται με ειδικό ξύλινο καλούπι. Τα διακοσμητικά θέματα αντλούνται από τα σεντούκια αλλά κυρίως από τα τέμπλα. Πρακτικοί λόγοι, αερισμού και φωτισμού, δημιούργησαν τις «αρσέρες» ή «φουλλίδες» ή «αναφωτί(δ)ες», ανοίγματα ψηλά στον τοίχο που κλείνουν με γύψινη διάτρητη πλάκα.
Ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός (1880-1821). Την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους έκρινε η παράδοση της Αμμοχώστου το 1571. Λίγο αργότερα, αποστολή Ελλήνων Κυπρίων στην Κωνσταντινούπολη πετυχαίνει την επανασύνδεση της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Κύπρου με το Πατριαρχείο από το οποίο είχε αποκοπεί το 1260. Η εκκλησία είναι υπεύθυνη για την είσπραξη του φόρου υποτελείας των χριστιανών και την απόδοσή του στους Τούρκους. Μετά το 1660, η Πύλη την αναγνωρίζει ως τον μοναδικό εκπρόσωπο των υποδούλων. Γύρω της θα περιστραφεί ο συλλογικός βίος των Κυπρίων ως το τέλος της Τουρκοκρατίας. Η έκρηξη της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα έδωσε την αφορμή στον αιμοδιψή διοικητή Κουτσούκ Μεχμέτ να εκτελέσει 486 άτομα, ανάμεσά τους τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και άλλους αρχιερείς. Αν και ο ελληνισμός της Κύπρου δοκιμάστηκε τη δεκαετία του 1820, η εκκλησία συνέχισε να απολαμβάνει τα παλαιά της προνόμια. Το 1839 δημοσιεύτηκε ο Χάττι Σερίφ του Γκιουλχανέ, χάρτης μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που έμελλαν να αποτύχουν. Ύστερα από πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, το Χάττι Χουμαγιούν το 1856 ήταν η δεύτερη απόπειρα μεταρρυθμίσεων, με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, από το 1830 και μετά, οι προσπάθειες για την ανόρθωση της ελληνικής παιδείας είναι συνεχείς και ο κυπριακός ελληνισμός σημειώνει δημογραφική άνοδο. Σε αγγλική απογραφή του 1881, οι Έλληνες είναι 137.631 και οι Τούρκοι μόλις 45.458. Στο τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου, η Αγγλία με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας πείθει την Τουρκία να της παραχωρήσει την Κύπρο. Η συμφωνία υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1878. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα φθάνει στο νησί ο πρώτος Άγγλος κυβερνήτης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τον κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Sir John Harding που θα τον εξορίσει στις Σεϋχέλλες. Η Βρετανία εφάρμοσε στην Κύπρο μια προσέγγιση βαθμιαίας αλλαγής αποφεύγοντας επιμελώς τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Οι βρετανικές αρχές δεν ασχολήθηκαν με την οικονομική και την κοινωνική άνοδο της Κύπρου, αλλά τουλάχιστον η διοίκηση αποκαθάρθηκε από την προηγούμενη διαφθορά και αυθαιρεσία, οι υπηρεσίες επωφελήθηκαν από τις αποτελεσματικότερες βρετανικές διαδικασίες. Γενικά, έμμεσα ήταν τα μεγαλύτερα οφέλη από τη βρετανική διακυβέρνηση: προστασία των κατοίκων από επιδημίες και επιθέσεις, υποχώρηση του αναλφαβητισμού, δημογραφική έκρηξη, εκπαίδευση σε θέματα διοίκησης. Πολιτικά, η Αγγλοκρατία στην Κύπρο μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους: α) 1878-1920. Οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό με πνεύμα ανοχής. Διαπρεπείς Βρετανοί πολιτικοί εκφράζουν την πλήρη τους κατανόηση για τον σφοδρό πόθο των Ελληνοκυπρίων να ενωθούν με την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1915, η αγγλική κυβέρνηση προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την άμεση ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. β) 1920-1945. Με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 διευθετείται οριστικά το διεθνές καθεστώς της Κύπρου. Το 1925 η Βρετανία ανακηρύσσει την Κύπρο Αποικία του Στέμματος. Αν και οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι δεν διανοούνται την ένωση ανεξάρτητα από τη βρετανική παρουσία στο νησί τους, οι Βρετανοί προσπαθούν να αναχαιτίσουν την εξάπλωση του ελληνικού εθνικού κινήματος. Μετά τη βίαιη καταστολή της ενωτικής εξέγερσης του 1931, όλες οι τοπικές ελευθερίες εξαλείφονται. γ) 1945-1960. Το 1948 οι Ελληνοκύπριοι απορρίπτουν ως ανεπαρκείς τις συνταγματικές προτάσεις της Βρετανίας για περιορισμένη αυτοκυβέρνηση, απαιτώντας να δοθεί οριστική λύση. Δηλαδή: ένωση με την Ελλάδα με αντάλλαγμα βρετανικές στρατιωτικές διευκολύνσεις στο νησί. Το 1955 η διαμάχη εξελίσσεται σε ένοπλη σύγκρουση που κλιμακώνεται μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου το 1956. Για να εξουδετερώσει την ελληνοκυπριακή αξίωση για αυτοδιάθεση, η Βρετανία εμπλέκει την Τουρκία στρατολογώντας συνάμα εκατοντάδες Τουρκοκύπριους στις δυνάμεις ασφαλείας. Παράλληλα θέτει για πρώτη φορά θέμα διχοτόμησης της νήσου. Το 1958, με το σχέδιο Μακμίλλαν, η βρετανική κυβέρνηση προτείνει το μοίρασμα της εξουσίας στην Κύπρο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Προκειμένου να αποφύγουν τη διχοτόμηση, οι Ελληνοκύπριοι θυσιάζουν την αξίωσή τους για αυτοδιάθεση. Η Διάσκεψη του Λονδίνου του 1959, που υπογράφεται από όλες τις πλευρές, εγκαθιδρύει ανεξάρτητη δημοκρατία στην Κύπρο και αποκλείει τόσο την Ένωση όσο και τη διχοτόμηση. Η ιστορία έδειξε πως η πολιτική κληρονομιά των Βρετανών στην Κύπρο ήταν μόνο λίγο καλύτερη από των Οθωμανών.
Οι Τούρκοι δεν δίνουν στοιχεία για τους Ελληνοκύπριους που συνελήφθησαν κατά την τουρκική εισβολή. Το 1959, οι μαχητές της ΕΟΚΑ καλούνται να καταθέσουν τα όπλα ενός τετράχρονου αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η αδελφοκτόνα οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ θα προέλθει από τους δυσαρεστημένους που εμφανίζονται ως αδιάλλακτοι ενωτικοί. Συγχρόνως, η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινείται προς τη σταδιακή τουρκοποίηση του νησιού. Μέσα από αυτές τις Συμπληγάδες έπρεπε να πορευτεί ο αρχιεπίσκοπος και πρώτος Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος Γ΄ και η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Η Κύπρος ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος το 1960 με Σύνταγμα που της επιβάλλεται και γίνεται αποδεκτό προκειμένου να αποφευχθεί η διχοτόμηση που υπέκρυπτε το σχέδιο Μακμίλλαν. Το Σύνταγμα χωρίζει το λαό σε δύο κοινότητες με βάση την εθνική καταγωγή. Εξ ίσου διαιρετικό είναι και στα προβλεπόμενα ποσοστά στελέχωσης της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, της δημόσιας διοίκησης, του στρατού και της αστυνομίας. Οι συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας θέτουν την Κύπρο υπό την κηδεμονία των εγγυητριών δυνάμεων, της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις οποίες αναγνωρίζεται δικαίωμα επέμβασης και διατήρησης στρατευμάτων στο νησί. Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1963, οι Τουρκοκύπριοι παίρνουν τα όπλα και πετυχαίνουν το σχηματισμό της διαχωριστικής «πράσινης γραμμής» και τη δημιουργία τουρκικών θυλάκων. Η δεύτερη διακοινοτική ταραχή συνέβη τον Νοέμβρη του 1967. Η ελληνική χούντα ανακαλεί τότε από την Κύπρο το στρατηγό Γρίβα και την ελληνική μεραρχία, αφήνοντας το νησί ανυπεράσπιστο. Ώσπου, στις 15 Ιουλίου 1974, ολοκληρώνοντας την καταστροφική της ανάμειξη, η απριλιανή δικτατορία υποκινεί πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Ο Μακάριος γλιτώνει αλλά στο νησί ενσκήπτει ο Αττίλας. Οι τουρκικές δυνάμεις σε λιγότερο από ένα μήνα έχουν καταλάβει το 37% του νησιού. Ο Μακάριος επιστρέφει στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974. Το νησί θρηνούσε 6.000 νεκρούς, 1.619 αγνοούμενους και 200.000 πρόσφυγες. Ατέρμονοι γύροι συνομιλιών δεν οδηγούν πουθενά. Ο Ντενκτάς υπογράφει δύο συμφωνίες, μία με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο το 1977 και μία με τον πρόεδρο Κυπριανού το 1979. Αμέσως μετά όμως οι Τούρκοι απαιτούν να αναγνωριστεί η «διζωνική» ομοσπονδία (αντί της «διακοινοτικής» που ήταν ο εν χρήσει όρος), ερμηνεύοντάς την ως δύο κράτη. Στον όγδοο γύρο συνομιλιών το 1980, οι Τούρκοι εμφανίζουν χάρτη με τις «δικές τους» περιοχές που προέβλεπε ότι στο 18% του πληθυσμού που αντιπροσώπευαν αναλογούσε το 33% του νησιού. Το 1982 η τουρκική πλευρά εκδίδει τίτλους ιδιοκτησίας των ελληνοκυπριακών περιουσιών σε Τουρκοκύπριους και σε έποικους από την Τουρκία. Όταν ο ΟΗΕ το 1983 απαιτεί την αποχώρηση του στρατού κατοχής, οι Τούρκοι εισάγουν στα κατεχόμενα την τουρκική λίρα, ιδρύουν δική τους Κεντρική Τράπεζα, ενώ η Βουλή των Τουρκοκυπρίων προετοιμάζει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Και ενώ τα Ηνωμένα Έθνη αρχίζουν και πάλι νέους κύκλους επαφών, τον Νοέμβριο του 1983 ο Ντενκτάς ανακηρύσσει τα κατεχόμενα «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», κατά παράβαση όχι μόνο κάθε αρχής δικαίου αλλά ακόμη και της ίδιας του της υπογραφής στο έγγραφο του 1979.
Ξεναγός στις ελληνικές αρχαιότητες είναι η πρωταγωνίστρια της ταινίας «Επιχείρηση Απόλλων». Ποια είναι η θέση που κατέχει η παρουσίαση της αρχαιολογίας και των αρχαίων μνημείων στα ελληνικά τηλεοπτικά προγράμματα; Με τη ματιά ενός επαγγελματία, η συγγραφέας αποδελτιώνει το περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση» και παρακολουθεί μεγάλο μέρος του προγράμματος της ΕΡΤ 1 και ΕΡΤ 2 για τη χρονιά από 11.1.1986 ως 10.1.1987. Έχοντας ταξινομήσει το υλικό της, το υποβάλλει στις εξής ερωτήσεις: 1. Ποιο ποσοστό καταλαμβάνουν στο σύνολο του προγράμματος εκπομπές που αναφέρονται σε μνημεία ή στην αρχαιολογία, αποκλειστικά ή ευκαιριακά; 2. Ποιο είναι το ποσοστό των αμιγώς αρχαιολογικών εκπομπών; 3. Ποιο είναι το ποσοστό των εκτάκτων εκπομπών και σειρών με αυτό το θέμα; 4. Ποιο είναι το ποσοστό αναφορών σε τακτικές εκπομπές; 5. Συγκριτικά με άλλες χώρες, ποια θέση κατέχουν οι ελληνικές αρχαιότητες και τα μνημεία; 6. Ποιο είναι το ποσοστό των ελληνικών παραγωγών σε σχέση με ξένες; 7. Ποια η θέση τους στην Εκπαιδευτική Τηλεόραση; 8. Ποια η θέση τους στα παιδικά προγράμματα; 9. Κινηματογραφικές ταινίες και διασκευές, θεατρικά έργα και παραστάσεις, σειρές, με πηγή έμπνευσης ή αναφορές στην αρχαιότητα 10.Ποιο είναι το ποσοστό επαναλήψεων όποιας από τις παραπάνω κατηγορίες 11. Ώρες μετάδοσης κατά ζώνες του προγράμματος 12. Η παρουσίαση στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόραση». Διαγράμματα διευκολύνουν την παρουσίαση του υλικού και των συμπερασμάτων.
Οστέινη κιβωτός της νοημοσύνης και του παρελθόντος. Το πιο συχνό εύρημα μιας ταφής, το κρανίο αποδεικνύεται μια οστέινη κιβωτός που διαφυλάσσει τόσο την ανθρώπινη νόηση όσο και τα ίχνη του παρελθόντος. Για τη διεπιστημονική του μελέτη συνεργάζονται η Ιατρική, η Ανθρωπολογία, η Αρχαιολογία και η Ιστορία. Τα συμπεράσματα της Ιατρικής αφορούν την παθολογία, την ανατομία, τα γενετικά χαρακτηριστικά, τα αίτια θανάτου. Η Ανθρωπολογία ενδιαφέρεται τόσο για τις βιολογικές όσο και για τις κοινωνικές πλευρές της ζωής. Με την ταξινόμηση των ανθρώπων βάσει των μορφολογικών τους χαρακτηριστικών και των επιτευγμάτων τους, και με τις μετρήσεις (Ανθρωπομετρία) που εντοπίζουν ανατομικές μεταβλητές στο κρανίο, πιστοποιεί τη διαχρονική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η Αρχαιολογία αντιμετωπίζει το ανθρώπινο κρανίο ως αρχαιολογικό εύρημα προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα για τη χρονολόγηση, την ηλικία, το γεωγραφικό και κοινωνικο-πολιτισμικό χώρο στον οποίο εντάσσεται. Αν και ανάλογη, η ματιά της Ιστορίας προσεγγίζει θεωρητικά την κοινωνία, τη διαστρωμάτωση και τις μεταβολές της, την ανάπτυξη της επιστήμης, το επίπεδο της παιδείας.
Το Ασκληπιείο της Μεσσήνης Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Early Christian houses are still very scarce and do not allow us to draw firm conclusions as to their plan. Despite the dearth of information we can support the view that large city-dwellings had a peristyle yard, an apsidal room, the so-called triclinium, and that they were lavishly decorated. The rural house consists of one or two rooms of poor construction and a variety of agricultural tools indicate relevant activities. Repeated invasions of Cyprus by the Saracens put an end to building activities. Rich people abandon their homes for safer places. Squatters move in and put up their living quarters in the rich villas or even in the religious complexes of desolated basilicas.
Cyprus posseses a treasure of Byzantine art and this is only natural, since it became one of the eastern provinces of the Byzantine Empire as soon as Constantinople was founded, in 334 AD. Having inherited ancient Greek and Roman art, Cyprus was ready to develop a new form of art, which was, in a way the continuation of the Hellenistic heritage. The first period of Byzantine art in Cyprus begins at the end of the fourth and ends in the seventh century when the devastating Arab raids begin. From this period some basilicas with wooden roofs, now ruined, are preserved, very few icons and three beautiful apsidal mosaics. Technically, the mosaic of the Panaghia Angeloktisti church is the most important and it belongs to the Hellenistic tradition. It shows the Virgin Mary holding the Child and assisted by the Archangels. It reflects the art of Constantinople. The Arab raids from 649 to 965, when the island was liberated by Nicephoros Phocas, destroyed most objects of art in Cyprus. From this period very little remains, like the basilicas of Panaghia Aphentika and Haghios Varnavas. By the end of this period domed churches appear on the island like the church of Haghia Paraskevi in Yeroskipou. The paintings in the rock-cut chapel of Haghia Mavri near Kyrenia, (10 th century) are considered as very important to this period. The mid-Byzantine period in Cyprus is rich in churches and wall paintings, which reflect the metropolitan style and are most valuable since contemporary paintings of Constantinople have been destroyed. In the church of Haghios Nikolaos tis Steghis near Kakopetria there are some eleventh century wall paintings depicting scenes from the life of Christ, like the Resurrection of Lazarus. The figures are highly spiritual and are rendered in a hieratical and austere manner, with pale, oblong faces and wide open eyes. The twelveth century wall paintings belong to the Comnenian style emanating from Constantinople, like those of the Crypte of Haghios Neophytos and of Panaghia tou Arakou. The colours are soft and harmonious, the face expressions are calm and majestic, the anatomy of the bodies is correct and the draperies undulate gracefully and vividly around the lithe bodies. This art reflects grace and spirituality with a mannerism, which also seeks beauty and harmony. The Frankish occupation (1192-1489) severs the island from the artistic centre guiding Byzantine art and Cypriot artists turn for inspiration to the already existing art forms. Thus, we have a kind of conservative art which repeats the twelveth century style and ignores the Palaeologian Renaissance that started in Byzantium during the thirteenth century. Towards the end of the thirteenth century Byzantine art in Cyprus is influenced by the art of the Crusaders. The short, rectangular bodies and the disproportionately big heads, the linear features and the simplified and linear folds and draperies characterise this form of art and can be seen in the wall paintings of the Panaghia tou Moutoulla church and in several icons from this period. The impact of Western art was at the beginning hardly visible on Cypriot paintings but its influence increased progressively and ended with the creation of an Italo-Byzantine school, at the end of the fifteenth / beginning of the sixteenth century. Wall paintings of this school are those of the Panaghia tou Podithou near Galata, the Panaghia lamatiki at Arakapas and of the Latin chapel of the monastery of Haghios loannis Lampadistis. The iconography in these wall paintings is Byzantine but the style is influenced very much by the Italian Renaissance with naturalistic landscapes, correct perspective, the gothic architecture in the background and the harmonious colours. The Macedonian school also affected the Cypriot painters, although it arrived a bit late in the island. Still, there are some beautiful icons painted in the Palaeologian style, like the one of the 14th century showing Christ on the throne with two angels and three donors. The broad, calm faces, the robust bodies, the smooth draperies and the translucid, harmonious colours belong to this style that reflects the humanistic tendencies of the court of the Palaeologi. Next to these modern styles and influences one can always detect the archaic features preserved in wall paintings or icons of Cyprus. The lack of an artistic centre and guide must be held responsible for this mixture of styles where archaism stands next to the Italian Renaissance elements and where an old, almost forgotten feature of the former Byzantine art was brought back and inserted, under a new form in the Byzantine art of Cyprus.
The committee of the World Cultural Heritage during its regular 9th session, which took place in Paris on December 3, 1985, decided to include nine wall-painted churches of Cyprus, of the Mount Troodos area, in the Catalogue of the World Cultural Heritage. This distinction was due to the fact that the murals embellishing these churches have a dual importance: they represent an excellent genre of the Byzantine art and civilization and also prove the close relations with Western European painting. The selected churches are the following: Panaghia tis Assinou, close to Nikitari, Haghios Nikolaos tis Steghis, close to Kakopetria, The Monastery of Haghios loannis Lambadistis at Kalo-panaghiotis, Panaghia tou Moutoulla, Archangelos at Pedoulas, Stavros at Pelendri, Panaghia tou Arakou at Lagoudera, Panaghia tis Podithou at Galata, and Stavros tou Aghiasmati close to Platanistasa. The enrolment of these nine churches in the Catalogue of the World Cultural Heritage manifests beyond doubt the high quality of Byzantine and post-Byzantine painting of Cyprus.
The ecclesiastical history that unfolds from early Christian times in the present geographical area of the Diocese of Limassol is marked by all the general characteristics of the history of the church of Cyprus. It is also conditioned by the political, military, social and economic changes that the island has undergone for the two past millennia until now. This historic period can be studied in the particular area of Limassol through written sources, oral tradition and the affluent monuments in its religious art. Countless churches, monasteries and other holy sites are spread all over the diocese covering 4 municipalities, 78 villages and 8 refugee housing estates. They date from the paleochristian era up to the present day. They have been preserved either as ruins, discovered during excavations or as monuments which have been refitted or transformed with the addition of other parts; these changes correspond to their functions throughout the centuries. Other churches or monasteries (abandoned or in use) survived in their original state, but are somewhat damaged. Very few examples were converted into mosques during the Ottoman period, such as Haghios Georgios at Episcopi, where the wall paintings of the original church can be seen under the Turkish distemper. Among these abundant ecclesiastic monuments only a few representative examples can be cited here. The monastery of Haghios Nikolaos ton Ghaton was originally built, according to tradition, in around 330 AD, but the present building is the result of reconstructions and modifications between the thirteenth and sixteenth centuries, its rehabilitation in the middle of the eighteenth century and the recent reconstructions of some parts. In the city of Limassol the oldest churches which have survived up to now are those of Haghios Antonios and Haghios Andronikos, specimens of post-Gothic style mixed with Byzantine reminiscences. A wonderful example of a Byzantine church of the fourteenth century, with two domes, preserving some of its wall paintings, is that of Haghia Anastasia at Polemidia. Outside Polemidia is the church of the medieval Catholic cloister of the order of Carmelites (fourteenth century), now converted into an Orthodox chapel. In the village of Pelendri, up on the mountains of the Troodos range, which was a medieval Frankish fief, we can visit the church of Timios Stavros (thirteenth-fifteenth centuries), where there are plenty of wall paintings: it is listed in the Unesco catalogue of World Cultural Heritage. Finally, another two remarkable churches are to be mentioned, that of Haghios Mamas at Louvaras, painted by Philippos Goul in 1495, and that of Panaghia tou Amasgou at Monagri (twelfth-sixteenth centuries), which was formerly a monastery. The oldest painting in its interior dates from the twelfth century and belongs to the Comnenian style.
The glazed mediaeval pottery of Cyprus is unique to the study of Byzantine pottery. They share common roots and many similarities. However, the mediaeval pottery of the island exhibits local characteristics, one of the impacts of the Crusades on the history of Cyprus. Several representations on mediaeval glazed pottery supply concrete information as regards the attire, customs and habits of the age and succeed, in their naive and charming way, in transporting us to the fascinating world of the Cypriot Middle-Ages.
This article broadly outlines the subject of folk art features, which decorate special parts of houses of traditional architecture in Cyprus, dating from the late eighteenth to the early twentieth century. More specifically it refers to the stone carved decoration on doorways — sometimes inspired from mediaeval, Frankish prototypes — on capitals of stone columns supporting arched verandas and on arches in the interior of houses, also to symbolic representations on protective stone carved lintels placed above doorways of houses. Fine specimens of woodcarving are found among the decorated frames of doors and windows, doorlocks, woodcarved ceilings in rich houses of urban architecture. Wall paintings in houses of folk architecture are exceptional in Cyprus and survive only in fragments. The gypsum shelves with ornaments in relief formed with a wooden mould constitute another characteristic morphological feature in the interior of traditional houses in many villages all over Cyprus. Motives such as rosettes, lozenges, arched buildings, stylized birds, lions and cypresses are similar to those found on wooden chests and other pieces of folk art furniture.Other motifs such as angels, scroll vines with grapes, dragons etc. seem to have been inspired from the much more sophisticated ecclesiastic art. Rosettes, stars, eagles, cypresses and geometric patterns form the repertoire of ornaments in the cut plaques covering sky-lights on the upper part of the walls of traditional houses. In all the above mentioned examples, folk art enhances and enriches traditional architecture by transforming features of practical significance into works of art.
The conquest of Cyprus by the Turks in 1571 put an end to the Western domination of the island that had already lasted for almost four centuries. The Turkish conquest did not simply add a new land to the vast Ottoman territory but cut the island violently off from the direct cultural influence of the West and transfered it into the domain of Ottoman despotism. The occupation of Cyprus was completed with the fall of Ammochostos (Famagusta) in August of 1571, almost a year later than the surrender of the capital, Nicosia. The Russian-Turkish war of 1877-1878 had a serious impact on the history of Cyprus. At the end of this war England managed to persuade Turkey that the latter would benefit, if the island were conceded to England; England, in exchange, would stand by Turkey in case of Russian attack. The relevant treaty was signed on July 4, 1878 during the Berlin Congress and the first English governor arrived at Cyprus on July 22, 1878. The Cypriots considered the English domination of the island rather a temporary situation and a transitional stage for the fulfillment of their national pursuit.
The period of British rule over Cyprus can be divided into three phases: a) 1878-1920. The Panhellenic feelings of the Greek Cypriot population were tolerated by the spirit of British "laisser-faire". During this period prominent British politicians, Gladstone, Churchill, Lloyd George, Lord Crew, Lord Milner, MacDonald, accepted as logical the aspiration of the Greek Cypriots for Union with Greece. In October 1915, Britain offered Cyprus to Greece as an inducement for participation in the war on the side of the Entente powers. b) 1920-1945. In 1924 the treaty of Lausanne settled the International status of Cyprus. Thereafter Turkey urged the Turkish population to emigrate to Asia Minor but without much success. In 1925 Cyprus was proclaimed a crown colony and the British government tried to contain Greek Nationalist feelings with a policy that resulted in the uprising of 1931. The rising was easily suppressed. During the second World War thousands of Cypriots inspired only by their love for freedom fought against fascism by the side of the British. c) 1945-1960. In 1948 Britain offered constitutional proposals of limited self-government which were rejected. The Cypriots believed that as Greece was the ally of Britain in two World Wars and as they themselves had fought with the British against their enemies, they should have their aspiration for union with Greece fulfilled, while Britain could retain its military bases. This did not happen. The British attitude remained entirely negative and it resulted in an armed uprising of the Greek Cypriots in 1955. In the process of reacting against the Greek Cypriots Britain deliberately involved Turkey in the affairs of Cyprus. By 1959 the Greek Cypriots were obliged to compromise and accept an independent Cyprus in order to avoid the forcible dismemberment of their island as envisaged by the MacMillan plan. Thus, on February 19 1959, Britain, Greece, Turkey and representatives from the Greek and Turkish communities of Cyprus signed in London the complex agreements that created the Independent State of Cyprus.
The struggle put up by Greek Cypriots in 1955 against colonial rule had as its ultimate goal the liberation and union with Greece. When this struggle came to an end in 1959, its achievement was an independent Republic with many limitations. Such a solution left many Greek Cypriots (80% of the population) with a sour taste and the same went for Turkish Cypriots (18% of the population) who, after British instigation, started to cry out for partition. In fact, the Turkish Cypriots started smuggling arms from Turkey even before the British rule was terminated and the incident of the ship "Deniz" which was involved in gun running proves the case. When Cyprus was finally declared an Independent Republic on August 16, 1960, the omens were not favourable. On the one hand the sentiments of her people and on the other the Constitution, which was an artificial creation virtually imposed on the Cypriots and containing the seeds of division, quickly precipitated the situation. The fact that part and parcel of the Constitution were the Treaties of Guarantee and Alliance, accelerated the tragic events to follow as both of them infringed on the independence of the newly born Republic. What occured in the summer of 1974 clearly exposed this infringement.Internal strife started as early as Christmas Eve 1963 and many innocent Cypriots, members of either of the two main communities on the island, were killed, most times in cold blood. In the summer of 1964 the Turkish airforce bombed indiscriminately Greek villages and armed forces; the latter were engaged in fighting with Turkish troops in western Cyprus, and many civilians were victims of napalm bombs. The second round of serious fighting occured in 1967 but afterwards a period of relative peace followed. In 1973 the two communities were at a point of reaching a just solution when on 15-7-74 a coup against Makarios took place which was inspired and executed by the Greek junta . On 20-7-74 Turkey grasped the long awaited opportunity to invade Cyprus and using the pretext of restoring constitutional order landed troops on the island after massive air and sea bombing of various, most times non-military, targets. Although the coup collapsed in three days' time, the Turkish army did not return to Turkey but instead it mounted a second attack on the 14th-8-74. Up to then it had controlled a small strip of land while after the16th-8-74 they occupied the 37% of the island. Thus, although nearly 200.000 people had been expelled by the Turkish force of arms from their ancestoral homes, the three guarantor powers not only failed to stand by their commitments but they were the ones that undermined the independence of Cyprus: The junta of Greece generated the coup, Turkey invaded and still occupies and refuses to negotiate an acceptable solution, while Great Britain played the role of Pontius Pilate. Since the invasion and occupation several rounds of talks have taken place but without results. The U.N. Secretary General has tried time and again to bring about a viable solution but the Turkish side frustrates all his efforts as it wants the occupied territory to be promoted into a mini state having very loose ties with the rest of Cyprus. Two agreements were signed by Denktash. One with the late archbishop Makarios in 1977 and one with President Kyprianou in 1979 but to no avail. What Denktash wants for his puppet regime is the power "to conclude international treaties, convention agreements, issuing of passports, granting of citizenship, even defence" (see Turkish proposals of 1978 for a solution to the Cyprus problem). Obviously, no Cypriot government can agree to such demands. Meanwhile two fifths of the Greek Cypriots continue to be refugees in their own country, while 60.000 mainland Turks have been imported into the occupied territory in an effort to change the ages old demographic character. In this effort of Turkification of northern Cyprus, we can ascribe the eradication of anything Greek. Gone are sixth century AD mosaics , scratched are beautiful Byzantine frescoes . Tombs were looted and churches turned into stables . The most tragic aspect of the Cyprus problem is no doubt that of the missing persons. 1.619 Greeks, many of the civilians, old people, women even children, were captured alive and Turkey refuses thirteen years after the invasion to say anything about their fate. If the Cyprus problem is to be solved two prerequisites are indispensable. First, Turkey must withdraw its army and settlers from Cyprus and secondly, the unity, sovereignty, territorial integrity and independence of the island must be restored throught the implementation of the U.N. resolutions. Towards this end the International Community has a duty to work, otherwise this world will not be safe for small countries.
How are ancient monuments and archaeology presented on Greek television programmes? From a professional’s viewpoint, the author transcribes bulletins from the magazine “Radiotileorasi” and follows the greater part of programmes on ERT1 and ERT2, covering the period between 11/1/1986 and 10/1/1987. Having classified her material, she refers to it by posing the following questions: 1) What percentage of television’s total output ,exclusively or occasionally covers programmes dealing with monuments or archaeology in general? 2) What is the percentage of purely archaeological programmes? 3) What is the percentage of occasional programmes or series on this subject? 4) What is the percentage of references made to archaeology in regular programmes/ 5) Compared to other countries, what place is occupied by Greek antiquities and monuments? 6) What is the percentage of Greek productions compared to foreign ones? 7) What is their place on Greek, educational television? 8) What is their place in Children’s Television? 9) Films and adaptations, plays and productions and series, inspired by or referring to antiquity. 10) What is the percentage of repeating one of the above categories? 11) Times of transmitting these programmes. 12) Manner of presentation in “Radiotileorasi” magazine. Diagrams help in the presentation of the material as well as the reaching of conclusions.
The human skull, the most common find in a burial, proves to be a kind of ark made of bone which preserves both human intelligence and traces of the past. For an interdisciplinary study of the skull, the following branches of science work together: Medicine, Anthropology, Archaeology and History. The conclusions reached by medicine concern the skull’s pathology, its anatomy, general features and causes of death. Anthropology is equally interested in the biological as in the social aspects of life. By classifying humans according to their morphological features and their accomplishments and by calculations (anthropometry) which localize anatomical variables in the skull, Anthropology certifies the evolution, through time, of the human race. Archaeology treats the human skull as an archaeological find. It tries to reach conclusions concerning the skull’s dating, its age and its geographical and cultural milieu. Although similar to Archaeology, History takes a theoretical look at society, its stratas and their changes, the developments of science and the level of education.
Σπαρτιάτισσες που αγωνίζονται. O Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, δύο αντιδημοκρατικοί φιλόσοφοι, είναι οι κυριότερες πηγές μας για την κρητική και τη σπαρτιατική πολιτεία. Δωρικό φαινόμενο αποτελεί η «πολιτεία-στρατόπεδο» με τον ομαδικό τρόπο ζωής και αγωγής που μόνο στόχο είχε τη δημιουργία ανδρείων πολεμιστών. Θεμελιώδεις θεσμοί ήταν τα συσσίτια και τα γυμνάσια (στρατιωτικές ασκήσεις). Οι νέοι ζούσαν σε οργανωμένες ομάδες (αγέλαι στη Σπάρτη, βουαί στην Κρήτη). Η παιδεραστία, απότοκος της ομαδικής ζωής, τίθεται στην υπηρεσία της αγωγής των νέων. Και στις δύο πολιτείες απαγορευόταν η οινοποσία, συμπόσια δεν οργανώνονταν. Στο ίδιο αυστηρό πλαίσιο αγωγής, απαγορευόταν στους νέους η αποδημία, όπως και η κριτική σε νόμους και θεσμούς. Στη Σπάρτη η απαγόρευση αποδημίας συμπληρώνεται με την ξενηλασία. Σε τέτοιες κοινωνίες προφορικότητας, με κύριο μέλημα επιπλέον την ανάπτυξη του σώματος, γράμματα και ποίηση έρχονται δεύτερα: πρωτεύοντα ρόλο στην αγωγή παίζουν η μουσική και ο χορός. Λέγεται ότι πρώτοι οι Κρήτες χόρεψαν ένοπλους χορούς και λάτρευαν τον Δία ως χορευτή. Ο Πλάτωνας διακρίνει τον ένοπλο χορό σε πολεμικό (πυρρίχη), ομαδικό χορό όπως αυτός των Κουρητών, και ειρηνικό (εμμέλεια). Η χρήση της μουσικής δεν απέβλεπε μόνο στην ψυχαγωγία αλλά διευκόλυνε και την εκμάθηση. Με τον ήχο της βάδιζαν στη μάχη οι μεν Λακεδαιμόνιοι με αυλούς, οι δε Κρήτες με λύρες. Κρήτες και Σπαρτιάτες γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Στη Σπάρτη αναγνώριζαν την αξία του Ομήρου τον οποίο οι Κρήτες θεωρούσαν απλά «χαριτωμένο». Στις σχέσεις τους με τη Σπάρτη οφείλουν οι Κρήτες την εξοικείωσή τους με τον Τυρταίο. Ενώ η Κρήτη είχε πρόβλημα υπερπληθυσμού, η Σπάρτη έπασχε από ολιγαριθμία. Το κρατικό μονοπώλιο της αγωγής των νέων άρχιζε από τη γέννησή τους, όταν τα νεογέννητα ελέγχονταν από δημόσια αρχή. Όποιο ήταν κακόμορφο κατέληγε στους Αποθέτες. Από τα επτά τους χρόνια τα παιδιά κατατάσσονταν σε ομάδες, ζούσαν, έπαιζαν και εργάζονταν μαζί. Η υπακοή στον Αρχηγό της ομάδας ήταν άσκηση πειθαρχίας. Όλη η ζωή τους ήταν η σκληρή σωματική άσκηση, η αντοχή στην πείνα και σε δοκιμασίες, όπως το μαστίγωμα στο βωμό της Άρτεμης Ορθίας, η άμιλλα, η εκμάθηση της προγονικής σοφίας σε στίχους ή σε πεζό λόγο. Από την έντονη αθλητική άσκηση δεν εξαιρούνταν τα κορίτσια.
Σκηνή σε σχολείο. Κύλικα του ζωγράφου Δούριδος (480 π.Χ.). Μουσείο Βερολίνου. Με την καθοδήγηση του Βασίλη Μοσκόβη, δεκατρείς φοιτήτριες και φοιτητές μετέφρασαν το Περί παίδων αγωγής του Πλουτάρχου, στο πλαίσιο του μαθήματος «Παιδαγωγική Έρευνα» που διδάχτηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1986-1987. Ο Πλούταρχος ορίζει τους κανόνες της σωστής αγωγής των ελεύθερων και εύπορων παιδιών. Αρχίζει έγκαιρα: ο πατέρας να μην είναι μεθυσμένος την ώρα της σύλληψης, η μάνα να θηλάζει η ίδια το παιδί της. Τρεις είναι οι παράγοντες που εξασφαλίζουν την ενάρετη ζωή: η φυσική προδιάθεση, η λογική (η πνευματική καλλιέργεια) και η συνήθεια (η εξάσκηση). Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην επιλογή του παιδαγωγού. Το παιδί πρέπει να ακούσει τα εγκύκλια μαθήματα βιαστικά ώστε να αφιερωθεί στη φιλοσοφία. Για τον Πλούταρχο, τέλειος είναι εκείνος που συνδυάζει αρμονικά την πολιτική δραστηριότητα με τη φιλοσοφία. Πολύ σημαντική είναι η άσκηση της μνήμης. Η σωματική ανάπτυξη δεν πρέπει να αμελείται. Τα παιδιά να παρακινούνται στις καλές πράξεις με την πειθώ, γιατί το ξύλο ταιριάζει σε δούλους. Απευθύνονται γενικές οδηγίες προς τους νέους: να μην είναι αντικοινωνικοί, να ζουν συγκρατημένα, να κρατούν τη γλώσσα τους, να στέκονται πάνω από το θυμό τους και να κρατούν καθαρά τα χέρια τους. Οι κόλακες καταδικάζονται. Ως προς την παιδεραστία, οι έρωτες της Θήβας, της Ηλιάδας και της Κρήτης καταδικάζονται, ενώ υμνούνται οι εραστές της ψυχής. Ο Πλούταρχος παραθέτει μια σειρά από αλληγορικές φράσεις του Πυθαγόρα που βοηθούν στην απόκτηση της αρετής. Ο πατέρας οφείλει να είναι πρότυπο μίμησης για το παιδί του.
Ο Αίσωπος με την αλεπού. Κύλικα του 5ου αι. π.Χ. Οικογενειακή υπόθεση στην Αθήνα, η συστηματική εκπαίδευση των αγοριών ήταν προσιτή μόνο στους πλούσιους. Τα αγόρια πηγαίνουν σχολείο στα επτά. Προηγουμένως έχουν επωφεληθεί, όπως και τα κορίτσια, από την ανεπίσημη εκπαίδευση που παρέχουν η μητέρα και οι τροφοί με τραγούδια, με μύθους από τον Αίσωπο ή με τα κατορθώματα ομηρικών ηρώων. Σημαντικός ήταν ο ρόλος του παιδαγωγού. Τα μαθήματα ήταν τρία: τα γράμματα, που συμπεριλαμβάνουν και την αριθμητική, η μουσική και η γυμναστική στην παλαίστρα για νέους 12–18 χρονών. Η ανάγνωση και η γραφή ήταν απλά το μέσο για την εκμάθηση του Ομήρου. Οι πλουσιότεροι Αθηναίοι παρακολουθούσαν μαθήματα από σοφιστές και επωφελούνταν από τις συζητήσεις μαζί τους στα συμπόσια.
Μαθητές και φιλόσοφοι. Χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη (Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτης). Η θρησκευτική παιδεία στο Βυζάντιο, οργανωμένη από την Εκκλησία, ήταν σαφώς διαχωρισμένη από την κοσμική παιδεία που στηριζόταν στις κλασικές σπουδές. Σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υπήρχαν και στις επαρχίες αλλά τα παιδιά της ανώτερης κοινωνικής τάξης είχαν ιδιωτικούς δασκάλους. Στο σχολείο τα παιδιά διδάσκονταν γραμματική, δηλαδή γραφή και ανάγνωση, και αργότερα σύνταξη και εισαγωγή στους κλασικούς συγγραφείς. Στην εφηβεία, διδάσκονταν ρητορική, δηλαδή προφορά, απαγγελία και μελέτη των κλασικών και τέλος φιλοσοφία, επιστήμες και τις τέσσερις τέχνες: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία. Η κλασική παιδεία απουσιάζει μόνο από τις σχολές των μοναστηριών. Γύρω στον 7ο αιώνα ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη η Πατριαρχική Σχολή με διδασκαλία της βασικής κλασικής παιδείας και των θεολογικών κειμένων. Πλάι στις Σχολές της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας, της Βηρυτού και της Αθήνας, ο Μ. Κωνσταντίνος δημιουργεί στην πρωτεύουσα πανεπιστήμιο που, υπό την αυτοκρατορική αιγίδα, θα λειτουργήσει ως το τέλος της αυτοκρατορίας με διδασκαλία των κλασικών, των επιστημών και της φιλοσοφίας. Ο Ιουστινιανός θα αναπτύξει τη Νομική αναδεικνύοντας το πανεπιστήμιο στο σημαντικότερο κέντρο νομικών σπουδών. Το 856 ο Βάρδας, θείος του Μιχαήλ Γ΄, ιδρύει δεύτερο πανεπιστήμιο στα ανάκτορα της Μαγναύρας το οποίο έκλεισε ο Βασίλειος Β΄. Το 1045 τρίτο πανεπιστήμιο ιδρύεται από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο που επιθυμεί να αναδιοργανώσει τη νομική επιστήμη. Στο μεταξύ, ο Ιωάννης Μαυρόπους έχει ιδρύσει ιδιωτικό σχολείο και, ανάμεσα στους δασκάλους, είναι και ο Μιχαήλ Ψελλός. Ο Κωνσταντίνος θα προσθέσει στο πανεπιστήμιο Σχολή Φιλοσοφίας. Στα χρόνια των Κομνηνών η επίβλεψη των σπουδών περνάει στα χέρια της Εκκλησίας. Όταν το πανεπιστήμιο, ακολουθώντας την πρωτεύουσα, μεταφέρεται στη Νίκαια, ο Ιωάννης Βατάτζης ιδρύει Σχολή Φιλοσοφίας όπου διδάσκει ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος επανακτά την Κωνσταντινούπολη, ψυχή του πανεπιστημίου γίνεται ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Την εποχή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου το πανεπιστήμιο γνωρίζει πραγματική άνθηση και γίνεται το πεδίο εφαρμογής του βυζαντινού ουμανισμού. Το τελευταίο οργανωμένο πανεπιστήμιο πρόσφερε ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) ονομάζοντάς το «Καθολικόν Μουσείον».
Παπαγιαννάκης, Το Ελληνόπουλο, λάδι σε μουσαμά (Μουσείο Μπενάκη). Με κύριο σημείο αναφοράς το περιεχόμενο των αναγνωστικών βιβλίων της περιόδου 1880-1919, η συγγραφέας εξετάζει πώς δομείται το παρελθόν και πώς ορίζεται η έννοια «πατρίδα» στη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Η διάπλαση της εθνικής ταυτότητας γίνεται επιτακτική σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν το όραμα της συνένωσης με τις ακόμη υπόδουλες περιοχές, η θεωρία του Φαλμεράυερ, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας και η προώθηση της Μεγάλης Ιδέας. Η έννοια «πατρίδα» ορίζεται ως προς το χώρο και το χρόνο. Τα σύνορα συμβάλλουν αποφασιστικά στην εξομοίωση όσων βρίσκονται εντός των ορίων της και στη διαφοροποίησή τους από όσους είναι έξω από αυτά. Ωστόσο, η έννοια του εθνικού εδάφους δεν δηλώνει απαραίτητα την πραγματική οριοθέτηση του «ελληνισμού», που ρευστοποιεί τα σύνορα καθώς εκτείνεται σε παρελθόντες χρόνους και σε εδάφη. Το εθνικό έδαφος και η ελληνικότητα μιας περιοχής προσδιορίζονται από την ιστορία, την κοινή γλώσσα, τους προγόνους. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το προσωπικό «δέσιμο» του καθενός με την ιδιαίτερη πατρίδα του, μεγενθύνουν τη φόρτιση του δεσμού με την ευρύτερη πατρίδα. Τα προσωπικά βιώματα παραμερίζονται και προβάλλεται μια διαπροσωπική σχέση: η πατρίδα είναι η μάνα που προσφέρει στα παιδιά της μια κοινή ταυτότητα. Στην ακραία της μορφή, η άρνηση της ατομικότητας είναι ο θάνατος για την πατρίδα. Τον εδαφικό προσδιορισμό της έννοιας «πατρίδα» καθορίζει η συνεχής αναφορά στο παρελθόν που θεσμοθετεί την ιστορική συνέχεια και νομιμοποιεί εδαφικές διεκδικήσεις. Στα περιεχόμενα των Αναγνωστικών, το παρελθόν διαιρείται στις εξής ιστορικές περιόδους: Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821 και Νέα Ελλάδα. Το μεγαλείο των αρχαίων προγόνων προβάλλεται ως κληρονομιά. Οι πόλεις της Αθήνας και της Σπάρτης είναι ορόσημα φιλοπατρίας. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλέξανδρου συντελούν στον ορισμό της ελληνικής ταυτότητας μέσα από την απόρριψη της ετερότητας, ενώ η καταγωγή του καλύπτει ιδεολογικά τον Μακεδονικό Αγώνα. Η Βυζαντινή Aυτοκρατορία οριοθετεί τα σύνορα του ελληνισμού, κατοχυρώνοντας και την ελληνικότητα της Μικράς Ασίας, θεσμοθετεί την αλληλεξάρτηση έθνους και ορθοδοξίας και προσφέρει θρύλους που καλλιεργούν προσδοκίες: «πάλι με χρόνους με καιρούς…». Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τονίζονται οι ταπεινώσεις των υποδούλων και η ωμότητα των κατακτητών, υπηρετώντας έτσι τον αλυτρωτισμό που βρίσκεται στον πυρήνα της Μεγάλης Ιδέας. Η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία διατηρεί το διαχωρισμό «Έλληνες» και «Τούρκοι», ενώ η διαφορά γλώσσας και θρησκείας ενισχύει την ελληνική ταυτότητα. Κάθε αναφορά στο ’21 έχει άμεση κατάληξη στο παρόν καθώς προβάλλει τους ανεκπλήρωτους στόχους και απαιτεί την ολοκλήρωση της αρχικής εξέγερσης.
Κύρια όψη του Παρθεναγωγείου του Πειραιά (Αρχείο Εμπορικής Τραπέζης). Τα τρία σχολεία στην Αθήνα την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ο «Παρθενών» που ίδρυσε η Φιλοθέη Μπενιζέλου τον 16ο αιώνα, η σχολή του ιερομονάχου Γρηγόρη Σωτήρη κοντά στο Κονσέγιο (αρχές 18ου αιώνα) και η περίφημη σχολή Ντέκα (1750). Προσαρμοσμένα στην αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας, ειδικά κτίρια για τη στοιχειώδη εκπαίδευση εμφανίζονται στις αρχές του 19ου αιώνα, το πρώτο στους Δολούς της Μάνης (1819). Στην Αθήνα η Φιλόμουσος Εταιρεία ιδρύει το πρώτο αλληλοδιδακτικό το 1823. Δάσκαλος είναι ο ιεροδιάκονος Συνέσιος Σμυρναίος. Ο αριθμός των μαθητών αυξάνει ραγδαία. Δεύτερο αλληλοδιδακτικό ιδρύεται με δάσκαλο τον Νεόφυτο Νικητόπλου ή Νικητόπουλο. Το 1831 φθάνουν στην Αθήνα οι Αμερικανοί μισιονάριοι J. King, Robertson και Hill με σκοπό την ίδρυση σχολείων. Τα αλληλοδιδακτικά τους σχολεία, ιδιωτικά και φιλανθρωπικά, παρείχαν δωρεάν φοίτηση. Το 1834, οι μεγαλοαστικές αθηναϊκές οικογένειες πείθουν την Francis Hill να ιδρύσει ανώτερο παρθεναγωγείο με δίδακτρα για τη μέση εκπαίδευση των κοριτσιών. Όπως και το σχολείο της για τα άπορα κορίτσια, το σχολείο αρρένων του Δ. Σουρμελή και το οικοτροφείο της Γαλλίδας παιδαγωγού Βαλμεράνζ, ανήκουν και αυτά στο χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το 1834 καθιερώνεται η υποχρεωτική φοίτηση παιδιών 5-12 ετών σε σχολεία που κτίζονται και συντηρούνται με ευθύνη των δήμων (εξ ου και δημοτικά). Ο αλληλοδιδακτικός οδηγός του Ι. Κοκκώνη παρέχει τις κτιριολογικές οδηγίες. Το 1835, ο Δήμαρχος Αθηναίων Ανάργυρος Πετράκης, έχοντας εξασφαλίσει εκκλησόπεδο στην οδό Αθηνάς, αναθέτει στον αρχιτέκτονα του Δήμου Stauffert να σχεδιάσει το δημοτικό. Αν και η χωροθέτηση και η μορφολογία του κτιρίου δεν ήταν οι ενδεδειγμένες, το σχολείο υπήρξε το μοναδικό δημοτικό της Αθήνας για πάνω από 30 χρόνια και, από τον πρώτο του δάσκαλο, ονομάστηκε «Σχολή Καραμάνου». Στα επόμενα χρόνια η συνδιδακτική κερδίζει έδαφος και τα διδακτήρια προσαρμόζονται. Το 1871 ο Δήμος Αθηναίων κτίζει το δεύτερο δημοτικό στο Μαρούσι, πιθανόν με κάποιον από τους δύο μηχανικούς του, τον Ν. Λύσιππο και τον Ι. Γενισαρλή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, το ερβαρτιανό εκπαιδευτικό σύστημα αποκτά συνεχώς οπαδούς. Ο Σύλλογος προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων στέλνει στη Γερμανία τρεις υπότροφους εκπαιδευτικούς, τον Σπ. Μωραΐτη, τον Χαρίσιο Παπαμάρκο και τον Παν. Οικονόμου. Το δημοτικό που κτίζει τώρα ο Δήμος της Αθήνας, η Δημοτική Σχολή της οδού Αδριανού σε σχέδια του Παναγή Κάλκου, επιχειρεί να εκφράσει το νέο σύστημα. Κατώτερο από μορφολογική άποψη αλλά με παρόμοια κάτοψη είναι το σύγχρονό του δεύτερο Παρθεναγωγείο Πειραιά (1876) που ιδρύει ο Ιάκωβος Ράλλης.
Οικία Γ. Γενναδίου (1845- κατεδ. 1980), φωτογραφία 1930-40 (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη). Το νεοκλασικό κτίριο στη γωνία των οδών Ακαδημίας και Σίνα που πήρε το όνομα του Κωστή Παλαμά είχε στεγάσει το ιδιωτικό σχολείο με την επωνυμία «Ελληνικόν εκπαιδευτήριον» (1849-1870), που ίδρυσε Γρηγόριος Γ. Παπαδόπουλος. Ο Γρ. Παπαδόπουλος (1818-1873), σημαντική προσωπικότητα στο χώρο της παιδείας, υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων» και συντέλεσε στη σύσταση του Ωδείου και στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1870. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε η μόρφωση των γυναικών. Δική του ήταν η ιδέα της ίδρυσης του «Συλλόγου Ελληνίδων Γυναικών» και του «Εργαστηρίου των Απόρων Γυναικών». Συνέταξε ο ίδιος ή βελτίωσε τα προγράμματα του διδασκαλείου, του Αρσακείου, του Πολυτεχνείου, του Ελληνικού Παρθεναγωγείου, του Αμαλιείου και του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα. Με τους γοργούς ρυθμούς αύξησης του αθηναϊκού πληθυσμού, με την άφιξη παιδιών από επαρχίες ή την ομογένεια, το πρόβλημα της στέγασης των μαθητών είχε γίνει οξύ. Οι Αθηναίοι κάθε κοινωνικής τάξης δεν καταδέχονταν να πάρουν οικότροφους. Το «Παιδαγωγείον» που έκτισε ο γυμνασιάρχης Αθηνών Γ. Γεννάδιος το 1845 δεν συγκέντρωσε αρκετούς μαθητές ώστε να λειτουργήσει. Το κτίριο του Εκπαιδευτηρίου ήταν το πρώτο που κτίστηκε στην Αθήνα ειδικά για να στεγάσει ίδρυμα μέσης εκπαίδευσης, αφού το Βαρβάκειο του αρχιτέκτονα Παν. Κάλκου ολοκληρώθηκε το 1859. Τα δύο γυμνάσια της Αθήνας και τα άλλα στην υπόλοιπη Ελλάδα στεγάζονταν σε νοικιασμένα κτίρια. Μονάχα στην Ερμούπολη είχε κτιστεί το 1834 ειδικό κτίριο σε σχέδια του Erlacher. Φευγαλέα αναφορά του Φ. Δραγούμη στο κτίριο του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου αποδίδει την πατρότητά του στον Σταμάτη Κλεάνθη. Η συγγραφέας αναγνωρίζει πράγματι τον αρχιτέκτονα στον πρώιμο γερμανικό νεοκλασικισμό της όψης, στη λιτότητα, στην οργάνωση του κτιρίου.
Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (1778-1849), πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το 1829, ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Καποδίστριας διορίζει τον Ανδρέα Μουστοξύδη διευθυντή ενός ανύπαρκτου Εθνικού Μουσείου με σκόρπιες αρχαιότητες που φιλοξενούνταν στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Τον Μουστοξύδη θα αντικαταστήσει ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης. Το 1834 στην Αθήνα, ο Ιατρίδης γίνεται βοηθός του πρώτου Έλληνα έφορου αρχαιοτήτων, Κυριάκου Πιττάκη. Με νόμο του 1834, που εκπονήθηκε από Βαυαρούς βάσει της νομοθεσίας του Παπικού Κράτους για τα αρχαία της Ρώμης, γεννιέται η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Προϊστάμενος διορίζεται ο Βαυαρός αρχιτέκτων Βάισενμπεργκ. Θα τον αντικαταστήσει ο Ρος με υφισταμένους τον Πιττάκη και τον Ιατρίδη. Το εμβληματικό μνημείο της Ακρόπολης περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Μάρτιο του 1835. Ο Πιττάκης συγκεντρώνει με έρανο τα χρήματα για την πρώτη ανασκαφή τον Απρίλιο του 1833. Τη διαμόρφωση του Ιερού Βράχου επηρέασε ο αρχιτέκτονας Leo von Klenze που υπέδειξε στο βασιλιά την κατεδάφιση μεσαιωνικών και τουρκικών κτισμάτων, την αναστήλωση του Παρθενώνα και την ίδρυση μουσείου πάνω στην Ακρόπολη. Ο Ρος, ο Eduard Schaubert και ο Hansen ανέλαβαν την αναστήλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης. Το 1835 ο Ρος καθιερώνει τα πρώτα εισιτήρια εισόδου στην Ακρόπολη. Την ίδια χρονιά, εκδίδεται το τετράτομο έργο του William Martin Leake, Travels in Northern Greece. Το 1836, με την παραίτηση του Ρος από τη θέση του Γενικού Εφόρου, σβήνει η ευρωπαϊκή αυγή της ελληνικής αρχαιολογίας. Τον Ρος διαδέχεται ο Πιττάκης, «ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος». Στις 6 Ιανουαρίου 1837 ιδρύεται η Αρχαιολογική Εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 1837 κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος της Εφημερίδος Αρχαιολογικής. Στο πρώτο μουσείο της (1847), η Αρχαιολογική Εταιρεία τοποθετεί τα εκμαγεία των μαρμάρων του Παρθενώνα που ήρθαν από την Αγγλία έχοντας έτσι «αντί της αληθείας τουλάχιστον τας σκιάς». Ενώ από το 1845 αρχιτέκτονες της Σχολής της Ρώμης έρχονταν στην Αθήνα, αξιόλογα ελληνικά αρχαιολογικά σχέδια έφτιαξε πρώτος ο αρχιτέκτονας Παναγής Κάλκος με αφορμή συλλογική έκθεση για το Ερέχθειο (1853). Από τα μέσα του αιώνα αρχίζει η ίδρυση των ξένων αρχαιολογικών σχολών με πρώτη τη γαλλική. Τον Πιττάκη διαδέχεται ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης που, το 1866, προσλαμβάνει ως βοηθό τον Παναγιώτη Σταματάκη. Η αποκαλούμενη «ηρωική εποχή της ελληνικής αρχαιολογίας» λήγει με το θάνατο του Σταματάκη το 1885. Με τον Κουμανούδη γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1859) αρχίζει η άνοιξη της ελληνικής αρχαιολογίας που συγκεντρώνει ανθρώπους νέους, σπουδαγμένους, γλωσσομαθείς, στραμμένους προς την Ευρώπη.
Η Υψηλοτέρα των Ουρανών (1853), εικόνα της σχολής Κορνάρου. Κελλάκι, ναός Αγ. Γεωργίου. Ο Κορνάρος γεννήθηκε το 1745 στην Κρήτη. Πριν από το 1775 φθάνει στη μονή Σινά. Η άφιξή του στην Κύπρο τοποθετείται ανάμεσα στο 1785 και το 1789. Εδώ, φιλοτέχνησε κυρίως εικόνες αλλά και αργυροεπίχρυσα επικαλύμματα εικόνων, τοιχογραφίες και χαλκογραφήματα. Η ιδιάζουσα τεχνοτροπία του καλλιτέχνη διαδόθηκε με ταχύ ρυθμό σε όλο το νησί παραμερίζοντας τη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Η εν είδει χαλκογραφίας μικρογραφική του δουλειά αποκαλύπτεται θριαμβευτικά στην εικόνα της Παναγίας Ελεούσης του Κύκκου. Με επιχρυσωμένο φύλλο ασημιού, έκτυπο και εγχάρακτο, με τα πρόσωπα των μορφών ζωγραφισμένα πάνω στο μέταλλο, ο Κορνάρος κάλυπτε παλαιότερες εικόνες, συνήθως ένθρονης βρεφοκρατούσας Παναγίας, δημιουργώντας μια εικονογραφική παράσταση δικής του έμπνευσης. Ήταν όμως και χαράκτης. Οι δύο χάλκινες πλάκες που φιλοτέχνησε εκτυπώθηκαν επανειλημμένα σε χαρτί και ύφασμα. Η προτομή της Παναγίας Μακεδονίτισσας Βρεφοκρατούσας στην ομώνυμη μονή στη Λευκωσία είναι η μόνη ενυπόγραφη τοιχογραφία του Κορνάρου που βρίσκεται στην Κύπρο. Η τεχνοτροπία του Κορνάρου εκπηγάζει από την κρητική σχολή (τέλη 15ου-τέλη 17ου αιώνα). Τα πρώιμα έργα του στην Κρήτη και τα όψιμα κυπριακά του έργα έχουν κοινή την περίπλοκη δομή της εικονογραφικής σύνθεσης. Στα όψιμα έργα επικρατεί η καμπύλη και ελικοειδής γραμμή, οι φωτοσκιάσεις, τα οβάλ πρόσωπα. Τάσεις μπαρόκ χαρακτηρίζουν έργα όπου συνδυάζονται η πλαστικότητα των μορφών και ασκητικές μορφές σε ρεαλιστική απόδοση. Τα στρογγυλά, εύσαρκα πρόσωπα με μεγάλα μάγουλα και καμαρωτά φρύδια και οι εξωπραγματικές πτυχώσεις των ενδυμάτων, η πλούσια εναλλαγή των χρωμάτων του είναι από τα χαρακτηριστικά που θα αντιγράψουν οι συνεχιστές του. Τέλος, στα μοτίβα που περιβάλλουν τις εικόνες διακρίνεται η συγχώνευση της χαρακτικής με τη ζωγραφική, τέχνες που και στις δυο ο Κορνάρος ήταν μεγάλος μάστορας. Οι τελευταίες αναλαμπές του έργου του Κορνάρου σβήνουν στο τέλος του 19ου αιώνα με την επικράτηση του ρεαλισμού.
Είναι 10 το πρωί: όλοι εν δράσει! Αναζητώντας τις διάφορες μορφές με τις οποίες παράγεται η εξουσία, διαπιστώνουμε ότι στην οργάνωσή του ο χώρος της πόλης έχει αφομοιώσει μια σειρά παραδοχές για το ρόλο των γυναικών. Οι παραδοχές αυτές δεν έχουν αλλάξει από τη βιομηχανική επανάσταση. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα έχει και μια χωρική διάσταση. Η πόλη παίρνει ελάχιστα υπ' όψη της τη μεταβαλλόμενη θέση των γυναικών στην κοινωνία, ενώ η διαίρεση του χώρου σε δημόσιο και ιδιωτικό αναπαράγει τα φυλετικά στερεότυπα. Ο ιδιωτικός χώρος συνιστά ένα προνομιακό πεδίο για τη μελέτη της σχέσης «γυναίκα–χώρος». Η εξέλιξη προς την πυρηνική οικογένεια που αρχίζει με τη γέννηση του καπιταλισμού τον 17ο και 18ο αιώνα γενικεύεται στη διάρκεια του 19ου και του 20ού. Η έννοια του «συνολικού σπιτιού» σβήνει για να ανατείλει η κατάσταση της «συνολικής νοικοκυράς» και, παράλληλα, η ζήτηση για μικρά διαμερίσματα. Μελέτες αναφέρουν ότι η οργάνωση και η μορφή της πόλης ενισχύει την υποδεέστερη θέση των γυναικών, νομιμοποιεί τις αντιθέσεις σε βάρος τους και τις αποκλείει από την ιδιοποίηση του χώρου, δημιουργώντας μια σειρά από «απαγορευτικά σήματα». Η κριτική που εκφράζεται μέσα από τη φεμινιστική οπτική οφείλει να συντεθεί με τις συζητήσεις των αρχιτεκτόνων για τη σημερινή κρίση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Σχεδιάγραμμα του Εθνικού Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης (ΑΤΡ). Στο ΑΤΡ συνυπάρχουν ένα υποδειγματικό μουσείο και ένα ερευνητικό κέντρο, συνδυασμός που λείπει από την Ελλάδα. Ο ιδρυτής του Μουσείου G.-H. Rivière είναι εκείνος που οραματίστηκε και το Κέντρο Γαλλικής Εθνολογίας, που ανήκει στη Διεύθυνση Μουσείων της Γαλλίας και στο Εθνικό της Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (C.N.R.S.). Το δωδεκαώροφο κτίριο του Μουσείου στεγάζει τα εργαστήρια και τους επιστημονικούς του χώρους. Σε οριζόντιο άξονα και σε έκταση 6.000 τ.μ., στο ισόγειο και το υπόγειο, βρίσκονται οι εκθεσιακοί χώροι. Αρχιτέκτονας ήταν ο Dubuisson, ενώ ο Claude Lévi-Strauss συνεργάστηκε στο θεωρητικό σχήμα. Τον παιδαγωγικό ρόλο του μουσείου υπηρετούν ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Η Πολιτιστική του Γκαλερί, που αντανακλά τη στρουκτουραλιστική προσέγγιση του μεγάλου εθνολόγου, απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η Επιστημονική Γκαλερί, οργανωμένη κατά τρόπο «κλασικό», απευθύνεται στους ειδικούς.
Τμήμα του οχυρωματικού τείχους της αρχαίας πόλης του Γαλαξιδιού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. Σ. Χαραλάμπους και Χ.Θ. Μιχαήλ, «Νέα μέθοδος χρονολόγησης κεραμεικών με θερμοφωταύγεια», Nuclear Instruments and Methods 137 (1976), σελ. 565-567 - X.Θ. Μιχαήλ και Π.Δ. Ανδρόνικος, «Προβλήματα που αντιμετωπίσθηκαν στη νέα μέθοδο μέτρησης του ρυθμού δόσης (μέθοδος του εγκλείστου)», Nuclear TRACKS 1985, τόμ. 10, σελ. 631-637 - Ν. Ζουριδάκης, J.F. Sallieges, A. Person, Σ. Φιλιππάκης, «Χρονολόγηση κονιαμάτων από αρχαία ελληνικά ανάκτορα με τη μέθοδο ραδιενεργού άνθρακα», Archaeometry, τχ. 29/1 (1987)
The education of youths in Athens and Ionia in the classical age had as its final goal the harmonic development of body and mind, by cultivating equally athletics and knowledge. This approach was in accordance with the instructions of the intellectuals and mirrored the prevailing democratic ideology. The Cretans and the Spartan Dorians, on the contrary, without being illiterate, held athletics in first priority and especially army manoeuvers and training in arms.. The Doric world, having as supreme ideal the "νικάν εν πολέμω" ( war victory) began with war, evolved through war and terminated in war. Their state was a vast camp that had messes and military training and expeditions as typical characteristics. The Cretans and Spartans of the classic period ruled by aristocracy or oligarchy and kingship, respectively, were closed societies of oral rather than written communication; they rejoiced more on valour in the field of battle than in virtue or justice and this natural choice provoked the criticism of the two major classic philosophers Plato and Aristotle, who otherwise, conservative as they both were, admired and praised the Cretans and Spartans.
Under the supervision of Vassilis Moskovis thirteen students of either sex translated Plutarch’s book “Concerning the education of children”. This project was related to “Paedagogical Research”, a lesson taught at the Paedagogical Department of Primary Education, Athens University, during 1986 and 1987. Plutarch defines the rules for the proper upbringing of free and well-to-do children. He begins, opportunely as follows: The father must not be drunk at the time of conception, and the mother should breastfeed her baby herself. Three factors ensure a virtuous life: A natural predisposition (towards such a life), logic (cultivating the intellect) and habit (training). Great attention is given to the choice of teacher. The child should get through his general education rapidly, in order to then devote himself to philosophy. In Plutarch’s eyes, he who harmoniously combines an engagement in politics alongside philosophy, achieves perfection. The training of memory is very important. Physical development should not be neglected. Children should be encouraged to do good deeds through persuasion because corporal punishment is only fit for slaves. General instructions are given to the young. They should not be antisocial, they should live modestly, hold their tongues, master their anger and keep their hands clean. Flatterers are condemned. As for pederasty,the lovers of Theba, Iliada and Crete are condemned, while lovers of the soul are praised. Plutarch includes a series of allegorical phrases by Pythagoras that help achieve virtue. A father is obliged to be an example to his child.
Education and training both in prehistoric and Homeric Greek society are synonymous with work and dexterity. They presuppose physical, mental and psychological maturity and characterize the action and attitude of man in all the expressions of his life. For the prehistoric human being education entailed the application and improvement of gained knowledge - with the help of experience - for handling the environment so as to create the best living conditions. For youths in antiquity all activities concerning the management of the house and property and which were handed down by adults were the only education available, since life concentrated entirely on the family-race. From the eighth century BC on, family ties start loosening. The economy breaks its family boundaries and becomes urban, while the "city" is gradually transformed into a"state". Education starts to obtain a definite character and to train citizens for their participation in public affairs. By the end of the sixth century the nature of the youths' education has become clear. It is destined only for boys who escorted by their paedagogue go to school and the palaestra in order to be taught letters, music and gymnastics. The education is private and aims to train and prepare the youths for the public life. The education of the girls is relevant to their activities in the home and prepares them for the life of mature, responsible women and is achieved through certain procedures related to religious life.
The Byzantines inherited from the classical world a deep respect for learning and a high appreciation for the spiritual civilization of the ancient Greeks. Therefore, it is almost certain that the public schools operated without interruption from the Roman period to the Fall of the Byzantine Empire. The theocratic character of the political, cultural, social and ideological structure and thought of the Byzantine Empire supplies an incomplete knowledge of the secular life in Byzantium. Through this basic concept the scholars are inevitably led only to the religious aspects of Byzantine history and art. It is not accidental that most information on education, available so far, refers to advanced studies, which are connected with the life and work of eminent Church personalities. Our knowledge of basic education is comparatively limited. Elementary schools operated not only in the capital but also in the province. However, children of high society had their private tutors as in ancient Greece and Rome. The number of schools and the percentage of the attending children remain subjects of research since both vary according to geographic areas and periods in time and are relevant to the large percentage of illiterates in Byzantium. The elementary curriculum included grammar, that is writing and reading, as well as syntaxis and introduction to the classic authors, while rhetoric was taught in the secondary curriculum , that is, pronounciation, reciting and the study of the classics. The third level of education concentrated on philosophy, the sciences and the four arts of arithmetics, geometry, music and astronomy. Thus, it becomes obvious that the classical education was fundamental to the schooling system of the Byzantines and it is significant that the classic works have been preserved in the Byzantine scriptoria where educated copyists reproduced manuscripts of ancient texts It seems that the secular education, organized by the state, was clearly separated from the religious education for which the Church held the entire responsibility. The University of Constantinople was under the auspices of the emperor and remained active from the fourth to the fifteenth century. The major subjects taught there were classic literature, science and philosophy, but not theology. The latter was included in the curriculum of the Patriarchic School, probably founded in the seventh century in the Byzantine capital, where attendants were clergymen and theologians. Minor schools educating the monks were located in many monasteries.
The love of one' s own country, the obligations of the civilian and soldier towards it, as well as the knowledge of its historic past, are the main axes on which each state invests ideologically in order to justify its existance in the consciousness of its citizens. In the pursuit of creation and reinforcement of the national identity and consciousness childhood attracts the most attention. The education of each new generation of citizens according to the ethnic ideals and the lessons of the glorious past is the first important step towards the creation of an ethnic identity. Consequently, children are conceived as the future generation of civilians and soldiers and childhood is defined as the age category,where proper education makes the child aware aware of its presence and obligations in the specific place and time, to keep alive the memories from the past and to fight for the realization of the national visions. The procedure of developing a national identity and the attention paid to it are closely connected with the social, political and ideological circumstances prevailing in a country during a certain period. In Greece, the first decades of the twentieth century display such circumstances, which set the problem of national identity as a focal point of political, social and ideological interest.
The eagerness for learning and education, typical of the Greek people, remained steady throughout the dark years of Turkish occupation. Therefore, it is not surprising that the Athenians, even in slavery, tried to found and maintain their own schools. The levels of education were three, the first, "the common schools", provided elementary knowledge, the second, the "hellenicon",where Greek education and culture were taught and at the third level philosophy and science were taught. The second level usually functioned as a prerequisite of the third and was not so much connected with the first. The "common schools" were housed, as a rule, in the narthex of churches or in monasteries, since the teachers were in their majority clergymen, or even in the house of the teacher, if he was a layman. The schools of the upper level were originally housed in monasteries. The coenobitic character of education was also well known both in the West and the East. Therefore, the first building units erected to house educational institutions of the middle and upper level were generally ruled by the same principles. Their plan was a large closed rectangle for the bigger institutions, while the smaller ones followed a n or a Γ plan. Three such schools operated in Athens. The "Parthenon", a girls' school, founded by Philothei Benizelou in the sixteenth century; the school of the monk Gregory Sotiris founded in the early eighteenth century and the famous Deka school, founded in 1750. It was only in the beginning of the nineteenth century that the first edifices purposed for elementary education were built. Their plan and layout served a specific teaching method, that of inter-didactics. The first school applying this approach was instituted in Doli, Mani. while the first in Athens was founded by the Philomousos Society in 1823. More schools were built later, the best as regards architecture being the one designed by the municipal architect Stauffert, that started operating in the fall of 1840. The second municipal school, built in 1871, followed Stauffert' s architectural principles and was located in Marousi. The new building purposed to house a primary school and financed by Athens' Municipality in 1875-76, was probably the first architecture trying to express the new educational concept. The school, located in Adrianou Street, was founded in 1874 and was built according to the plans of the well known architect Panagis Kalkos. A similar plan also displayed its contemporary second girls' school in Piraeus, which was founded by lakovos Rallis in 1876 in the Hydraic sector. The architecture of this building was, hovewer, less successful as regards its morphology, than the school of Adrianou Street. These three aforementioned schools or rather the first two, since the third does not essentially belongs to Athens, were the only buildings especially planned and erected to house public schools of primary education in the Greek capital during the nineteenth century. Only one building, the Varvakeion Lyceum, was built in Athens (1857-59) to house a school of secondary education. Built according to the plans of Panagis Kalkos it represented one of the best examples of the Greek classicism. Other buildings serving the needs of secondary education belonged to the private sector. For almost an entire century (1840-1926) the capital of Greece possessed only two buildings purposely erected as primary schools. All the other schools were housed either in rented or donated buildings, which, however, could hardly, if at all, cover the basic needs of a proper education.
A few months ago the neoclassical building of Athens University on the corner of Academias and Sina Streets was opened to the public. The entire work of its restoration was commissioned to the member of Athens Academy, Professor Solon Kydoniatis by the University Senate. After the decision of the University Rector, the building was dedicated to the great poet Kostis Palamas. Although the homage and respect owed to the memory of our national poet is undeniable, it could be probably a better idea for this building to preserve the name of its founder. Gregorios G. Papadopoulos. Gregorios Papadopoulos (1818-1873), an eminent personality in the field of education, completed his studies in France and came to Greece in 1844 after an invitation by A. Mavrokordatos. He was appointed teacher in the Gymnasium of Athens, while at the same time he lectured on Art History at the Athens Polytechnic. He had already become a member of the Archaeological Society of Rome and the Academy of History and Archaeology of South Russia. He sojourned in Patras for a short period of time in order to organize there the local highschool. After his return to Athens he founded in 1849 the "Greek Institute", while at the same time he kept up with his lectures in Athens Polytechnic. A founding member of the "Association for the Expansion of the Greek Letters" he also contributed to the institution of the National Conservatory and the organization of the Olympic Games of 1870. He was especially concerned with the education of the Greek woman, therefore he took the initiative for the institution of the "Association of Greek Women" and the "Workshop of the Indigent Women". The improvement of the curriculum at the Teachers' College, Arsakeion, Polytechnic, Greek Parthenagogeion. Amaleion and the Chatzikosta Orpanage was the product of his mind. In 1870 Papadopoulos was appointed head of a department tn the Ministry of External Affairs and a little later he left for Thessaloniki in order to coordinate there the consuls of Macedonia and Thrace. His positive role and contribution to this period so important to Northern Greece, was substantial. Being in Thessaloniki, he suffered a severe attack of bronchitis and died in 1873. The Greek Institute (1849-1870) was the first edifice built in Athens, since the foundation of the Greek State, with the sole purpose of housing an educational institution. The two highschools in Athens were housed in rented buildings. The Varvakeion highschool, designed by the architect P. Kalkos, was founded one year later than the Greek Institute, in 1857, and was finished in 1859. All over Greece the highschools were housed in rented buildings with the single exception of the Hermoupolis highschool, on Syros island, built in 1834 according to the plans of the architect Erlacher. Therefore, the architect responsible for the plans of the Greek Institute did not have any existing model to follow. The layout and organization of the plan, section and facade of the Institute point out clearly that their designer was a civil engineer. Thus, we can accept as valid the information supplied by Th. Dragoumis that Stamatis Kleanthis was the creator of this building.
The ancient monuments of Greece have served to the modern Greek state as an excellent source for the expression of its ideology. This concept, as well as the Greeks' belief that the antique monuments were a venerated heritage, led to the foundation of an archaeological service and of a national museum on Aegina island, soon after the establishment of the Greek state. This first archaeological service, originally staffed with Independence fighters and philhellenic scientists succeeded in overcoming the post war chaos and with the help of the Archaeological Society to reach its goal, that of rescuing and restoring the antiquities and to organize a most efficient service, which, in spite of the political and financial obstacles, laid the foundations of contemporary Greek archaeology.
loannis Kornaros was a Cretan painter who settled in Cyprus during the late eighteenth and early nineteenth century. He created many works in his own typical style and strongly influenced Cypriot hagiography, thus contributing to the termination of the post-Byzantine tradition of the island. The artist was born in 1745 on Crete, however, his exact birthplace, Sitia or Mylopotamos, is a matter of argument. The date of his birth is concluded from the historic inscription on the oldest known portable icon ascribed to him that is safely kept in the Akroteriani Monastery (Toplou) in Sitia district. The inscription gives as date of execution the year 1770 and mentions that Kornaros was twenty five years old when he painted this icon In 1775 or a little earlier the painter visited the St. Catherine's Monastery on Sinai. Kornaros and Cyprus : Kornaros painted most of his works on Cyprus and all belong to the mature, late phase of his artistic activity. He came to the island when the Archbishop was Chrysanthos. His arrival can be placed between 1787 and 1789, however the exact date cannot be defined, since it depends on the date of his departure from Sinai, a matter which also remains uncertain, as well as on his probable sojourn in Alexandria where some of his works still exist. The influence of his style was so strong that it progressively prevailed throughout Cyprus, on the one hand creating a "school' and on the other contributing to the replacement of the post-Byzantine tradition of painting. The great impact Kornaros' style had on the religious art of the island was mainly due to the decay of post-Byzantine hagiography in eighteenth century Cyprus and to the inflow of Western artistic tendencies as a result of which the hagiographers, clergy and believers were searching and longing for something new and fresh, which they easily discovered in Kornaros' painting. The "school" of Kornaros continued to exist and develop in the nineteenth century, sometimes pure, sometimes mixed with other tendencies and artistic currents. It was nol before the end of the century that a new realistic and powerful style completely replaced from Cyprus the hagiographic school of the immigrant artist.
As we explore the different forms taken on by authority, we realize that, while organizing itself, the city has absorbed and acknowledged the different roles played by its women. These ways of acknowledging women have not changed since the Industrial Revolution. Discrimination between the sexes has taken on a spatial-related dimension. The city barely takes into account women’s changing place in society, while its definition of space as public or private has reproduced gender stereotypes. Private space lends itself to the study of the link existing between woman and space. The evolution of the nuclear family beginning with the birth of capitalism in the 17th and 18th century, grew during the 19th and 20th century. The notion of a “Total House” gives way to the rise of the notion of the “Total Housewife” and simultaneously to the rise in demand for such apartments. Studies mention that the organization and form of the city reinforces women’s inferior position, condones unfavourable contrasts and excludes them from appropriating space, thus creating a series of “Signals of Prohibition”. Arguments made from a feministic point of view need to be linked to the discussions made by architects concerning the crisis in the architecture of today.
The ATP combines an exemplary museum with a research centre. Such a concept of a museum is lacking in Greece. The museum’s founder G.H. Riviere was the one to also envisage the French Centre of Ethnology which is part of the Management of French Museums and the National Centre for Scientific Research. The twelve storey museum building houses the laboratories and the space devoted to scientific research. The exhibition space covers 6000 square metres on a horizontal axis and is situated on the ground floor and in the basement. The museum’s architect is Debuison, and the great ethnologist Claude Levi-Strauss collaborated on a theoretical level. Special programmes support the museum’s educational function. Its Cultural Gallery reflecting Claude Levi-Stauss’s structuralistic approach, addresses the general public. The Scientific Gallery, organized in a “classical” manner addresses the specialists.
Απεικόνιση της Αθηνάς στο ασημένιο τάσι του Μακρυγιάννη, Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο (αρ. 3730). Δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα δύο τάσια του Μακρυγιάννη που δώρισε στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο ο γιος του, στρατηγός Κίτσος Μακρυγιάννης. Το τάσι, που αναφέρεται συχνά στα κλέφτικα τραγούδια, εντάσσεται στην κατηγορία αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν από αγωνιστές του ’21 και ανήκαν στο σύνολο (τακίμι) του οπλισμού τους. Τα τάσια του Μακρυγιάννη, που συνδιαλέγονται συναρπαστικά με τα γραπτά του, είναι κατασκευασμένα από Ηπειρώτη χρυσοχόο. Το «ασημένιο» τάσι με αριθμό αντικειμένου 3730 είναι από επίχρυσο ασήμι και σαβάτι και δουλεμένο με χυτή, χαρακτή και σαβατλίδικη τεχνική. Στον εσωτερικό ομφαλό απεικονίζεται δικέφαλος με στέμμα, σκήπτρο και σφαίρα. Ολόγυρα την εξωτερική επιφάνεια καλύπτουν τα εξής θέματα: α) Μπροστά από τα ανάκτορα, ο Όθων ορκίζεται πίστη στο Σύνταγμα. Απέναντί του, έφιππος άντρας (Καλλέργης;), β) Κρανοφόρος πολεμιστής με δόρυ και ασπίδα με γοργόνειο. Πίσω του αρχαίος ναός, μπροστά του δέντρο στη ρίζα του οποίου κάθεται ογκώδης ανθρώπινη κεφαλή, γ) Αθηνά κρανοφόρος στηρίζει το χέρι της σε ασπίδα με γοργόνειο και συνοδεύεται από κουκουβάγια. Συμμετρικά πλαισιώνεται από σημαίες και πολεμικά σύμβολα, δ) Αρχαιοπρεπής αντρική μορφή με φτερωτά πέδιλα και κηρύκειο (Ερμής;). Από το σώμα του ξεκινάει κέρας Αμαλθείας. Το τοπίο περιλαμβάνει ανθοφόρο αγγείο, οικοδόμημα και καράβια με ανοιχτά πανιά. Η πρώτη παράσταση αναφέρεται σε ιστορικό γεγονός στο οποίο πρωταγωνίστησε και ο Μακρυγιάννης. Οι επόμενες τρεις σχετίζονται με την αρχαιολατρία του. Η μεγαλογράμματη επιγραφή στο τελείωμα ταυτίζει το τάσι και περιλαμβάνει λέξεις ή εκφράσεις που αντιστοιχίζονται με όμοιές τους στο γραπτό του έργο. Το «ξύλινο» τάσι με αριθμό αντικειμένου 3732, φτιαγμένο από ξύλο, ασήμι, σαβάτι και δέρμα, είναι δουλεμένο με επιπεδόγλυφη, χαρακτή και σαβατλίδικη τεχνική. Στο εσωτερικό, που είναι ντυμένο με δέρμα, τον ομφαλό διακοσμεί σταυρός. Εξωτερικά στον ομφαλό ρόδακας χρησιμεύει ως το κέντρο λουλουδιού με αραιά πέταλα που υψώνονται ως τα μισά της κούπας. Κυματιστή γραμμή διαχωρίζει τις διακοσμητικές επιφάνειες: φτερωτό λιοντάρι, φτερωτός δράκος, πουλί, λεοντόμορφο θηρίο. Η μεγαλογράμματη επιγραφή που ταυτίζει το «τάσιον» και το χρονολογεί (1850) έχει λέξεις που απαντούν με αξιοθαύμαστη συχνότητα στα Οράματα και Θάματα.
Βραχοανάγλυφα ρωμαϊκών Φιλίππων. Φίλιπποι – Κρυονέρι – Ζυγός – Π. Καβάλα – Ελαιοχώρι, Παγγαίο – Ελευθερούπολις και Φωλεά είναι οι περιοχές του νομού Καβάλας που εμφανίζουν πλήθος βραχογραφήματα. Η γραφή πάνω σε βράχους γίνεται με χρώμα ή με χάραξη. Μια δεύτερη διάκριση προκύπτει από τη θέση τους: άλλα βρίσκονται μέσα σε σπηλιές και εντοπίζονται δύσκολα, ενώ άλλα απαντούν στο ύπαιθρο σε μεγάλους βράχους από ασβεστόλιθο. Τέλος, ενώ μεγάλο μέρος του βραχογραφικού υλικού μπορεί να χρονολογηθεί, για ένα επίσης μεγάλο μέρος η απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων καθιστά αδύνατη την ένταξή του σε κάποια πολιτισμική περίοδο. Στην πρώτη ομάδα χωριών, εγχάρακτα σχήματα παριστάνουν ελάφια, αλεπούδες και άλλα ζώα, αλλά και έναν οπλισμένο ιππέα, πολεμιστή ή κυνηγό, που σύμφωνα με μια «μυστηριακή ερμηνεία» θα μπορούσε να είναι πρόγονος του Θράκα ιππέα. Στους Φιλίππους και στο Κρυονέρι εντοπίστηκαν δεκατέσσερα παλαιολιθικά εργαλεία που ταξινομούνται από την Πρώιμη Μέση Παλαιολιθική ως την Ύστερη Άνω Παλαιολιθική (500000–20000 π.Χ.). Στους μνημειώδεις βράχους των ρωμαϊκών Φιλίππων βρέθηκαν 180 βραχογραφήματα από τα τέλη του 2ου και τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., που απεικονίζουν κυρίως την Άρτεμη και πιθανότατα είναι αναθηματικά αφιερώματα. Στα βουνά του Συμβόλου, στο βάραθρο της Φωλεάς και στην τοποθεσία «Γραμμένη πέτρα», σε βράχους με κοιλότητες απεικονίζονται γεωμετρικά σχήματα, κυρίως κυκλικά, ενώ κάποια χαράγματα σχηματίζουν πλοία και βάρκες με πανιά και κουπιά. Τα ίδια θέματα διακρίνονται και στις βραχογραφίες στο Ασφέντου Κρήτης.
Τμήμα του έκτυπου από την Κνωσό με βραχίονα και κέρατο ταύρου (συμπληρωμένο από το σχεδιαστή του Evans). Ο συγγραφέας παραμερίζει παρερμηνείες για να καταλήξει ότι, αντίθετα με την Αίγυπτο όπου οι αναπαραστάσεις πάλης είναι αναρίθμητες και της πυγμαχίας μηδενικές, στην Κρήτη η πάλη δεν τεκμηριώνεται από εικονογραφημένα αποδεικτικά στοιχεία. Οι μόνοι αθλητικοί αγώνες που έχουν τεκμηριωθεί για την Κρήτη είναι η ταυρομαχία (αιχμαλώτιση και ταυροκαθάψια), η πυγμαχία και η ακροβασία. Διακρίνονται οι καθαυτό ακροβάτες (κυβιστήρες) από τους άλτες ταύρων με τους οποίους συχνά συγχέονται κυρίως λόγω της εξομοίωσης μινωικών και αρχαίων ελληνικών αθλημάτων. Το 1901 ο Evans ανακαλύπτει στην Κνωσό τμήματα γύψινων αναγλύφων που αναπαριστούν τμήματα ανθρώπινων σωμάτων και τα χαρακτηρίζει «διασκορπισμένα μέλη». Το 1930 ο Evans επιλέγει ένα από τα «διασκορπισμένα μέλη» και το ονομάζει «τμήμα μιας ομάδας παλαιστών». Οι μετέπειτα συγγραφείς θα προσθέσουν στα μινωικά αθλήματα και την πάλη μετά την ταυρομαχία και την πυγμαχία. Το 1976, ο B. Kaiser διαφώνησε με την ερμηνεία του Evans υποστηρίζοντας πως στο ανάγλυφο απεικονίζεται ταυρομάχος να αρπάζει το κέρατο του ζώου που είναι κάτω από τη δεξιά του μασχάλη, άποψη που ασπάζεται και ο συγγραφέας.
Δαίμονες μεταφέρουν το ανάφορο σε τοιχογραφία των Μυκηνών (1250-1200 π.Χ.). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες είναι νωπογραφίες της κατηγορίας fresco a secco. Τα χρώματα έχουν γαιώδη προέλευση και συχνά συγκρατούνται με οργανική κόλλα άγνωστης σύνθεσης. Το στίλβωμα με βότσαλο κάνει την τοιχογραφία να φαίνεται λεία. Όπως στην Κρήτη και στις Κυκλάδες, από τη μυκηναϊκή τεχνική της απεικόνισης λείπει η προοπτική. Οι μορφές είναι επίπεδες, οι άνδρες βάφονται κόκκινοι και οι γυναίκες λευκές, τα μάτια αποδίδονται μόνο κατ’ ενώπιον. Οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν στις τοιχογραφίες τους τα μινωικά πρότυπα στη φάση της τυποποίησής τους, ενισχύοντας τη συμβατικότητά τους και αποτυπώνοντας τη δική τους προτίμηση στην αφαίρεση και το συμβολισμό. Ακόμη κι όταν η θεματογραφία είναι μινωική, η απόδοση είναι συγκριτικά στεγνή και άτεχνη. Η λατρεία της φύσης απουσιάζει, οι Μυκηναίοι στρέφονται προς τον άνθρωπο και τις ασχολίες του. Όπως σε όλες τις αιγαιακές τοιχογραφίες, και σε αντίθεση με την Αίγυπτο, πρόσωπα και γεγονότα είναι ανώνυμα. Ζωηρόχρωμες και συντηρητικές, οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες αποπνέουν μεγάλη πείρα και παράδοση. Οι ζωγράφοι λιγότερο επινοούν και περισσότερο αντιγράφουν, γεγονός που εν μέρει ευθύνεται για την ομοιομορφία που χαρακτηρίζει τις τοιχογραφίες των διαφόρων μυκηναϊκών ανακτόρων. Η διαπίστωση αυτή υποστηρίζει την άποψη ότι υπήρχε συγκεκριμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Στους τοίχους του ανακτόρου, που είναι το σύμβολο της μυκηναϊκής εξουσίας, οι παραστάσεις δεν είναι μόνο διακοσμητικές αλλά αποτυπώνουν τις παραδόσεις και τις αξίες της κοινωνίας. Στη Θήβα, μία από τις παλαιότερες τοιχογραφίες της ηπειρωτικής Ελλάδας (1400 π.Χ.) εικονίζει πομπή κυριών, όπως και μια πολύ παρόμοια τοιχογραφία από την Τίρυνθα (τέλος 13ου αιώνα). Οι στολισμένες κυρίες φορούν το τυποποιημένο μινωικό κοστούμι και κάποιες κρατούν ως προσφορά ειδώλιο και ύφασμα, θυμίζοντας τα «θεοφόρεια», τελετή που αναφέρεται σε πινακίδες της Γραμμικής Β. Ανάλογες πομπές έχουν βρεθεί σε όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Θεϊκή υπόσταση έχει η «Μυκηναία» (1250 π.Χ.) που, καθιστή, υποδέχθηκε τα κοσμήματα που της πρόσφερε πομπή γυναικών. Στα θρησκευτικά θέματα ανήκει η παράσταση με τους δαίμονες στις Μυκήνες αλλά και οι οκτώσχημες ασπίδες, σύμβολα της ένοπλης θεάς που λάτρευαν οι Μυκηναίοι. Μεγάλη τοιχογραφία στην Τίρυνθα απεικονίζει κυνήγι κάπρου στο οποίο συμμετέχουν και δύο αριστοκράτισσες της αυλής. Το ανάκτορο της Πύλου (1300-1200 π.Χ.) σώζει μια σπουδαία σειρά τοιχογραφιών με διάφορα θέματα, σκηνή κυνηγιού, μάχης, συμποσίου, πομπή ανδρών, άγρια ζώα. Από τις μορφές ξεχωρίζει ο «Μουσικός» που παίζει στο συμπόσιο την αγαπητή στους Μυκηναίους λύρα.
Γεωργός με άκαινα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα κυριότερα χαρακτηριστικά μετρικών συστημάτων που συνδέονται άμεσα με τον ελληνικό χώρο. Ελπίζει έτσι ότι δίνει το έναυσμα σε έρευνες που θα ξεκαθαρίσουν οριστικά τους τίτλους ιδιοκτησίας και θα εδραιώσουν ένα αξιόπιστο Ελληνικό Κτηματολόγιο. Τα μετρικά συστήματα, πριν από το δεκαδικό, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το αν οι μονάδες επιφανείας, όγκου, βάρους κ.λπ. προκύπτουν από τη μονάδα μήκους ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση ονομάζονται ομογενή ή κλειστά, στη δεύτερη ανομογενή, διττά ή ανοικτά. Τα αρχαιότερα συστήματα στη Μεσόγειο είναι το Βαβυλώνιο, το Ασσυριακό και το Αιγυπτιακό. Στον Όμηρο, η επιφάνεια μετριέται με την τετραγωνική άκαινα, με τον γύην και με την άρουρα, μονάδα που συνδέεται με τις μονάδες μήκους αλλά και με την εργασία του οργώματος. Στην αρχαϊκή εποχή το μετρικό σύστημα στηρίζεται στο πλέθρο του Λυκούργου των 31,5 μ. Στην κλασική Ελλάδα, παρά τις τοπικές ποικιλίες, τα μετρικά συστήματα έχουν κοινή δομή και βάση το πόδι. Για μεγάλες αποστάσεις χρησιμοποιείται ο Δίαυλος και το Μίλιον. Για το μήκος, εκτός από τον πήχυ των 24 δακτύλων, υπήρχε και ο βασιλικός πήχυς των 27 δακτύλων. Την εποχή αυτή η μέτρηση των αγρών γίνεται κυρίως με το σχοινίον και την άκαινα και εκφράζεται σε πλέθρα. Το ρωμαϊκό μετρικό σύστημα στηρίζεται στον πόδα με τον οποίο μετριούνται τα κτίρια ενώ για τους αγρούς χρησιμοποιείται το actus. Για τις επιφάνειες χρησιμοποιούνται οι μονάδες jugerum (η έκταση που μπορεί να καλλιεργηθεί σε μια μέρα), heredium και centuria. Στο βυζαντινό σύστημα τα μέτρα της επιφάνειας στηρίζονται στις μονάδες μέτρησης όγκου με επικρατέστερη το Μόδιον. Την εποχή αυτή εμφανίζεται και το Ζευγάριον, που δηλώνει την επιφάνεια που οργώνεται από ένα ζευγάρι βόδια σε ένα χρόνο. Στην Τουρκοκρατία, στα μήκη ο πήχυς αντικαθιστά την οργυιά των Βυζαντινών και, στις επιφάνειες, το στρέμμα αντικαθιστά το μόδιον. Αντίστοιχη με το Ζευγάριον μονάδα είναι το Τσιφλίκι (τσιφ = ζευγάρι). Τα ενετικά μετρικά συστήματα στηρίζονταν στο πόδι (piede) και το βήμα (passo, pertica), είχαν την ίδια δομή χωρίς όμως να είναι και ομοιόμορφα αφού κάθε περιοχή της Ιταλίας είχε το δικό της.
Έδεσσα, συνοικία Βαρόσι. Σπίτια «εν σειρά» με εσωτερικά χαγιάτια στην οδό Μακεδονομάχων 20 και 22.
Ρόδος. Συμπύλη (Ροδίνι). Σκίτσο του L.A. Winstrup, Ακαδημία Τεχνών Κοπεγχάγης, αρ. 5933. Με τη σκούδα «Λέων» του Όθωνα στη διάθεσή της, μια οικογένεια Δανών εγκατεστημένων στην Ελλάδα από το 1839 και δυο φίλοι τους, ένας αρχιτέκτονας, ο Βίνστρουπ, κι ένας φιλόλογος, ο Λίστοβ, επίσης Δανοί, ξεκίνησαν για μια περιοδεία στα νησιά του Αιγαίου και τη Μ. Ασία. Ο Asmus Lüth, παντρεμένος με την Christiane, ήταν εφημέριος στην Αυλή της Αμαλίας. Μαζί με το ζευγάρι και τα δύο παιδιά τους ήταν και η αδελφή της Christiane, Hanne Fisher, που το 1858 θα παντρευτεί τον Βίνστρουπ. Η Christiane κρατούσε σχολαστικά ημερολόγιο και ο Βίνστρουπ σχεδίαζε διαρκώς. Το ημερολόγιο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη και τα σκίτσα στην Ακαδημία Τεχνών της Κοπεγχάγης. Στο άρθρο δημοσιεύονται αποσπάσματα από το ημερολόγιο και σκίτσα. Στο ημερολόγιο καταγράφονται οι επισκέψεις στην Αίγινα και το Σούνιο, τη Σίκινο, τη Θήρα, την Ανάφη, την Κω, τη Ρόδο, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό, τη Σάμο και την Έφεσο.
Η αρχική μορφή της βίλλας Τρεβιζάν. Κτισμένες στο ρυθμό της Αναγέννησης, οι 120 περίπου βίλες φεουδαρχών κρητικής και ενετικής καταγωγής εμφανίζονται στην κρητική ύπαιθρο τον τελευταίο αιώνα της ενετικής κυριαρχίας (1210-1669), περίοδο μεγάλης ακμής για το νησί. Στην περιοχή Κόκκινο Μετόχι της επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων, η βίλα Τρεβιζάν συνδυάζει υψηλή αναγεννησιακή αρχιτεκτονική και προηγμένη τεχνική πέτρινων κτιρίων. Ομοιότητες παρουσιάζουν τρεις άλλες βίλες που έχουν και αυτές χαρακτηριστεί διατηρητέες από το ΥΠΠΟ, οι βίλες στα Ροδωπού, στις Καλάθενες και στα Νατζηπιανά. Η βενετσιάνικη αρχιτεκτονική της υπαίθρου έχει πλήρως αγνοηθεί από το ελληνικό κράτος. Εάν στις αρχές του 20ού αιώνα η πόλη της Βενετίας δεν είχε αναθέσει στον Giuseppe Gerolla να καταγράψει την ενετική αρχιτεκτονική στην Κρήτη, δεν θα διαθέταμε για αυτές τις βίλες καμιά πηγή πληροφοριών. Στο έργο του Monumenti Veneti nell’Isola di Creta (1905-1932), ο Gerolla περιέγραψε και τεκμηρίωσε με φωτογραφίες και σχέδια ό,τι διασωζόταν από την ενετική αρχιτεκτονική στο νησί.
Αναπαράσταση της Ιεριχούς. Εβραϊκή ξυλογραφία 1743. Η ετυμολογία συνδέει το λαβύρινθο με το καρικό «λάβρυς» που δηλώνει τον διπλό πέλεκυ. Από τους αρχαιότερους λαβύρινθους θεωρείται ο αιγυπτιακός τάφος της 6ης Δυναστείας (2300 π.Χ.) στη λίμνη Μοιρίδα. Στην Ελλάδα λαβυρινθοειδές κτίσμα βρέθηκε μόνο στο κέντρο της θόλου της Επιδαύρου που κατασκεύασε ο Πολύκλειτος ο νεότερος στα 360-320 π.Χ. Ο μύθος της Αριάδνης εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές στο χώρο της Μεσογείου και το σχήμα του λαβύρινθου εντοπίζεται από την Ευρώπη ως τον Καύκασο, από την Ινδία ως τους Ινδιάνους Hopi. Κατά τον Kerenyi, ο λαβύρινθος συμβολίζει την πρώτη επαφή με το ασυνείδητο. Συμβολίζοντας το «κέντρο» ο λαβύρινθος σχετίζεται με την ατομικότητα και τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου, ενώ συμβολίζοντας την κίνηση των ουράνιων σωμάτων σχετίζεται με τη γονιμότητα και τον κύκλο της ζωής. Σημείο αναφοράς σε διάφορα γονιμικά δρώμενα, ο λαβύρινθος εμπνέει το χορό της Αριάδνης (κρατήρας του François, 556 π.Χ.). Στην ύστερη αρχαιότητα απεικονίζει πόλεις–«κέντρα του κόσμου»: Ιεριχώ, Ρώμη, Ιερουσαλήμ. Στους καθεδρικούς ναούς του Μεσαίωνα, ο λαβύρινθος δεν συμβόλιζε μόνο «τη λυτρωτική πορεία προς το κέντρο» αλλά χρησίμευε και ως σημείο τέλεσης ιερατικών χορών προτού το Βατικανό τους απαγορεύσει στο τέλος του 16ου αιώνα. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζει, από την Αναγέννηση και μετά, η εφαρμογή του λαβύρινθου στην κηποτεχνία. Στην Αναγέννηση, το κέντρο του λαβύρινθου γίνεται το «δέντρο της γνώσης» και τα πρόσωπα του κρητικού μύθου συμβολίζουν την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της άγνοιας. Στη σύγχρονη εποχή ο λαβύρινθος αναβιώνει στις εικαστικές τέχνες από καλλιτέχνες, όπως ο Richard Logn, ο Terry Fox, ο Ugo Dossi, ο Dennis Oppenheim κ.ά.
Βέροια, παλιά εβραϊκά σπίτια στην Μπαρμπούτα. Σχέδιο του Perilla, 1932. Σε σύγκριση με τις πόλεις της νότιας Ελλάδας, οι βορειοελλαδικές πόλεις είναι ξεχωριστές. Από τη γεωγραφική τους θέση βρέθηκαν ενταγμένες οργανικά στην οικονομία των Βαλκανίων και στο δίκτυο των μεγάλων εμπορικών δρόμων. Καθώς η οθωμανική κυριαρχία διήρκεσε εδώ σχεδόν έναν επιπλέον αιώνα, οι πόλεις διατήρησαν την παραδοσιακή τους διάρθρωση. Τα κέντρα αυτά έχουν συνεχή παρουσία στην ιστορική εξέλιξη της περιοχής και έντονη παράδοση αστικής ζωής. Η σύνθεσή τους είναι πολυεθνική: Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι αλλά και Βούλγαροι, Σέρβοι, Τσιγγάνοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ελληνικό στοιχείο μειοψηφεί. Οι εθνικο-θρησκευτικές ομάδες διατηρούν αυτόνομη κοινοτική οργάνωση κατά πόλη και γειτονιά. Η πόλη που καταλαμβάνει οριοθετημένες οχυρές θέσεις διακρίνεται με σαφήνεια από την ύπαιθρο. Αυτή η κλειστή «αμυντική» διάταξη χαρακτηρίζει και την εσωτερική διάρθρωση της πόλης. Οι οικοδομικές ενότητες–νησίδες είναι εσωστρεφείς, είναι οργανωμένες γύρω από την εκκλησία, το τζαμί ή τη συναγωγή, και ενσωματώνουν κάποια εργαστήρια, καταστήματα και αποθήκες. Εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές δραστηριότητες διεξάγονται σε ειδικές περιοχές. Η προέλευση των σπιτιών είναι κοινή, ο παραδοσιακός τύπος με δωμάτια εν σειρά, χαγιάτι, εσωτερική αυλή, έναν ή δύο ορόφους. Ατέρμονη ποικιλία εμφανίζει η σχέση των κτισμάτων με το δρόμο, η αναλογία κτισμένων και ανοιχτών χώρων, η ιεράρχηση χώρων δημόσιων, ημιδημόσιων και ιδιωτικών. Η ποιότητα αυτών των ιστορικών κέντρων απορρέει από τη συνολική αίσθηση ζωής που μεταφέρουν. Συστήματα «αυτορρυθμιζόμενα», οι πόλεις αποκτούν τη φυσική τους μορφή χωρίς κρατική παρέμβαση. Μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα οι οθωμανικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού και η ευρωπαϊκή διείσδυση εισάγουν το «ευγενές κτίριο» (bâtiment noble) με μορφές εκλεκτικιστικές ή δυτικές, πλήρως αντίθετες με την τοπική μορφολογία. Από το 1912, που τα σύνορα του ελληνικού κράτους επεκτείνονται, ως το 1940, οι κρατικές ρυθμίσεις σε διαφορετικά επίπεδα του οικιστικού πλέγματος εγκαθιδρύουν τη χρήση της πολεοδομίας ως εργαλείου εκσυγχρονισμού. Μια θεαματική εικονογράφηση προσφέρουν οι Σέρρες (1914-1920) και η Θεσσαλονίκη (1917) που τα ιστορικά τους κέντρα καταστράφηκαν βίαια από πυρκαγιά. Τα ρυμοτομικά σχέδια του Μεσοπολέμου άρχισαν να εφαρμόζονται στις δεκαετίες 1950-1970. Σε αυτή την περίοδο της ραγδαίας αστικοποίησης επικρατεί ο κατακερματισμός σε έργα μικρής κλίμακας που αναδεικνύει την «αντιπαροχή» σε σχεδόν αποκλειστικό μηχανισμό. Ωστόσο, οι «δυσλειτουργίες» της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας και η συνέχεια ενός μακραίωνου πολεοδομικού συστήματος διέσωσαν ορισμένα στοιχεία του ιστορικού κέντρου των πόλεων. Καθώς η βορειοελλαδική πόλη με τη δομή της θεωρήθηκε «τουρκόπολη», τα χαρακτηριστικά της αφέθηκαν να εξαλειφθούν. Η διάσωση μεμονωμένων κτισμάτων, αδιαφορώντας για το ευρύτερο περιβάλλον τους, ουσιαστικά καταστρέφει το ιστορικό πολεοδομικό σύνολο.
Ολυμπία. Προϊστορικό κτίριο δυτικά του Πελοπείου. Την έκθεση των ανασκαφικών εργασιών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου για το 1987 συμπληρώνει σημείωμα για την ιστορία του και τις εκδοτικές και άλλες δραστηριότητές του. Το Γ.Α.Ι. της Αθήνας, ένα από τα τμήματα του ομώνυμου οργανισμού που στεγάζεται στο Βερολίνο, ιδρύθηκε το 1874 και στεγάζεται στο σπίτι που έκτισαν για τον Σλήμαν οι αρχιτέκτονες Β. Ντέρπφελντ και Ερν. Τσίλλερ. Στην Ελλάδα το Ινστιτούτο διενεργεί τέσσερις ανασκαφές, στην Τίρυνθα, στον Κεραμεικό, στη Σάμο και στην Ολυμπία. 1. Στο Ηραίον της Σάμου ολοκληρώθηκε η έκθεση των ευρημάτων από ανασκαφές των προηγουμένων ετών που διηύθυνε ο H. Kyrieleis. Επίσης, υπό την επίβλεψη του H. Kienast έγινε καθαρισμός και μελέτη του μεγάλου βωμού και των δύο ναόσχημων κτιρίων νότια της Ιεράς Οδού. 2. Στον Κεραμεικό, υπό τη διεύθυνση της Ursula Knigge, οι ανασκαφές αφορούσαν πάλι τα ρωμαϊκά στρώματα και εργαστήρια στο χώρο του «κτιρίου Υ». 3. Στην Ολυμπία, υπό τη διεύθυνση του Helmut Kyrieleis, οι ανασκαφές με σκοπό τη στρωματογραφική έρευνα της προϊστορικής κυρίως εποχής έγιναν στην περιοχή του Πελοπίου και στην περιοχή βόρεια του Πρυτανείου.
Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (1778-1849), πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το 1829, ένα χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Καποδίστριας διορίζει τον Ανδρέα Μουστοξύδη διευθυντή ενός ανύπαρκτου Εθνικού Μουσείου με σκόρπιες αρχαιότητες που φιλοξενούνταν στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Τον Μουστοξύδη θα αντικαταστήσει ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης. Το 1834 στην Αθήνα, ο Ιατρίδης γίνεται βοηθός του πρώτου Έλληνα έφορου αρχαιοτήτων, Κυριάκου Πιττάκη. Με νόμο του 1834, που εκπονήθηκε από Βαυαρούς βάσει της νομοθεσίας του Παπικού Κράτους για τα αρχαία της Ρώμης, γεννιέται η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Προϊστάμενος διορίζεται ο Βαυαρός αρχιτέκτων Βάισενμπεργκ. Θα τον αντικαταστήσει ο Ρος με υφισταμένους τον Πιττάκη και τον Ιατρίδη. Το εμβληματικό μνημείο της Ακρόπολης περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Μάρτιο του 1835. Ο Πιττάκης συγκεντρώνει με έρανο τα χρήματα για την πρώτη ανασκαφή τον Απρίλιο του 1833. Τη διαμόρφωση του Ιερού Βράχου επηρέασε ο αρχιτέκτονας Leo von Klenze που υπέδειξε στο βασιλιά την κατεδάφιση μεσαιωνικών και τουρκικών κτισμάτων, την αναστήλωση του Παρθενώνα και την ίδρυση μουσείου πάνω στην Ακρόπολη. Ο Ρος, ο Eduard Schaubert και ο Hansen ανέλαβαν την αναστήλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης. Το 1835 ο Ρος καθιερώνει τα πρώτα εισιτήρια εισόδου στην Ακρόπολη. Την ίδια χρονιά, εκδίδεται το τετράτομο έργο του William Martin Leake, Travels in Northern Greece. Το 1836, με την παραίτηση του Ρος από τη θέση του Γενικού Εφόρου, σβήνει η ευρωπαϊκή αυγή της ελληνικής αρχαιολογίας. Τον Ρος διαδέχεται ο Πιττάκης, «ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος». Στις 6 Ιανουαρίου 1837 ιδρύεται η Αρχαιολογική Εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 1837 κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος της Εφημερίδος Αρχαιολογικής. Στο πρώτο μουσείο της (1847), η Αρχαιολογική Εταιρεία τοποθετεί τα εκμαγεία των μαρμάρων του Παρθενώνα που ήρθαν από την Αγγλία έχοντας έτσι «αντί της αληθείας τουλάχιστον τας σκιάς». Ενώ από το 1845 αρχιτέκτονες της Σχολής της Ρώμης έρχονταν στην Αθήνα, αξιόλογα ελληνικά αρχαιολογικά σχέδια έφτιαξε πρώτος ο αρχιτέκτονας Παναγής Κάλκος με αφορμή συλλογική έκθεση για το Ερέχθειο (1853). Από τα μέσα του αιώνα αρχίζει η ίδρυση των ξένων αρχαιολογικών σχολών με πρώτη τη γαλλική. Τον Πιττάκη διαδέχεται ο Παναγιώτης Ευστρατιάδης που, το 1866, προσλαμβάνει ως βοηθό τον Παναγιώτη Σταματάκη. Η αποκαλούμενη «ηρωική εποχή της ελληνικής αρχαιολογίας» λήγει με το θάνατο του Σταματάκη το 1885. Με τον Κουμανούδη γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1859) αρχίζει η άνοιξη της ελληνικής αρχαιολογίας που συγκεντρώνει ανθρώπους νέους, σπουδαγμένους, γλωσσομαθείς, στραμμένους προς την Ευρώπη.
Το αρχαίο θέατρο της Λάρισας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
The tassia (= cups) of Makrygiannis. eponymous objects of multiple value and importance, since they were personal utensils belonging to this famous fighter for modern Greece, are for the first time published with the sole ambition of becoming widely known as examples of a special historic, folk and artistic significance. The correlation between Makrygianni's texts and his cups produces interesting results, because it reveals the close connection of objects and written testimonies. The tassi (τάσσι, το: cup; Turkish, tas) or Kouna (Kouna, n. : Latin, cupa) or κίκαρη (on Mount Agrapha) a shallow, hemispherical, usually handless vessel with vertical or slanting sides, with or without an omphalus on its inner bottom and with a separate or embodied base, is one of the basic liquid -containing utensils ( of water, wine,or milk). The tassi, a functional vessel closely related with the everyday life of Greeks today, becomes a distinct object in the various aspects of folk life. In folk poetry and song frequent reference is made not only to the material it is made of (silver, glass, crystal, china), its provenance, use (wine-cup, water-cup) and colour; there is also an eloquent admiration for its overall appearance, richly and elaborately decorated as it usually was. The cup (tassi) -in the case of the Independence fighters of 1821- is part of a takimi ( set) along with the rest of the armor. It is very significant that similar or related decorative themes embellish both armor and cups, a connection which indicates that it was probable that such a commission was executed by the same artist in one and the same silversmith's workshop. Therefore, the relations in style and repertoire that associate such groups of objects are only natural. Frequent is the reference to cups in kleftiko folk songs, which present a rich source of information on the armor of fighters of 1821. In this category of songs the cup is considered as a valuable vessel used, mainly, for drinking wine or water from. The cups of Makrygiannis are included in the group of objects used by the fighters of 1821. They belong to the collections of the National and Historic Museum (nos. 3730 and 3732 respectively) and are "monuments" not only to Neohellenic traditional Art, but also to the History of Modern Hellenism. The general's cups were donated, along with other souvenirs of the fighter, to the National and Historic Museum by his son, general Kitsos Makrygiannis (1848-1948). Thus, the cups of Makrygiannis, like many other exhibits of this Museum, are utensils of multiple value and interest. Being eponymous they form, along with the rest of the objects belonging to the general, a group of special significance from the aesthetic-artistic as well as from the folk and historical point of view.
Lost, "disappearing" civilizations leave behind traces, which attract our curiosity. History teaches that the disappearing procedure takes place progressively because the number of humans and creations involved in it is considerably large. The probable reason which can cause a sudden "exodus" from a certain area may be a natural disaster, an invasion or an occupation. It is certain that such a factor contributed to the "disappearance" of the population settled in the periphery of Kavala. Who, in any case, were the native inhabitants of this district? We may never know the answer. There exists an abundance of indications in cave-shelters, the ploughs of contemporary farmers have brought to light tools and works of a past people mentioned by Herodotus and Thucydides and finally there is the illicit activity of antiquities smugglers. The Archaeological Service has not, unfortunately, been seriously engaged so far with these areas of Kavala that thus remain closed to science. However, the Speleological Team of Kavala belonging to the Greek Speleological Society, twenty five years ago began to locate, record, photograph and research all the carstic and relevant phenomena in the area around Kavala and the Mount Paggaion. This discreet and consistent work was recently rewarded with a most important discovery. The hard surface of the Kavaia rocks has preserved the testimory of a lost civilization. In the districts of Philippoi -Kryoneri - Zygos - Old Kavala - Elaeo-chori, Paggaion - Eleftheroupolis and Pholea in the Kavala county there exists a multitude of significant rock graffiti. In 1965 professor G. Bakalakis during the 5th Congress of Studies in Magna Grecia, that took place in Taranto, referred to "paintings", similar to those of Spain, which were discovered on rocks in the area "Matera" in Apoulia and expressed the wish that similar works be also found in Greece. Four years later the Paggaion graffiti were located. Their great importance does not lie in their number which incidentally is greater than anywhere else but in their evidently being the origin and starting point of graffiti in the rest of Greece and in Europe.
Boxing and wrestling are commonly regarded as Minonan athletic games. Scholars, however, often confuse these two competitions. Let us for instance examine the athletic representations of the Boxer rhyton from Agia Triada, in which twelve boxers are depicted, but no wrestler. Sir A. Evans uncovered (1901) in the eastern side of the Knossos palace several fragments of agonistic high-reliefs. In Palace III (1930) he described one of these as " part of a wrestler relief". However, B. Kaiser gave recently a new interpretation of this specific fragment.The represented athlete is a toreador grasping a bull's horn with his left hand. We agree with Kaiser's interpretation and supply new supporting arguments. Therefore, wrestling cannot anymore be considered undisputedly as an athletic Minoan game and further research is necessary.
The art of painting originated in Minoan Crete and spread from there to mainland Greece. Aegean wall paintings are akin to the so-called fresco, a secco technique. Some artistic conventions are characteristic. The drawing is two-dimensional, figures are without plastic volume with a frontal eye even if the face is shown in profile, absence of ground line, men are painted in red and women in white. The oldest Mycenaean paintings belong to the 14th century BC but most date back to the 13th century. Many subjects are Minoan- like processions, gatherings, bull-fights but some are typical of mainland art like the heraldic animals and the hunting and battle scenes. These subjects are common to all Mycenaean palaces where they are repeated with some monotony. Mycenaean paintings have bright colours and are powerful decorative compositions even though the figures are often static and rigid. But besides that of being decorative the paintings of the palaces may have another function to show the luxury of the royal court, the royal hunts and battles as well as important religious ceremonies. In fact, it is most probable that there existed a specific program in the decoration of a palace. From this point of view the paintings of the palace of Pylos are very enlightening as they constitute a homogeneous entity, safely dated. Through the wall paintings we can eventually understand some aspects of Mycenaean life, its conservatism and important hierarchical organisation. Even though some Mycenaean - and also Theran - frescoes show a strong narrative character no person or event can be historically identified.
The introduction and establishment of a unified metric system was an important step towards the organization of human society. By the term "metric system" we mean a series of units for measuring length, surface, volume, capacity, weight and currency efficient in serving the demands of all activities of a society. The metric system has facilitated the various transactions, programming and organization and is a fundamental priority for any scientific development. This article is not the product of systematic research into the characteristics and qualities of different metric systems. It has at its aim to explain certain problematics related to research on land registry measurements. Therefore, it only refers to metric details related to the measurement of such surfaces. The study has been articulated in two parts. The first deals with some general concepts of the metric system in itself and classifies the surface metric units according to their base. The second part presents a concise description and brief commentary on the main systems known to us, which are related to or have influenced the metric system used on Greek territory.
A brief historic review of the town of Edessa is made in this article. Furthermore the architecture of the wall surrounding the city, which was built successively on two levels the plain and the acropolis, is examined. In 1389 the town of Edessa was conquered by the Turks, who turned its walls into ruins. The town at that time was divided into twelve quarters of which only three were Christian. Varos, the most important of all on the SE side of the Byzantine acropolis, Hosnisin and Mahal. A thorough description of the architectural elements of the Varosi houses follows in the article that tells of the architecture employed there in relation to the inhabitants' occupation ( breeding silk worms). The article concludes with the significant remark that Varosi is a unique entity, which has been preserved intact in the present urban landscape of Edessa and is one of the few relevant examples in Northern Greece.
On July 16, 1850 a group of Danish travellers living in Athens, left the dusty, hot, summer city for a tour of the Greek and Turkish, at that time, Aegean islands and of the coast of Asia Minor . For their purpose they had borrowed King Otto's small schooner «Λέων». The journey was planned to last five to six weeks and although the demand for this specific ship was high, they managed to sign a contract with its captain Rividis. They departed from Pireus harbour. Members of the group were Asmus Heinrich Liith (1806-1859), vicar to queen Amalia's court, his wife Christiane F. Fisher (1817-1900) and her sister Hanne Fisher (1819-1910). Both sisters came from Fredensborg, Denmark. The two children of the couple. Damans and Nicolaos, born in Athens in 1839 and 1841, respectively, also went on the trip. The family had lived in Athens, since 1839. Living over ten years in the country, they had learned the language, had a good knowledge of Greek culture and had already toured mainland Greece. Members of the group were also a Danish architect, Laurits Albert Winstrup (1815-1889), studying in Athens and a Danish philologist. Christian Listov (1821-1893), who had arrived in Greece six months ago. The tour started from Aegina island and continued with various stops over Cape Sounion and the islands Melos, Sikinos, Thera, Anaphi and also Kos and Rhodes, at that time under Turkish rule. After a short sojourn on Rhodes they carried on to visit Knidos, Alikarnassus. Didyma. Ephesus and Samos island. The group split up in Koussandasi, because Lutti shot himself by mistake in the arm. Winstrup and Listov continued to Chios and from there they took a steam boat to Smyrna and Constantinople, where they spent eighteen days and returned to Athens in early September.
The Venetian Villa Trevisan of the late 16th c. is located in the area of Kokkino Metochi, in the Southern Province of Chania, Crete, and is one of the 120, approximately, feudal residences of Venetian and Cretan nobility that were scattered round the Cretan countryside. These villas made their appearance in the last century of Venetian rule (1210-1669) and manifest a very important period in the long history of the island. The villa Trevisan represents one of the best examples of countryside feudal residences, since it combines Renaissance architecture and advanced construction methodology for stone buildings. The subject of the villa Trevisan is seen through the historical background of the Venetian period in Crete and the political, social and economic factors that made possible the appearance of these countryside residences are analysed. The Venetian works in architecture and city-planning are mentioned in brief, while three other Venetian villas in the vicinity are presented, that bear certain similarities to the villa Trevisan.The villa at Rodopou, the villa Clussia at Natzipiana and the villa Retonda at Kalathenes. The villa Trevisan itself is analysed and examined historically, architecturally and structurally. Futhermore, the different historic periods of the building are distinguished and the causes of the decay that have affected the static equilibrium and the appearance of the building are exposed. There are proposals for future uses to which the villa Trevisan could be put to, the architectural and structural restorations of the villa as well as for the treatment of stone. The study of the villa Trevisan has been further documented with architectural drawings, depicting the existing situation, the additions and alternations of later periods and the proposed restoration. The subject of the villa Trevisan was studied as a thesis by the article's author and was submitted to the University of York for the degree of Master of Arts in Conservation, in August 1987.
In the archaic period the appellation "labyrinth" was given to any monumental, stone building with a complex plan. The term originally refers to the mythical edifice built by Daedalus in Knossos to house the Minotaurus by command of King Minos. The etymological origin of the word is related to the Carian root "λάβρυς", meaning a double axe and was established in the area of Eastern Mediterranean long before the descent of the Greek tribes. Among the oldest examples of a labyrinthine building in the Mediterranean countries is the Egyptian tomb of the sixth dynasty, 2300 BC, close to Lake Moerida, that has been described both by Herodotus and Strabo, while funerary monuments in the form of a labyrinth must have been erected by the Etruscans as is also mentioned by Pliny. The first linear representation of a labyrinth in Greece dates from 1300 BC and shows the plan of a religious building dedicated to Ariadne, while other prehistoric, labyrinthoid, incised representations in caves have been located in England (1800-1400 BC), Syria (1200 BC),the Caucasus (2000 BC) and in Spain (1000 BC). The only labyrinthoid edifice found in Greece is the underground construction of the Epidaurian Tholos built between 360 and 320 BC by Polycleitos the Younger in the vicinity of the Asclepeion. In many districts of central India and Caucasus, as well as among the Indians of New Mexico, the plan of the labyrinth is related to beliefs referring to the stars' motion, to fertility and to the overall image of the world. The wide spreading of labyrinths to many geographically remote civilizations has been an issue of great interest to ethnologists, folk scientists and archaeologists for many years now. Modern scholars, such as Yung and Kerenyi, argue that the universality of the labyrinth is due to the fact that its plan is one of the most important archetypal representations that expresses experiences and questions of a metaphysical nature belonging to primeval man. The entire spectrum of symbolisms, referring mainly to fertility and renovation of nature started very early in the cultural evolution of man to be experienced through a variety of acts, all of which held the plan of the labyrinth asa constant point of reference. These acts interlaced with certain mythical facts were repeated as symbolic performances in every anniversary which had special meaning to the social group. One of the few representations of a similar performance, from the sphere of Cretan mythology, very popular throughout the Mediterranean countries, was Ariadne's dance, which is depicted on the so-called Francois crater, dating back to 565 BC. The impact of the symbolic content of the labyrinth can be detected in Jewish and Christian spirituality. It is also found in the religious architecture of the Middle-Ages, where the labyrinth, adjusted to the Church dogma, was used to symbolize the painful and hard course of man on earth. Another application of the labyrinth, established by the end of the eleventh century and especially adopted during the Renaissance and modern period, was in the art of gardening. The mythical framework of the Cretan labyrinth - Theseus, Ariadne, Daedalus, icarus - also functions as an allegory of the liberation of man from the bonds of ignorance. Progressively, from the Late Renaissance onward the symbolic content of the labyrinth starts degenerating. In our time the labyrinth, both as plan and symbolism, is revived in the field of fine art along with many other archetypal symbols. Many artists such as Richard Long, Terry Fox, Ugo Dossi, Dennis Oppenheim and others express an artistic concern with the labyrinth by adjusting its wide symbolism to the present time.
Within the borders of the modern Greek state, the towns of Northern Greece present a series of peculiarities which are made especially obvious by their historic centres. These peculiarities affected the later architectural formation of the towns and their town-planning. A specific approach towards their architectural heritage therefore becomes necessary based on the understanding and interpretation of their history. The geographic position of these towns in the Balkans and their delayed, for almost a century, detachment from the Ottoman empire (compared to the towns of Southern Greece) are considered as the basic reasons for their peculiar development and their common characteristics. These common traits are researched and evaluated in this article, furthermore, what is also examined is the impact these traits had on efforts for modernization and reformation made by the Ottoman empire in the late nineteenth century and by the Greek state in the interval between the two Wars. After 1923 the towns of Northern Greece are not any more exclusively subjected to the town-planning experimentations of the Greek state, but they are controlled by a common town-planning legislation. The great needs created by refugee settlements in urban and rural areas, the interior emigration and the reorganization of the national housing network, led to a general, superficial and flat handling of these towns. However, the simple lay out of streets in any expansion plan and the typified rationalism of the traditional town-planning elements, as they were drawn in the 1930s, must not be held responsible for the present situation. This was caused in the 1960s, when the well known procedure of building production was established and has prevailed ever since.
In this article an account is made of the digs carried out by the German Archaeological Institute, a description is also given of the history of the Institute as well as its publications and various activities. The G.A.I is a branch of the main Institute based in Berlin. It was founded in 1874 and in Athens its centre of operations is the house built for Heinrich Schliemann by the architects B. Dorppfeld and Ern. Ziller. Four digs by the German Archaeological Institute are in progress in Greece, at Tirynth, in Kerameikos, on the island of Samos and in ancient Olympia. 1.There has been an exposition of finds from the digs carried out under H. Kyrieleis at the Heraion, the temple of Hera in Samos. H. Kienast has supervised the cleaning and study of the great altar and two temple-shaped buildings south of the Iera Odos (Sacred Way). 2.At Kerameikos the excavations have been supervised by Ursula Kniegge and concentrate mainly on the Roman strata and workshops in the area of “Building Y”. 3.In Olympia, under Helmut Kyrieleis, excavations have mainly taken place around the Pelopion and in the area lying north of the Prytaneion.
The ancient monuments of Greece have served as an excellent source for the expression of its ideology to the modern Greek state. This concept, as well as the Greeks' belief that the antique monuments were a venerated heritage, led to the foundation of an archaeological service and a national museum on Aegina island, soon after the establishment of the Greek state. This first archaeological service, originally staffed with Independence fighters and philhellene scientists succeeded in overcoming post war chaos and with the help of the Archaeological Society it reached its goal. That of rescuing and restoring the antiquities and of organizing a most efficient service, which, in spite of political and financial obstacles, laid the foundations for contemporary Greek archaeology.
Ελεφαντοστέινο σύμπλεγμα με δύο θεότητες και νεαρό θεό, από την Ακρόπολη των Μυκηνών, 15ος αι. π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο γνωστός συγγραφέας συνοψίζει εδώ τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στην τριλογία με τίτλο Μαύρη Αθηνά: Οι αφροασιατικές ρίζες του κλασικού πολιτισμού. Ο Bernal προωθεί δύο σχήματα, το «αρχαίο» και το «άριο», για να συζητήσει την προέλευση και τη διαμόρφωση της αρχαίας Ελλάδας. Στο «άριο» πρότυπο, παραβλέποντας τη γλώσσα που ήταν προϊόν μίξης, τόσο οι ινδοευρωπαίοι εισβολείς από το Βορρά, όσο και οι αυτόχθονες εμφανίζονται «φυλετικά καθαροί», ενώ οι κατακτητές ανήκουν σε ανώτερη «ράτσα». Το «αρχαίο» πρότυπο αναγνωρίζει την Ανατολή αντί του Βορρά ως τόπο καταγωγής των αρχαίων Ελλήνων. Η Ελλάδα, όπου κατοικούσαν οι Πελασγοί και άλλες πρωτόγονες φυλές, εποικίστηκε από Αιγύπτιους και Φοίνικες και διδάχτηκε πολλά από αυτούς. Το αρχαίο πρότυπο δεν αμφισβητήθηκε ως το τέλος του 18ου αιώνα και καταστράφηκε όταν το 19ο αιώνα κυριάρχησε ο ρομαντισμός, ο ρατσισμός και η έννοια της προόδου. Ο Humboldt εφάρμοζε στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια της Πρωσίας μια εκπαίδευση βασισμένη στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα επικράτησε το «ευρύ άριο πρότυπο» που αποδεχόταν τη σχέση με τους Φοίνικες αλλά εξοβέλιζε τους Αιγύπτιους. Ώσπου ο αντισημιτισμός έθεσε οριστικά έξω από τη σφαίρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού τους «Σημίτες». Η κατάσταση αντιστράφηκε μετά το 1945. Σήμερα, ένα νέο σχήμα χρειάζεται, κοντά στο αρχαίο πρότυπο, που θα αναδεικνύει τα ερεθίσματα και τις επαφές στο σημείο συνάντησης Ευρώπης και Μέσης Ανατολής όπου βρίσκεται η Ελλάδα.
Η πενταμελής επιτροπή, υπεύθυνη για τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, παρουσιάζει το Κείμενο στο Κονγκρέσο. Πίνακας του J. Trumbull Οι εμπνευστές και συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος, άνθρωποι με υψηλή μόρφωση, ήξεραν καλά τα συντάγματα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, της Ρώμης και της Καρχηδόνας. Ενδιαφέρονταν για κυκλικές θεωρίες διακυβέρνησης και για την ιδέα της «μεικτής πολιτείας», δηλαδή ενός συνδυασμού δημοκρατίας και ολιγαρχίας που εκφράστηκε στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και τελειοποιήθηκε από τον Πολύβιο και τον Κικέρωνα. Ο John Adams πρότεινε, ως διορθωτικά μέσα, τις ενισχυμένης αξίας αρνητικές ψήφους, το διαχωρισμό των εξουσιών, τους ελέγχους και τους επανελέγχους. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις θεωρητικές και πρακτικές πλευρές της ομοσπονδίας, εξ ου ο James Wilson ονόμασε το Αμφικτυονικό Συμβούλιο «το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών της αρχαίας Ελλάδας».
Ο Ορφέας μαγεύει τα ζώα με τη μουσική του. Ρωμαϊκό ψηφιδωτό της Αυτοκρατορίας, Αρχαιολογικό Μουσείο του Παλέρμο, Σικελία. Ο γερμανός μουσικοσυνθέτης Carl Orff (1895-1982) ξεφεύγει από την «ευρωπαϊκή φλυαρία», όπως χαρακτηρίζει η Βιρτζίνια Γουλφ τους σύγχρονούς της καλλιτέχνες σε σύγκριση με τους αρχαίους Έλληνες. Βαθύς γνώστης της αρχαιότητας μελοποίησε την Αντιγόνη και τονΟιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή σε μετάφραση Hölderlin και τονΠρομηθέα δεσμώτη του Αισχύλου στο πρωτότυπο. Στο σκηνικό κονσέρτοTrionfo di Afrodite ο Orff χρησιμοποιεί και πρωτότυπους στίχους της Σαπφούς και του Ευριπίδη. Τα Carmina Burana, σε συνδυασμό με τα Catulli Carmina και τον Trionfo di Afrodite στο θεατρικό τρίπτυχο τωνΘριάμβων, παραστάθηκαν με τραγούδι και χορό σε ένα λυρικό έργο με τίτλο Die Welt der Liebe. Στο τελευταίο έργο που παρουσίασε ο ίδιος, τοDe temporum fine comoedia, μελοποιεί σιβυλλικές προφητείες στα ελληνικά και επικαλείται το θεό Όνειρο ενός από τους ορφικούς ύμνους. Στο Αγνώστω θεώ η μελοποίηση γίνεται απευθείας στο αρχαίο κείμενο των δώδεκα ύμνων. Την έκδοση ετοιμάζει ο Werner Thomas. Στο άρθρο παρατίθενται στο πρωτότυπο και στη νεοελληνική μετάφραση τρεις ύμνοι, του Ονείρου, του Θανάτου και ο εις Αφροδίτην.
Αθηνά ενωμένη με το ναζιστικό έμβλημα στον Κατάλογο από την επίσημη έκθεση γερμανικής τέχνης. Στη Γερμανία του 19ου αιώνα το κλασικό ιδεώδες που είχε εμπνεύσει έναν Βίνκελμαν ή έναν Χέγκελ μετατρέπεται σε όπλο της άρχουσας τάξης. Η ταχύρρυθμη βιομηχανική ανάπτυξη δημιουργεί εξαθλιωμένες μάζες στις οποίες η εξουσία αντιπαραθέτει μια απόλυτη και αποστασιοποιημένη αισθητική. Αυτήν θα κληρονομήσει το Γ΄ Ράιχ. Οι Γερμανοί ταυτίζονται με την αρία φυλή και τους αρχαίους Έλληνες - οι Ναζί ειδικά με τους Δωριείς. Στην τέχνη επιλέγεται για τον άντρα το αθλητικό γυμνό που ενσαρκώνει την απρόσωπη αξία του «παναθλητή». Στην παράδοση των Maillol και Hildebrand τοποθετούνται οι εθνικοσοσιαλιστές γλύπτες Kolbe, Klimsch και Scheibe, τους οποίους θα ακολουθήσουν οι κατεξοχήν ενσαρκωτές της ναζιστικής ιδεολογίας Josef Thorak και Arno Breker. Η απολυτότητα των αντρικών μορφών έρχεται σε αντίθεση με μια πληθώρα γυναικείων μορφών που υποδηλώνουν σχετικότητα και παθητικότητα. Η καλύτερη απόδοση της σχέσης άντρα και γυναίκας στη ναζιστική τέχνη είναι η «Κρίση του Πάρη» του Ivo Saliger. Οι μοντέρνοι πειραματισμοί, εξπρεσιονισμός, ντανταϊσμός κ.ά., θεωρούνται «εκφυλισμένη τέχνη». Μια τέχνη εξ ολοκλήρου ηθογραφική επανέρχεται. Τη σχέση του ανθρώπου με την κοινότητα αναλαμβάνει να καθορίσει η αρχιτεκτονική. Τα δημόσια κτήρια εφαρμόζουν έναν χοντροκομμένο κλασικισμό επιδιώκοντας να είναι γιγάντια, ορθογώνια, συμπαγή, απέριττα, φτιαγμένα από φυσικά υλικά και με μια επαναληπτική ομοιομορφία στις όψεις χάρη κυρίως σε δωρικές κιονοστοιχίες. Ο δωρικός κίονας γίνεται το σώμα του πολεμιστή και η κιονοστοιχία είναι η κοινότητα στην οποία αυτός εντάσσεται. Όπως και σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, η κατάλυση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας με το πέρασμα από τη διαφορά στην ομοιομορφία είναι πρωταρχικό μέλημα του ναζισμού.
Γιγαντιαία ντοματάκια στριμώχνουν στη γωνία ένα μικρό και ασήμαντο Δημόκριτο. Μια διαφήμιση που αξιοποιεί την αρχαιότητα προϋποθέτει την αρχαιογνωσία του καταναλωτικού κοινού. Στην Ελλάδα, το σαρωτικό κύμα τουρισμού από τη δεκαετία του 1960 προκάλεσε μια «ψευδοπαλινόρθωση» της αρχαιότητας. Δύο διαφορές διακρίνουν τις ξένες από τις εγχώριες διαφημιστικές εφαρμογές. Οι ξένες διαφημίσεις έχουν «δραστικό» χαρακτήρα προβάλλοντας πρόσκαιρα ένα προϊόν, ενώ στις ελληνικές υπερτερεί η «στατική» διαφήμιση που χρησιμοποιεί ένα αρχαίο θέμα ως «σήμα κατατεθέν». Επίσης, οι ξένοι επαναλαμβάνουν έναν περιορισμένο αριθμό μοτίβων που έχουν δανειστεί από την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Η ελληνική αγορά αντιπαραθέτει μια τεράστια ποσότητα αρχαιότητας με παραστάσεις μυθολογικές και άλλες, ετερόκλητες. Από την αρχιτεκτονική, ο Παρθενώνας γίνεται το πιο «πολυφορεμένο» διαφημιστικό σκηνικό. Ωστόσο, κίονας και κιονωτή πρόσοψη οφείλουν τη μεγάλη διαφημιστική τους εμβέλεια στο Νεοκλασικισμό. Η Αφροδίτη της Μήλου μεταμορφώνεται σε περιζήτητο «φωτομοντέλο». Για την αμείωτη σαγήνη που ασκεί στο ομαδικό ασυνείδητο, δεν είναι αμέτοχοι οι υπερρεαλιστές: Dali, Man Ray, Breton, Eluard. Η διαφημιστική κατάχρηση θα δημιουργήσει μια «αντι-Αφροδίτη» που θέλει να χάσει τα περιττά της κιλά. Από τα αντρικά αγάλματα, ο Δισκοβόλος του Μύρωνα και ο Ερμής του Πραξιτέλη εκπροσωπούν το κλασικό ιδεώδες. Μια πιο στιβαρή αρρενωπότητα εκφράζει ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου. Από το διαφημιστικό πανηγύρι δεν λείπουν ο Ηνίοχος των Δελφών ή ο παις του Κριτίου. Τα πλοκάμια της διαφήμισης απλώνονται και προς τα αρχαϊκά χρόνια αρπάζοντας έναν Κούρο αλλά και τον Αντίνοο της ύστερης αρχαιότητας που διακοσμεί μια αφίσα της Αίγλης του Ζαππείου. Το φαινόμενο χρειάζεται να μελετηθεί εμβριθέστερα σε σχέση με την ιχνηλάτηση του παρελθόντος μέσα στο παρόν.
Θέα στο λιμάνι του Πειραιά μέσα από νεοκλασικό σπίτι. Από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αντουάν Βιτέζ, Παρίσι 1986. Μια «πλήρης» μεταφραστική πρακτική όπως αυτή που εφαρμόζουν στον Οιδίποδα τυράννο η Μαγιότ Μπολάκ και ο Ζαν Μπολάκ στηρίζει σήμερα πολλές παραστάσεις: την παράσταση της Ορέστειας του Πέτερ Στάιν από την Σάουμπύνε και τις «αναγνώσεις» της Αντιγόνης στη Γερμανία και τη Γαλλία με σκηνοθετημένη τη γλώσσα του Χαίλντερλιν. Ο Αντουάν Βιτέζ αποκτά πρόσβαση στην αρχαιότητα μέσω του μύθου της νεότερης Ελλάδας: Στην Ηλέκτρα του 1971, ο Βιτέζ δημιουργεί παρενθέσεις με στίχους του Ρίτσου και, το 1986, το ανέβασμά του διαποτίζεται από μια νεοελληνική αίσθηση. Στο πλαίσιο της χρήσης ενός αρχέτυπου μύθου λειτουργεί η μορφή της Αντιγόνης στο Ρομανσέρο του Οιδίποδα και στο Ευαγγέλιο του Οξύρινχουπου ανέβασε ο Εουζένιο Μπάρμπα. Η έμφαση στο θεατρικό δρώμενο θεμελιώνει το ανέβασμα από τον Λη Μπρούερ του Γκόσπελ επί Κολωνώ, όπου το λίγο κείμενο αποδίδεται σαν ορατόριο με ψαλμωδίες των Μαύρων της Αμερικής. Συγκλονιστική ήταν και η σκηνοθετική πρόταση για τον Αίαντα του Σοφοκλή που ανέβασε ο Πήτερ Σέλαρς στην Ουάσινγκτον το 1986. Ο Συλβαδόρ Τάβορα, δημιουργώντας μια αντιστοιχία ανάμεσα στις βακχικές τελετές και τις ανδαλουσιανές αγροτικές γιορτές, εμφανίζει την ιέρεια του φλαμένκο, Μανοέλα Βάργκας, στο ρόλο της Αγαύης. Το παλίμψηστο των μύθων ομαδοποιεί παραστάσεις όπως ο Οιδίπους τύραννος του Γύργκεν Γκος, η Μήδεια του Αλεξάντερ Λανγκ, ακόμη και ηΆλκηστις του Μπομπ Ουίλσον, μικτό θέαμα που παρατάσσεται επί σκηνής με την Περιγραφή εικόνας του Χάινερ Μύλλερ και την ιαπωνική φάρσα Κυογκέν, τον Παγιδευτή πουλιών στην κόλαση.
Χορός της Κρήτης. Χαλκογραφία επιχρωματισμένη από την έκδοση του Robustiano Gironi, Il costume dei Greci, Μιλάνο, 1819-1824. Στις εικόνες που χαράσσονται από τα τέλη του 15ου αιώνα ως την Ελληνική Επανάσταση, η αποτύπωση του χώρου «πάσχει» αρχικά από αναχρονισμό και έλλειψη αξιοπιστίας. Στο β΄μισό του 17ου αιώνα οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες απαιτούν από τις εικόνες έγκυρη πληροφόρηση. Ωστόσο, τα ρεαλιστικά στοιχεία στην Αθήνα προβάλλονται σε ένα σκηνογραφικό πλαίσιο που επιβιώνει και στον αιώνα του Διαφωτισμού. Στον 18ο αιώνα ζωγράφοι και αρχιτέκτονες έρχονται για να αποτυπώσουν με επιστημονική εγκυρότητα τα μνημεία της Αθήνας. Όμως, το ρομαντικό φίλτρο της αρχαιολατρείας οδηγεί σε ωραιοποιήσεις, εμπνέεται από τη «ζωγραφική των ερειπίων» και αποδίδει μελαγχολικά την ιδέα της αδυσώπητης δράσης του χρόνου. Ρομαντικό προανάκρουσμα είναι και η διείσδυση ενός ειδυλλιακού φυσικού τοπίου. Στρεφόμενοι και προς το παρόν της Ελλάδας, οι ευρωπαίοι περιηγητές αρχίζουν να παρατηρούν τους κατοίκους. Στις πρώιμες περιηγητικές εκδόσεις οι κάτοικοι είναι φιγούρες που επιτρέπουν απλά την αποτύπωση μιας φορεσιάς. Από τους ταξιδιώτες, ιδίως οι Γάλλοι υπήρξαν ευάλωτοι στην εξωτική γοητεία των ανατολίτικων ενδυμασιών. Στο β΄μισό του 18ου αιώνα οι άνθρωποι εμφανίζονται ενταγμένοι στο περιβάλλον τους, αν και η αισθητική του Rococo τείνει να τους εξωραΐσει. Οι Νεοέλληνες είναι βέβαια ιδωμένοι σε σχέση με την αρχαιότητα μέσα στη διαχρονικότητα που αναζητεί η Ευρώπη. Η διάσταση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν αποτέλεσε έμμονη ιδέα στην περιηγητική φιλολογία του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 19ου η πνευματική ζωή στην Ευρώπη και η ευαισθητοποίηση των Ευρωπαίων για τους σκλαβωμένους Έλληνες έστειλαν πολλούς ταξιδιώτες στην Ελλάδα που συνόδευσαν το γνήσιο ενδιαφέρον τους με μια πιο διεισδυτική ματιά.
Leo von Klenze, Τα προπύλαια του Μονάχου, 1848. Το κίνημα του Διαφωτισμού σαρώνει την Ευρώπη στις αρχές του 18ου αιώνα. Παιδί του είναι η Εγκυκλοπαίδεια που οργάνωσαν οι Ντ' Αλαμπέρ και Ντιντερό. Η Ευρώπη του ancien régime και του ροκοκό υποχωρεί για να αναδυθεί η απλότητα και αγνότητα που κηρύσσει ο Ρουσώ. Στην αρχιτεκτονική, όλη η Ευρώπη επιδιώκει πλήρη κάθαρση. Ανάλογες κινήσεις εξαγνισμού σημειώνονται στη μουσική και τη λογοτεχνία. Κοινό ερώτημα όλων είναι: ποιος δρόμος οδηγεί στο «αληθινό στυλ»; Η μίμηση της αρχαιότητας, απαντά ο γερμανός αρχαιολόγος J. Winckelmann στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο κλασικισμός στην Ευρώπη είχε παλαιές ρίζες. Στην Ιταλία ανάγονται στην αναγέννηση του 15ου αιώνα. Στην Αγγλία εντοπίζονται στην παράδοση του Picturesque. Εδώ, η επιστροφή στους κανόνες του Βιτρούβιου, του Παλλάντιου και του Inigo Jones φέρνουν στην αρχιτεκτονική ένα στυλ αγνό και φυσικό. Στη Γαλλία ο θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Soufflot θεωρεί την αναβίωση του grand siècle επιστροφή στο «κλασικό». Στις αρχές του 18ου αιώνα τίθεται θέμα αυτοψίας. Από το 1720, η Βασιλική Ακαδημία Αρχιτεκτονικής στη Γαλλία θεσμοθετεί υποτροφίες για τη μελέτη των αρχαιοτήτων στη Ρώμη και την Ιταλία. Όταν οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν το Ηράκλειο, την Πομπηία και την Ποσειδωνία (1730-1750), η Ευρώπη ανακαλύπτει τον πολιτισμό της Μεγάλης Ελλάδας. Η επέκταση του Grand Tour προς την Ελλάδα και τα παράλια της Μ. Ασίας θεσμοποιείται χάρη στη δημοσίευση από τον Βίνκελμαν του έργου του για τη μίμηση της αρχαίας ελληνικής τέχνης και την αποστολή των Άγγλων Dilettanti Stuart και Revett στην Ελλάδα που θα αποφέρει τις πρώτες σωστές αποτυπώσεις μνημείων. Τον Βίνκελμαν αντικρούει ο βενετός αρχιτέκτονας Piranesi που προπαγανδίζει την υπεροχή της ρωμαϊκής έναντι της αρχαίας ελληνικής τέχνης, εγκαινιάζοντας τη «μάχη των στυλ» στην Ευρώπη. Στην αναζήτηση του «νέου στυλ», η φιλοσοφία του ρασιοναλισμού κηρύσσει την επιστροφή στη φύση. Ο γάλλος θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Laugier, θεωρώντας την πρωτόγονη καλύβα του Βιτρούβιου με τους κορμούς και τη δικλινή στέγη την «ουσία της αρχιτεκτονικής» (1753), παραπέμπει στον δωρικό ρυθμό. Οι γάλλοι ρασιοναλιστές αρχιτέκτονες στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης (Boullée, Ledoux) εμπνέονται και από τις απλές γεωμετρικές κατασκευές του Καρτέσιου προκειμένου να αποδώσουν το «φυσικό», το γνήσιο. Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, ο κλασικισμός παίρνει το προβάδισμα. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες Wilkins και Smirke, καθώς προσαρμόζουν διάφορα στυλ στις λειτουργίες των κτιρίων, προσδίδουν στην αρχιτεκτονική τους εκλεκτικιστική χροιά. Διαφορετική χρήση του αρχαιοελληνικού προτύπου θα κάνει ο Cockerell, διαπρύσιος υπερασπιστής του. Στη Γερμανία, οι πρώσοι αρχιτέκτονες Genz και Gilly επιδιώκουν να αναπτύξουν ένα εθνικό στυλ. Ο Schinkel θα γίνει ο κυριότερος εκπρόσωπος του κλασικισμού. Το σχέδιό του για την ανέγερση των ανακτόρων του Όθωνα στο βράχο της Ακρόπολης ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε. Ο Βαυαρός von Klenze, σχεδιαστής της Γλυπτοθήκης του Μονάχου, είναι εκείνος που θα ασκήσει επιρροή στη νεοσύστατη ελληνική πρωτεύουσα.
Ροντέν, Δαναΐς, μάρμαρο, 1885. Μουσείο Ροντέν, Παρίσι. «Είμαι η γέφυρα που ενώνει δύο όχθες, το παρόν και το παρελθόν … Πορεύομαι ως την πιο βαθιά αρχαιότητα … γιατί η αρχαιότητα είναι η μεταμόρφωση του παρελθόντος σε ένα αιώνιο παρόν».
Μπουρντέλ, Πηνελόπη, 1907, χαλκός, 0,61μ. Επανερμηνεία του ελληνιστικού τύπου της «Αιδουμένης». Αντίθετα από το δάσκαλό του Ροντέν που θαύμαζε τον Φειδία, ο Αντουάν Μπουρντέλ (1861-1929) στράφηκε προς τον «οργανωμένο σάλο» της Ολυμπίας και την αρχαϊκή τέχνη. Ήταν από τους πρώτους που διακήρυξαν, ήδη το 1905, την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.
Βίλλεμ ντε Κούνιγκ, Γυναίκα, 1951. Η εξπρεσιονιστική παραμόρφωση επιτίθεται προκλητικά στο κλασικό κάλλος της ανθρώπινης μορφής. Η απόλυτη εμπιστοσύνη στο παρόν και το μέλλον, θεμέλιο της ιδέας του μοντέρνου, θεωρητικά υποβαθμίζει ή καταργεί τη σχέση με το παρελθόν. Στο επίπεδο των καλλιτεχνικών μορφών η ρήξη με την αρχαία παράδοση, στην οποία ο Νεοκλασικισμός είχε προσδώσει μια ακαδημαϊκή συμβατικότητα, ήταν επίσημη και τυπική. Η ουσιαστική όμως ρήξη έγινε στο επίπεδο της λειτουργίας των έργων, με την αναζήτηση ενός νέου ρόλου για την τέχνη στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ωστόσο, στο έργο του Σεζάν, «πατέρα της μοντέρνας τέχνης», ανιχνεύεται ο στόχος μιας πνευματικά ελεγχόμενης αρμονίας με βάση την οπτική εμπειρία της φύσης, εκπληκτικά όμοιος με εκείνον της αρχαιοελληνικής κλασικής τέχνης. Η αντιφατική σχέση του μοντέρνου ανθρώπου με το παρελθόν αποκαλύπτεται στο θεσμό του μουσείου. Αν «η τέχνη είναι κάτι παρελθόν», όπως έγραφε ο Χέγκελ, το μουσείο είναι παρόν και έχει μέλλον. Το μένος των Φουτουριστών, Ντανταϊστών, Σουρεαλιστών κ.ά. κατά της αρχαιότητας εκφράζει τη χειραφέτησή τους από την κλασική αισθητική του μέτρου και την περιγραφική, ανθρωπομορφική αναπαράσταση. Τρία σημεία συγκεντρώνουν τις περισσότερες επιθέσεις: η μιμητική αναπαράσταση της φύσης, η κλασική αισθητική της εύρυθμης ισορροπίας και το δέος που συνήθως εμπνέουν τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της αρχαιότητας. Όμως οι επιστήμες του 20ού αιώνα, κυρίως η ανθρωπολογία, διεύρυναν την έννοια της «αρχαιότητας» και οι νεοφερμένοι πολιτισμοί εισήγαγαν αντι-κλασικές εικαστικές προτάσεις. Συγχρόνως, η Μυθολογία γίνεται αντικείμενο μελέτης και δεξαμενή αρχετύπων. Ο πυρετός της ενημέρωσης, η διαδρομή: έρευνα-μουσείο-μαζικά μέσα φέρνει στην ίδια μοίρα τις εικόνες του παρελθόντος και του παρόντος. Η σύγχρονη τέχνη συντροφικά συνδιαλέγεται με την αρχαιότητα των μουσείων, του τουρισμού, ακόμα και της ακαδημαϊκής τέχνης.
Robert Stern, σχέδιο για περίπτερο στη Forum Design Exhibition, Lin, 1980. Από την πρώιμη Αναγέννηση ως τον ύστερο Νεοκλασικισμό, η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική δεν έπαψε να «παίζει» με μορφολογικά στοιχεία και ρυθμολογικούς τρόπους της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στα τέλη του 19ου αιώνα όμως, οι αρχιτέκτονες της Νέας Τέχνης διακήρυξαν την απεξάρτησή τους από τους ιστορικούς ρυθμούς. Ωστόσο, θρεμμένοι καθώς ήταν με τα διδάγματα του ρομαντικού και του ρασιοναλιστικού νεοκλασικισμού, όσοι δεν οπισθοδρόμησαν σε κλασικίζουσες εκφράσεις επιχείρησαν να συμβιβάσουν το αίτημα της νεωτερικότητας με μια πιο αφηρημένη εκδοχή του κλασικού. Ο Henry van de Velde, o Hector Guimard δηλώνουν ότι οι αναζητήσεις τους εμπνέονται από την ελληνική αρχαιότητα. Ο Adolf Loos δεν έπαψε να διακατέχεται από την έμμονη ιδέα του δωρικού κίονα. Η χρήση που έκανε αυτού «του εύγλωττου σημείου νοσταλγίας για αυστηρότητα» ο ίδιος, όπως και ο Peter Behrens και ο νεαρός Mies van der Rohe, οδήγησε τον R. Banham στην εύστοχη παρατήρηση ότι «στις γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης, η νέα αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα γεννήθηκε κάτω από τον αστερισμό του Δωρικού Κίονα». Οι θεωρητικές επικλήσεις του αρχαίου πνεύματος θα πυκνώσουν στη διάρκεια της ηρωικής περιόδου του Μοντέρνου Κινήματος. Ο J.J.P. Oud, λόγου χάρη, επιθυμεί έναν «ανιστόρητο κλασικισμό» αλλά ανατρέχει και στη θεωρία των αρμονικών αναλογιών. Οι θεωρίες αυτές βρήκαν τον πιο εύγλωττο εκφραστή τους στο πρόσωπο του Le Corbusier. Αν και οργίζεται με την ανάγκη που νιώθει να υποκλιθεί μπροστά στον Παρθενώνα, ο Le Corbusier θα παραμείνει σε όλη του τη ζωή σαγηνευμένος από το «δωρικό ήθος». Στις βυζαντινές εκκλησίες αναγνώρισε την αίσθηση των αναλογιών και τη μαθηματική χάρη, στα σπίτια των Κυκλάδων την αρμονία και την ανθρώπινη κλίμακα. Ο ιταλικός φασισμός, ο γερμανικός ναζισμός και ο σοβιετικός σταλινισμός με σύνθημα το «δικαίωμα του λαού στους κίονες», έφεραν έναν ψευδομνημειακό εκλεκτισμό στα όρια του κιτς. Σε αυτή τη χρήση της κλασικής παράδοσης από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα οφείλεται εν μέρει η αποστασιοποίηση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Αντίθετα στις ΗΠΑ, η κλασική παράδοση σύντομα επανεμφανίζεται. Μέσα στην ποικιλία των τάσεων της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής, οι σχέσεις με την αρχαία Ελλάδα είναι λαβυρινθώδεις. Ο ριζοσπαστικός εκλεκτικισμός των ΗΠΑ (Charles Moore, Robert Venturi, Robert Stern) χειρίζεται τους κλασικούς ρυθμούς ως πρόχειρα στερεότυπα, ιδανικά για εντυπωσιακές μεταμφιέσεις. Για τον ευρωπαϊκό νεορασιοναλιστικό φονταμενταλισμό (Aldo Rossi, Leon Krier), οι κλασικοί ρυθμοί είναι τα αρχετυπικά παραδείγματα για έναν κλασικισμό που νοείται ως ήθος και όχι ως ύφος. Και στις δύο περιπτώσεις, η ιστορικότητα που εξόρισε ο μοντερνισμός επαναπροσδιορίζει τη σύγχρονη προβληματική. Στο βάθος λάμπει σταθερά η αρχαία Ελλάδα.
Καρέκλα «Trafalgar», 1805. Βασισμένη στη δομή της αρχαίας καρέκλας «κλισμός» (Λονδίνο, Μουσείο Victoria and Albert). Στη Δυτική Ευρώπη της βασιλείας του Καρλομάγνου, ο «θρόνος του Νταγκομπέρ» είναι ένα επιβλητικό, πτυσσόμενο σκαμνί με ρίζες στον αρχαίο δίφρο. Στη γοτθική τεχνοτροπία (12ος-14ος αιώνας), οι μορφές συγγενεύουν προς τις κλασικές χωρίς όμως να πετυχαίνουν την κλασική αντίληψη της ενότητας και της καθυπόταξης των δευτερευόντων στοιχείων. Στα μέσα του νατουραλιστικού 15ου αιώνα στην Ιταλία, τα έπιπλα συνδυάζουν τον κλασικό κανόνα των αναλογιών και την προσαρμογή στη φυσική εμπειρία, υπογραμμίζουν όμως επισημότητα και ισχύ. Στον μανιερισμό του 16ου αιώνα η αρμονία και η κανονικότητα διακόπτονται. Την εποχή του μπαρόκ, το έπιπλο σχεδιάζεται περισσότερο για την έκθεση παρά για τη χρήση. Η ρευστή ασυμμετρία του ροκοκό αποτυπώνεται και στα έπιπλα. Τα έπιπλα γνωστά ως στυλ «Λουδοβίκου 16ου» στη Γαλλία και ως «στυλ Άνταμ» στην Αγγλία εκφράζουν το πνεύμα του νεοκλασικισμού. Στην Αγγλία, κύριος εκφραστής του νεοκλασικισμού ήταν ο Ρόμπερτ Άνταμ που εμπνεύσθηκε από ρωμαϊκά πρότυπα. Νεοκλασικισμός και ρομαντισμός συνυπάρχουν στο ναπολεόντειο στυλ empire. Στην περίοδο της Αντιβασιλείας στην Αγγλία, τα έπιπλα συνδύαζαν δύο ή περισσότερα στυλ. Ο αρχαιολάτρης Τόμας Χοπ προσπάθησε να συγκεράσει τα αρχαία έπιπλα με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Επανεμφανίζεται ο κλισμός στην παραλλαγή της καρέκλας Trafalgar. Η οικειοποίηση της αρχαιότητας είναι κυρίως οπτική. Τα έπιπλα Biedermeier στην Αυστρία και τη Γερμανία συνδυάζουν το λιτό κλασικό πρότυπο με τον φορτωμένο διάκοσμο του empire. Τον 19ο αιώνα, συντελείται το πέρασμα από τη βιοτεχνία στη βιομηχανία. Εμφανίζεται ο μεταρρυθμιστής Ουίλιαμ Μόρις. Δημιουργούνται έτσι οι αρχές του σχεδιασμού που εκφράστηκαν από ομάδες όπως η γερμανική Werkbund. Τις ιδέες της εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο το Bauhaus.
Σάντρο Μποτιτσέλι, Η Γέννηση της Αφροδίτης, 1486, Ουφίτσι, Φλωρεντία. Σε προδημοσίευση από το βιβλίο της Εισαγωγή στην τέχνη της ιταλικής Αναγέννησης, η συγγραφέας σχολιάζει τις δυο πρώτες περιόδους, την Πρωτοαναγέννηση ή Trecento (14ος αιώνας) και την Πρώιμη Αναγέννηση ή Quattrocento (15ος αιώνας). Η Αναγέννηση διάλεξε για παρελθόν της την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Πρόδρομος της Αρχαιολογίας θεωρείται ο Κυριακός της Αγκώνας, που επέδρασε σε συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο μοναχός Φραντσέσκο Κολόννα από το Τρεβίζο (1433-1527), φερόμενος ως συγγραφέας της Υπνερωτομαχίας του Πολύφιλου, ερωτικής και «αρχαιολογικής» μυθιστορίας. Στην Πάδουα, ο Φελίτσε Φελιτσιάνο και ο Τζοβάνι Μαρκανόβα συνεχίζουν το έργο του Κυριακού. Ο φίλος τους Μαντένια οφείλει τον αρχαιολογικό του φανατισμό στον δάσκαλό του Σκουαρτσιόνε. Αντίθετα από την αρχαιολογική αναβίωση της αρχαιότητας στη βόρεια Ιταλία, στη Ρώμη η επανασύνδεση με το αρχαίο πνεύμα τον καιρό του Ραφαήλου και του Μιχαηλάγγελου είναι βαθύτερη και πιο οργανική. Στη Φλωρεντία, η αρχαιότητα που συνομιλεί με τη φιλοσοφία δίνει στην τέχνη πνευματικότερο χαρακτήρα. Στο δεύτερο μισό του Κουατροτσέντο το πάθος για τα ερείπια έχει καταλάβει σαν επιδημία όλη την Ιταλία. Στη Ρώμη μια σειρά από ουμανιστές πάπες επιδίδονται σε αναστηλωτικό έργο. Η αρχαιολογική έρευνα φέρνει στο φως τον Κορμό Μπελβεντέρε, τον Λαοκόοντα, ενώ το ανάκτορο του Μπελβεντέρε διαμορφώνεται για να στεγάσει τους θησαυρούς του Βατικανού. Υπακούοντας στο σύνθημα του Βοκκάκιου, ο Τζότο (1266;-1337) αναδεικνύεται σε σύμβολο της επιστροφής στη φύση, όπως και ο Μαζάτσιο (1401-1428). Το αντι-σύνθημα του Πετράρχη «επιστροφή στους κλασικούς» βρίσκει γόνιμο έδαφος στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Η φαινομενική αντινομία ανάμεσα στη μίμηση της φύσης και την έμπνευση από κλασικά πρότυπα αίρεται στην Κλασική Αναγέννηση.
Προσωπογραφία του Μιαούλη, επιχρωματισμένη λιθογραφία του Senefelder (1826) από σχέδιο εκ του φυσικού του Boggi. Είναι όλα τα παλαιά χαρακτικά αναξιόπιστα; Οι εικόνες των εκδόσεων του περιηγητή Breydenbach (1486) δεν είναι, τον συνόδευε όμως ο ζωγράφος Reuwich. Σχετικά σωστή θεωρείται και η εικονογράφηση των περιηγήσεων του Nicolay (1568). Πρόκειται όμως για εξαιρέσεις. Το ενδιαφέρον του κοινού για την πιστότητα των σχεδίων ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, θα υποχρεώσει τον de Bruyn ή Le Brun (1698) να προσκομίσει πιστοποιητικά από μάρτυρες που τον είδαν να ζωγραφίζει επί τόπου. Συχνά τα σχέδια εκ του φυσικού γίνονταν βιαστικά: η απεικόνιση προσώπου δεν ήταν ευπρόσδεκτη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι τουρκικές αρχές υποψιάζονταν τους σχεδιαστές μνημείων για κατασκόπους. Ο περιηγητής έδινε το σκίτσο του σε επαγγελματία ζωγράφο που το βελτίωνε, αφαιρώντας πραγματικά στοιχεία ή προσθέτοντας φανταστικά. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του χαράκτη που άλλαζε ό,τι δεν άρεσε στον ίδιο ή στον εκδότη. Ο επιχρωματισμός των χαρακτικών γινόταν στην τύχη. Λίγοι καλλιτέχνες φρόντιζαν, όπως ο Edward Lear, να σημειώνουν επί τόπου τις αποχρώσεις του τοπίου που σκιτσάριζαν. Το 1749 ο ζωγράφος Richard Dalton σχεδιάζει πιστά τον Παρθενώνα αφαιρώντας όμως τα σπίτια που τον περιέβαλλαν και το τζαμί στο εσωτερικό του. Λίγο αργότερα, ο Julien David Le Roy παρουσιάζει μια εντυπωσιακή χαλκογραφία του Θησείου αλλά με μερικούς πρόσθετους κίονες. Όσο για τις προσωπογραφίες, λέγεται ότι οι αγωνιστές του '21 γελούσαν βλέποντας τις εικόνες τους σε φιλελληνικές εκδόσεις της εποχής. Ο ερευνητής σήμερα οφείλει να επιδοθεί σε συστηματική έρευνα στους καταλόγους μεγάλων βιβλιοθηκών και μουσείων, να ψάξει σε ιδιωτικές συλλογές και να παρακολουθεί εκθέσεις και δημοπρασίες του εξωτερικού και τους καταλόγους τους.
Πήλινο ειδώλιο καθιστού άντρα. Τα πόδια του ταυτίζονται με τα μπροστινά πόδια του καθίσματος. Νεολιθική περίοδος, Σέσκλο. Ανάλογα με τη μορφή και τη χρήση τους, οι κατασκευές επίπλων κατανέμονται σε κατηγορίες. Ο θρόνος, επιβλητικό κάθισμα με ή χωρίς ερεισίνωτο, συχνά χωρίς ερεισίχερα, χρησιμοποιείται από θεούς, βασιλείς και ήρωες. Ο κλισμός, καθαρά ελληνική δημιουργία, προέρχεται από το θρόνο με τα κυρτά πόδια, έχει κυρτό ερεισίνωτο χωρίς ερεισίχερα. Ο δίφρος (σκαμνί), άλλοτε σταθερή κατασκευή και άλλοτε πτυσσόμενη, χρησιμοποιείτο κυρίως από το λαό. Η κλίνη - ανάκλιντρον χρησιμοποιείται για ύπνο, γευματισμό και αποτελεί το βασικό έπιπλο για τα συμπόσια, όπου μια κλίνη φιλοξενούσε συγχρόνως δύο με τρία άτομα. Το τραπέζι παρουσιάζει λιγότερους τύπους από τα καθίσματα και τις κλίνες. Σε κάθε σπίτι υπήρχε το αποθηκευτικό έπιπλο κασέλα ή σεντούκι.
Εγκαταστάσεις της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Το 1886, ύστερα από πρόσκληση του μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄, άγγλοι επιστήμονες ίδρυσαν την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή με σχέδια του πρώτου της διευθυντή F.C. Penrose, σε οικόπεδο στην οδό Σουηδίας 52 που τους παραχώρησε η ελληνική κυβέρνηση. Η Σχολή δημοσιεύει ετήσια το Annual of the British School at Athens και τα Supplementary Volumes όπου περιέχονται οι κυριότερες ανασκαφές και οι μονογραφίες. Σε πέντε σημεία επικεντρώθηκε η ανασκαφική έρευνα της Σχολής κατά το 1987: α. Στην Ήπειρο, στο φαράγγι του Βίκου Κλίθι, β. Στο εσωτερικό των ανακτόρων της Κνωσού (Sinclair Hood), γ. στο Παλαιόκαστρο, στα ανατολικά παράλια της Κρήτης, δ. στην Κεντρική Μακεδονία, στην τούμπα Ασσίρου (K. Wardle), ε. στην Κύπρο.
Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο στις Συρακούσες. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. Το φθινόπωρο του 1989 στην Αθήνα θα γίνει στην Αθήνα το 1ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας με θέμα «Σύνδεση Αρχαιομετρίας και Αρχαιολογίας» - Πρόσφατα εγκαταστάθηκε στο Δημόκριτο το πρώτο πλήρες εργαστήριο χρονολόγησης με C-14 στην Ελλάδα - Στο 6ο Διεθνές Συνέδριο Προϊστορικού Αιγαίου (Αθήνα 1987) ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα δειγματοληπτικής χημικής και ισοτοπικής ανάλυσης μυκηναϊκών χάλκινων αντικειμένων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
In the summer of 1982, an interesting debate took place in the pages of the New York Review of Books. Four years earlier, the Palestinian literary critic and historian Edward Said had published Orientalism, in which he challenged the objectivity of European studies of the "East". Said argued that far from being shaped by disinterested scholarship, Orientalism was largely a self referential system that had developed in conjunction with Western Imperialism, for which it served important functions. The publication caused a furor among the orthodox and, in June 1982, there came the official response. Writing in the New York Review of Books, the eminent historian of the Middle East Bernard Lewis counterattacked. Lewis used the tactic of reductio ad absurdum. He put forward a hypothetical situation in which modern Greeks objected to what they saw as the biases of classical scholarship and therefore sought to overthrow it. He proposed this as analogous to modern Arab malcontents denying the scholarly objectivity of orientalism. Thus the latter charge was clearly ridiculous. In his response to Lewis in the New York Review of Books of the 12th of August, Said argued that there was no comparison between the pure scholarship of the classicists and the use of orientalism as a handmaid of imperialism. He contrasted the great, liberal German Hellenist Wilamowitz-Moellendorf and the "orientalist"- Professor Milsom, then Israeli governor of the West Bank. Thus, despite their fundamental opposition to each other on almost every other issue, both Lewis and Said were agreed on the fundamental point that the discipline of classics was the epitome of disinterested, objective scholarship. My recently published book The Fabrication of Ancient Greece 1785-1985, which is the first volume of a trilogy called "Black Athena: The Afroasiatic Roots of Classical Civilisation" is an attempt to challenge this assumption. In it, I argue that far from being detached and peripheral, the German academic discipline of Altertumswissenschaft, transposed into England as "Classics", has been central to Northern European culture in the 19th and 20th centuries and that it has usually been highly "political". Classics has incorporated social and cultural patterns in society as a whole and has reflected them back, to provide powerful support for the notion of Europe's possessing a categorical superiority over all other continents, which in turn justifies imperialism or neo-colonialism as missions civilitrices.
The highly educated men who conceived and wrote the American Constitution, were well acquainted with the constitutions of the cities of ancient Greece, Rome and Carthage. They were interested in circular theories of government and in the ideal of a diverse state, namely a combined democracy and oligarchy as expressed in the works of Plato and Aristotle and perfected by Polybius and Cicero. As a compromise to the above, John Adams recommended negative votes of a confirming importance, the division of power and repeated auditing. Special attention was given to the theoretical and practical aspects of the Confederacy, resulting in James Wilton’s calling the Amphictyonian Council a “Congress of the United States of Ancient Greece”.
The German composer Carl Orff (1895-1982) avoids “European loquacity”, a trait attributed to her contemporaries by Virginia Woolf who was comparing them to the ancient Greeks. Being knowledgeable in matters of ancient Greek culture, Orff set to music the Sophoclean tragedies of Antigone and Oedipus Rex in translations by Holderlin, as well as Aeschylus’ Prometheus Bound in the original text. Ιn the staged concerto Trionfo di Afrodite, Orff used the original verses by Sappho and Euripides. His Carmina Burana together with the Catulli Carmina and the Trionfo di Afrodite in the Triumphant Theatrical Triptych were presented with songs and dance in a lyrical composition called Die Welt der Liebe. In his final work, De temporum fine comoedia, presented by Orff himself, he sets Greek Sibyllic prophecies to music and invokes the god Oneiros, from one of the Orphic hymns. In To an Unknown God, the ancient text made up of twelve hymns is set directly to music. The edition is prepared by Werner Thomas. The article presents three hymns in ancient Greek and in their modern Greek translation. The hymn to Oneiros (Dreams), to Death and to Aphrodite.
The employment of the classic ideal in Nazi Germany, however deprived of every humanistic reference, was the aftermath of German idealism. The Nazis, considering themselves of common origin with the ancient Greeks, decided that classic art could ideally represent them. This choice was meaningful and of strategic importance.On the one hand, it created a strong bond with the leading upper middle-class, which from the nineteenth century on had already used the perpetuity of the Greek myth in order to persuade of the absolutism of its authority, on the other the application of the classical ideal to Europe could offer the possibility of a double code for human existence. The classical ideal was the perfect vehicle for An Idea. Thus, a model, common for all, was created, its context dictated and formulated by national-socialism, dismissing every subjective differentiation. The Nazis also pursued the same uniformity of model in architecture. They located it in the colonnade, a symbol of the military array, which directly referred to a unity, based however, on uniform repetition. It was their version and vision of human society. It was, and still is, the picture of totalitarianism.
Tuning professional intuition to the rhythm and demands of our age, advertisers foresaw in time the dynamic potentialities of ancient art in affecting consumers' habits. Huge amounts of money were invested, through advertising, in the image of antiquity, which in the long run has been proven extremely profitable. The sweeping wave of mass tourism had effectively paved the way for the impressive realization of this policy. The advertising potentials and range of ancient art was originally tested in the big, open European markets. The circumstances of the Greek market were a priori more favorable. However, while a limited, prodromal employment of antiquity in Greek advertising was apparent, the big boost came again from abroad. Nevertheless, certain differences in choice and quantity do exist between the foreign and Greek applications of antiquity in advertising. Sculpture and architecture are the leading subjects in the advertising repertoire, since they embody, more than any other art form, the "Classic ideal", which functions as the most effective advertising temptation. The image of antiquity as it is mirrored in advertising, produces contradictory judgements, depending on the point of view and approach of the individual. However, it has become undeniable that, in most cases, antiquity in advertising functions against antiquity. Because advertising, through the misunderstanding and perversion, which usually coexist with the aesthetics of kitch, composes and promotes a distorted and vulgarized image of a sublime world. Thus, it annihilates the relationship of the public with the true values of antiquity.
Greek drama has always charmed foreigners. This becomes particularly obvious in contemporary performances of classic tragedies and comedies ;put on stage all over the world. They are staged sporadically or sytematically, following the theatrical tradition of centuries or merely as meteorites, framed by scientific knowledge and the recollection of past performances or by the glamour of originality. It is commonly accepted, that during the last decades the interest of theatrical companies, actors and directors in ancient dramatic texts has not only multiplied the relevant performances throughout the world, but has also made known to the public certain tragedies, which were seldom staged or had never been put on stage before. The reasons, which brought the works of the Greek classics with such an emphasis to the fore, do not, of course, coincide everywhere and are different if not from place to place, at least, from the one geographic and cultural unity to the other. The staging of an ancient tragedy in Western Europe serves, for example, different needs of the public and of the people involved in theatrical art, than in the countries of the Far East.
The dialectic relationship that the Renaissance had with Antiquity, from which the new era derived its prototypes and principles, is defined in this article as the major characteristic of the Renaissance. A critical approach towards Antiquity clearly distinguishes the Renaissance from the various revivals of the Dark Ages. The study of ancient architecture belongs to the trend of Humanism (studia humanitatis), while the first collections of antiquities and inscriptions appear in the early fifteenth century. It is in the same period that Ciriaco d' Ancona creates the prototype of the romantic, travelling archaeology. A similar atmosphere also prevails in the Hypnero-machia Poliphili by the Dominican Francesco Colonna (1499). The archaeologic zeal of the North Italian artists focuses on the historic representation of the ancient world (cf. Mantegna). The reconstruction project patronized by the Popes is initiated by Nicholas E' and culminates under Leo I'. This ambitious scheme is part of a cosmocratoric programme, which aims to elevate Rome as the natural heir to the capital of Roman Imperium. The ancient aesthetics of imitation (Platonic or Aristotelian) in all its varieties stands behind the artistic quests of the Renaissance. "Urban realism" makes the classicizing tendencies of the early Quattrocento seem obscure. Realism is subordinated to the idealism of the classic era. The Neoplatonic aesthetics paved the road for this change although there is no reasonal connection between them. Classicizing idealism reflects the new balance of power in the Italian peninsula and, through its impersonal grandeur, serves the ideology of the Papal Imperium.
Based, primarily, on depictions of the Greek urban and rural landscape, ancient monuments and Greek costumes this article examines the mode in which Greece appears in the engravings of European travelling editions from the end of the fifteenth to the nineteenth centrury. During this period, political and military events, together with current ideological, philosophical and artistic trends focus the interest of Europe on Greek territory. The older, arbitrary, usually imaginative pictures, employed in their iconography the code language of the early engravings. In the late seventeenth century they were succeeded by pictures comprising real elements, products of direct observation and in situ copying. At the same time, archaeolatry, the idealistic and romantic trend, the quest for the exotic and picturesque as well as the impact of the European artistic tendencies (Rococo, Neoclassicism, Romanticism) create works that stand far away from reality. The multitude of eighteenth and nineteenth century engravings with Greek subjects compose a multiple in aspects and concepts physiognomy of Greece. Greece as a vision and romantic fantasy, Greece as a land belonging to the exotic East, Greece as a sad relic of a glorious past and a slave of the barbarian Turk despot represent characteristic features of this physiognomy.
The belief that engravings in old travel books depict true likenesses of Greek scenery, dress and people can lead to mistaken conclusions. The later colouring of costume plates can mislead, the representation of ancient monuments can be fanciful as are many portraits. Even captions under engravings cannot always be trusted.
The revival of the classical tradition in eighteenth century Europe coincided with the Enlightenment. The Enlightment primarily appeared in the sphere of philosophy, but soon it imbued all sciences. Its main doctrine was the return to the roots of humanity and the creation, without bias, of a new civilization, firmly founded on the Word, the human thought. In the domain of architecture,the Enlightment attracted many followers. It appeared in eighteenth century France as an opposition to Rococco and was soon theorized by Laughier, Souflott and Perrault. Laughier proposed the "return to the primitive hut", a structure much resembling the Greek doric order. Greek antiquities gained the full interest of architects, who thus abandoned Roman models. The theorists Winkelmann and Piranesi started the debate "Grecia versus Roma", that was carried on until the early nineteenth century through the "War of Styles". The trips and sojourn of European antiquity-lovers and architects to Greece brought to the fore Greek art and architecture, which soon prevailed in Europe and sealed the taste of an entire period as "gout Grecque", "gusto Greco", etc. This idealized figure of Greece along with sketches, plans and elevations of its monuments were employed by the European architects in the commissions they undertook everywhere in Europe. The Neo-Hellenic style had reached its prime. Thus, Greece played a leading role in the intellectual and artistic firmament of Europe, while Europe contributed, in return, to the establishment of the new Greek state.
“I am the bridge uniting two shores, that of the present and that of the past. I walk towards the deepest part of antiquity, because antiquity is the transformation of the past into an eternal present”.
Unlike his teacher Rodin who admired Pheidias, Antoine Bourdelle (1861-1929) became interested in the “organized commotion” of Olympia and of archaic art. As early on as 1905, Bourdelle was one of the first to be in favour of the return of the Parthenon sculptures.
The anti-academic spirit of modern art at first sight seems to clash with the artistic values of classical antiquity. Since Cezanne, however, antiquity has been approached in various complex and contradictory ways, which by no means indicate denial or contempt. Certainly, the representation of nature, the anthropocentric mentality, the classical eurythmia and the entire structure of humanistic aesthetics have often suffered violent attacks. In opposition to these values modern art has put forward the autonomy of plastic space, the absolute, clear figure and anti-classical aesthetics. Quite frequently, however, these modern artistic proposals represent new interpretations of some "antiquity", of the Platonic word, for instance, of the art of other ancient civilizations or even of other aspects of Greco-Roman classicism, as they were lately revealed by contemporary scholarship. The real target of modern criticism was not ancient art, but the conservatism of its superficial admirers. The essential opposition between ancient and modern art lies only in the function of artwork in societies past and present. Recently, even this antinomy tends to disappear, since both ancient and modern works of art are treated indiscriminately when researched, restored or consumed. The common fate of past and present images unexpectedly reconciles the two, leaving unanswered only a few embarrassing questions about the future.
From the early Renaissance to late Neoclassicism, i.e., for more than four centuries, Europen architecture did not cease to use, in various ways and meanings, the order established by ancient Greeks and adopted later by the Romans. This age-long classicist tradition was broken off at the end of the 19th century by the Art Nouveau architects who claimed their freedom from all stylistic conventions. However, as they were imbued with the precepts of romantic and rationalist Neoclassicism, some of them retreated to a more conservative position, while some others tried to arrive at a more abstract conception of the classical, compatible with modernity. The latter usually felt that their quest for new architectural forms should be guided by the "logic", the "principles", and the "spirit" of the Greeks. The transition from Art Nouveau to the Modern Movement is also marked by more concrete stylistic references to the Greek architectural heritage. R. Banham has appropriately remarked that "in the German-speaking countries of Europe the new architecture of the 20th century was born under the sign of the Doric Column", referring of course to its use by Adolf Loos, Peter Behrens and young Mies van der Rohe. Even during the "iconoclastic" period of the Modern Movement, it seems that most pioneers of the movement aspired to an "unhistorical classicism" — J J.P. Oud's expression — and that in their minds the machine paradigm was as a rule connected to the old aesthetics of harmonic proportions. Especially Le Corbusier, the most acknowledged hero of architectural modernism, who as a young student had felt obliged to bow, "although in anger", before the supremacy of the Parthenon, remained throughout his life fascinated by the "moralite dorique" and proved eager to discover it even in Byzantine churches or on Greek islands . References to the classical tradition have also been part of the rhetoric used by Italian fascism, German nazism and Soviet Stalinism in promoting a monumental architecture that could eloquently express such regimes' power and magnificence. It is perhaps due to their association with totalitarianism that overtly classicizing trends were discredited in postwar Europe. But they were soon to reappear in the USA. Classical tradition has been once more revitalized by the various current architectural trends usually qualified as post-modern. Two main trends can be easily discerned. Radical eclecticism, mainly developed in the USA, indulges in a free-style classicism and uses the classical orders in a rather fragmented and distorted way, as popular stereotypes that are made welcome in a "garden party of styles". Neorationalist fundamentalism, more congenial to Europe, adheres to an elementary kind of classicism out of a profound nostalgia for archetypal forms. In both cases, history, expelled by modernism, seems to reimbue current architectural practice. Ancient Greece always stands out in the background of this histoncal experience either as a deceitful idol or as an unreachable yet compelling ideal.
The fecundity of Greek art is characteristic of every phase of the evolution of universal art. The values and principles of Greek art are present in the entire spectrum of European artistry and whether prevalent or present in a more subtle way they are expressed through the social structure of each civilization. Furniture is a barometer, very sensitive to financial, social and cultural changes. Only a few pieces of furniture have survived from ancient Greece, therefore, most of our knowledge of the subject derives from their representation on pottery. The careful study of these handmade, everyday objects, which have been designed to serve human needs, reveals the eternal values of their art. The furniture of Romans, compared to those of ancient Greeks, are lighter and blunter in form and as a result they appear deprived of volume and structural stability. During the Renaissance, furniture is designed according to the classical ratio of proportions, with a firm flow of form and an elegant curvature, resembling that of the ancient Greek creators, and with such a clever combination of the parts so as to form a harmonious whole. Baroque furniture is a vehicle of the classicizing tendency, which expresses the special social and political circumstances pertaining to that period. During the eighteenth century the pursuit of classical prototypes is also apparent in furniture design. The "Louis XVI" and "Adam- style" furniture, in France and England respectively, also led the rest of Europe to neo-classicism. Neo-classicism, in the Napoleon style "Empire", served the purpose of propaganda and demostrated the prestige of the new regime. The difference between Greek art and the art of the nineteenth century is that the latter approaches classical art visually and appropriates some of its virtues and values. The varied, revived style of the ninteteenth century is greatly affected by two new factors, the development of technology and the social movement of the reformist William Morris. In a combination of these factors lie the foundations for the design principles of the twentieth century. The philosophy of these principles aims at the revival of the anthropocentric ideal in art.
The construction of furniture falls into different categories depending on its form and use. The throne, an impressive chair with or without a back, often without arms, is used by gods, kings and heroes. The clismos, a purely Greek creation, originates from the throne with curved legs and has a curved back without arms. The difros (stool), either a solid or folding structure, is used mainly by the populace. The bed-couch is used for sleeping and eating. It is the basic piece of furniture, used for a symposium where it could seat two or three people. There were fewer types of table compared to chairs and beds. Every home had a chest as a piece of furniture used for storage.
In 1886, following an invitation from king Edward the 6th, English scholars founded the British School of Archaeology. The plans were by the school’s first director F.C Penrose, on a plot of land on number 52 Souedias St., granted by the Greek government. Each year, the School publishes the Annual of the British School in Athens and the Supplementary Volumes which contain monographs on important archaeological excavations. During 1987, the British School concentrated on archaeological research at the following sites: a) The Vicos gorge in Epiros. b) The interior of the palace at Knossos (Sinclair Hood). c) Palaiokastro on the eastern coast of Crete. d) The Assiros mound in central Macedonia (K.Wardle). e) Cyprus.
Επιτύμβιο μνημείο, αττική κόρη (540 π.Χ.). Στο βάθρο, επιγραφή ονομάζει την κόρη Φρασίκλεια και τον παριανό γλύπτη Αριστίωνα. Έχοντας μελετήσει τον αρχαίο ινδικό πολιτισμό και κοινωνίες που εμπεριέχουν ένα σύστημα από κάστες, ο Louis Dumont διέκρινε δύο μορφές ατόμου, το εκτός κόσμου και το εντός κόσμου, αντίθεση την οποία και γενίκευσε. Στην αρχαία Ελλάδα των άστεων (8ος-4ος αιώνας π.Χ.), παρατηρεί ο συγγραφέας, η κοινωνία δεν είναι ιεραρχικού τύπου και ο ενδοκοσμικός χαρακτήρας της θρησκείας δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας προσωπικότητας αναχωρητή. Προσεγγίζοντας το ζήτημα από την προοπτική της ιστορικής ανθρωπολογίας, ο Vernant διακρίνει ανάμεσα σε άτομο, υποκείμενο και πρόσωπο, διάκριση που, για να κάνει αντιληπτή, αντιστοιχίζει στα λογοτεχνικά είδη της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας και των προσωπικών εξομολογήσεων. Κάποια άτομα αξιολογούνται ως τέτοια λόγω της μοναδικότητάς τους, όπως ο Αχιλλέας ή οι ιεροί Μάγοι. Η απομόνωσή τους όμως δεν συνιστά συμπεριφορά απαρνητή. Η ιδιωτική σφαίρα του ατόμου ορίζεται σε σχέση με τη δημόσια. Αν η αγωγή και τα συμπόσια στη Σπάρτη παραμένουν στη σφαίρα του κοινού, το αθηναϊκό συμπόσιο εκπροσωπεί μια πιο ελεύθερη διαπροσωπική συναλλαγή. Στις ταφικές πρακτικές ως το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., η ατομικότητα του νεκρού στην Αττική προβάλλεται με το όνομά του πάνω στη στήλη ή με έναν επιτάφιο κούρο. Όταν επικρατήσουν οι οικογενειακοί τάφοι, τα επιτάφια επιγράμματα εξυμνούν προσωπικά συναισθήματα. Από τους δημόσιους θεσμούς, στον τομέα της θρησκείας ο μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια δεν διακρίνεται σε τίποτα από τον αμύητο. Μια επιλεκτική κοινωνικότητα του ατόμου εκδηλώνεται στις μικρές θρησκευτικές κοινότητες των συνουσιαστών. Το άτομο όμως θα προβληθεί κυρίως μέσα από την εξέλιξη του δικαίου. Περνώντας από την προδικαστική αντίληψη του μιάσματος στο θεσμό των δικαστηρίων, αναδεικνύεται το άτομο–εγκληματίας. Και η διαθήκη, όπως διαμορφώνεται από τον 3ο αιώνα π.Χ., συνδέει το υποκείμενο με τις επιθυμίες του και με την αποκλειστική του περιουσία. Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο στη λυρική ποίηση, το υποκείμενο σχετικοποιεί τις κοινωνικά αποδεκτές αξίες, εκφράζει το υποκειμενικό βίωμα του χρόνου, συναισθάνεται. Το εγώ δεν είναι οροθετημένο ούτε ενοποιημένο. Δεν υπάρχει ενδοσκόπηση, το υποκείμενο είναι εξωστρεφές. Η συνείδηση του εαυτού του δεν είναι διαλογισμός, είναι υπαρξιακή. Η πλατωνική αντίληψη της ψυχής που είναι ο ίδιος ο Σωκράτης έχει την αφετηρία της στις ασκήσεις εξόδου από το σώμα των Μάγων. Δεν είναι όμως το «εγώ» του Σωκράτη αλλά μια απρόσωπη και υπερπροσωπική οντότητα, ένας δαίμων. Όταν αυτή η θεϊκή ψυχή έρχεται σε επαφή με τα άλλα τμήματά της, το θυμό και την επιθυμία, που συνδέονται με το σώμα, θα τις υποτάξει. Η συνεχής πρακτική της πνευματικής άσκησης που θα κάνει τον άνθρωπο κύριο του εαυτού του έχει έννοια μόνο στο πλαίσιο της πόλης και αυτό ισχύει και για την ασκητική των στωικών. Η στροφή προς μια νέα αντίληψη του προσώπου συντελείται μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα μ.Χ. Στο χριστιανισμό, στο πρόσωπο του ασκητή συνδυάζονται η αναζήτηση του θεού και η διερεύνηση του εγώ. Στην ανελέητη ενδοσκόπηση, στην εξέταση ονείρων και φαντασιώσεων βρίσκεται η απαρχή του σύγχρονου τύπου ατόμου και προσώπου, όπως το εκφράζει ο Αυγουστίνος. Η αξία όμως που αποδίδεται κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. στο υπερφυσικό κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει την εκτός κόσμου φυγή.
Μαρμάρινη προτομή του Περικλή με υπογραφή «Περικλής Ξανθίππου, Αθηναίος». Ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού έργου του 430 π.Χ. περίπου Στην αρχαία Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα, κοινωνία ανδροκρατική και δουλοκτητική, τα ανθρώπινα δικαιώματα διασφαλίζονται από μια συμμετοχική δημοκρατία: οι αθηναίοι πολίτες μετέχουν περιοδικά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων ενώ, παράλληλα, σε όλα σχεδόν τα δημόσια αξιώματα δεν εκλέγονται αλλά αναδεικνύονται με κλήρο. Καθιερώνοντας τη «μισθοφορία», ο Περικλής επέτρεψε και στους φτωχότερους να μετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή. Οι αθηναίοι πολίτες φορολογούνται ανάλογα με την τάξη τους. Οι ευπορότεροι επιβαρύνονται με τις λειτουργίες. Στη θρησκεία, η απουσία δόγματος επιτρέπει σχετική ελευθερία αλλά η ύπαρξη των θεών της πόλης δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί. Μια τέτοια κατηγορία απαγγέλθηκε στον Σωκράτη όπως και στον Αναξαγόρα. Η Αθήνα περιγράφεται εύστοχα ως κλειστή λέσχη πολιτών, δηλαδή ελεύθερων και ενήλικων αντρών που, με νόμο του Περικλή (451 π.Χ.), έπρεπε να έχουν αθηναίους γονείς. Την ελευθερία επιλογής συντρόφου περιόριζε και το γεγονός ότι το γάμο κανόνιζε ο πατέρας. Μόνο οι παντρεμένοι μπορούσαν να γίνουν ρήτορες ή στρατηγοί. Όσο για την κόρη που δεν είχε αδελφό, την επίκληρο, μετά το θάνατο του πατέρα όφειλε να παντρευτεί τον κοντινότερο συγγενή του. Οι γυναίκες στην Αθήνα δεν πήγαιναν σχολείο, τελούσαν υπό καθεστώς κηδεμονίας και εκπροσωπούνταν από έναν «κύριον», πατέρα, αδελφό ή σύζυγο. Παντρεύονταν γύρω στα 14 και η προίκα τους ήταν αναπαλλοτρίωτη. Αυστηρά γυναικείες γιορτές ήταν τα Θεσμοφόρια, τα Αρρηφόρια, τα Σκιροφόρια, τα Στήνια και τα Αλώα. Αντίθετα, οι εταίρες παρακολουθούσαν τις θεατρικές παραστάσεις, τα μαθήματα των φιλοσόφων και παρευρίσκονταν στα συμπόσια. Τα αγόρια από έξι ως δεκαπέντε χρονών συνόδευε στο σχολείο και την παλαίστρα ο παιδαγωγός. Τα δύο επόμενα χρόνια, ως «πρόσηβοι», καθήκον είχαν την εκγύμναση. Στη διετή εφηβεία τους που άρχιζε στα 18 με τον όρκο των εφήβων έκαναν το αντίστοιχο της στρατιωτικής μας θητείας. Οι μέτοικοι, ξένοι εγκατεστημένοι στην Αθήνα, είχαν ίδιες στρατιωτικές και οικονομικές υποχρεώσεις με τους Αθηναίους αλλά δεν τους επιτρεπόταν να έχουν έγγεια ιδιοκτησία. Πολιτικά δικαιώματα δεν είχαν και όφειλαν να έχουν έναν «προστάτη», έναν αθηναίο εγγυητή. Οι δούλοι διαφοροποιούνται από το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς: άλλοι ανήκουν σε ιδιώτες και άλλοι στην πόλη, απαρτίζοντας την αστυνομία και απασχολούμενοι σε δημόσια έργα. Εργάζονται σε αγρούς, σε σπίτια, σε βιοτεχνίες και εργαστήρια, σε δικό τους χώρο χωρίς την παρουσία αφεντικού (οι «χωρίς οικούντες») και στα ορυχεία του Λαυρίου. Ο ξυλοδαρμός και ο βασανισμός ήταν η συνήθης μεταχείριση αν και ο δούλος μπορούσε να ζητήσει να πουληθεί σε άλλον αφέντη. Επισκέπτες από ολιγαρχικές πόλεις εκπλήσσονται διαπιστώνοντας ότι το δικαίωμα στον ξυλοδαρμό ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον αφέντη αλλά και με την ενδυματολογική ομοιότητα μεταξύ των δύο. Στους «χωρίς οικούντες» δούλους επιτρεπόταν να δουλεύουν με αμοιβή, καταβάλλοντας στο αφεντικό τους την «αποφορά» και συγκεντρώνοντας έτσι το ποσό για την εξαγορά της ελευθερίας τους. Ευκολότερος τρόπος να γίνει ένας δούλος «απελεύθερος» ήταν να δανειστεί το απαιτούμενο ποσόν από κάποιον από τους αθηναϊκούς «εράνους» αποπληρώνοντάς το στη συνέχεια. Ο δούλος μπορούσε να ελευθερωθεί και από τον κύριό του ή ακόμη και από την πόλη που ελευθέρωνε δούλους μαζικά στιςκρίσιμες πολεμικές περιόδους, όταν χρειαζόταν περισσότερους πολεμιστές.
Μελανόμορφος κρατήρας του 7ου αι. π.Χ. με υπογραφή ΑΡΙΣΤΟΝΟΦΟΣ ΕΠΟΙΣΕΝ. Ρώμη, Μουσείο Conservatori. Στη μετάβαση από την ύστερη εποχή του Χαλκού στην εποχή του Σιδήρου, τα σχηματοποιημένα φυσιοκρατικά θέματα της μυκηναϊκής εποχής θα μετατραπούν πάνω στα αγγεία σε σχήματα γεωμετρικά. Στη στροφή από τον 8ο στον 7ο αιώνα π.Χ., οι κεραμίστες είναι επώνυμοι και υπογράφουν τα έργα τους. Από τον 6ο αιώνα και μετά, αναγράφεται συχνά και το όνομα του ζωγράφου. Τον ίδιο καιρό εμφανίζονται ονόματα καλλιτεχνών και στη γλυπτική, που τον 5ο και τον 4ο αιώνα επικεντρώνεται στη ρεαλιστική απόδοση προσωπικοτήτων. Έπεται η τέχνη του πορτρέτου που, ως το τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου, θα καλλιεργήσουν γλύπτες επιδέξιοι αλλά ανώνυμοι.
Ο Τερτυλλιανός υπήρξε και σημαντικός νομικός που ασχολήθηκε με τη φύση του εμβρύου. Θεωρείται το έμβρυο ζωντανός οργανισμός; Και αν ναι, από ποιο χρονικό σημείο και μετά; Σε αντίθεση με την πλατωνική φιλοσοφία, για τους στωικούς το έμβρυο δεν αποτελεί ξεχωριστή οντότητα και η δική τους θέση θα κυριαρχήσει στην κλασική ρωμαϊκή νομική σκέψη. Κατά τη διάρκεια της συμβασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου και του Αντωνίνου Καρακάλλα (195-211 μ.Χ.) θεσπίστηκε διάταξη για την τιμωρία της άμβλωσης, για λόγους όμως εξαπάτησης του συζύγου. Η χριστιανική διδασκαλία προσανατολίστηκε προς την οντολογική αυτοτέλεια του εμβρύου. Η Εκκλησία θεωρεί την παρεμπόδιση της γέννησης ανθρωποκτονία, μόνο αν το έμβρυο έχει ήδη λάβει μορφή ανθρώπου. Ο Τερτυλλιανός παραπέμπει σε χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που επηρέασε τόσο τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα όσο και την «Εκλογή» των Ισαύρων. Πότε όμως έχει λάβει το έμβρυο ανθρώπινη μορφή; Το ερώτημα συνδέθηκε με την απόκτηση της ψυχής. Κατά τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα η ψυχή «εμφυτεύεται» με την είσοδο του σπέρματος στη μήτρα. Ο Τερτυλλιανός προσθέτει ότι η ψυχή μεταδίδεται κληρονομικά από τους γονείς. Αν και, λοιπόν, διαθέτει ψυχή, το έμβρυο αποκτά ανθρώπινη μορφή και υπόσταση μόνο σαράντα ή ενενήντα μέρες μετά τη σύλληψη, ανάλογα με το γένος. Τη φαινομενική αντίφαση αίρει η αριστοτελική διάκριση της ψυχής σε «φυτική», «αισθητική» και «λογική» που αργότερα εμφανίζεται ως επίσημη θέση της Εκκλησίας. Ο Γρηγόριος Νύσσης που υποστήριξε ότι η λογική ψυχή ενυπάρχει από τη στιγμή της σύλληψης είναι ο επιφανέστερος από τους λιγοστούς πολέμιους αυτής της άποψης. Θα τον ακολουθήσει τον 9ο-10ο αιώνα ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας. Χωρία του Γεώργιου Σχολάριου και του Θεοφάνους Μηδείας (15ος αιώνας) αποδεικνύουν ότι οι απόψεις του Αρέθα δεν επικράτησαν.
Ντομένικο Βενετσιάνο, Προσωπογραφία πατρικίας, περ. 1450, Μουσείο Ντάλεμ, Βερολίνο. Η αλαζονική αποθέωση του ανθρώπου χαράσσει το σημείο τομής ανάμεσα στον αρχαιοελληνικό και τον αναγεννησιακό ανθρωποκεντρισμό. Η διαφορά ανάμεσα σε έναν Μανέτι, που αντιπροσωπεύει τον αστικό, θετικιστικό και φιλελεύθερο ουμανισμό των αρχών του φλωρεντινού Κουατροτσέντο, και έναν Φιτσίνο, που σημειώνει τη στροφή προς τον νεοπλατωνικό ιδεαλισμό της εποχής των Μεδίκων, είναι ότι ο πρώτος βλέπει την ολοκλήρωση του ανθρώπου στην πολιτική και πρακτική ζωή ενώ ο δεύτερος εξαρτά την ηθική τελείωση από τον θεωρητικό βίο και την ενατένιση. Ο αριστοτελικός φιλόσοφος Πιέτρο Πομπονάτσι θέτει την ηθική τελείωση ως ύψιστο σκοπό της ζωής. Τον πιο τολμηρό και προφητικά μοντέρνο ορισμό της ελευθερίας δίνει ο Πίκο ντέλα Μιράντολα (1463-1494): βλέποντας ως προνόμιο την ελευθερία του ανθρώπου να επιλέξει τη θέση του στον κόσμο, μεταθέτει ακέραιη την ευθύνη του ανθρώπινου πεπρωμένου στη συνείδηση του ατόμου. Ο Ηρακλής και ο Προμηθέας ήταν οι μυθικές μορφές που ενσάρκωναν την ενεργητική ζωή και τη δημιουργική επινοητικότητα, μια αρετή που εκφράστηκε στο θεωρητικό έργο του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι. Η χαρακτηριστική για την εποχή λατρεία του προσώπου εκδηλώνεται στις βιογραφίες και αυτοβιογραφίες, στις προσωπογραφίες, στους τάφους με το πορτρέτο του νεκρού, στα προσωπικά εμβλήματα, ακόμη και στην ιστορία της τέχνης του Τζιόρτζιο Βαζάρι. Το δόγμα εξανθρωπίζεται και το ρίγος του ανθρώπινου πάθους διατρέχει τις ιερές σκηνές. Οι άυλες βυζαντινές μορφές εμψυχώνονται από ανθρώπινα αισθήματα, αλλαγή που αντανακλάται και στην Παλαιολόγεια τέχνη. Ο εκσυγχρονισμός των θρησκευτικών σκηνών θα ολοκληρωθεί στην Πρώιμη Αναγέννηση τον 15ο αιώνα, όταν οι καλλιτέχνες θα ντύσουν τους ήρωές τους σύμφωνα με το συρμό της εποχής τοποθετώντας τους σε δρόμους και πλατείες μιας πολιτείας.
Χρυσοκέντητος ενεπίγραφος επιτάφιος που φιλοτέχνησε η κεντήστρα Θεοδοσία της Πούλοπος το 1599. Μουσείο Μπενάκη, αρ. αντ. 9338. Οι ενυφασμένες ή κεντημένες υπογραφές στη διάρκεια αυτών των αιώνων μπορούν να ενταχθούν σε ποικίλες κατηγορίες ανάλογα με: α) τον τεχνίτη και τον τόπο καταγωγής, τον τόπο δράσης ή την ασχολία του, β) τους αναθέτες/αφιερωτές ή δωρητές, γ) τις συνδυασμένες υπογραφές κατασκευαστή και αναθέτη, δ) τον κάτοχο και ε) τις τυποποιημένες εκφράσεις στις οποίες οι υπογραφές εμπεριέχονται. Στους βυζαντινούς χρόνους, οι αφιερωματικές επιγραφές αναφέρουν ονόματα αυτοκρατόρων, όχι υφαντών, και χαρακτηριστική είναι η ανωνυμία που καλύπτει τους χρυσοκλαβάριους. Οι ορθόδοξοι καλλιτέχνες αρχίζουν να υπογράφουν τα έργα τους κυρίως από τα μέσα του 16ου αιώνα. Τα εκκλησιαστικά υφαντά και κεντητά συνήθως υπογράφονται, στα κοσμικά οι υπογραφές σπανίζουν. Στους μεταβυζαντινούς χρόνους ο παραδοσιακός τεχνίτης δρα με «ταπεινοφροσύνη» και με τους περιορισμούς που του επιβάλλει η τοπική παράδοση. Τα παλαιότερα ενεπίγραφα κοσμικά κεντήματα προέρχονται από την Κρήτη. Τα δύο παλαιότερα (έτη 1697, 1726) βρίσκονται στο Μουσείο Metropolitan στη Νέα Υόρκη ενώ στο Λονδίνο, στο Victoria and Albert, φυλάσσονται τρία ακόμη παραδείγματα από τα έτη 1733, 1757 και 1762. Μετά την έλευση του Όθωνα επικρατεί μια γενικότερη μόδα αντιγραφής από χαρακτικά. Στο β΄μισό του 19ου αιώνα, καθιερώνονται τα κεντητά μονογράμματα με τοπικές ιδιομορφίες στη Νίσυρο, τη Μικρασία, την Κύπρο κ.α.
Πετράς. Υστερομινωικός ΙΙΙΑ σφραγιδόλιθος από ίασπι. Στη μεγάλη πρωτομινωική νεκρόπολη στην Αγία Φωτιά, τα πολλά κυκλαδικά στοιχεία στα κτερίσματα δημιούργησαν την εντύπωση ότι το νεκροταφείο ανήκε σε αποικία Κυκλαδιτών. Αναζητώντας τον οικισμό στο λόφο των Κουφωτών, αποκαλύφθηκαν δύο κυκλικά κτίσματα της Μεσομινωικής ΙΙ φάσης, ανεπιβεβαίωτης ταφικής χρήσης. Στο τέλος της Προανακτορικής εποχής ανήκει μεγάλο ορθογώνιο κτίριο, μοναδικό σε όλο το Αιγαίο, με κεντρική αυλή και 36 χώρους. Η συμμετρία του, η κεντρική αυλή και η εσωστρέφεια των δωματίων που βλέπουν όλα προς αυτή αλλά και η επιδίωξη μνημειώδους εντύπωσης αποτελούν στοιχεία πρωτοφανή για τη μινωική αρχιτεκτονική. Το κτίριο έζωνε οχυρωματικό τείχος με τέσσερις πύργους. Χίλια περίπου στρέμματα ερευνήθηκαν επιφανειακά. Οι σημαντικότερες θέσεις ήταν από τη Νεοανακτορική εποχή και τον 7ο αιώνα π.Χ. Από το 1985 άρχισε η συστηματική ανασκαφή στην παραθαλάσσια θέση του Πετρά πλάι στη Σητεία, όπου ερευνήθηκαν δύο νεοανακτορικά διώροφα σπίτια που καταστράφηκαν στην Υστερομινωική Ια εποχή. Χαραγμένα σημάδια σε κάποια από τα 500 περίπου αγγεία επιτρέπουν την υπόθεση για ύπαρξη πινακίδων. Βρέθηκε υστερομινωικό Ια ακέραιο λίθινο πατητήρι σταφυλιών και ενδείξεις για κατοίκηση κατά την Πρωτομινωική και Μεσομινωική φάση. Στην κορυφή του λόφου αποκαλύφθηκε μεγάλο νεοανακτορικό κτίριο σχεδόν «μεγαλιθικής» κατασκευής. Εξαιρετικά σπάνιο για την Κρήτη είναι το κυκλώπειο υστερομινωικό Ι οχυρωματικό τείχος με τεράστιους τετράγωνους πύργους. Ο λόφος είχε κατοικηθεί από την Τελευταία Νεολιθική μέχρι την Υστερομινωική ΙΙΙΑ. Τα νεολιθικά λείψανα φαίνεται πως συνδέονται με τα Δωδεκάνησα. Εντοπίστηκε επίσης σημαντικό υστερομινωικό Ι κεραμικό εργαστήριο. Εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα από την πόλη της Σητείας ως τη Μονή Τοπλού δείχνει ότι ο κόλπος είχε πυκνή μινωική κατοίκηση.
Πήλινο ειδώλιο λατρευτή με εγχειρίδιο από το «ιερό κορυφής» του Πετσοφά (περ. 20ός αι. π.Χ.). Είναι το βρέφος της Δίκτης που έθρεψε η Αμάλθεια, Δίας ή «νυχτοπερπατητής» Ζαγρέας, πρόγονος του ελλαδικού Διόνυσου; Οι ρίζες του πρωτότυπου διονυσιασμού βρίσκονται στην αρχαιοκρητική λατρεία του βλαστικού δαίμονα; Ήταν μια μυστηριακή λατρεία των λαϊκών τάξεων, μια θρησκεία εθνική ή κάποιο σύστημα «πρακτικής» μεταφυσικής; Με αυτά τα ερωτήματα κλείνει ο συγγραφέας, έχοντας υποστηρίξει ότι ο κορυφαίος δαίμων γεννιέται από τη Μητέρα-Φύση. Άλλοτε Διογενής, άλλοτε Διόνυσος, άλλοτε Ζαγρεύς κι άλλοτε Ζευς, το παιδί της Φύσης δεν είχε καθορισμένο φύλο, πέθαινε κάθε καλοκαίρι και ξαναγεννιόταν την άνοιξη και είχε σωτήριες, θεραπευτικές ιδιότητες. Ίσως ο «Κρηταγενής» Δίας να ήταν άλλη μια έκφραση του Κορυφαίου αυτού Κούρου που αντιπροσώπευε την αθανασία και λατρευόταν οργιαστικά.
Φωτομωσαϊκό που απεικονίζει τμήμα της ανασκαφής. Οι γεωδαιτικές μέθοδοι αποτύπωσης του χώρου της ανασκαφής, χρησιμοποιώντας θεοδόλιχο, χωροβάτη, μετροταινία και συχνά ηλεκτρονικά όργανα μέτρησης αποστάσεων (EDM), πετυχαίνουν μικρή διάρκεια, μονιμότητα των σημείων αναφοράς και ακρίβεια, δεν διακόπτουν τις ανασκαφικές εργασίες, απαιτούν προσωπικό μόνο δύο ατόμων και δίνουν τη δυνατότητα της δημιουργίας αρχείων δεδομένων και αποτελεσμάτων στον υπολογιστή. Το μειονέκτημά τους είναι η αδυναμία απόδοσης των λεπτομερειών ενός αντικειμένου. Το πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι φωτογραμμετρικές μέθοδοι αποτύπωσης που όμως απαιτούν ειδικά όργανα και ειδικευμένο προσωπικό. Στην αποτύπωση των προϊστορικών ευρημάτων της ανασκαφής στο Μάνδαλο Γιαννιτσών χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός γεωδαιτικών μεθόδων και φωτογράφισης με απλή φωτογραφική μηχανή 35mm.
Αναπαράσταση κεραμικού κλιβάνου Αγ. Τριάδας, Κρήτη. Η εκπαίδευση αρχαιολόγων και ιστορικών δεν τους προετοιμάζει για την αντιμετώπιση θεμάτων τεχνικής και τεχνολογίας που προκύπτουν από ανασκαφές ή αρχαία κείμενα. Συνηθισμένο είναι το λάθος να θεωρείται ο μπρούτζος, κράμα χαλκού και κασσίτερου, «λαϊκό» συνώνυμο του ορείχαλκου, που όμως είναι κράμα χαλκού και ψευδάργυρου, άγνωστο πριν από την Ελληνιστική εποχή. Απαραίτητη είναι επίσης η γνώση των διαφορών ανάμεσα στους κεραμικούς και τους μεταλλουργικούς κλιβάνους. Η έλλειψη τεχνικών γνώσεων αντανακλά και στην απώλεια πληροφοριών. Στη λίθινη επιγραφή από την Ελευσίνα του 4ου αιώνα π.Χ., αναφέρεται παραγγελία για την κατασκευή των μπρούτζινων πόλων και εμπολίων ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνιας Στοάς, που θα ανεγειρόταν μπρος στο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Οι αρχαιολόγοι αναγνώστες της επιγραφής δεν είδαν ότι στην παραγγελία περιλαμβανόταν το αρχαιότερο ευρωπαϊκό πρότυπο, με προδιαγραφές για το μίγμα χαλκού και κασσίτερου. Η επιγραφή αποτελεί επίσης την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την εισαγωγή του τόρνου στην ιστορία των μετάλλων. Καθώς οι τεχνικοί πειραματίζονται με τις πληροφορίες που παρέχουν τα κείμενα, οι μύθοι, η εικονογραφία, συμβάλλουν στην ανασύνθεση της εξελικτικής πορείας των τεχνικών. Ιδιαίτερα χρήσιμη θεωρείται η συστηματική διδασκαλία της ιστορικής τεχνολογίας στα ΑΕΙ.
Βαθμίδα ανάπτυξης πόλης-κράτους και μέγεθος σημερινού οικισμού. Οι πόλεις–κράτη της αρχαιότητας κυριαρχούν από τα μέσα της Αρχαϊκής ως το τέλος της Κλασικής εποχής. Οι σημαντικότερες από τις πόλεις που αποκάλυψαν οι αρχαιολόγοι κατατάσσονται σε τέσσερις βαθμίδες ανάπτυξης, που μετριέται βάσει της ιστορικής παρουσίας τους και των αξιών που μας κληροδότησαν. Στην πρώτη βαθμίδα κατατάσσονται η Αθήνα και η Σπάρτη, στην τέταρτη οι πόλεις που ανέτειλαν και έδυσαν γρήγορα: Μεγαλόπολη, Ραμνούντα, Μαντίνεια, Μεσσήνη, Θέρμο, Στράτο, Κασσόπη και Σαμοθράκη. Στη δεύτερη βαθμίδα κατατάσσονται πόλεις πλούσιες και ισχυρές: Κόρινθος, Άργος, Ρόδος, Θήβα, Θάσος και η Δήλος ως εμπορικό κέντρο. Πόλεις μέσης σημασίας κατατάσσονται στην τρίτη βαθμίδα: Ερέτρια, Αίγινα, Συκιώνα, Δωδώνη, Νάξος, Κως. Η τοπογραφία τους είναι συγγενική και συνδυάζει μια πεδινή ή παραθαλάσσια κάτω πόλη με μιαν Ακρόπολη. Συγγενικές είναι και οι μορφές δόμησης, ακανόνιστης ως τον 5ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται η οργανωμένη δόμηση που αποδίδεται στον Ιππόδαμο. Καθώς το στατιστικό δείγμα των «κυριότερων πόλεων–κρατών» είναι πολύ ελλειπτικό για να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσον η τοπογραφία κυοφόρησε διαχρονικές θέσεις οικισμών, μια τέτοια έρευνα πρέπει να ξεκινήσει αντίστροφα από τους σημερινούς οικισμούς. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ως προς το ότι η βαθμίδα αρχέγονης ανάπτυξης, με μία από τις συνισταμένες της την ομαλή πεδινή τοπογραφία, είναι δείκτης της αδράνειας των οικισμών στο χώρο.
Λαύριο, η εξέδρα. Σκέψεις-σκίτσα για το χώρο. Διδακτική ομάδα αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ απασχολήθηκε με το ζήτημα της χρησιμοποίησης παλαιών κελύφων με προσθήκες, κατεδαφίσεις και αναδιαρρυθμίσεις που θα εξυπηρετούν τη νέα χρήση, θα χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία και θα στοχεύουν στην ανανέωση της μορφής του αστικού χώρου χωρίς να καταργούν την ταυτότητά του. Πραγματοποιήθηκε μέσα στον αστικό χώρο μια κριτική, δειγματοληπτική αξιολόγηση κτιρίων που έχασαν την αρχική τους χρήση και απέκτησαν μια νέα. Οι λόγοι είναι διάφοροι: βαθμιαίος μετασχηματισμός της περιοχής σε «κέντρο πόλης» που τα μετέτρεψε σε επαγγελματικούς χώρους, υποβάθμιση της περιοχής που τα εκκένωσε πριν μετατραπούν από κάποιο δημόσιο φορέα σε χώρο κοινωφελή στο πλαίσιο αναβάθμισης της γειτονιάς κ.ά. Ενδιαφέρουσα ομάδα αποτελούν οι αποθηκευτικοί ή επαγγελματικοί ισόγειοι χώροι που μετατράπηκαν σε θεατρικούς, όπως το Θέατρο της οδού Κυκλάδων ή το Απλό Θέατρο. Στα παραδείγματα που εξετάστηκαν, στην απόφαση χρησιμοποίησης ενός υπάρχοντος περιβλήματος κοινός ήταν ο οικονομικός παράγοντας. Η μετατροπή χρήσης μελετήθηκε για δύο μικρά κτίρια στην περιοχή του Λόφου Σκουζέ. Ερευνήθηκε όμως και η κατηγορία των βιομηχανικών κτιρίων που απαντούν συχνά και προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες επέμβασης. Συγκεκριμένα: ο ατμοηλεκτρικός σταθμός Νέου Φαλήρου, το εργοστάσιο τσιμέντου «Άτλας», το υπόστεγο και η εξέδρα στο Λαύριο και η Δημοτική αγορά Καρδίτσας.
Ενυπόγραφη αθηναϊκή κύλικα με παράσταση κυνηγού από το Vulci (Ετρουρία), 550-525 π.Χ. Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο. Για τους αρχαίους Έλληνες, σημαντικότερη από την κτηνοτροφία ήταν η γεωργία, και η ιδιοκτησία του γεωργικού κλήρου στήριζε την πολιτική διάρθρωση της κοινωνίας. Στις καλλιέργειες κυριαρχούσαν τα δημητριακά, οι ελιές και τα αμπέλια, δώρα της Δήμητρας, της Αθηνάς και του Διονύσου. Η οργάνωση του χρόνου με βάση τις αγροτικές εργασίες αντικατοπτρίζεται σε ονόματα μηνών και σε θρησκευτικές γιορτές. Οι αρχαίοι εισήγαγαν σιτηρά από τη Σικελία, τη Θράκη, τον Πόντο και την Αίγυπτο, παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη θάλασσα και αλάτι από την Ταυρική χερσόνησο και τον Εύξεινο πόντο. Τα πολλά είδη ψωμιού μαρτυρούν τη μεγάλη του κατανάλωση. Τη γεύση ή την οξύτητα του κρασιού βελτίωναν με την προσθήκη θαλασσινού νερού, κιμωλίας, αρωματικών φυτών κ.ά. Σε ανέρωτο κρασί βουτούσαν οι αρχαίοι λίγο ψωμί που μαζί με ελιές και σύκα αποτελούσε το πρωινό τους, το «ακράτισμα». Η πιο αγαπημένη ζωική τροφή ήταν τα ψάρια, ιδιαίτερα τα παστά. Μεγάλη κατανάλωση είχαν όσπρια και λαχανικά, τυρί αυτούσιο ή σε διάφορα παρασκευάσματα, οστρακόδερμα και ακριβά χέλια από τους πλούσιους. Η χρησιμότητα των κατοικίδιων ζώων απέτρεπε τη σφαγή τους κι έτσι καταναλωνόταν κυρίως το φθηνό χοιρινό. Οι φτωχοί έτρωγαν βοδινό στις μεγάλες δημόσιες θυσίες και οι πλούσιοι εμπλούτιζαν το φαγητό τους με το κυνήγι. Στα συμπόσια, μετά το «δείπνον», οι συζητήσεις και η διασκέδαση συνοδευόταν με νερωμένο κρασί, ξηρούς καρπούς και φρούτα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το μέτρο και η εκλεκτικότητα εντασσόταν στην όλη «δίαιτα» του ανθρώπου, με την αρχαία έννοια του «τρόπου ζωής», που ο Ιπποκράτης θεωρούσε πολύτιμη για την υγεία.
Οι συλλογές του Ανθρωπολογικού Μουσείου καλύπτουν όλες τις φάσεις της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου. Το Ανθρωπολογικό Μουσείο, από τα πρώτα στην Ευρώπη, ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο. Μετά από βίο περιπετειώδη λόγω συνεχών μεταστεγάσεων, τώρα στεγάζεται παραγκωνισμένο στο ισόγειο του κτιρίου της έδρας Ιστολογίας και Βιολογίας. Σπουδαίας σημασίας αποκτήματα είναι οι σιδηρόδετοι σκελετοί του Π. Φαλήρου, οστά από την προϊστορική Ασίκη, από τον Άγιο Κοσμά Αττικής και σκελετοί από την Κεφαλονιά και τη Θέρμη, τη Μυτιλήνη και την Κρήτη. Πολύτιμες δωρεές (Butot, Reinach) δημιούργησαν μια ολοκληρωμένη εικόνα εξέλιξης από τη Νεολιθική εποχή ως την εποχή του Σιδήρου. Μεγάλες προϊστορικές συλλογές παραχώρησε και ο καθηγητής Μ. Μητσόπουλος, ενώ ο Α. Μάρκοβιτς κληροδότησε ευρήματα από ανασκαφές σπηλαίων.
Αμφορέας του Εξηκία (530 π.Χ.) με τον Αίαντα και τον Αχιλλέα να παίζουν ζάρια. Η συγγραφέας εισηγείται την εισαγωγή της αρχαιολογίας ως ιδιαίτερου μαθήματος στα ελληνικά σχολεία της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επιχειρηματολογώντας, επισημαίνει ότι οι παραστάσεις που αποκτούν τα παιδιά από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους ή ακόμη και από προβολές διαφανειών ή ταινιών, συμβάλλουν στη βαθύτερη κατανόηση των αρχαίων κειμένων και της ιστορίας. Στην έλλειψη αρχαιογνωστικής κατάρτισης των Ελλήνων αποδίδεται η ξενομανία, η αρχαιοκαπηλία και η διαμάχη με τους αρχαιολόγους σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων. Τέλος, διατυπώνονται προτάσεις για τη μεταβατική περίοδο έως ότου λυθεί το πρόβλημα. Το άρθρο συνοδεύεται από εκτενή βιβλιογραφία που απευθύνεται σε όσους φιλόλογους καθηγητές επιθυμούν να προσθέσουν στη διδασκαλία τους και την αρχαιολογική παράμετρο.
Η πίσω όψη πινακίου με ζωγραφισμένο–εγχάρακτο διάκοσμο. Κόρινθος, β΄μισό 13ου-αρχές 14ου αι. Στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης, κολλημένο στο νότιο τοίχο του καθολικού βρίσκεται παρεκκλήσι με εννέα εντοιχισμένα κεραμικά. Από τρία πινάκια κοσμούν τη νότια θύρα και το παράθυρο της αψίδας, ενώ το παράθυρο του αετώματος στον ανατολικό τοίχο επιστέφουν τρεις σκύφοι. Ένα από τα πινάκια της νότιας πλευράς, κατασκευασμένο στην Κόρινθο στο β΄μισό του 13ου ή στον πρώιμο 14ο αιώνα, αποτελεί θαυμάσιο δείγμα του είδους ζωγραφισμένο–εγχάρακτο (painted-sgraffito). Ίδιας τεχνικής και χρονολόγησης είναι και ο ένας από τους σκύφους. Δύο από τα πινάκια της κεντρικής αψίδας, διακοσμημένα με στυλιζαρισμένα φυτικά μοτίβα, είναι ιταλικά κεραμικά της Πίζας του 15ου ή των αρχών του 16ου αιώνα.
Αρχαιοκαπηλία, ιδιώνυμο αδίκημα.
Η οικία του Ερνέστου Τσίλερ (Μαυρομιχάλη 8). Το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο του ΥΠΠΟ διέψευσε τις ελπίδες όσων περίμεναν να δημιουργηθεί ένας Ενιαίος Φορέας Προστασίας που θα εφαρμόσει και θα επεκτείνει τις ρυθμίσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς στο πλαίσιο της πολεοδομίας ή του περιβάλλοντος. Η προχειρότητα του νομοσχεδίου αποκαλύπτεται στην ίδια τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου: ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Νεοτέρων Μνημείων απουσιάζει, από τα μέλη απουσιάζει ένας αρχιτέκτονας. Μάλιστα, από τον Διευθυντή απαιτείται αόριστη «εμπειρία σε θέματα διοίκησης» και πτυχίο ΑΕΙ οποιουδήποτε κλάδου. Επικίνδυνη κρίνεται τόσο η αοριστία των «οικονομικών» διατάξεων όσο και η απομάκρυνση του ιδιωτικού κεφαλαίου από το παιχνίδι της διατήρησης.
Τελετή αφής Ολυμπιακής φλόγας. Με αφορμή την ιστορία του Μπεν Τζόνσον, ειπώθηκε ότι και στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφοροι τρόποι που επηρέαζαν την έκβαση μιας αγωνιστικής αναμέτρησης. Μια διάταξη των αυτοκρατόρων Ουαλεντινιανού, Θεοδοσίου Α΄ και Αρκάδιου του έτους 389 εντάχθηκε στον Θεοδοσιανό Κώδικα στα τέλη της δεκαετίας 420-430. Ορίζει ότι όποιος ανακαλύψει μάγο πρέπει υποχρεωτικά να τον παραδώσει στη δικαιοσύνη. Η έσχατη ποινή προβλέπεται για όποιον από τους agitatores («ελαύνοντες», μετέφρασαν) ή άλλους τολμούσε να εξοντώσει το μάγο ιδιωτικά. Η διάταξη με αυτούσιο το λατινικό της κείμενο προστέθηκε το 534 στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Επεξήγηση ερμηνεύει τη λέξη «agitatores» ως τους ηνιόχους στις αρματοδρομίες.
Άποψη από τις ανασκαφές στην αρχαία Αντρώνα Φθιώτιδας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
The starting point of our research lies in Louis Dumond's distinction of two diametrically different Types of Individiuals, i.e. the endocosmic and exocosmic one. We wish to test the validity of this general classification by examining the overall situation in the archaic and classical Greece, between the eightth and fourth centuries B.C. First we must make two significant remarks. The first refers to the ancient Greek religion and society, while the second to the concept of individual in itself. Greek polytheism is a religion of endocosmic character. On the other hand, Greek society lacks hierarcy and is characterized by equality. The city defines, under the principle of equality, the body of individuals who comprise it. The second remark defines the concept of individual and individualism. We propose a classification which, although contains a disputable element, permits the clarification of the subject. a. The individual, stricto sensu: His position, role and merit in the social group, his limits, licence and relative autonomy in the institutional framework he belongs to. b. The subject: When speaking for himself in the first person singular, he gives a reliable account of certain characteristics, which define him as a unique being. c. The ego, the person: The entity of practical and psychological approaches, which grant the subject with a property of inwardness and uniqueness that promote it to a prototype, a sole and real being. Let's start from the individual. In order to examine his presence in Greece we have three accesses at our disposal: The individual evaluated as such in his uniqueness; the individual and his personal sphere: the private dimension; finally, the participation of the individual in social institutions, whose function has been of vital and crucial importance already since the classical age. We will refer to two examples of "unusual" individuals from the archaic period. Achilles, the hero warrior, on the one hand and Ermotimos or Epiphanides or Empedocles, the inspired magician, on the other. Already, since the years of the most archaic forms of cities — by the late eighth century — and the Homeric age, two sectors are roughly described, that are both related to and affect each other: the common and the private. The common sector was comprised of all the activities and practices, which must be typical of participation and in which the individual had to partake, if he wanted to be considered a citizen. While the private, was an undivided and absolutely personal sector. The burial rituals and monuments show the predominance of the private over the public sphere, exhibiting a wealth of sentimental bounds, which connected the individual with his human environment. In Attica, until the late sixth century, graves were purposed for a singe burial, thus extending the ideology of the heroic individual, heroic in its uniqueness. Leaving apart the private, we will examine the public sector. There existed: a series of institutions, which helped the promotion of certain aspects of the individual. Two examples, relevant to religious and law institutions, respectively, will elucidate our argument. Apart from the official religion there existed the Mysteries, such as the Eleusinian ones. They were performed under the auspices of the state, although they were accessible to every Greek-speaking individual, Athenian or foreigner, woman or man, slave or master. However, the presence of the individual in the core of public institutions becomes apparent mainly through the law evolution (see, for example, the poenal law and the will). As regards the subject, the use of the first person singular in a text may be interpreted in various ways, depending on the nature of the text and the form of expression. Finally, the Greeks of the archaic and classical era did have a knowledge of their ego, such as of their body, although this knoweledge and experience was different in quality from ours. Ego had weither boundaries nor unity. It was a field open to multiple forces, as H. Frankel has conceived it. This experience was mainly oriented inwards. The individual had to be sought and discovered in his human environment, which reflected like a mirror his image and consisted his alter ego: parents, children, friends. He did not create a closed internal world, which he had to penetrate in order to fully recognize or reveal himself. On the contrary, his justification lies upon the others. A like the eye cannot see itself, the individual is looking around him for self-understanding. The conscience of himsef was not the result of meditation or self-concentration. It was simply existential. Existence comes before the consciousness of existence. Therefore the common saying "l think, therefore, I exist" cannot be applied to an ancient Greek. The care about one's self, as it appeared in the late pagan period, will lead to a new concept of person, granting to the individual of the West his original characteristics and distinct physiognomy. This change took place during the third and fourth centuries AD. Peter Brown has masterly elucidated the circumstances and the impact of this new approach and attitude on the social, religious and spiritual sphere. The appearance of the saint, the man of God, the ascete, introduced a new type of individual who had abandoned the trivial world and set himself free from the bounds of society in order to pursuit his true ego. The search for God and the investigation of ego was the duality of the same lonesome trial. A new form of identity was thus realized: it defined the human being on the base of his inmost thoughts. Here lies the very beginning of the modern type of individual. But this breach with the pagan past also manifested a sequence. These men were not deniers. During their search for God, for themselves, for God in themselves, they were looking at the earth. By gaining a celestial authority, which had sealed their physiognoly so as to be undoubtedly recognized by their contemporaries as real "friends of God", they were judged as qualified to complete their mission on earth. Augustine is an excellent witness of the change in the evolution of the human personality, when he speaks about the abyss of human conscience or when he wonders about the incomprehensibility and multiplicity of mans memory and the mystery of his existence. The new content of person was connected with a different and more intimate relation of the individual with God. Peter Brown underlines the variety of changes, which has affected the structure of ego during the fourth century AD. Thus, he remarks that the special attention and merit given to the supernatural, during this period of transformation, -has bound man to the world more dynamically than ever, by creating new or reformed institutions. The man of Augustine who dares to say "I", when talking to God, stands very far apart from the citizen of the classical city, i.e. the homo aequalis of the pagan antiquity, and is completely remote from the denier or the homo hierarchicus of the Indian civilization.
Human rights are a major issue in our social and political debates, therefore their definition and safeguarding must comprise the climax of democracy and humanitananism and be the prime pursuit of civilization. This article is a concise reference to the course of human rights from the Magna Carta of 1215 to the Universal Declaration of Human Rights of the UN and the relevant European Convention. Its purpose is to make clear the approach of a different society, such as the Athenian, and also to show the singificance of that society's contribution to the present reality of human rights. Human rights in Athens of the fifth and fourth century BC were safeguarded by the democratic regime, which typically was founded with Solon's legislation, but essentially started funcioning under Klesthenes' reformations, and reached its culmination with the so-called Pericles' "μισθοφορία". Seven units are examined in this article: 1. The rights and obligations of the free citizens, the status and content, that is, of the term "Citizen" in antiquity. 2. Women's rights. Although they represented half of the population of the free citizens they were treated as the juvenile of the ancient Greek society, because in all their life they firmly depended on a "master", who was entitled to exercise a strict patronage. 3. The rights of children, mainly boys, during their adolescence. 4. The rights of metics, the immigrants, that is, who were permanently settled in Athens. 5. The limited rights of slaves. They were divided into private and public slaves and, depending on their occupation, into slaves of fields, homes, workshops, mines; the slaves who worked in their own premises comprised a separate category. The conditions under which they could gain the free status are also numbered here. 6. The rights of the hetaerae, this particular kind of prostitute, who were usually someone's concubine for a certain period. 7. Opinions, arguments and declarations of intellectuals, especially sophists, that represent the most advance humanistic ideas of the ancient world and are more progressive than the Christian attitude and theories of St. Paul and other apostles regarding women or slavery.
The historic events and readjustments which took place in the wider Aegean region from the twelveth to the eight century BC, had a great effect on social life and artistic creation. In the eighth century BC the first signed vases appear, a fact meaning that the artist has started becoming aware of his individuality, therefore he proclaimes himself a creator through his signature. The inscription of the artist's name on works of sculpture, that occurs from the sixth century on, has presented us a long, interesting list of sculptors, while poetry and history has also transmitted to us the first eponymous personalities. The first attempts for the representation of realistic figures with individual features appear in the fifth and fourth centuries. The art of portraiture, which flourishes during the Roman period, assigns the prominent role in artistic creation not to the artist but to the work of art.
The answer to the questions revelant to the starting point of the human existence has periodically been related with the evolutionary process of the growth of the embryo. However, it has been founded more on theological theories, influenced by prevailing trends in each era, rather than on scientific, medical arguments. In the sphere of law, these questions are important for the determination of whether and since when, the embryo can be considered as a perfect individual and thus become a legal, protected estate and the object of special care by the legislator.
The principle of the sophist Protagoras that "man is the measure of all things", which summarizes the anthropocentric cosrnotheory of ancient Greek civilization deserves to be the emblem of the Renaissance. On this basis the solidarity and contiguity of the two worlds can be explained as well as the frantic quest for principles and models in the sphere of Antiquity that became an obsession with the Renaissance man. The reorientation from the theocratic content and philosophy of the Middle-Ages to the new anthropocentric ideal of the Renaissance was realized under the omens of the crucial changes, which took place in the economic and social structure. Man' s realization of his potential and, consequently, his self-confidence encouraged him to question traditional values, the authenticity of the "ex revelation knowledge", the superstitions and terrors brought down to hom to him by the medieval period. The entire Humanistic movement, which functioned as the vital spine of Renaissance civilization, was focused on the study of Man; thus, an anthropocentric philosophy was developed, whose main characteristic was the central and prominent position Man held in the world of creation.
The signature, whether embroidered, woven, incised, written, carved or inlaid in various media — tissue, wood, stone, clay — expresses clearly the psychological need of the human being to imprint, by any means, his existence through time and thus, to gain and secure a kind of "immortality"... In this way, and already since the ancient Greek age man, either as a creator or as dedicator, has promoted his work, which in return has distinguished him not only among his contemporaries, but also among his descendants.
The gulf of Siteia, due to its geographic position, is of vital importance for a better understanding of the Minoan civilization, and its foreign relations, in particular. The author of the article has recently conducted a series of excavations and surface surveys both intensive and extensive, which have produced very interesting results. At Aghia Photia, a unique Late Prepalatial (Middle Minoan Ia) rectangular, fortified building was found, probably a predecessor of the Minoan Palace. An intesive survey in the vicinity showed, in addition, an occupation during Minoan and later times. At Petras, the excavation of a Minoan settlement (mainly Late Minoan Ia) begun in 1985. There also exists a big fortification wall of an almost Cyclopean appearance. During the thorough survey of the area twelve new archaological sites were located. Furthermore, a systematic and extensive survey over the entire area of Siteia Gulf revealed several Minoan, mainly coastal, settlements.
Inscriptions, cave excavations and sanctuaries on mountain tops testify to the cult of the Cretan Zeus. A study of the Sphragistics may lead to some conclusions on this orgiastic, mountainous cult. The surviving part of Euripides tragedy Κρήται (= the Cretans) clarifies certain details of the Kouretes ritual. Through this part of the tragedy is reflected a certain relation of Zeus with the Dionysus of the archaic and classical period. It is probable that the Cretan cult was the origin of all later Helladic cults of orgiastic character.
In this paper the use of geodetic methods for the measurement of archaeological excavations is described along with the use of photographs taken with an ordinary 35 mm. camera for drawing up the plans of the excavation area. With the help of the above methods, the measurement of the excavation at the prehistoric site of Mandalos was accomplished.
It is commonly accepted that recently graduated archaelogists do not possess enough knowledge of the notions and technical terminology required later on in museum or excavation work. Thus, they obtain their first knowledge of the various materials used by their ancestors within the archaeological environment. However, this experience is not enough to clarify in their minds basic technical terms, frequent in their scientific engagement, and as a result many things remain obscure. The study of ancient texts by a technician is another interesting subject, in such a text a technician can discover exceptionally important information about ancient technology, while an archaeologist can miss it since he is differently oriented and trained as regards science. An eloquent example is the today famous stone inscription of Eleusis of the fourth century BC. The text refers to a commission for bronze decorative elements. The commission includes in it contemporary technical and chemical standards, therefore its discovery is an important contribution to the history ot technology not only of Greece but also of the entire known world of the era. The inscription was found in the archaeological site of Eleusis in 1893 and was since kept in the small museum as an ordinary exhibit without anyone ever suspecting what extremely valuable information was hidden among the lines of its text. This commission was based on the oldest European prototype, a really thrilling fact! The first natural question that arises is how quality control was kept in that period since such a control would guarantee the model standards and would eliminate risk of adulteration. This argument is also supported by another inscription, which refers to the commission of the goddess Athena's anthemion in the Parthenon and informs us that the price of copper per talandon (twenty five to twenty six kilos) was thirty five ancient drachmas, while tin was exceedingly more expensive reaching two hundred and thirty drachmas for an equal quantity. Therefore, if there was no control, fraud would be only natural.
The most outstanding city-states in ancient Greece are examined in this article according to their topography and town-planning as they have been revealed and interpreted by archaeology. The classification of these city-states into four groups on the basis of their development in antiquity (population, prestige, wealth, colonies) and their symbolic significance in the course of history lead us to certain observations as regards their development and inertness in time and place. With the exception of Delos Island, which long ago has been treated as a museum in itself, the major cities continue to play an urban and political role. The under-developed cities have suffered more than the others from the decay caused by time. As regards topography, the cities of the advanced group are characterized by a regular micro- and macro-topography. They display low altitude and smooth slopes. Thus, topography seems to be related with the town-planning development of the cities through time. This relation between topography (definite and absolutely measurable) and development (hardly evaluated) still remains hypothetic. However, it can be verified if a larger statistic sample including all city-states and their continuation in time is studied, or if a survey of all the contemporary known locations and a search for their "roots" in the past is seriously undertaken and carried out.
The practice of reusing old buildings is a phenomenon common to almost every historic period , mainly in long existing urban centres. The centre of Athens is a handy example.Here, a large number of civil services is housed in buildings originally designed for different functions. The financial factor is primarily responsible for the different use of many such edifices. Today, the expansion of urban centres, the dynamic rearrangement of activities in the cities and the progress of technology along with the realization of certain values - points of reference, all typical of the urban network, raise the issue of conservation of those buildings that have lost their original function . The question of reusing buildings, which have been deprived of their primary function by dynamic city evolution represents an international reality and an important architectural quest of our time. To cover new functional demands that will meet the new needs and the character of the area is a problem, which cannot be solved simply with the production of new buildings and replacement of the old ones. The continuously increasing number of empty shells, not necessarily conservable, creates a demand for a proper realistic policy, which will prolong their life and preserve them for the following reasons: -They are reference points on the urban network. - They play an important role in the continuity and completeness of the urban domain. - They occupy considerable space that makes their replacement financially unprofitable. - They usually exhibit a remarkable quality of architecture. -They possess historical significance. The introduction of new functions to an old building - shell with additions, demolitions and rearrangements, which will serve these new functions, employ the modern technology and aim at renewal of the form of an urban area - with respect for its identity- presents a most interesting challenge for any architect.
Farming to the ancient Greeks was more important than stock breeding. The ownership of a plot of land supported society’s political structure. Cereals were usually cultivated as were olive trees and vineyards, given to the mortals as gifts respectively by Demeter, Athena and Dionysos. The names given to the months and the religious festivals reflect the way the calendar year was organized, according to farming chores. The ancient Greeks imported wheat from Sicily, Thrace, the Black Sea and Egypt, salted fish from the Hellespont and the Black Sea, salt from the Taurus Peninsular and the Black Sea. The many kinds of bread indicated its large consumption. The Greeks improved the taste and acidity of their wine by mixing it with salt water, chalk, aromatic herbs etc. Their breakfast, called “akratisma” consisted of a little bread dipped in undiluted wine and eaten with figs and olives. Fish was a favourite of theirs, particularly the salted kind. They consumed great amounts of lentils and vegetables, cheese in its natural state or specially prepared. The rich enjoyed eels, which were expensive, and shellfish. Domestic animals had their uses and therefore were not slaughtered. Instead, pork being cheap, was consumed. The poor ate beef during the great public sacrifices while the well to do enriched their meals with game. At the symposia, after the dinner “deipnon”, the guests talked and enjoyed themselves, drinking watered down wine and eating fruit and nuts. We can therefore conclude, that man’s “diet” was moderate and selective in the ancient sense of “The Way of Life”, considered by Hippocrates as vital for one’s health.
The museum of Anthropology, one of the first of its kind in Europe, was founded in 1886 by Dr Stephanos Clon. After many adventures due to its constant relocation, it is at present located in a state of neglect on the ground floor of the building of the Biology and Histology Headquarters. Some important acquisitions have been made. Skeletons from Palaio Faliro bound in iron, bones from prehistoric Asiki and Agios Kosmas in Attika, as well as skeletons from Cefalonia and Thermi, Mytilene and Crete. Precious donations made by Bulot and Reinach create a complete picture of the evolution from the Neolithic Era to the Iron Age. Professor Mitsopoulos has donated large prehistoric collections and Mr A. Markowitz has bequeathed finds from cave excavations.
The contribution of Archaeology, a branch of the Humanities, to the assessment of historic truth is a fact beyond doubt. Our knowledge of the History of Man would have been extremely incomplete if it had been based only on philological sources and had rejected the valuable information and data derived from interdisciplinary sciences, such as Archaeology, History and Anthropology. Furthermore. Archaology, due to its educational properties, has a distinct position among the disciplines of Altertumwissenschaft with an educational character. The educational value of Archaeology is apparent in the daily didactic practice, since it is necessary used for the documentation, annotation and enrichment of the knowledge obtained by students, either through History or in courses in Ancient Greek Literature.
Attached to the southern side of the church, in the monastery of Faneromeni, is a chapel containing nine ceramics built into the wall. Three plates decorate the southern door and the window over the arch, while, on the eastern wall, the window of the pediment is crowned by three bowls. On the southern side, one of the plates, made in Corinth during the second half of the 13th century or the early 14th century, is a wonderful example of the drawn incised type (painted sgraffito). One of the bowls belongs to the same period and is of a similar technique. Two of the plates of the central arch, decorated with stylized plant motifs, are Italian ceramics from Pisa belonging to the 15th or early 16th century.
The Bill passed by the Ministry of Culture concerning the safe keeping and protection of the country’s cultural heritage, decrees that each action connected with the illegal dealing in antiquities be considered an offence. These offences are punishable by heavy penalties which have, however, doubtful results. The scale of the penalty influences the way protected works of art are evaluated as a) works of culture, b) prominent works of culture c) cultural works of lesser/minor value. There are several tricky points to be found in the bill. One is the classifying of a piece of work as “prominent” after the offence has been committed. Another is the whole structure of the bill according to police logic, thus favouring informers. Last but not least the absence of concern about the activities of illegal foreign dealers in antiquities in our country.
The eagerly anticipated bill passed by the Ministry of Culture, disappointed all those who expected the creation of a “Joint Body for the Protection of our Cultural Heritage” which would implement and make more room for regulations drawn up on occasions concerning city planning or the environment. The bill’s incomplete quality is made obvious in the manning of the Governing Board. The man in charge of the Directorate of Modern Monuments was absent, as was an architect member of the board. The only actual prerequisite for the Director, is for him to have a vague knowledge of “Management” and a University degree in any subject. The vagueness of “financial” regulations is considered just as dangerous as the removal of private capital from the conservation game.
On account of the Ben Jonson story it was said that, even in antiquity, there were various ways of influencing the outcome of a sporting event. An order of 389 AD issued by the emperors Valentinian, Theodosius A and Arcadius, was later included in the Theodosian Code at the close of the decade 420-430 AD. The provision states that whoever should discover a wizard was obliged to hand him over to justice. The death sentence was given to whichever of the agitators “agitatores” dared kill the wizard in private. This provision with its entire latin text was added to the Justinian Code. A footnote explains the word “agitatores” as meaning the charioteers at the chariot races.
Σχέδιο του John Foster Jr. από τη ζωφόρο του ναού των Βασσών, τώρα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Δημοσιεύονται αποσπάσματα τριών επιστολών που ο Foster απευθύνει στον πατέρα του το 1812 από τη Ζάκυνθο, όπου έχουν εκτεθεί προς πώληση τα γλυπτά του ναού των Βασσών. Ο Foster ενημερώνει τον πατέρα του για την πλούσια συγκομιδή από την «ανασκαφή», εκθειάζει τους θησαυρούς που θεωρεί ανώτερους του Παρθενώνα και τον παρακαλεί να πείσει την αγγλική κυβέρνηση να τους αγοράσει. Τις επιστολές συνόδευαν 37 σχέδια των γλυπτών του ναού στις Βάσσες και τρία σχέδια από το γλυπτικό διάκοσμο της Αφαίας. Σε τρία άλλα σχέδια όπου ο ναός των Βασσών εντάσσεται στο γύρω τοπίο, ο Foster συνδυάζει καταπληκτικά γραμμικό σχέδιο και ακουαρέλα, σε μια τεχνοτροπία γνωστή ως «aquarellierte zeichnung». Το λεύκωμα με τις επιστολές και τα σχέδια, που ο Γ. Σεφέρης δώρισε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ο ποιητής το είχε αγοράσει στο Λονδίνο το 1952 σε δημοπρασία στου Sotheby.
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα από τα βορειοανατολικά. Dodwell, Views in Greece, London 1830. Mοναδικός μας πληροφοριοδότης, o Παυσανίας αποδίδει το ναό του Επικούριου Απόλλωνα στον Ικτίνο. Αλλά ακόμη κι αν δεν τον έκτισε ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα, κάποιος εξίσου εμπνευσμένος δημιουργός συνδύασε εδώ ιδιομορφίες που προσδίδουν στο έργο μυστηριακή χροιά. Σε μια κορυφή του Λυκαίου όρους, σε υψόμετρο 1.130 μ. και σε χώρο ιερό όπου λατρευόταν ένας πολεμικός θεός ήδη από τον 8o αιώνα π.Χ., κτίστηκε ένας ναός που δεν αντικρίζει την Ανατολή αλλά το Βορρά, όπως ταιριάζει σε θεό που ξεχειμωνιάζει στη χώρα των Υπερβορείων. Δωρικού ρυθμού και ιδιαίτερα επιμήκης, ο ναός μοιάζει περισσότερο αρχαϊκός παρά κλασικός. Η ένταση των κιόνων της δωρικής περιμετρικής κιονοστοιχίας είναι η μόνη «οπτική διόρθωση». Ιωνικού ρυθμού είναι ο σηκός και, στον κατά μήκος άξονά του, υπήρχε κορινθιακός κίονας με το παλαιότερο κορινθιακό κιονόκρανο που δεν σώζεται πια. Ο κίονας ενδέχεται να συμβόλιζε τον Απόλλωνα στην ανεικονική μορφή της πανάρχαιης λατρείας του. Στη μαρμάρινη ζωφόρο του ναού, η Κενταυρομαχία και η Αμαζονομαχία με τους πανελλήνιους ήρωες Ηρακλή και Θησέα, ξεδιπλώνονται σε είκοσι τρεις ανάγλυφες πλάκες. Οι ιδιαίτερα πολλοί μεταλλικοί σύνδεσμοι που είχαν βάλει οι αρχαίοι για να προστατεύσουν το ναό από το έντονο σεισμογενές της περιοχής, έγιναν η αιτία της καταστροφής του. Από τη στιγμή που η στέγη με τα μαρμάρινα κεραμίδια κατέρρευσε και το μνημείο δεν μπορούσε πια να χρησιμεύσει ως καταφύγιο, οι γύρω κάτοικοι άρχισαν να το διαλύουν για να αφαιρέσουν το μετάλλευμα. Ό,τι δεν περιείχε μεταλλικό στοιχείο, κίονες περιστυλίου, επιστύλια, πλακόστρωτο δάπεδο, διασώθηκε. Το 1765, ο γάλλος αρχιτέκτονας J. Bocher, που περιοδεύει στην Αρκαδία, αντικρίζει αναπάντεχα το ναό. Το 1812 μια «πολυεθνική εταιρία αρχαιοκαπήλων», οι Haller von Hallerstein, Ch. R. Cockerell, John Foster, Gropius, Bronstedt, Linckh, Otto Magnus von Stackellberg κ.ά., έχοντας ήδη αφαιρέσει τα γλυπτά του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα, καταφθάνουν στις Βάσσες. Με πολυπληθές συνεργείο «ανασκάπτουν» τη θαμμένη κάτω από έναν τεράστιο σωρό αρχιτεκτονικών μελών ανάγλυφη ζωφόρο του εσωτερικού ιωνικού θριγκού του ναού. Η δημοπρασία στη Ζάκυνθο, την Πρωτομαγιά του 1814, την απέδωσε στο Βρετανικό Μουσείο. Η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών αναθέτει στον Π. Καββαδία την αναστήλωση του ναού (1902-1907). Οι φωτογραφίες την περίοδο της αναστήλωσης και τα σχέδια περιηγητών και καλλιεργημένων αρχαιοκαπήλων είναι η μόνη τεκμηρίωση που διαθέτουμε για τις προηγούμενες μορφές του ναού. Στη συνέχεια, οι αρχαιολόγοι Κ. Κουρουνιώτης, Κ. Ρωμαίος και Ν. Γιαλούρης πραγματοποίησαν εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες. Ύστερα από έκθεση του Χ. Μπούρα, το 1975 συγκροτείται επιτροπή με πρόεδρο τον Ν. Γιαλούρη για την προστασία του μνημείου. Διαπιστώνονται τμήματα με ανεπαρκή θεμελίωση. Το 1982, η δεύτερη Επιτροπή Συντηρήσεως εστιάζει στην καταστροφική φθορά του δομικού υλικού του ναού, ενός στρωσιγενούς ασβεστόλιθου εύθρυπτου και ευαίσθητου στις μεταβολές της θερμοκρασίας. Το 1983 αποφασίζεται η εγκατάσταση ενός προσωρινού περίκλειστου στέγαστρου από ελαφρά και ανθεκτική ύλη που εξασφαλίζει στεγανότητα και διαφοροποιείται εντελώς από τις αρχιτεκτονικές γραμμές του μνημείου.
Ο Απόλλων πάνω σε κύκνο πλησιάζει τον ιερό φοίνικα της Δήλου. Ερυθρόμορφο αττικό αγγείο, 4ος αι. π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο
Εργαστήριο εκμαγείων στο υπόγειο του Κέντρου Μελετών Ακροπόλεως. Το Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως που εγκαινιάστηκε το 1987 είναι παράρτημα του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως και χώρος προετοιμασίας των επισκεπτών της Ακρόπολης, ειδικά των παιδιών. Στεγάζεται στο κτίριο Weiler που έκτισε ο ομώνυμος βαυαρός μηχανικός το 1832. Στο ισόγειο εκτίθενται αντίγραφα από τις μετόπες, τη ζωφόρο και τα αετώματα του Παρθενώνα ενώ δύο μικρές αίθουσες θα φιλοξενήσουν τον γλυπτό διάκοσμο του Ερεχθείου και του ναού της Αθηνάς Νίκης. Αντίγραφα έχουν γίνει σε διάφορες ιστορικές περιόδους με αρχαιότερα εκείνα που η αγγλική κυβέρνηση δώρισε στην Ελλάδα το 1846 «σε αντικατάσταση» των πρωτοτύπων που είχε αποσπάσει ο Έλγιν. Ιδιαίτερα πολύτιμες είναι οι παλαιές μήτρες που διατηρούν λεπτομέρειες της επιφάνειας, χαμένες πια στο πρωτότυπο. Σε καμαροσκέπαστο χώρο του υπογείου που θα φιλοξενεί ειδικές εκδηλώσεις, προς το παρόν διατηρούνται το ψηφιδωτό δάπεδο και άλλα ευρήματα της ανασκαφής του 1985-86. Στον 1ο όροφο επιδεικνύεται το έργο που έχει επιτελέσει η Επιτροπή Συντηρήσεως Ακροπόλεως από το 1975. Σε μικρή αίθουσα στεγάζεται προσωρινά η έκθεση «Η ανατίναξη του Παρθενώνος – 300 χρόνια» που παρουσιάζει τον βομβαρδισμό από τον Μοροζίνι αλλά και σχέδια και μακέτες με τα κτίσματα που είχε ο Παρθενώνας σε διάφορες ιστορικές φάσεις. Υπάρχει επίσης αίθουσα διαλέξεων και προβολών. Στο 2ο όροφο στεγάζεται η βιβλιοθήκη Γιάννη Μηλιάδη.
Άγ. Γεώργιος, 14ος αι. Παναγία της Ασίνου, Κύπρος. Η δημιουργία του Μουσείου υπηρετεί την προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας της Μητρόπολης Λεμεσού, που περιλαμβάνει τις ενορίες τεσσάρων Δήμων και 77 κοινοτήτων καθώς και μονές. Το Μουσείο θα στεγαστεί σε κτίσμα του ιταλού αρχιτέκτονα Καφιέρο (1923). Οι συλλογές θα απαρτίζονται από εικόνες και αντικείμενα που έχουν χάσει τη λατρευτική ή τελετουργική τους ιδιότητα. Οι παλαιότερες εικόνες ανάγονται στον 12ο αιώνα, τα εκκλησιαστικά βιβλία από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας, οι χαλκογραφίες και τα αντιμήνσια καλύπτουν τον 16ο ως τον 19ο αιώνα ενώ αντιπροσωπεύονται η χρυσοκεντητική, η κεραμική, η μεταλλοτεχνία, η ξυλογλυπτική, αρχιτεκτονικά γλυπτά και επιγραφές καθώς και επιτύμβιες στήλες από κοιμητήρια του 18ου και 19ου αιώνα
Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου με παράσταση πελαργού που ραμφίζει φίδι, 5ος αι. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 01756. Πίσω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός βρίσκεται το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της Αθήνας, ναός αφιερωμένος στον άγιο Λεωνίδη, επίσκοπο Αθηνών που μαρτύρησε τον 3ο αιώνα. Ο Γ. Σωτηρίου που ανέσκαψε συστηματικά το μνημείο (1916-1917), το χρονολογεί στις αρχές του 5ου αιώνα. Η βασιλική κτίστηκε πλάι στο Μαρτύριον με τα οστά του αγίου και επτά γυναικών που σταυρώθηκαν μαζί του και η ίδρυσή της συνδέεται με την Αθηναΐδα-Ευδοκία, σύζυγο του Θεοδόσιου Β΄. Κρίνοντας από τη μοναδική καλλιέπεια του ναού, η χορηγία της αυτοκράτειρας πρέπει να ήταν γενναία. Για άγνωστους λόγους όμως ο ναός εγκαταλείφθηκε και η τελειωτική καταστροφή του αποδίδεται στο διοικητή της Αθήνας Χατζή-Αλή που το 1778 χρησιμοποίησε υλικά του στην οχύρωση της πόλης. Ο τεράστιος ναός ήταν μια τρίκλιτη ξυλόσκεπη ελληνιστική βασιλική με δύο εγκάρσια κλίτη στο ιερό βήμα και το νάρθηκα. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί στήριζαν ένα είδος τρούλου ή θόλου, γεγονός που καθιστά το ναό μεταβατικό τύπο προς τη μεγαλοπρεπή τρουλαία βασιλική του 6ου αιώνα, στην οποία ο τρούλος του ιερού βήματος μετατοπίζεται στο κέντρο του ναού. Ο νάρθηκας είχε τη μορφή που βλέπουμε στον Άγιο Δημήτριο και την Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης. Οι εσωτερικοί τοίχοι του ναού ήταν καλυμμένοι με ορθομαρμάρωση από πεντελικό μάρμαρο, το δάπεδο ήταν στρωμένο με θαυμάσιο ψηφιδωτό, εξαιρετικός είναι ο διάκοσμος στα αρχιτεκτονικά μέλη. Στα προσκτίσματα του ναού ανήκει η κρύπτη-Μαρτύριον του αγίου Λεωνίδη και ένα πιθανό Βαπτιστήριο.
Στέφανος ο μέγας (1439-1504) και άγιος βοεβόδας της Μολδαβίας. Ο βοεβόδας, τίτλος με σλαβική προέλευση που αποδίδεται στους ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, μέσα στην πολυδαίδαλη οθωμανική διοίκηση καταλήγει να σημαίνει τον αξιωματούχο που μισθώνει το προνόμιο είσπραξης των φόρων των ραγιάδων. Για την τουρκοκρατούμενη Σκύρο του 18ου και 19ου αιώνα γνωρίζουμε ότι ο βοεβόδας συμμετείχε στη δημοσιονομική εξουσία και ασκούσε παράλληλα δικαστικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Ύστερα από την κατάληψη του νησιού το 1538 από τον καπουδάν-πασά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, η Σκύρος υποχρεώθηκε να καταβάλει χίλια δουκάτα το χρόνο. Με βάση ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα της εποχής, συντάσσεται και παρατίθεται κατάλογος των βοεβοδάδων της Σκύρου από το 1739 ως την απελευθέρωση, ενώ η παράθεση συναφών εγγράφων διαγράφει το πλαίσιο της εξουσίας τους.
Τμήμα χείλους πίθου από τον προϊστορικό οικισμό Κυπάρισσος 3 με εγχάρακτα σύμβολα Στην έρευνα για τις σχέσεις της Θεσσαλίας με άλλες περιοχές του κρητομυκηναϊκού κόσμου επιθυμεί να συμβάλει ο συγγραφέας, συζητώντας δύο τυχαία επιφανειακά ευρήματα από προϊστορικούς οικισμούς της ανατολικής Θεσσαλίας, δύο όστρακα με εγχάρακτα σύμβολα. Το πρώτο προέρχεται από τους Γόννους, από το λόφο του Μπεσίκ Τεπέ. Το όστρακο ανήκε σε μεγάλο αγγείο και στην εξωτερική του πλευρά διακρίνεται σύμβολο χαραγμένο πριν το ψήσιμο. Αν και ελλιπές, το σύμβολο όπως μπορεί να αποκατασταθεί είναι πολύ κοινό στην κυπρομινωική και μυκηναϊκή γραφή. Απαντά σε μινωικό ψευδόστομο αμφορέα από την Μπαμπούλα της Κύπρου, στη λαβή ψευδόστομου μυκηναϊκού αμφορέα από τον μεγάλο τάφο ΙΙΙ του Minet-el-Beida (Ras Schamra, Συρία) και σε επιγραφές της Γραμμικής Α, χαραγμένες σε τράπεζες προσφορών στην Κρήτη, στο Ιερό της Σύμης Βιάννου. Το δεύτερο όστρακο προέρχεται από τον προϊστορικό οικισμό Κυπάρισσος 3 και ανήκε σε χείλος πίθου. Εγχάρακτο πάνω του εμφανίζεται, εκτός από ένα αντεστραμμένο ελληνικό Π (πιθανόν αρχικά ένα τετράγωνο), ένα σύστημα οριζόντιων και κάθετων γραμμών ανάλογο με τα αριθμητικά που βρίσκουμε σε κείμενα πινακίδων της κυπρομινωικής και της μυκηναϊκής γραφής (Γραμμικής Α και Β). Αν πράγματι οι οριζόντιες γραμμές δηλώνουν τις δεκάδες και οι κάθετες τις μονάδες, τα σύμβολα αυτά αντιστοιχούν στον αριθμό 24 της κυπρομινωικής γραφής. Για τα αριθμητικά έχουμε παραδείγματα σε όστρακο τροχήλατου αγγείου του 13ου αιώνα π.Χ. από την Έγκωμη και σε θραύσμα πινακίδας από τη Ras Schamra.
Ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Υδατογραφία του Sir William Gell (1774-1836). Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 22945. Πρόκειται για τη μετάφραση του κειμένου που έγραψε ο Friedrich Wilhelm Hamdorf για τον κατάλογο της έκθεσης «Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe». Η έκθεση έγινε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1985-1986. Δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του κειμένου που διατάσσει σε χρονολογική σειρά, από τον 14ο ως τον 19ο αιώνα, τους ξένους ταξιδιώτες στην Ελλάδα και τις εκδόσεις που κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους.
Ροδοδάφνη, κτίσμα του Χάνσεν σε γοτθικό ρυθμό για τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Η Marie-Anne-Sophie Marbois γεννήθηκε στην Αμερική το 1785 και πέθανε το 1854 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον Anne-Charles Lebrun που πήρε τον τίτλο de Plaisance το 1809. Μαζί απέκτησαν μια κόρη, την Caroline-Eliza. Ταξιδεύοντας με την Ελίζα, η Sophie de Plaisance γνωρίζει το 1827 στη Ρώμη τον Καποδίστρια. Η συνάντηση αυτή την παρακινεί και να χρηματοδοτήσει την επανάσταση στην Ελλάδα και να επισκεφθεί τη χώρα. Στην Αθήνα εγκαθίσταται με την κόρη της μετά το 1833 και κτίζει δικό της ξύλινο σπίτι στην οδό Πειραιώς, κοντά στο σημείο όπου θα ιδρυθεί το 1840 το θέατρο Sansoni. Στο διπλανό σπίτι, έμενε ο γερμανός γλύπτης Christian Heinrich Siegel και ο δανός εφημέριος της Αμαλίας Asmus Heinrich Luth. Η γυναίκα του Christiane και η αδελφή της Hanne Fischer (που θα παντρευτεί τον Winstrup) κρατούν ημερολόγια. Το 1847 πυρκαγιά καταστρέφει το σπίτι της Σοφίας. Στο υπόγειο βρισκόταν το φέρετρο με το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της που είχε πεθάνει 10 χρόνια νωρίτερα σε ταξίδι στη Βηρυττό. Πρόσφατες έρευνες σε αρχεία της Κοπεγχάγης ανασκευάζουν την άποψη ότι τα σπίτια και τα παλάτια της Σοφίας στην Αθήνα έκτισε ο Σταμάτιος Κλεάνθης. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο αρχιτέκτονας που τα έκτισε κοντά στη δεκαετία του 1840 πρέπει να ήταν ο Δανός Christian Hansen. Άλλωστε ο Κλεάνθης από το 1835 είχε στραφεί στην εμπορία μαρμάρου. Στη γη που αγόρασε από τη Μονή Πεντέλης, η Σοφία κτίζει πρώτα τη «Μαιζονέτ». Εμπνευσμένη από το ιταλικό στυλ θυμίζει την «Ξενία-Αναγέννηση», το κτίριο λουτρών που σχεδίασε ο Χάνσεν το 1837 για τα Λουτρά της Κύθνου. Στα τετράδια του Χάνσεν βρίσκονται και σχέδια που θυμίζουν το σχέδιο πάνω στο οποίο οποίο κτίστηκαν τα «Ιλίσσια». Το παλάτι αυτό που η Σοφία έκτισε για τον εαυτό της στεγάζει σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Η «Ροδοδάφνη» ή «Καστέλο» εντυπωσιάζει με το γοτθικό στυλ. Αυτό το καλοκαιρινό παλάτι έμεινε ημιτελές και αποπερατώθηκε από το ελληνικό κράτος. Η «Ροδοδάφνη» κτίστηκε παράλληλα με την αγγλικανική εκκλησία Άγιος Παύλος, για την οποία ο Χάνσεν είχε παραδώσει μια πρόταση σε γοτθικό ρυθμό. Δύο ακόμα σπίτια έκτισε η Σοφία στο Πεντελικό, την «Plaisance» που προοριζόταν για χρήση ξενώνα και τον «Πύργο» που έμεινε ημιτελής. Πειστήρια υπέρ της άποψης ότι ο Χάνσεν ήταν ο αρχιτέκτονας της Σοφίας παρέχουν τόσο τα ημερολόγια της Κριστιάνε Λυτ και της Χάνε Βίνστρουπ όσο και γράμματα της ίδιας της Δούκισσας. Το γεγονός ότι ο Χάνσεν άφησε δύο μεγάλα κτίρια ημιτελή οφείλεται στην εκ μέρους του διακοπή της συνεργασίας του με τη Δούκισσα
Τόξα και υποστυλώματα κεντρικού τμήματος της αγοράς στο Άργος. Στο όνομα του εκσυγχρονισμού, ο νεοκλασικισμός μεταφυτεύεται στην περιφέρεια στο πλαίσιο της δημιουργίας αστικής υποδομής σε επαρχιακές πόλεις με έντονο αγροτικό χαρακτήρα, όπως το Άργος ή ο Πύργος. Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την ανέγερση της Αγοράς του Άργους, ο συγγραφέας διαβάζει τον τοπικό τύπο, τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου Άργους αλλά και περιηγητικά βιβλία για να στοιχειοθετήσει τις περιπέτειες της Αγοράς. Η πρωτοβουλία για την ανέγερση της Αγοράς ανήκει στον δήμαρχο Σπήλιο Καλμούχο, τον οποίο η αντιπολίτευσή του υποσκάπτει σταθερά. Ο αρχιτέκτονας του έργου παραμένει άγνωστος. Στην εκσκαφή των θεμελίων αποκαλύπτεται τμήμα του αρχαίου τείχους του Άργους. Μέσα στο σωρό των άλλων προβλημάτων, προκύπτει και η καταγγελία ότι η αγορά καταλαμβάνει μέρος της πλατείας των Στρατώνων του Καποδίστρια. Οι σύγχρονες περιπέτειες της Αγοράς αρχίζουν το 1972, όταν ο Δήμος αποφασίζει να «αναμορφώσει» την πλατεία του Στρατώνα, κόβοντας όλα τα αιωνόβια δέντρα, απλώνοντας το τσιμέντο απλόχερα. Το 1974, η προοπτική ανέγερσης «Διοικητηρίου» στο χώρο της Αγοράς κινητοποιεί την Αρχαιολογική Υπηρεσία Ναυπλίου που κηρύσσει την Αγορά προστατευόμενο μνημείο. Το κτίριο αρχίζει να καταρρέει αλλά η μέριμνα για τη συντήρησή του είναι ανύπαρκτη. Η κρατική αδιαφορία και ο πρωτογονισμός της δημοτικής αρχής επιτρέπει στον κάθε επιχειρηματία να εφαρμόζει τη δική του άποψη περί αναστήλωσης, μετατρέποντας την Αγορά σε πολύχρωμη κουρελού. Τέλος, τον Οκτώβριο του 1988 εγκρίνεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων του ΥΠΠΟ η πλήρης μελέτη αποτύπωσης και αναστήλωσης από τον τοπικό αρχιτέκτονα Κώστα Μακρή.
Το κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου το 1837. Το κτίριο οικοδομήθηκε το 1835 για να στεγάσει το «Βασιλικόν Τυπογραφείον και Λιθογραφείον». Τον Αύγουστο του 1854 οι δύο του πλευρές καταστρέφονται ολοσχερώς από φωτιά. Το 1905 νέο κτίριο ανεγείρεται για το Εθνικό Τυπογραφείο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κ. Βελλίνη. Το 1931-32, στο κτίριο του παλαιού Τυπογραφείου της οδού Σταδίου που είχε ερειπωθεί, εγκαθίσταται το Πρωτοδικείο Αθηνών μετά την προσθήκη του ορόφου και των πλευρών επί των οδών Σανταρόζα–Πανεπιστημίου-Αρσάκη καθώς και τη διαμόρφωση των όψεων. Το 1982, στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδίου με εμπνευστή τον Αντώνη Τρίτση, τίθεται επί τάπητος και η τύχη του κτιρίου του Αρσακείου και των κτιρίων που στέγαζαν το Πρωτοδικείο. Η κατεδάφιση άρχισε στα μέσα του 1985. Ο συγγραφέας με γνωμοδότησή του θεμελιώνει επιστημονικά την ιστορικότητα του παλαιού Τυπογραφείου αποτρέποντας την κατεδάφιση όλων των κτιρίων του Πρωτοδικείου. Έρχεται λοιπόν η ώρα της αναστήλωσης που θέτει ίσως για πρώτη φορά το θέμα της εφαρμογής του Χάρτη της Βενετίας.
Τοιχογραφία με φυτικά κοσμήματα και κρίνους από την «Έπαυλη των Κρίνων» στην Αμνισό. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf. Η Αρχαιομετρία είναι ανάμεσα στα θέματα του Α΄Επιστημονικού Συνεδρίου Γεωφυσικής που θα γίνει στην Αθήνα από 19 μέχρι 21 Απριλίου 1989 – Από 19 μέχρι 24 Μαΐου 1988 έγινε στο Τορόντο του Καναδά το 26ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας – Διεθνές Συνέδριο έγινε στην Αθήνα από 19 μέχρι 23 Σεπτέμβρη 1988 με τίτλο «Η Τεχνική Γεωλογία στη μελέτη, διατήρηση και προστασία των έργων της αρχαιότητας, των μνημείων και ιστορικών χώρων»
Extracts are published from three letters that Foster sent his father in 1812 from Zante, where the sculptures from the temple of Bassae were on display for their sale. Foster informs his father of the excavations’ rich “harvest” as he calls it. He praises the treasures which he considers superior to those of the Parthenon and asks his father to convince the British Government to buy them. The letters were accompanied by thirty-seven drawings of the sculptures from the temple of Bassae and three drawings of the temple of Aphaia sculptures. In three other drawings where the temple of Bassae is incorporated in the surrounding landscape, Foster marvelously combines line drawing and watercolour in a technique known as “aquarellierte zeichnung”. The album with the letters and drawings donated by G. Seferis to the Gennadios Library was bought by the poet in London in 1955 at a Sotheby’s auction.
The Ictinian temple at Bassae is located in an area sacred, at least since the geometric age. The archaeological excavations proved that at this same site and already since the eightth centyru BC a martial god was worshipped, because most of the finds are weapons. In the seventh century BC the Phigalians dedicated a temple to Apollo, an ally in war time, who later, in the classical period, becomes a healer. The architectural finds confirm that an archaic temenos, with one or probably two temples, existed before the Ictinian temple. The temple at Bassae, of Doric order, is an especially long building reminding more of an archaic than a classical temple. The columns of the perimetrical colonnade show an entasis and this is the only "visual correction" found in the building. The four pairs of Ionic half-columns along the long walls of the nave, the marble frieze, the Corinthian column and the door leading to the adyton form an admirable composition and make the temple unique in its kind. The Destruction of the Monument. The ancient builders of the temple, being aware of the intense seismic character of the region, used a multitude of metallic joints in its construction. However, the iron and lead of this exceptionally large number of joints reinforcing the building ironically later became the main reason for its destruction. The Temple in Recent Years. Scientific Research. The Looting. The temple had been forgotten in its wilderness for many centuries and the only people who were aware of its existence were the inhabitants of the vicinity. In 1765, when the French architect J. Bocher was touring Arcadia, he came upon a monument of the classic period, where almost all the columns were still standing, and he immediately identified it as the temple of Apollo Epikourius mentioned by Pausanias. From then on, Bassae will become one more pole of attraction for European travellers. Artists, scientists, antiquities smugglers. Philhellenes and others visit Bassae in abundance. They write, paint, study the architecture, or reconstruct graphically the monument, record its peculiarities in form and order and occasionally they loot the monument. Celebrated personalities of politics, diplomacy, art and science such as Chandler, Fauvel, Leake, Pouqueville, visit the ruins of the superb edifice. The discovery of the monument attracts the interest of the Europeans greatly. As an immediate result an expedition of "antiquity lovers", manned with Hallervon Hallerstein, Ch. R. Cockerell, John Foster, Gropius Bronstedt, Linckh, Otto Magnus von Stackellberg and others, arrive at Bassae in June 1812. The members of this group having located at Bassae from their visit on the previous year , the marble frieze of the temple "buried" under a huge pile of architectonic members, manage to claim it and to export it to England for permanent exhibition in the British Museum. It must be noted here, that during this looting three valuable works were realized; the morphologic and rhythmologic study of the temple by the painter and architect Haller von Hallerstein, the study and representations of the temple by the archaeologist and artist Otto Magnus von Stackellberg who is credited with the first publication of the monumentand finally, detailed plans of the temple and drawings of its frieze were made by J. Foster. Twenty years after the looting, in 1833, when Greece had already become an independent country, the "Expedition Scientifique de Moree" worked out a series of plans, measured drawings and graphic representations of the monument that although are imperfect, offer a valuable contribution to the research of the temple (Expedition Scientifique de Moree, Paris 1833). Equally valuable are also the exceptionally accurate measured drawings made by Denis Lebouteux (1853). The Restoration Made by the Archaeological Society. The Basic Problems of the Building and the Concern About it Today. From 1902 to 1907 the Archaeological Society of Athens had commissioned P. Kavadias to realize a wide program of works aiming to the full restoration of the original form of the temple. The result of the efforts undertaken at that time is the temple almost as it stands today. The only documentation of the monument at our disposal, besides the representations and plans made by travellers, are the photographs taken before and during the restoration works of the years 1902-1907. In our country the archaeologists involved in solving the peculiar problems of the temple, are Kourouniotis, Romaios and since 1959 Yialouris. The latter continues the research so that the study of the temple foundation and the checking of its preservation could become feasible. In 1965 Professor Chr. Bouras supervised certain consolidation works of limited scale and at the same time he made a report emphasizing the urgent measures, which should be taken for the protection and restoration of the monument. The first committee for the protection of the temple was formed ten years later, in 1975. It authorized the architect-archaeologist A. Petronotis to constitute a working group of scientist of various, relevant specialities. This group continued its work up to 1979. New excavations were undertaken inside the temple under the supervision of N. Yialouris and J. Travlos. According to the well-known principle of ancient Greek architecture, the foundations of a building should be laid on solid rock. However, certain parts of the Apollo temple foundations have been laid on a softer subsoil. As a result the temple crepis has dissimilarly subsided and the horizontally of the stylobate has been distorted. In addition, limestone, the building material of the monument, being sensitive to the changes of temperature has crumbled badly. In the fall of 1988, the committee adopted Professor Skoulikidis' proposal to install a closed shelter for the protection of the monument. The shelter will remain there until all the works, necessary for the permanent and essential protection and conservation ot the temple have been completed.
The temple of Apollo Epikurius at Bassae did not lie isolated on the slope of Kotylion Mountain. On the contrary, it is certain that it stood among numerous buildings, some even monumental, of the archaic and classic period. This is also ascertained by Ludwig Ross and later scholars. Therefore, we are obliged to revise the image of the temple as it was created by the romantic mood of the 19th century, which had located the temple "in the solitude and wild nature of the Arcadic landscape" The building density in the researched areas, especially north of the temple, is obvious in the topographic plan, although the phase of excavation shown in it is not the final. The buildings arrayed to the north across the temple are monumental edifices, but we do not know their function as yet. On the North and Northwest and close to the temple, four sites offered ample evidence, that a quantity of limestones, for the erection of the temple, had been quarried there. From the excavations of the same area come the most important finds dating, in their majority, from the archaic period. Only few, found in the upper layers, were classic sherds, while votive weapons (iron and bronze spear and arrow heads, minute bronze helmets, leggings and shields ) undoubtedly, offerings to the Bassitis Apollo, who at that time must have been worshiped as a martial god, were found in abundance. Remnants from melting and casting metals were also found in abundance, a fact indicating the existance of metallurgic workshops, built close to the temple. The great number of small vases made of friable clay, which imitate Corinthian, Laconian and Elian pottery, must also be ascribed to local workshops. On the other hand, the imported minor-arts objects are also man: Elian, Corinthian, Laconian, as well as lead offerings. From the rest finds worth mentioning are: a. A bronze horse statuette with a compact perforated base, from the late geometric period. b. A bronze rein ornament, from the late geometric period. c. A clay statuette of a woman enthroned, from the archaic period. d. An iron statuette of a male figure (Apollo), from the early seventh century BC. e. Bronze mirrors. f. Male figures on cut-out, metallic sheets. g. A bronze head of Athena, from the late geometric period. h. A late geometric bronze statuette of a Kouros (Apollo) from an Arcadian workshop, whose craftman-ship reminds of woodwork. Until recently we had no indication of the location of the archaic temple, apart from the architectonic members belonging to it. The 1970s excavations (1970, 1975-77) proved to be especially important. The foundations of a large rectangular archaic building, which had remained unnoticed, were discovered during the 1970 research on the south of the Ictinian temple. Both edifices have the same orientation. During the 1980 excavation a few trenches were made on the pteron stylobate and in the cella, the latter so deep as to reach the natural rock. Finally, another trench on the west pteron revealed a wall of flat, unhewn stones, that runs parallel to the side toichobate of the cella. It should be noticed that the upper layer of this wall corresponds, as regards its depth, to the floor pavement of the cella. The finds of both trenches, on the west pteron and the cella are archaic. Therefore, one could conclude that the cella pavement and the wall probably belong to the archaic, pro-Ictinian temple. The fact that the wall runs parallel to the cella wall means, that the archaic temple had the same orientation with the Ictinian one, alike the archaic edifice mentioned above. Furthermore, one of the two small temples close to the Kotylion peak is also oriented from north to south, as is also the case with two other Area-die temples: that of Athena at Aliphei-ra and the Doric one, which we located in 1969, at Prassidaki, close to Lepreon. Consequently, the orientation of the Ictinian temple was dictated by special reasons, cult reasons for sure, prevailing particularly in Arcadia. Which are these cult reason? Before we answer this question we must remind, that the orientation from north to south is not the only peculiarity of the temple. The Corinthian column at the far end of the cella, where in the Greek temples usually stood the cult statue of the god, is another peculiarity. But, let us go back to the N-S orientation. We should recall the close relation of Apollo with the Northern Countries, where Apollo had his dwelling and the eponyme "Hyperborios". From there he comes every spring in Greece, inhabiting two of its most importand religious centres, Delphi and Delos. To an aboriginal cult can probably be also ascribed the peculiar Corinthian column in the cella, for which no satisfactory explanation has been proposed as yet. According to a most ancient tradition the deity is represented under the form of a column, pillar, cube, pyramid, cone or tree. This notion goes back, at least, to the Minoan and Mycenaean era and is also present in eastern religions. In the temple of Apollo at Bassae his cult as Hyperborios recalls the column-shaped Hyperborios Apollo Agyieas, whose presence in the entire region is manifested in many ways and leads our thought to the solitary Corinthian column raising in the temple. It is different from the half-columns not only for its marble capital, which is Corinthian, while those of the half-columns are Ionic; but also for its dissimilar in shape and volume base and the appearance of its shaft, which is more slender than that of the half-columns. Finally, it must be added that the actual parts of this column, that have been recently discovered in the surface layers around the temple, make the column reconstruction more accurate.
The Acropolis Study Centre, opened in 1987, is an annex of the New Acropolis Museum and a preparatory area for visitors to the Acropolis, for children especially. It is located in the Weiler building built in 1832 by the Bavarian civil engineer of that name. On the ground floor is an exhibition of the metopes, the frieze and the pediments of the Parthenon, while two small halls will host the sculptures of the Erechtheion and the Temple of Athena Nike. Copies of the sculptures have been made over different periods. The oldest ones are those given to Greece in 1846 by the British Government “in replacement” of the originals taken down from the Parthenon by Elgin. The old moulds of the sculptures are particularly precious, because they show surface detail, now lost in their original state. Special events will be held in a vaulted room in the basement where, for the time being, a mosaic floor is preserved as are other finds from the 1985-1986 excavations. On the first floor, work is on display done since 1975 by the Acropolis Conservation Committee.
The founding of the museum helps protect church property belonging to Lemesos Cathedral which includes the parishes of four boroughs and seventy-seven communities, not counting the monasteries. The museum will be housed in a building designed by the Italian architect Cafiero (1923). The collections will include icons and objects that have lost their ritualistic or devotional character. The oldest icon belongs to the 12th century, the ecclesiastical books come from the Greek painters’ press in Venice, the copper plate engravings and the altarcloths span the 16th to the 19th century. There are items of embroidery in gold thread, ceramics, metalwork, wood carvings, sculptured architectural elements, inscriptions and headstones dating from the 18th and 19th centuries.
In downtown Athens and in the area behind the ruined temple of Zeus lies the unknown to many Basilica of Leonidis, the oldest Christian monument of the capital. It was erected in the fifth century in honour of Leonidis, bishop of Athens, who suffered martyrdom in 250 AD during Decius persecution. The building was a representative example of the transitional type — from the simple, timber roofed to the domed basilica. The late G. Soteriou made the thorough excavation and study of the church during the years 1916-1917. The basilica was probably founded in the years 423-450 by the Byzantine Empress Athenais-Eudocia, wife of the Emperor Theodosiue II .Adjacent to the basilica was a crypte-martyrium, where Leonidis' relics were kept, and another edifice, a baptisterium, in all probability. The basilica itself was very carefully built and richly decorated with marble walls, mosaics and sculpture. This Early Christian monument of Ilissos properly fills the gap in the continuous artistic and cultural evolution of the city of Athens.
The Voevod, a title of Slavonic origin, given to rulers of the countries bordering on the river Danube, ultimately has the meaning of an official who buys off/hires the privilege of collecting taxes from the Greek serfs (ragiades). On the island of Skyros, under Turkish rule, we know that the voevod participated in the financial side of government and had both judicial and administrative responsibilities. After the occupation of the island in 1538 by Capoudan Pasha Hairedin Barbarossa, Skyros was forced to pay one thousand ducats a year. Based on private and public documents of the time, a catalogue has been drafted of the Voevods of Skyros from 1739 AD up to the time of Liberation. The citing of similar documents gives one some idea of the Voevods’ authority.
This is the first presentation of two inscribed shards, surface finds from a topographic survey carried out recently in the plain of East Thessaly. The one shard was found on the wellknown site of Gonnoi, lying on the NW of the entrance to Thessaly from Tempi Valley. The site shows a prehistoric settlement, lasting from the Early Neolithic to the Late Bronze Age and is located only 300 m. to the south of Gonnoi of the classical period. The shard was incised before firing with a symbol very common to the Cypro-Minoan and Mycenaean texts (J. Chadwick. The Decipherment of Linear B, 2nd edition, Cambridge 1967). This symbol occurs not only in tablets but also on other sorts of objects, either alone, e.g., on handles of stirrup jars or in combination with other symbols of the Cypro-Minoan texts and of the Linear A and B. The other shard comes from Kyparissos 3, seventeen kms south of Larissa. This site, an unknown until now settlement, was located during the aforementioned topographic survey. The surface finds coming from there also show a prehistoric inhabitancy from the Early Neolithic to the Mycenaean period as well as during the classic years. The shard, part of the rim of a pithos, was incised, after firing, with a linear pattern formed by two horizontal, four vertical lines and a symbol resembling a quadrilateral; from the latter only the fourth side has not been entirely preserved. The pattern of the two horizontal and four vertical lines can very well be considered as a number of the Cypro-Minoan and Mycenean writing system, in this case, the number 24. The horizontal lines stand for the decades, while the vertical ones for the units (J. Chadwick. op. cit., p. 44}. We know many examples of this numbering system, since it appears on tablets and also on a variety of objects, such as shards of pottery or on a silver skyphos from Engomi. The two presented shards were found on sites, also inhabited during the Mycenean period.They are surface finds and, due to their preservation, can not be precisely dated. Nevertheless, they can be regarded as promising indications for the discovery of more relevant data in the future. They also support the argument that Thessaly can well be ascribed to the broader area of the Agean, East Mediterranean and Cyprus, where a common system of writing notions and numbers were in use during the Late Bronze Age.
This article is a translation of the treatise written by Friedrich Wilhelm Hamdorf for the catalogue of the exhibition “Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe”. The exhibition took place in the Munich Glyptotech in 1985-1986. Here we publish the first part of the treatise, where Hamdorf chronologically records travellers to Greece from the 14th to the 19th century, and the editions of the travellers’ publications.
Marie-Anne-Sophie Marbois was born in Philadelphia, USA, on April 2, 1785 and died in Athens on May 14, 1854. In 1802 she married the French officer Anne-Charles Lebrun, in Paris. Four years later her father-in-law was granted with the duchy of Piacenza in N. Italy. Thus, both Sophie and Charles acquired the title "de Plaisance" (1809). Much of the information about the duchess de Plaisance derives from letters and literary texts of the period. She was eccentric and very wealthy. The duchess had a daughter, whom she adored and when the latter died, Sophie de Plaisance had her embalmed and kept the body in one of her numerous mansions in Athens, where she had settled since 1830. The literary sources mention Christian Hansen as the architect responsible for the edifices Sophie de Plaisance built, while from 1920 on, the Greek St. Kleanthis is considered to be the architect, who designed the houses and palaces of the duchess (see, bibliography). However, "Rododaphni" and "llissia", both in Gothic style, "Maisonette", in Italian style, "Plaisance" and the Tower were all built during the years that Hansen was architect to the duchess. Hansen also built another series of edifices in Greece (Baths at Kythnos, Anglican Apostolic Church, etc.), which he designed in the same period and in a style similar to that of the buildings owned by Sophie de Plaisance.
The municipal market of Argos. one of the most important buildings of neoclassical architecture in Greece, reaches its centennial next year . The author, in order to write this article has analyzed and utilized the archives, the minutes, that is, of the municipal council of Argos, as well as all relevant information deriving from the local press of Argos from the mid-19th century until now. His analysis focuses on three points. The decision for the erection of the market and the reactions it caused, the procedure of the erection, the adventures the building went through until recently, when a thorough study for its restoration was made, which has been approved by the Ministry of Culture and is going to be realized. The history of the building and the views stated have the additional objective of placing the facts — researched and exposed here for the first time — within the general framework of past and present, thus, on the basis of the recently available data the issue of the erection and restoration of the Argos Market is related to decisive mentalities, social circumstances and conflicts. The article focuses on the history of the building and does not deal with architectural analysis or the form and style of the edifice, although it thoroughly refers to the architect who has designed its plan.
The building was constructed in 1835 to house the Royal Printing Press and Lithograph Press. In August 1854, both wings were totally destroyed by fire. In 1905 a new building was erected designed by the architect K. Bellini, to become the National Printing Press. In 1931-1932, the Athens Court was housed in the old, ruined building of the old Printing Press on Stadiou street. Another storey was added to it as well as the lateral wings facing the corner of Santa Rosa St., Panepistimiou St., and Arsaki. The façade was also reconstructed. In 1982, as part of a general plan thought up by Antonis Tritsis, the fate was decided for both the Arsaki building and those housing the Athens Court. Demolition started in 1985. The author of this article lent his expertise in establishing the Athens Court as a historical building and deterring its demolition. The time is ripe for this building’s restoration which, possibly for the first time, raises the issue of implementing the Charter of Venice.
Μελανόμορφη κορινθιακή οινοχόη, στην τεχνοτροπία του Ζωγράφου του Dodwell. 600-575 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Α 00262. Παρουσιάζονται τα πιο γνωστά σχήματα αγγείων και αναφέρονται οι κυριότερες χρήσεις τους. Τα αγγεία διακρίνονται ως προς το σχήμα σε κλειστά και ανοιχτά και ως προς τη χρήση κατατάσσονται σε διάφορες ομάδες. Εδώ παρουσιάζονται τέσσερις από αυτές: 1. Αποθηκευτικά αγγεία: πίθος, αμφορέας, πελίκη και στάμνος 2. Αγγεία για τη μείξη οίνου με νερό: κρατήρας (κιονωτός, ελικωτός, καλυκόσχημος και κωδωνόσχημος), λέβης ή δίνος 3. Αγγεία για την ψύξη του οίνου: ψυκτήρας 4. Αγγεία άντλησης και σερβιρίσματος οίνου: κύαθος, οινοχόη, λάγυνος.
John William Waterhouse, «Ηχώ και Νάρκισσος», 1903. Walker Art Gallery, Λίβερπουλ. Η θετική επιστήμη της Βοτανικής θεμελιώθηκε στην αρχαιότητα και καλλιεργήθηκε στον αραβικό κόσμο. Στα 372 π.Χ. ο Θεόφραστος συνέγραψε την Περί φυτών ιστορία, ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στην ταξινόμηση των φυτών και ίδρυσε το 350 π.Χ. τον Βοτανικό κήπο. Ο Διοσκορίδης τον 1ο αιώνα π.Χ. έγραψε το Περί ιατρικής ύλης, τον Γαληνό απασχόλησε η εμπορία των φαρμάκων από πλανόδιους βοτανολόγους. Διάσημοι βοτανολόγοι υπήρξαν ο Φάνιος και ο Πλίνιος και το έργο τους προέκτειναν ο Μάρκελλος Εμπειρικός και ο Σκριβώνιος Λάργος τον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ. Αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές γνώσεις μεταφυτεύτηκαν στην Ισπανία από τους Άραβες τον 10ο αιώνα μ.Χ. Στην Κόρντοβα, το Τολέδο και τη Σεβίλλη, άραβες βοτανολόγοι με διασημότερο τον Αβερρόη αναδείχθηκαν στους πατέρες της παγκόσμιας βοτανολογίας. Το δέος του ανθρώπου μπρος στην αναπαραγωγή της φύσης και την ανοιξιάτικη μαγεία αποτυπώθηκε στο μύθο και τη λατρεία. Σαν άλλη θεά του ιερού δέντρου στους μινωικούς σφραγιδόλιθους, η Αριάδνη ήταν θεά της βλάστησης και των δέντρων. Ο Δίας ήταν ο μυθικός τιμωρός του όμορφου Υάκινθου, ο Νάρκισσος ξαναγεννιέται κάθε άνοιξη. Ο κισσός, το αμπέλι, η δάφνη κι η βαλανιδιά είναι ιερά φυτά της βακχικής λατρείας προς ένα θεό που στην επιφάνειά του παίρνει συχνά «φυτική» μορφή. Οι Μαινάδες, οι Κορύβαντες, η Πυθία στους Δελφούς βρίσκονταν υπό την επίδραση ισχυρών παραισθησιογόνων, όπως η ινδική κάνναβις ή το όπιο. Τέτοια παραισθησιογόνα που παρέχουν ανεπίτρεπτες σαρκικές ηδονές και οδηγούν στην απώλεια της νηφάλιας συνείδησης θεωρήθηκε πως αντιβαίνουν στο χριστιανικό πνεύμα και καταδιώχθηκαν από την Εκκλησία.
Στο «Σπίτι των τοιχογραφιών» της Κνωσού το «γαλάζιο πουλί» φωλιάζει ανάμεσα σε βράχια, άγρια ρόδα και ίριδες. 1500 π.Χ. περίπου. Μαζί με τα άλλα προϊόντα αρωματικών φυτών που αναφέρονται στις πινακίδες της Γραμμικής Β του 13ου αιώνα π.Χ., εμφανίζεται και κάποιο po-ni-ki-jo που αποδόθηκε στα ελληνικά ως «φοινίκιον». Πρόκειται για το άρωμα της αρχαίας Φοινίκης που οι αρχαίοι ονόμαζαν λάδανον ή λήδανον. Είναι η κομμεορητίνη των φύλλων μικρού θάμνου που λέγεται κίσθος ή κίσθαρον ή κίσσαρον (Cistus Creticus Boissieri). Τα άνθη του εικονίζονται στη νωπογραφία της Κνωσού «γαλάζιο πουλί». Ένα άλλο φυτό από τα Δικταία όρη είναι ο δίκταμος (Origanum Dictammus L.), τονωτικό και διεγερτικό που δικαιωματικά παίρνει την επονομασία theangelis. Και στα δύο φυτά αποδόθηκαν πέρα από τις θεραπευτικές και μαγικές ιδιότητες.
Η στεφάνη από ένα μόνο τμήμα του Convolvulus athaeoides, όμορφη κισσάμπελος, πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα. Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου και υπήρξε πιστός μαθητής του Αριστοτέλη. Όταν εκείνος εξορίζεται από την Αθήνα (323 π.Χ.), τον διαδέχεται στο Λύκειο. Ο Θεόφραστος ήταν άνθρωπος του «πεδίου». Οι γνώσεις του προέρχονται από προσωπικές παρατηρήσεις και έρευνες κοντά σε χωρικούς, γεωργούς και ξυλοκόπους. Όσον αφορά το φυτικό κόσμο, η περιέργεια του Θεόφραστου ήταν καθολική, όπως είναι ολοφάνερο από το περιεχόμενο του έργου του Περί φυτών ιστορία, σε εννέα βιβλία, και Περί φυτών αιτίαι, σε έξι βιβλία. Η Περί φυτών ιστορία είναι αναμφίβολα καρπός ομαδικής εργασίας. Οι ακριβέστατες πληροφορίες του Θεόφραστου για την αιγυπτιακή ή λιβυκή χλωρίδα λίγη σημασία έχει αν συλλέγησαν από τον ίδιο ή μέσω του Καλλισθένη που ο Αλέξανδρος είχε στείλει σε επιστημονική αποστολή προς τις πηγές του Νείλου. Το ίδιο ισχύει και για την Περσία και την Ινδία. Το βέβαιο είναι ότι οι αναφορές που έφερναν οι ομάδες είχαν συγκροτηθεί με τις δικές του μεθόδους. Πώς όμως καταφέρνει ο Θεόφραστος να προσδιορίζει τα φυτά με τρόπο που το ευρύτερο κοινό να μπορεί να τα καταλαβαίνει; Για τα εξωτικά φυτά, προσφεύγει είτε σε κοινά ονόματα είτε σε περιφράσεις. Για την ελληνική χλωρίδα επωφελείται κυρίως από την περιγραφικότητα του ονόματος των φυτών: το «αντίρρινον» ονομάστηκε έτσι, εξηγεί ο Θεόφραστος, «επειδή ο καρπός εμφανίζεται σαν να έχει ρουθούνια (ρίνες) μόσχου». Στο δύσκολο πεδίο της ταξινόμησης, ο Θεόφραστος ακολουθεί την αριστοτελική διάκριση σε γένη και είδη. Διαιρεί τα φυτά σε δένδρα, δενδρύλλια, υπο-δενδρύλλια, ποώδη φυτά, σε καλλιεργούμενα και άγρια είδη, σε χερσαία και υδρόβια είδη. Με στόφα γνήσιου επιστήμονα, ο Θεόφραστος περιγράφει εξονυχιστικά αυτό που βλέπει χωρίς ούτε να αποσιωπά ό,τι τον φέρνει σε αμηχανία ούτε να προδικάζει ό,τι του διαφεύγει. Οι επιφυλάξεις του μαρτυρούν πως ο Θεόφραστος είχε συνείδηση πως έκανε έργο πρωτοπόρου αφήνοντας σε άλλους την ολοκλήρωση των βοτανικών γνώσεων τις οποίες εκείνος προήγαγε σε επιστήμη.
Μπελαντόνα, Άτροπος η Ευθαλεία (Atropa Belladona). Πατέρας της βοτανολογίας θεωρείται ο Θεόφραστος, αν και γιατροί όπως ο Ιπποκράτης ή ο Γαληνός αναφέρονται επίσης στις φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών. Συγγράμματα για φυτά αποδίδονται και στον Πλίνιο, τον Παράκελσο και τον Διοσκορίδη, ο οποίος στον Μεσαίωνα μεταφράστηκε και στα αραβικά. Δεκαεννέα λήμματα για φαρμακευτικά φυτά παραθέτει εδώ ο συγγραφέας δίνοντας τη λατινική τους ονομασία καθώς και τα πολλαπλά τους ονόματα. Πρόκειται για: την μπελαντόνα, τον μπελελέ, το μανδραγόρα, την ντάτουλα, την ινδική κάνναβη, την παπαρούνα οπίου, τη βατομουριά, τη λάππα, το χαμολεύκι, το στομαχοβότανο, το βουνόκεντρο, το τίλιο, τη νερομολόχα, τον ιξό, τη μουριά, το περδικάκι, το μαϊντανό, το καρότο και το μενεξέ.
Εγκατάσταση ελαιοπιεστηρίου (;) ή «πατητηριού» για κρασί από το ανάκτορο της Ζάκρου (Ν. Πλάτων 1974, Ζάκρος). Τα αρχαιολογικά δεδομένα που μας πληροφορούν για τα φυτά στα προϊστορικά και ιστορικά χρόνια διακρίνονται σε κινητά και ακίνητα. Και τα δύο σχετίζονται με την επεξεργασία των καρπών, τα ακίνητα όμως συνιστούν εγκαταστάσεις, όπως ελαιοτριβεία, πατητήρια, μυλώνες, ή άλλες για την επεξεργασία του λιναριού και των αρωμάτων. Η πρώτη βέβαιη εμφάνιση της ελιάς στον ελλαδικό χώρο προέρχεται από τον πρώιμο μινωικό οικισμό της Μύρτου. Η θραύση του καρπού της θα γινόταν με απλή μυλόπετρα ή με τσόκαρα (κρούπεζαι), όπως στη Βοιωτία. Ακίνητες εγκαταστάσεις για την επεξεργασία αλευριού βρίσκονται στο Ακρωτήρι της Θήρας από την Ύστερη Κυκλαδική εποχή. Το αξιοπερίεργο είναι ότι, σε αστικό οικισμό και δη στο εύπορο τμήμα του, μυλώνες υπήρχαν μάλλον σε κάθε σπίτι. Από τις τρεις φάσεις επεξεργασίας σιτηρών και οσπρίων, η πρώτη γίνεται στην ύπαιθρο και οι άλλες δύο αφορούν το καθάρισμα του καρπού. Άροτρα, εργαλεία αλωνισμού, ξύλινα γουδιά και γουδοχέρια, φτιαγμένα από φθαρτά υλικά δεν σώθηκαν. Σώζονται μόνο εργαλεία θερισμού από πυριτόλιθο, οψιδιανό ή μέταλλο. Τα λεγόμενα vats (λεκάνες) πιστεύεται ότι προορίζονταν για την παραγωγή λαδιού ή κρασιού. Η ασάμινθος, η λεγόμενη «μπανιέρα», ήταν πιθανότατα συνδεδεμένη με την αρωματοποιία. Τα πιθάρια με προχοή θα σχετίζονταν με το λάδι, το κρασί ή την μπίρα, ίσως και με ρευστές τροφές. Χρήση φυτών και καρπών γίνεται και στα θυμιατήρια καθώς και στις χύτρες που, εκτός από το μαγείρεμα, χρησίμευαν πιθανόν και για την παρασκευή αρωμάτων. Στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980 η συλλογή βιοαρχαιολογικού υλικού γίνεται αναπόσπαστο μέρος του ανασκαφικού έργου. Η αρχαιοβοτανική μελέτη συμβάλλει στις οικονομικές και κοινωνικές ερμηνείες για τους οικισμούς. Υποδεικνύει τις τυχόν «βιοτεχνικές περιοχές», πατητήρια, ελαιοτριβεία κ.ά., αλλά και το σύστημα των αποθηκευτικών χώρων. Τέλος, τα ζιζάνια που ακολουθούν τους καρπούς από το χωράφι στην αποθήκευση αποτελούν μάρτυρες του οικολογικού περιβάλλοντος του χωραφιού. Οικολογικό περιβάλλον δημιουργεί και ο κάθε τρόπος θερισμού.
Ο «κροκοσυλλέκτης πίθηκος» από το «Σπίτι των τοιχογραφιών» της Κνωσού χρονολογείται περίπου στο 1500 π.Χ. Στους στίχους 669-720 του Οιδίποδα επί Κολωνώ, οι γέροντες του χορού εξυμνούν τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας τους. Η επιλογή των φυτών της αττικής γης είναι προδιαγεγραμμένη: κισσός, νάρκισσος και κρόκος, ελιά. Όλα φυτά αυτοφυή, ακόμη κι η ελιά, όλα επωφελή για τους ανθρώπους, ενταγμένα όλα σε σύστημα δευτερογενών συμβολισμών. Εντυπωσιακή είναι στην Αντιγόνη (στ. 823-832) η εικόνα της Νιόβης και του πανδαμάτορα κισσού. Για τον κισσό πρωταρχική είναι η σύνδεσή του με τον Διόνυσο. Με την αξεπέραστη αυξητική του δύναμη, ο αειθαλής κισσός θεωρήθηκε αντίδοτο στη μέθη και σύμβολο αθανασίας. Ο Διοσκορίδης τον αναφέρει ως πανάκεια για πάμπολλες αρρώστιες. Στεφάνια από κισσό φορούσαν οι κωμαστές. Ο νάρκισσος και ο κρόκος, όπως συνήθως τα φυτά με βολβό, θεωρούνται φυτά προελληνικών θεοτήτων. Εδώ συνδέονται με το τέμενος στις σεμνές θεές. Ο κρόκος χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφασμάτων. Η συλλογή του για λόγους χρηστικούς ή τελετουργικούς εικονίζεται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Σαντορίνης και απηχείται στους κροκοβαμμένους χιτωνίσκους των άρκτων στη Βραυρώνα. Η ελιά ταυτίζεται με την Αθήνα τόσο ώστε να θεωρείται αυτόχθων. Δώρο της θεάς, έχει τριπλή διάσταση: από δέντρο άγριο (κότινος) γίνεται αντικείμενο καλλιέργειας, εντάσσεται σε θρησκευτικά τελετουργικά και συμβολίζει την πολιτική ζωή. Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Θεόφραστος γράφει στην Αθήνα τα πρώτα εγχειρίδια βοτανικής που ανήκουν στην αριστοτελική λογική της συστηματικής κατάταξης του φυσικού κόσμου. Ως προς τις παραστάσεις τους στην τέχνη, τα φυτά συνήθως σχηματοποιούνται σε διακοσμητικά μοτίβα. Σε αντίθετη περίπτωση, ως ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας μυθικής σκηνής, τα φυτά αποκτούν «ατομικότητα».
Γυναικόμορφο αγγείο από τα Μάλια ( P. Demargne, Γέννηση της ελληνικής τέχνης). Σε κρητομυκηναϊκές παραστάσεις γυναικών, το υπερβολικό μέγεθος των μαστών, που σήμερα ονομάζεται «μακρομαστία», δεν οφείλεται σε κάποιο ιδιαίτερο σωματότυπο ή στη φορεσιά τους. Ο συγγραφέας τεκμηριώνει τη δική του ερμηνεία με πολλά παραδείγματα. Επισημαίνει τα αγγεία από το Μόχλο, τα Μάλια, την Κουμάσα και τα Καλαθιανά. Τις «θεές των φιδιών» από φαγεντιανή, τον πήλινο κορμό ειδωλίου από την Αγία Τριάδα και το πήλινο ειδώλιο από τη Φαιστό. Το ελεφάντινο ειδώλιο από την Πρόσυμνα και τα χάλκινα γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν σε τόπους λατρείας. Υπενθυμίζει το θέμα μιας γυναίκας μόνης, όπως στο σφράγισμα του Ρούτσι, ή και περισσότερων γυναικών αλλά και τα υπερρεαλιστικά έργα του διάσημου «Maître de Zakros». Σε τοιχογραφίες η απεικόνιση γυναικών με αφύσικα αναπτυγμένα στήθη είναι άγνωστη στην Κρήτη. Παρατηρείται στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως στη σκηνή λιτανείας στην Τίρυνθα, και στη Θήρα, για παράδειγμα σε απόσπασμα από το «Θάλαμο των Κυριών». Τέλος, στο μινωικό ναό της Αγίας Ειρήνης, στη νησίδα Κέος, κάποια από τα αγάλματα αργίλου που βρέθηκαν παρουσιάζουν και αυτά το ίδιο χαρακτηριστικό. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι η επίδειξη των υπερτροφικών μαστών αφορά μόνο γυναίκες σε λατρευτικές σκηνές ή όσες φέρουν φίδια ή άλλα σύμβολα της μινωικής θρησκείας και καταλήγει ότι ο θρησκευτικός της χαρακτήρας είναι αναντίρρητος. Πρέπει, λέει, να θεωρηθεί από τα μεγάλα σύμβολα της μινωικής θρησκείας ίσης αξίας με το διπλό πέλεκυ ή τα κέρατα καθιερώσεως. Όπως και η παχυσαρκία της Παλαιολιθικής εποχής, συμβολίζει τη γονιμότητα και την αφθονία.
Οστέινη πόρπη λακωνικού εργαστηρίου από το Ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος στη Σπάρτη με απεικόνιση της θεάς. 660 π.Χ. Η δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών δημιούργησε την εντύπωση ότι το σύστημα της αγωγής τους δεν ήταν παρά μια αποτελεσματική μηχανή παραγωγής πολεμιστών. Την άποψη αυτή καλλιέργησαν δύο μεγάλοι θεωρητικοί της εκπαίδευσης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Το σπαρτιατικό σύστημα αγωγής επινοείται με αφορμή τον Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο, όταν η Σπάρτη καλείται να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: α) Πώς θα διατηρηθεί η επανάκτηση της Μεσσηνίας και β) Ο πολίτης, με ποιο κριτήριο θα ορίζεται και πώς θα διαμορφώνεται; Η αγωγή, υπόθεση της πόλης, αρχίζει από τη γέννηση. Τα «ακατάλληλα» παιδιά εκτίθενται στον Καιάδα. Το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει τη σωμασκία και την οπλασκία, την «κλοπή» και την κρυπτεία. Ακολουθεί η πνευματική καλλιέργεια που συνίσταται στο «λακωνισμό», τη λογοτεχνική παιδεία, την ποίηση και την παιδεραστία. Η «διάβαση» από την παιδική στην ώριμη ηλικία δραματοποιείται από σειρά δοκιμασιών στην αντοχή, την ανεκτικότητα, την καρτερία ενώ οι μυητικές ιεροτελεστίες συνοδεύονται από χορούς και μεταμφιέσεις. Η πολιτική συνείδηση που διαμορφώνεται στη διάρκεια της αγωγής στηρίζεται στην αφομοίωση των εννοιών Νόμος και Αγών. Αυτό το σπαρτιατικό ιδανικό πραγματώνεται στην τυφλή υποταγή στους νόμους και στη μέχρι αυτοθυσίας αντρειοσύνη του πολίτη-πολεμιστή. Ολοκληρώνοντας την αγωγή, ο υποψήφιος «περνάει» στην κατάσταση του πολίτη με πλήρη δικαιώματα, του «όμοιου». Αν όμως αποτύχει, παραμένει απλά πολεμιστής. Στους «όμοιους» η πόλη προσφέρει όλα τα δικαιώματα: συμμετοχή στην Απέλλα, πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, στη γερουσία, στο αξίωμα του εφόρου. Εμφανίζει λοιπόν η Σπάρτη το παράδοξο μιας αριστοκρατικής πόλης στην οποία όλοι οι πολίτες συμμετέχουν εξίσου στα κοινά με μόνο προνόμιο την καταγωγή τους.
Γυναικείο ειδώλιο τύπου Ψ (12ος αι. π.Χ.), από το μικρό ιερό στην κάτω Ακρόπολη της Τίρυνθας. Το Βερολίνο ανακηρύχτηκε «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1988», η Ελλάδα συμμετείχε στις εκδηλώσεις με μια έκθεση για τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Η έκθεση τώρα παρουσιάζεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα τριακόσια εξήντα οκτώ εκθέματα δεν αντιμετωπίζονται ως μουσειακά αντικείμενα αλλά ως φορείς μηνυμάτων. Πολύτιμα ευρήματα πλάι σε απλά καθημερινά σκεύη αντιπροσωπεύουν πληρέστερα τον κόσμο που τα γέννησε. Τα αντικείμενα απαρτίζουν δύο εκθεσιακές ομάδες: η πρώτη σχηματίζει γεωγραφικές ενότητες με τους αρχικούς πυρήνες του μυκηναϊκού κόσμου και με τις περιοχές της σταδιακής του εξάπλωσης. Η δεύτερη αναφέρεται στη γένεση του μυκηναϊκού πολιτισμού, την επίδραση της Κρήτης και στους βασικούς τομείς της ζωής των Μυκηναίων.
Γενική άποψη του Πρωτομινωικού οικισμού από τα βορειοανατολικά. Ο συνοικισμός της Τρυπητής στη Νότια Κεντρική Κρήτη κτίστηκε βάσει κάποιου σχεδίου στην κορυφή ενός βραχώδους υψώματος και διαιρέθηκε σε δύο άνισα μέρη με φαρδύ κεντρικό δρόμο, στον οποίο άνοιγαν όλα τα σπίτια του οικισμού και των δύο συνοικιών. Τα σπίτια έχουν τοίχους ευθύγραμμους, κτισμένους με σχιστολιθικές και ασβεστολιθικές πέτρες και πολλή λάσπη. Είναι ισόγεια, με δωμάτια τετράγωνα ή ορθογώνια και κάποια άλλα χαμηλοτάβανα με μεσοπάτωμα και είσοδο από πάνω. Η βόρεια συνοικία περιλαμβάνει τρία αυτοτελή σπίτια που εφάπτονται με διπλοτοιχίες και όχι με μεσοτοιχίες. Στο καλύτερα διατηρημένο σπίτι βρέθηκε μια σειρά ακέραιες πρόχοι του ρυθμού του Αγίου Ονούφριου. Σε σπίτια της νότιας συνοικίας βρέθηκαν κεντρικοί τετράγωνοι πεσσοί που στήριζαν την οροφή και στους οποίους μάλλον αποδιδόταν κάποιο είδος λατρείας, αφού μπροστά σε δύο από αυτούς βρέθηκαν εστίες. Για την καθημερινή ζωή μάς πληροφορεί πλήθος από λίθινα εργαλεία κάθε χρήσης, καθώς και μικρολιθικές αιχμές. Πέρα από τις μυλόπετρες και τους τριπτήρες, βρέθηκαν σημαντικές ποσότητες δημητριακών και οσπρίων που βεβαιώνουν μια γεωργική κοινότητα. Οι κάτοικοι όμως υπήρξαν κτηνοτρόφοι και κυνηγοί που συμπλήρωναν τη διατροφή τους με πολλά ψάρια κι άλλα θαλασσινά όστρεα. Οι πορφύρες σε μεγάλες ποσότητες μαρτυρούν τη χρήση βαφής. Από τα πήλινα αγγεία των οικοσκευών τα πιο κοινά είναι οι πρόχοι, οι βαθιοί σκύφοι, οι κάδοι, οι λεκανίδες, τα κύπελλα με και χωρίς λαβή, οι χύτρες και τα μικρά πιθάρια. Ο θολωτός κυκλικός τάφος, σύγχρονος του οικισμού και μόλις 200 μ. νότιά του, έδωσε κεραμική που χρονολογείται στην περίοδο 2800-2000 π.Χ. Τα κτερίσματα περιλαμβάνουν περιδέραιο με χάντρες από στεατίτη και τρία ασημένια κοσμήματα.
Το εξώφυλλο του βιβλίου: Richard Stoneman, Land of Lost Gods. The Search for Classical Greece, Hutchinson, Λονδίνο 1987. Το βιβλίο προβάλλει την αρχαιολογική έρευνα, την τοπογραφική αναζήτηση, την επίδραση της αρχαίας ελληνικής τέχνης και αρχιτεκτονικής στην αισθητική, τη μόδα, τα γούστα, την τέχνη και την αρχιτεκτονική της Ευρώπης, στην ίδρυση και διαμόρφωση των μεγάλων μουσείων. Επισημαίνει την επίδρασή της στη βαθμιαία θεμελίωση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού κλάδου που, παρά τις καταστροφές και τις διαρπαγές, στηρίχτηκε στον οραματισμό και την αφοσίωση των προδρόμων των σημερινών αρχαιολόγων, των περιηγητών. Μέσα από τα κείμενά τους οι περιηγητές ζωντανεύουν τη δράση τους στον τομέα των αρχαιολογικών αναζητήσεων, το ρόλο τους στη διάδοση της κλασικής παράδοσης και στον τρόπο ενσωμάτωσής της στην πολιτιστική και την καθημερινή ζωή της πατρίδας τους.
Άποψη του συγκροτήματος των κτιρίων του Δημαρχείου Άργους (1979). Αριστερά φαίνεται το κτίριο-προσθήκη του 1889-90. Πρόκειται για το πρώτο από σειρά άρθρων με αντικείμενο σημαντικά δημόσια κτίρια που οικοδομήθηκαν ή μετασκευάστηκαν ριζικά στο Άργος, το Ναύπλιο και την Αίγινα κατά την καποδιστριακή εποχή. Για την έρευνά του αυτή ο συγγραφέας αποδελτίωσε τον Τύπο της Αργολίδας και αναζήτησε στοιχεία σε βιβλιοθήκες και αρχεία στην Αθήνα και το Παρίσι. Με την εντολή του Καποδίστρια στον τότε Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας Νικόλαο Καλλέργη για τη δημιουργία «Δημοσίου Καταστήματος» στο Άργος, μας αποκαλύπτεται η πολιτική του Κυβερνήτη για τα δημόσια κτίρια: προσωπικό ενδιαφέρον και άμεση ανάμειξη στην κατασκευή τους, προτίμηση για τη στέγαση της διοίκησης σε ιδιόκτητα κτίρια, ανάθεση του σχεδιασμού τους σε επίσημο μηχανικό του κράτους, επιδίωξη συμμετοχής των κατοίκων στην οικοδόμηση απλών, όχι πολυδάπανων οικοδομών. Όταν το Άργος γίνεται η έδρα του Πρωτόκλητου και του Ανέκκλητου δικαστηρίου, δημιουργείται πρόσθετη ανάγκη να στεγαστούν τόσο τα δικαστήρια όσο και μια φυλακή. Ο νέος Επίτροπος Αργολίδας Κων. Ράδος υποβάλλει τακτικά αναφορές στον Κυβερνήτη που εγκρίνει τα σχέδια του ελβετού μηχανικού Νταβώ και τον προϋπολογισμό για τη φυλακή. Στις αρχές του 1830 έχει συγκροτηθεί διμελής επιτροπή Αργείων για την επίβλεψη του έργου και τη διαχείριση των χρημάτων. Λίγο μετά τα μέσα Μαρτίου το Δημόσιο Κατάστημα έχει αποπερατωθεί. Σχεδόν αμέσως ο Τοποτηρητής Άργους Ιωαν. Βρατσάνος πληροφορεί τον Καποδίστρια ότι για τη στέγαση της Αστυνομίας και της Δημογεροντίας της πόλης είναι απαραίτητες δύο προσθήκες που σχεδιάζει και πάλι ο Ντεβώ. Ο Καποδίστριας ζητεί να γίνει μειοδοτικός διαγωνισμός που κερδίζει ο Χ. Κάππος. Στις αρχές Αυγούστου τον Ντεβώ που παραιτείται αντικαθιστά ο Λάμπρος Ζαβός. Τον Οκτώβριο ο Καποδίστριας εγκρίνει προσθήκες στα παράπλευρα κτίρια για «οσπήτια, κάγγελα και αποπάτους» της στρατιωτικής φρουράς. Στα Γενικά Αρχεία σώζονται σειρές αποδείξεων πληρωμής εργατών και υλικών.
Τετράγωνο «Μακρυγιάννη», προβλεπόμενος χώρος ανέγερσης του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Ο συγγραφέας καταθέτει τις απόψεις του για το προγραμματιζόμενο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Η κατασκευή ενός ογκώδους κτιρίου πρέπει να αποφευχθεί. Η αρχαϊκή συλλογή επομένως ας παραμείνει στο παλιό Μουσείο Ακροπόλεως και το Κέντρο Μελετών ας αναζητήσει κάποιο γειτονικό οικόπεδο. Το «καθαυτό μουσείο των κλασικών έργων» να ανεγερθεί στο τετράγωνο «Μακρυγιάννη». Θέση κοντινή αλλά υποταγμένη στο μνημειακό σύνολο, ούτε στέκεται απέναντί του (Κέντρο «Διόνυσος») ούτε παρεισφρέει στον αρχαιολογικό χώρο (θέση «Κοίλης»). Η διεθνής κοινή γνώμη δεν πρόκειται να εντυπωσιαστεί από ένα σύγχρονο «ογκώδες» μνημείο σε αντιπαράθεση με την αρχαία κληρονομιά, ούτε όμως θα ανεχθεί και την καταπάτηση του ιστορικού τοπίου.
«Η πύλη των Λεόντων και η πεδιάδα του Άργους». Ακουαρέλα (1836-37) του Rottmann Carl. Κρατική Συλλογή Γραφικών, Μόναχο. Πρόκειται για το δεύτερο και τελευταίο μέρος της μετάφρασης του κειμένου που έγραψε ο Friedrich Wilhelm Hamdorf για τον κατάλογο της έκθεσης Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe. Η έκθεση έγινε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1985-1986. Το μέρος Β΄παρουσιάζει σε χρονολογική σειρά τους ξένους ταξιδιώτες στην Ελλάδα το 19ο αιώνα αρχίζοντας με τον Fallmerayer και τελειώνοντας με τον Bachofen. Σημειώνονται και οι εκδόσεις των σχετικών έργων τους.
Από το εσωτερικό της βίλας Κηρύλος. Την εποχή που μεσουρανεί στην Ευρώπη η Art Nouveau, ένας πάμπλουτος εκκεντρικός αρχαιολόγος, ο Théodore Reinach, κτίζει στην Κυανή Ακτή μαζί με τον αρχιτέκτονα Emmanuel Pontrémoli τη βίλα Κηρύλος ακολουθώντας και εμπλουτίζοντας τα σχέδια σπιτιών της Δήλου που είχε αποκαλύψει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Ιταλοί τεχνίτες προσαρμόζουν τα ψηφιδωτά δάπεδα στη χρήση των δωματίων. Γάλλοι ζωγράφοι (Jaulmes και Karbowsky) διακοσμούν πλούσια πλην διακριτικά τους τοίχους. Ορθομαρμαρμάρωση από ποικιλόχρωμα πετρώματα προσθέτει στον πλούσιο διάκοσμο στον οποίο ο ίδιος ο Ράιναχ δίνει πνοή συνδυάζοντας βενετσιάνικα έπιπλα, εγγλέζικες ελαιογραφίες κ.ά. Η βίλα καθρεφτίζει το ελληνο-μπαρόκ στην αισθητική του τέλους του 19ου αιώνα.
Τοπογραφικό σε κλίμακα 1:200. Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες, έργο του Ικτίνου, στηρίζει παραδειγματικά την ανάγκη και τα προτερήματα μιας ολοκληρωμένης θεώρησης των αρχικών αποτυπώσεων. Σε δωρικό ρυθμό της αρχαϊκής περιόδου, το μνημείο εμφανίζει δύο ιδιομορφίες: ο κύριος άξονας του ναού ακολουθεί τη διεύθυνση από το Βορρά στο Νότο και στη στενή του πλευρά ο αριθμός των κιόνων του είναι ζυγός. Εφαρμόστηκαν πρώτα επίγειες τοπογραφήσεις για να εντοπιστούν τα αρχαιολογικά υπολείμματα στους κύριους τοπογραφικούς χάρτες της περιοχής, να συνδεθεί η περιοχή του μνημείου με το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας, να πραγματοποιηθούν όλες οι απαραίτητες τοπογραφικές μετρήσεις επάνω και γύρω από το μνημείο. Επίγειες φωτογραφίσεις έγιναν με μετρικές μηχανές αλλά και με ερασιτεχνικές. Με τις τελευταίες έγιναν λήψεις με δίποδο και από χαμηλά με μπαλόνι. Για τη φωτογραμμετρική απόδοση χρησιμοποιήθηκαν η μέθοδος της αναγωγής και η στερεοαπόδοση. Ως τώρα, η περιορισμένη χρήση της φωτογραμμετρίας στις αποτυπώσεις οφείλεται στην ελλιπή συνεργασία μεταξύ φωτογραμμέτρη και υπεύθυνου αρχαιολόγου ή αρχιτέκτονα. Η εμπειρία διδάσκει ότι η καλύτερη μέθοδος είναι ο συνδυασμός των μεθόδων. Για να μελετηθεί με πληρότητα ένα μνημείο χρειάζεται μια σειρά από διαγράμματα διαφορετικών κλιμάκων που θα αναφέρονται στο ίδιο σύστημα αναφοράς. Αεροφωτογραφίσεις από χαμηλά ύψη με δίποδο ή με μπαλόνι αποτελούν πολύτιμο βοήθημα στις αποτυπώσεις.
Η χήρα Δανιηλίδα ταξιδεύει από την Πάτρα στην Κων/πολη. Από τη χρονογραφία του Ιω. Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης. Ο πολεοδομικός ιστός της αρχαίας, της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής Πάτρας παραμένει αμετάβλητος, διατηρώντας τα ίδια σημεία αναφοράς: την ακρόπολη, τις αγορές, τους ναούς, το υδραγωγείο, τις κύριες οδικές αρτηρίες, τα δημόσια λουτρά και το λιμάνι με τις εγκαταστάσεις του. Έξω από τα τείχη βρίσκονταν κοιμητήρια, περιβόλια, επαύλεις και ίσως μια εβραϊκή συνοικία με τη συναγωγή της. Στη ρωμαϊκή Πάτρα κεντρικά σημεία αναφοράς είναι επίσης το ωδείο και το αμφιθέατρο. Η αστική ζωή της μεσαιωνικής πόλης διασπάται σε συνοικίες που παίρνουν το όνομά τους είτε από τις εκκλησίες τους είτε από τις ασχολίες των κατοίκων, όπως τα Κανδριάνικα με τα μεταξουργεία του Ιωάννη, του γιου της Δανιηλίδας. Στα υστεροβυζαντινά χρόνια και στην πρώιμη Τουρκοκρατία ο οικισμός, με πυρήνα το κάστρο, περιορίστηκε στα ψηλότερα μόνο μέρη, ενώ στην παράλια πεδιάδα υπήρχαν μόνο χωράφια. Από τον 10ο αιώνα αναπτύσσονται στην Πάτρα οι βιοτεχνίες παραγωγής ειδών πολυτελείας, η βιοτεχνία επεξεργασίας μεταξιού και τα βαφεία. Η εβραϊκή κοινότητα στην πόλη, εγκατεστημένη από τα ρωμαϊκά χρόνια, απασχολείται στη βιοτεχνία μεταξωτών και λινών υφασμάτων. Ο εβραϊκός μαχαλάς και το γειτονικό του νεκροταφείο, η παραλιακή συνοικία Τσιβδί με τα καταστήματα των μεταπρατών, ο χαρακτηρισμός της ανατολικής πύλης του κάστρου ως «εβραϊκής», αναφέρονται στην εποχή μετά την άφιξη των ισπανοεβραίων προσφύγων. Στον 16ο αιώνα ανήκει και η παλαιότερη από τις τριάντα δημοσιευμένες επιτύμβιες επιγραφές από το εβραϊκό νεκροταφείο.
Λεονάρντο ντα Βίντσι, προφουτουριστική απόδοση της κίνησης αφηνιασμένου αλόγου (Πύργος του Γουίντσορ, Αγγλία). Στο βιβλίο της, η Μαρίνα Λαμπράκη–Πλάκα εκθέτει τις θεωρητικές περί τέχνης αρχές δύο κορυφαίων αναγεννησιακών καλλιτεχνών, του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) και του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519). Την επιστροφή του ανθρώπου στο κέντρο της τέχνης είχε φέρει ο πρωτοπόρος της Αναγέννησης Τζιότο ήδη τον 14ο αιώνα, αλλά η απεικόνιση της φύσης παρέμενε παραδοσιακή. Την αλλαγή φέρνει ο φλωρεντινός αρχιτέκτονας Μπρουνελέσκι και τη διατυμπανίζει ο μαθητής του Αλμπέρτι. Στα θεωρητικά του κείμενα θεμελιώνει επιστημονικά την προοπτική. Ο ντα Βίντσι «συναιρεί και κορυφώνει τις επιστημονικές φιλοδοξίες των φλωρεντινών καλλιτεχνών του quattrocento». Χωρίς την ουμανιστική συγκρότηση του Αλμπέρτι, έχει πνεύμα πολύ πιο ανήσυχο, δίψα ακόρεστη. Οι παρατηρήσεις, οι προβληματισμοί και τα σχέδια γεμίζουν χιλιάδες χειρόγραφα. Θεωρώντας το ζωγράφο άρχοντα της οικουμένης, αναζητεί τις ζωτικές δυνάμεις που περιέχει η φύση, έμψυχη και άψυχη και οδηγείται στη δυναμική της απόδοση. Είναι ο πρωτεργάτης της αναζήτησης ψυχικών εκφράσεων στον άνθρωπο και, αντί της στατικής προοπτικής του Αλμπέρτι, ανακαλύπτει τη χρωματιστή και την ατμοσφαιρική προοπτική. Ο τρόπος που ένα διάχυτο ατμοσφαιρικό φως διαποτίζει τα περιγράμματα των μορφών θυμίζει το ατμοσφαιρικό πλάσιμο των μορφών του Πραξιτέλη.
Το εξώφυλλο του βιβλίου της Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη. Σε ένα βιβλίο-σταθμό στην έρευνα της προϊστορίας της νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρουσιάζονται αναλυτικά οι θέσεις κατά γεωγραφικό διαμέρισμα, περιγράφονται οι κλιματικές συνθήκες και η εναλλαγή της στέπας με τη θαλερή βλάστηση, καταγράφονται τα εργαλεία, συγκροτείται το χρονολογικό πλαίσιο, διερμηνεύεται ο τρόπος ζωής των κατοίκων. Για τη χλωρίδα και την πανίδα της τελευταίας παγετώδους περιόδου (Würm) διαπιστώνονται αρκετά κοινά στοιχεία με το αντίστοιχο τοπίο της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Τα ελληνικά προϊόντα της λιθοτεχνίας όμως, διαφέροντας από τα αντίστοιχα της Δυτικής Ευρώπης, αποκαλούνται «άτυπα». Ανάμεσα στις βραχογραφίες της Δυτικής Ευρώπης και τα μικροτεχνήματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ποια καλλιτεχνική έκφραση επέλεξε η νοτιοανατολική Ευρώπη;
Γενική άποψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Αβδήρων. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
The importance of plants to the existence and progress of man is beyond any doubt. Therefore, the ecological distruction, which progressively threatens our planet obliges us to concentrate our interest on the world of flora. Ancient civilizations took an interest in the flora both philosophical and scientific since in antiquity science had a philosophic substance and vice versa. Long before science had managed to interpret the miracle of growth and reproduction of plants, magic — a servant of religion — had assigned to the known species of vegetation supernatural properties. This continued to be an active practice among the believers until the Middle Ages and in some instances it still is. The healing power of a certain herb or plant has always created an immense impression on the mind of the ignorant, fanatic and superstitious man. Furthermore, his instinctive biases were reinforced by the hallucinatory properties of some special-herbs, which for this reason were deified and became an indispensible tool in every mystic ritual throughout the centuries.
From the Minoan era, in the middle of the second millennium BC, down to our day, Crete has been famous for the variety and wealth of its flora and particularly for its aromatic herbs. The most celebrated among them, known especially for their healing properties, are the ladanos or labdanum, of the Cistus Creticus Boissien genus, called po-ni-ki-jo by the Mycenaeans, also dictamos, a marjoram, known in Botany as Origanum Dictamnus. This plant, being an attribute of the goddesses Dictyna and Artemis Vritomartys and of the god Eros, was also called «theangelos" (= gods' messenger) after the role Eros usually plays among the other deities.
The texts and other documents, which have survived from antiquity, definitely confirm the knowledge and multiple use of numerous plants in ancient Greece. The tablets discovered at Knossos, Mycenae and Pylos, dating from the fourteenth and thirteenth century BC mention among other food provisions a number of aromatic herbs, plants and even trees. Almost seven hundred years later the vegetable kingdom plays ar significant role in Hesiod's rural diary "Έργα και Ημέραι" (Works and Days). Also, in many essays of the Hippocratic Collection of the fifth century, a multitude of pharmaceutic plants is listed. However, the practical knowledge of effective plants and herbs for special purposes has almost nothing to do with Botany, the science of plants, that names, describes and classifies with the same interest all plants regardless of their utility to man. As a result, a double question arises. First, if the science defined as botany originates from Greek antiquity and secondly, which ancient work can be considered as fundamental in this field of science. The credit for the first, ample composition of all kinds of information regarding nature should be given to Aristotle (384-322). However, the oldest, most thorough essay on Botany known today is the Περί Φυτών Ιστορία" ( On the History of Plants) written by Theophrastus, an assistant of Aristotle since 348, and his most celebrated disciple, succesor and head of the Lyceum. Another important work of Theophrastus is the "Περί Φυτών Αιτιών" (= On the Reasons of Plants). Judging from the content of his work, Theophrastus' concern with the vegetable kingdom was universal. Book A' is a report on the morphology of plants. The different types of roots, sprouts, leaves, flowers and fruits are presented with precise examples. Book B' describes the natural procedure and techniques for the plants multiplication. Book P deals with trees and schrubs of the Mediterranean flora, while A' with exotic kinds (of Egypt, Libya, Persia and India), strange plants, sea-weeds and the phenomena of plant pathology. Book E' deals with wood and its properties; book Στ΄ with the decorative plants, treated in antiquity alike our flower bouquets; book Z' with vegetables and finally, book H' with cereals, which are described in the book in all their known varieties. To this abundant material book 0', whose authenticity is sometimes questioned, adds the aromatic and pharmaceutic plants. This is probably the entire volume of information, which was possible to be collected at that period. The most important part of this knowledge derives from personal observation and research among peasants, farmers and lumbermen. Theophrastus tried to obtain all the necessary information on whatever he could not directly observe. Therefore, he was what we would call today a man of the "field", although his book on the History of Plants is the product of team-work — he even acknowledges the name of one of his assistants. Under the circumstances it does not really matter, whether or not Theophrastus travelled across Egypt and Libya, this has not as yet been proven, or if he simply described the flora of these countries as well as that of Persia and India on the basis of the reports of a team working according to his principles and methods. A great part of Theophrastus' methodology is scientifically correct, since he would never classify by force a special case in a group unsuitable to contain it. The strangeness of biologic phenomena had made him fully aware of the vanity of any attempt to try and subordinate them by sophistry. Therefore, already in the first chapter of his work, he openly declares, how erroneous would be to draw early conclusions on the basis of an artificial approach: "Όσα μη οίον τε αφομοιούν, περίεργο το γλίχεσθαι πάντων" (= It is vain to seek by all means what cannot be assimilated). It is quite significant, that his valuable work has the modest title "On the History of Plants" and that the difficult in content parts of the text are often accompanied by such reservations as "this matter must be examined" or even "We must deal with these species to the extent of our knowledge". Theophrastus was more than aware that he was a pioneer; thus, he has left to posterity the correction, elucidation and completion of the botanical knowledge, which he promoted to a science.
Theophrastus is thought of as the father of botany, although doctors of antiquity such as Hippocrates and Galen, refer to the healing properties of plants in their writings. Other writings about plants are attributed to Pliny, Paracelsus and to Dioscorides whose works were translated into Arabic in the Middle Ages. In this article there are nineteen entries about plants that have medicinal properties. The writer lists the many names these plants are known by, as well as their latin names. These plants are : belladonna, beleles (known as doctor or black henbane), datura or stinkweed, lappa, the chamolefka , stomachovotano (origanum dictamnus), vounokendro or agrimonia, tilio or tisane, the marshmallow (neromoloha), mistletoe (ixos), the mulberry plant (mouria), perdikaki (elxini), parsley, carrots and pansies.
The sources on which we based our conclusions about plants in achaeology in the past are a. linguistic studies and studies of written material and b. archaeological data. Such data could be divided into two basic categories, that of architectural information and of small artefacts/utensils. Here we have stressed the importance of studying the botanical data itself, which is found on excavations, and examples have been given on the type of economic/social information these can provide.
We have purposely chosen Sophocles' Oedipus at Colonus as a significant example of concise syllogism on the plant world and the impression it created on the social environment of Classical Athens. In this play not only do certain phases of the drama take place in the boundaries between virgin nature and human intervention, but there are also mentioned all the elements which Sophocles has employed to picture the land of Attica.Gods, animals, birds, trees, valleys, flowers, are all unique features of his homeland. Therefore, the choice of plants is not accidental, but serves the description scheme and religious cycles to which the plants referred to owe their symbolism (ivy-Dionysus, narcissus and crocus - modest godesses, olive tree -Athena). All plants are spontaneous, even the olive tree in its natural form, a quality emphasized by Sophocles in verse 698. In addition, all can be economically exploited or, at least, have certain properties that can be utilized by people. In historic terms, all belong in one way or another to some kind of "collective" activity, but without any evolutionary or chronological significance. At the same time, all plants bear a secondary, but nevertheless powerful symbolism.
The exaggeration and/or exhibition of women' s breasts is a common feature to the various aspects of Minoan art. This morphological peculiarity also occurs on anthropormophic vases as far back as the Early Minoan period and is repeated on figurines, engravings, statues and frescoes until the end of Minoan civilization in Crete. Thera, the Mainland Greece and Keos. This characteristic emphasizes more a specific, religious sympolism of the Cretan religion during the Bronze Age, than a fashion. This, like female obesity in the Paleo and Neolithic Ages, sympolizes fertility and abundance.
Upbringing, the training and education, that is, of its future citizens is probably the most important institution in ancient Sparta. From antiquity and until today the system of Spartan upbringing has closely and almost exclusively been connected with notions, such as obedience, patriotism, the citycamp, absolute loyalty and the perfect soldier; as well as with the peculiar way the Spartan upbringing was applied and excercised. The Doric origin of Spartans has served as the starting point of such approaches and interpretations. The version, according to which the Spartan upbringing was but a perfect school of military training, a most effective machine exclussively producing soldiers derives, in our opinion, from two of the most celebrated, ancient theorists of education: Plato (Laws) and Aristotle (Politics). Our intention here is not to dispute this interpretation, but to point out that this perfect "school" was essentially and primarily training and educating Spartan citizens, not only soldiers. We attempt to approach the Spartan upbringing as a procedure aiming to the formation and completion of the identity of the Spartan citizen. Through the various phases of this procedure the Spartan youths could build up their social and political consciousness and awareness.
When Berlin became the “Cultural Capital of Europe” for the year 1988, Greece took part in the celebrations with an exhibition about Mycenaean civilization. This exhibition has now moved to the Greek National Archaeological Museum. The three hundred and sixty-eight exhibits on show are not seen merely as museum exhibits but as objects bringing certain messages down to us from the past. Precious objects are placed side by side with simple utensils of everyday use in order to give the visitor to the exhibition a fuller view of the world these objects came from. The artefacts are arranged in two units. The first unit illustrates the first centres of Mycenaean culture and how these nuclei gradually spread geographically. The second unit makes clear to us how the Mycenaean civilization came into being, the influence of Crete, and the everyday habits of the Mycenaeans.
The excavation of the early Minoan settlement at Trypeti, South Crete, in the years 1986-1988, adds much to our knowledge of the earliest period of the Minoan civilization. This Early Minoan village is divided into two sections by a wide, central roadway. Thirty-six rooms and areas dating from the EMM and EMIII-MM IA period have already been discovered. The settlement is located on the top of a rocky hill, 135 m. high, which is called "Adami Korphali" and lies 800 m. from the seashore. The stone-built room walls have been preserved up to the height of 2 metres. All rooms display a square ground plan. Stonebuilt pillars used to support the roof of the larger rooms, while benches were built against the walls of some central rooms. Lots of animal bones, sea shells and carbonized seeds give evidence about the diet habits of the inhabitants. Hundreds of vases, stone and bronze tools, many obsidian blades, some clay and stone beads and a single clay seal were found in the seven houses of the settlement, excavated so far. A tholos tomb, dating from the same period as the village, has also been located at a near by site called Kalokambos and excavated.
The reader is asked to consider altogether how important archaeological study, on-the-spot research, and the all round study of ancient Greek art and architecture has had on European aesthetic, fashion, taste, and architecture, also on the founding and shaping of the great museums. We are reminded of the influence these had on the gradual establishment of archaeology as a serious subject of study. Archaeology in spite of occasional looting and destruction was very much in debt to the precursors of today’s archaeologists, the travellers. These travellers’ writings bring to life the quest for archaeological finds. The reader also becomes aware of the part played by travellers to Greece in the spreading of the classical tradition and culture to the parts of the world the travellers came from.
The author, starting from this issue of Αρχαιολογία, begins publication of a series of articles on the construction of official, state buildings during the period of time that Capodistrias was governor of Greece. These articles, thorough and perfectly documented, are part of a wider project of the author's on the organization and planning of towns, the question of the building of public edifices and the town-planning law of the Capodistrian period. The articles will deal with the erection of public buildings in three Greek towns, where the presence of the Capodistrian government was immediate and continuous, that is in Argos, Nafplion and Aegina. The series starts with the erection of a building for Public Administration in Argos, that today houses the town-hall.Data on the entire history and development of this edifice from the time of its building until now is included in the article. These articles are part of a more general issue concerning the contribution both of Capodistria himself and of his administration to the upbuilding of a European state in Greece, immediately after the 1821 Greek Revolution against the Turkish occupation, that in 1827 had almost turned out a complete catastrophe. Consequently, a wide range of data referring to the erection of public buildings, such as their financing, supervision and the obvious or obscure role assigned to them by the administration, is examined. The author's basic idea is that only after individual and thorough studies, which will examine the subjec twithin the framework of its time, any sound conclusion on the Capodistrian - and other periods - can be reached, free of passion and prejudice that usually have a negative effect on research and its outcome. The Capodistrian period is typical of the excessive use and misuse of a later ideology for the study and interpretation of a former period.
The author’s opinion on the plans for the building of a new Acropolis Museum, is that this museum ought not to be monumentally large. The collection of archaic statues could thus remain at the old Acropolis museum and another, neighbouring building site could be found for the Centre for Studies. The “actual museum of classical artefacts” should, in the author’s opinion be erected somewhere around the “Makrygiannis” square, this area being near the Acropolis but not dominating it nor standing opposite it like the Dionysus café or intruding on the archaeological site as is the case with the “Koili” position”. Public opinion, internationally, will not be impressed by a modern, “large-scale” monument competing in size with our ancient heritage, nor would the trespassing on the historic ground around the ancient site be tolerated.
The article is a translation of the second part of Friedrich Wilhelm Handorf’s treatise, written for the catalogue of the exhibition entitled “Ein griechischer Traum, Leo von Klenze der Archäologe”. The exhibition took place at the Munich Glyptotech in the years 1985-1986. In Part 2 of the treatise Handorf presents in chronological order, 19th century foreign travellers to Greece, starting with Fallmerayer and ending with Bachofen. The editions of the travellers’ publications are also noted.
At the time of Art Nouveau’s heyday in Europe, an eccentric millionaire archaeologist Theodore Reinach and the architect Emmanuel Pontremoli built the villa Cyrilos on the Cote d’Azur. They copied and embellished the designs of buildings from Delos as revealed by the French Archaeological School. Italian craftsmen adapted the mosaic floors to the rooms’ functions. French painters (Jaulmes and Karbowsky) decorated the walls both richly and subtly. Orthomarmarosis, vertical multi-coloured slabs of marble, gave extra richness to the decoration, to which Reinach added Venetian furniture, English oil paintings and so on. The villa reflects Greek/Baroque aesthetics at the close of the 19th century.
The temple of Epicurian Apollo at Vasses, designed by Iktinos, typically supports the need (and the virtues) for a comprehensive approach to surveying at a preliminary stage. This monument of the archaic period’s Doric order, presents two peculiarities: the temple’s main axis runs from North to South and on its narrow side it has an odd number of columns. To begin with, ground topographies were made to localize archaeological remains on the main topographic maps in the area, as well as linking the monuments’ site to the country’s trigonometric network. Furthermore, necessary topographic calculations were carried out, on and around the monument. Ground photographs were taken both with cameras used for measuring and with ordinary ones. Shots were taken with the latter, using a bipod and from a low height using a balloon. The method of reduction and stereoapodosis was used for photogrammetric results. Up to now, the restricted use of photogrammetry in surveys was due to the deficient collaboration between the photogrammetrist and the archaeologist or architect in charge. Experience has shown that a combination of methods brings better results. For a monument to be thoroughly studied, a number of differently scaled diagrams are needed, linked to the same system of reference. Aerial photography carried out just above the ground, using a bipod or a balloon, proves to be a valuable aid to surveying.
Patras, a multiethnic, thriving town during the reign of Augustus, becomes the melting pot of various and heteroclite beliefs in which Greek pagan ideas coexist with cults of the East and with the Jewish and Christian religions. In this town, with its deeply rooted Greco-Roman tradition, the transition from idololatry to Christianism — at least for a large segment of its society — proceeded very slowly.The epigram referring to Vasilios Oxylidis, a nobleman and lord of Patras is more than indicative. By evaluating the recent archaeological finds in combination with historical sources, we reach the conclusion that the town-plan of the ancient Greek, Roman and Early Christian town has remained unchanged preserving steadily typical landmarks such as the acropolis,the seaport with its installations, markets, main streets, temples, aqueduct, public baths. These centres of the inhabited area reveal the lifestyle that truly reflects the relationship between Church and State, as well as that between the various social classes in combination with the everyday life, production and commerce taking place in the town. When the Byzantine Empire started once again to gain in power and glamour, after the wars, catastrophes and barbaric invasions of the seventh and eighth centuries AD, the town of Patras also followed suit
In her book, Marina Lambraki Plaka presents the artistic principles of two great Renaissance artists, Leon Battista Alberti (1404-1472) and Leonardo da Vinci (1452-1519). In the 14th century, Giotto, a Renaissance pioneer, had already brought back the human form to the forefront of painting. On the other hand, the portrayal of nature, still remained traditional. The Florentine architect Brunelleschi brought about the change and in turn, this change was spread abroad by his pupil Alberti. In his theoretical writings, the latter gives a scientific basis to the art of perspective. Da Vinci, in turn, “condenses and brings to a head the scientific ambitions of the quattrocento Florentine artists.” Lacking Alberti’s humanist discipline, Da Vinci has a far more restless spirit, and an unquenchable thirst for knowledge. His observations, queries and his drawings fill thousands of manuscripts. Believing the painter to be Lord of the Universe, he seeks out nature’s vital forces, animate and inanimate and expresses them vigorously in his work. He is a pioneer in his search for psychic expressions in man, and in place of Alberti’s static perspective, he discovers the perspective of colour and atmosphere. One is reminded of the sculptor Praxiteles’ atmospheric moulding of his figures, in the way a diffused atmospheric light saturates the outlines of Leonardo’s figures.
In this book which is a landmark in the research of Prehistory in Southeastern Europe, locations are analytically presented according to their geographic region, climatic conditions and the alternation of steppes with lush vegetation. Tools are listed, events are chronicled and the inhabitants’ way of life is interpreted. Many similarities have been confirmed between the flora and fauna of their corresponding landscapes of Southern and Central Europe during the last ice age (Würm). Greek stonemasonry products, however, differing from their counterparts in Western Europe are called “atypa”, non-representative. Which of the two forms of expression did Southeastern Europe opt for in its choice between the rock drawings of Western Europe and the miniatures of Central and Eastern Europe?
Μελανόμορφος σκύφος αττικού εργαστηρίου, με τέθριππο και Αμαζόνες, 500-490 π.Χ. Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 31123. Η υδρία είναι το αγγείο μεταφοράς ή σερβιρίσματος του νερού, γι΄αυτό και έχει τρεις λαβές. Αγγεία πόσεως είναι η κύλικα, ο κάνθαρος, ο μαστός, ο σκύφος ή κοτύλη, το ρυτόν, η φιάλη και άλλα κύπελλα διαφόρων σχημάτων, συχνά με μορφή κεφαλιού γυναίκας ή Αφρικανού. Τα κυρίως τελετουργικά αγγεία περιλαμβάνουν τον γαμικό (ή νυφικό) λέβητα, τη λουτροφόρο και τη πλημοχόη.
«Μυκηναία» με τονισμένο μάτι, λεπτό, βγαλμένο φρύδι και εκπληκτικό χτένισμα. Στον κρητομυκηναϊκό χώρο σώθηκαν σκεύη και σύνεργα καλλωπισμού από όλες τις φάσεις της Εποχής του Χαλκού, εντονότερα όμως από την Ύστερη. Ξυράφια γλωσσοειδή ή μονόστομα, τριχολαβίδες, καθρέφτες με πολυτελείς λαβές, ξύλινες, κοκάλινες, ελεφαντοστέινες, ανάγλυφα διακοσμημένες. Για τα μαλλιά, εκτός από τα χτένια, αγκιστροειδείς περόνες και σφηκωτήρες δημιουργούσαν και συγκρατούσαν τις περίτεχνες κομμώσεις που απεικονίζουν οι θηραϊκές τοιχογραφίες. Ωτογλυφίδες ή σύνεργο καλλωπισμού είναι τα μικρά ραβδάκια που απολήγουν σε μικροσκοπικό κουταλάκι; Όπως και οι λαβές από τους καθρέφτες, οι πυξίδες αποτελούν σημαντικά δείγματα μικρογλυπτικής. Τις παλαιότερες πληροφορίες για τη χρήση καλλυντικών, αρωμάτων, αλοιφών και ψιμυθίων αντλούμε κυρίως από την Αίγυπτο. Φαίνεται ότι λάδια και αλοιφές προστάτευαν τους Αιγύπτιους από τον καυτό τους ήλιο, ενώ τα ψιμύθια για τα μάτια, ο πράσινος μαλαχίτης και ο μαύρος γαληνίτης, είχαν αρχικά θεραπευτική χρήση. Ο λογιστικός χαρακτήρας των πινακίδων της Γραμμικής Β δεν προκαλεί προσδοκίες ενημέρωσης για τη χρήση των ψιμυθίων. Μαρτυρείται όμως βιοτεχνία λαδιού και παραγωγή αρωματικών ελαίων τόσο στην Κνωσό όσο και στην Πύλο. Θυέτης και Ευμήδης είναι τα ονόματα δύο αρωματοποιών. Παράλληλα διασώθηκαν και κατάλογοι αρωματικών συστατικών. Στο Περί οσμών, ο Θεόφραστος μας διαφωτίζει για τις εφαρμογές τους. Φαίνεται ότι, για την παραγωγή αρωμάτων, χρησιμοποιήθηκε από τους Μυκηναίους η εκχύλισις εν θερμώ ή εν ψυχρώ. Αν και ψιμύθια σαν αυτά του αιγυπτιακού και του ανατολικού χώρου δεν βρέθηκαν στην κρητομυκηναϊκή περιοχή, οι τοιχογραφίες πιστοποιούν τη χρήση τους από τις Μινωίτισσες και τις Μυκηναίες. Άλλωστε καλλωπιστήρια φαίνεται πως υπήρχαν στα ανάκτορα της Κνωσού, της Ζάκρου και της Πύλου.
Νεαρή γυναίκα στο λουτρό. Αθηναϊκή κύλικα των αρχών του 5ου αιώνα. Ο όρος «λουτρόν» προσδιόριζε αρχικά το λουτρό για τους αθλητές στο γυμνάσιον. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται στην Αθήνα «βαλανεία» («θόλοι», όταν τα κτίσματα είναι κυκλικά), έξω από τα τείχη της πόλης, πλάι σε πύλες, προορισμένα πιθανόν για ταξιδιώτες. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζονται τα ρωμαϊκά λουτρά με υπόκαυστο. Με το αδριάνειο υδραγωγείο τα λουτρά, συνήθως μικρά αλλά με πλούσιο μαρμάρινο και ψηφιδωτό διάκοσμο, πληθαίνουν. Από τα 24 λουτρά που βρέθηκαν, ξεχωρίζει εκείνο στο χώρο του ναού του Ολυμπίου Διός. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό του σώματος ονομάζονταν «ρύμμα» ή «σμήμα». Το πλύσιμο ακολουθούσε η επάλειψη με θερμασμένα αρωματικά έλαια.
Οι Βυζαντινοί προτιμούν τις ξανθιές, με λεπτά, βγαλμένα φρύδια, τονισμένα με μαύρο χρώμα (Άγ. Ανάργυροι Καστοριάς). Τα λουτρά για τους Βυζαντινούς ήταν χώροι καθαριότητας αλλά και κοινωνικής συναναστροφής, ιδίως για τις γυναίκες. Έχοντας αλείψει το σώμα με λάδι, κρασί ή αρωματικές ουσίες για να προφυλαχθούν από εξανθήματα, οι Βυζαντινοί πριν σαπουνιστούν τρίβονταν με το «τρίπτρο» και μετά με «σπαρτίον» ή με «ύσσωπο». Την ιεροτελεστία ολοκλήρωνε η επάλειψη με μύρα. Τις υπηρεσίες αποτρίχωσης που προσφέρονταν στα λουτρά αναζητούσαν ακόμη και μοναχοί. Με άσπρο, μαύρο και κόκκινο χρώμα ζωγράφιζαν οι Βυζαντινές μάτια, βλέφαρα και παρειές. Η λεύκανση του προσώπου γινόταν με το ψιμύθιο, σκόνη λευκή που μακιγιάρει και το λαιμό. Το κόκκινο χρώμα για τα μάγουλά της η Βυζαντινή το προμηθεύεται από θαλασσινά φύκια. Ορισμένοι άντρες έβαφαν το πρόσωπό τους με ώχρα, υποκρινόμενοι βίο ασκητικό. Τα μύρα που παρασκεύαζαν στα σπίτια τους οι γυναίκες τα χρησιμοποιούσαν και οι άντρες, ακόμη και στρατιωτικοί, κληρικοί και μοναχοί. Μόνο ως ένδειξη πένθους ή σε περιπτώσεις διαπόμπευσης έκοβαν οι γυναίκες τα μακριά τους μαλλιά. Ποικίλο μήκος είχαν τα μαλλιά των αντρών που στη διάθεσή τους είχαν και περούκες, τα «προκόμια». Οι κομψευόμενοι ξυρίζονταν παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας. Οι γυναίκες συνήθως είτε άφηναν τα μαλλιά τους ελεύθερα και βοστρυχωτά στους ώμους είτε τα έπλεκαν μαζί με χρυσές ταινίες σε δύο ή περισσότερα «πλεξίδια». Συχνά χρησιμοποιούσαν και τεχνητές, πρόσθετες πλεξούδες. Η βαφή των μαλλιών ήταν κάτι συνηθισμένο για άντρες και γυναίκες. Οι περισσότεροι άντρες ξάνθαιναν τα μαλλιά τους καθώς οι Βυζαντινοί, παρότι θεωρούσαν το ξανθό χρώμα «γυναικείο», το προτιμούσαν από το μαύρο.
Προοπτική αναπαράσταση του μοναστηριακού λουτρού (11ου αι.) της Ι.Μ. Ζωοδόχου Πηγής του Δερβενοδάλεσι (Α. Ορλάνδος). Ως μανιώδεις λουτρόφιλους παρουσιάζουν οι γραπτές πηγές τους Βυζαντινούς. Στα χρόνια του Ιουστινιανού λουτρά υπήρχαν σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Την καθημερινή τους λειτουργία ανέστελλαν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανομβρίας, σεισμού ή πολέμου. Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια τα λουτρά εντάσσονταν στο εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα που είχε ως πυρήνα του μια βασιλική. Την περίοδο αυτή οι συνήθειες λούσης είναι ίδιες με τις ρωμαϊκές και κύριοι χώροι των λουτρών παραμένουν το tepidarium, το aldarium και το frigidarium. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο τα περισσότερα λουτρά ήταν «δίδυμα», για το διαχωρισμό των φύλων, τύπος που θα υιοθετηθεί πολύ αργότερα και από τα μουσουλμανικά hamam. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο όμως, τα λουτρά υποβαθμίζονται, ο αριθμός και το μέγεθός τους μειώνονται, οι λειτουργίες τους περιορίζονται στις λούσεις. Στην Ελλάδα διασώθηκαν μόλις έξι δημόσια μεσοβυζαντινά λουτρά και άλλα δύο μοναστηριακά. Με πρότυπο τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά λουτρά δημιουργήθηκαν τα hamam με τις διαφορές που υπαγόρευε το Κοράνι, όπως την απαγόρευση του βυθίσματος σε κοινή με άλλους δεξαμενή και το υποχρεωτικό λούσιμο του σώματος με νερό τρεχούμενο. Λίγα μόνο κείμενα σχολιάζουν την «αλουσία» κάποιων κληρικών και ασκητών. Στα περισσότερα, κληρικοί και μοναχοί συμπορεύονται με τους λαϊκούς σε μια συχνά υπερβολική λουτροφιλία. «Βαλανεύς» ονομαζόταν ο υπεύθυνος των λουτρών, «καψάριος» εκείνος που φύλαγε στα αποδυτήρια τα ρούχα των λουομένων, «λουτράρις» (ή «λούστης» ή «περιχύτης») αυτός που βοηθούσε τον λουόμενο να ξεπλυθεί. Για την αποτρίχωση των λουομένων φρόντιζε ο «δρωπακιστής».
Η «Αθηναία νύφη» του Louis Dupré (1789-1837). Λιθογραφία, Παρίσι 1825. Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 25188. Ως προς τη φροντίδα των μαλλιών, οι νεοελληνικοί χρόνοι βρίσκονται εδώ σε διάλογο με την αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Έτσι, το χτένισμα με την κερατόσχημη μπροστινή προεξοχή που αποδίδεται στον Πάρι (Ιλιάδα Λ 385) παραπέμπει στον κεφαλόδεσμο με «κέρατα» στο μέτωπο από τη Σινασό ή στο «κερατάκι» στο κεφαλομάντιλο από τα Άλωνα της Φλώρινας. Σε θρακιώτικο τραγούδι απηχείται η ομηρική αντίληψη ότι τα κοντά μαλλιά αρμόζουν σε δούλους ή σε κοινωνικά κατώτερες τάξεις. Η σημασία που αποδίδεται στα περιποιημένα μακριά μαλλιά από τον Όμηρο παραβάλλεται με τις αντίστοιχες αντιλήψεις στο Τσακήλι των Μετρών, στην Κρήτη, στην Αιτωλία, στα Πωγωνοχώρια. Ξεχωριστή θέση στα γαμήλια έθιμα κατέχει το τελετουργικό λούσιμο, πλέξιμο και χτένισμα της νύφης, το βάψιμο και το κεφαλοκάλυμμα, πράξεις που αποσκοπούν σε εξαγνισμό, αποτροπή του κακού, γονιμότητα. Στο τελετουργικό αναμειγνύονται αγόρια «αμφιθαλή» αλλά και κορίτσια «μανοκυρουδάτα». Όπως στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο, έτσι και στους νεότερους χρόνους τα μακριά μαλλιά ρίχνονταν πίσω σε μπούκλες («στριφτάρια») ή σε πλεξίδες. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της χτενισιάς αθηναίας νύφης από τον περιηγητή John Twedell. Παραμονές του γάμου η νύφη έβαφε τα μαλλιά της με κόκκινη βαφή, κινά, που έστελνε ο γαμπρός (Πόντος, Σκοπός Θράκης, Προσωτσάνη Μακεδονίας, Άργος Ορεστικό). Πέρα όμως από την τελετή του γάμου, το βάψιμο των μαλλιών ήταν πολύ διαδεδομένο ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Το ίδιο ισχύει για τη χρήση λαδιών που δυναμώνουν τα μαλλιά. Διάφορες συνταγές εξασφαλίζουν στα μαλλιά πυκνότητα και μήκος, όπως ο μανδραγόρας στην Κρήτη ή το δέρμα δενδρογαλιάς στην περιοχή της Επιδαύρου.
Λουτρό Κυρρήστου. Οι θόλοι που στεγάζουν τους θερμούς χώρους. Ένδειξη τρυφηλότητας θεωρούνται στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. οι συχνές επισκέψεις στα «βαλανεία» και η λειτουργία τους μέσα στην πόλη απαγορεύεται. Βαλανεία ρωμαϊκών χρόνων βρέθηκαν κάτω από το ναό της Σωτείρας Νικοδήμου, μπροστά από τη Βουλή, κοντά στο Ολυμπιείο και δυτικά του Αρείου Πάγου. Ανάμεσα στην επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) που μετατρέπει την Αθήνα σε ερειπιώνα και την απαγόρευση της λειτουργίας των φιλοσοφικών της σχολών από τον Ιουστινιανό, η αρχαία Αθήνα θα γνωρίσει μια τελευταία αναλαμπή. Κτίζονται πολλά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, παλαιά βαλανεία ανακαινίζονται και κτίζονται νέα. Μεγάλο λουτρό, το «Βασιλικό», αναφέρεται στο χώρο της αγοράς. Ένας θρύλος για «το λουτρόν του Δουκός» πιστοποιεί ότι η συνήθεια δεν είχε σβήσει στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Όταν το 1456 η Αθήνα περνάει στους Τούρκους, τα λουτρά γνωρίζουν νέα άνθηση. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λειτουργούν πρωινά και απογεύματα για τις γυναίκες και τα μεσημέρια για τους άντρες. Την ώρα της αλλαγής ανακοίνωναν οι λουτράρηδες χτυπώντας δυνατά τα τάσια. «Τα λουτρά είναι τα καφενεία της Ανατολής», διαπιστώνει ο φίλος του λόρδου Βύρωνα Hobhouse, παρατηρώντας ότι ο κόσμος συχνάζει εκεί όχι τόσο για λόγους καθαριότητας αλλά για την απόλαυση της χαύνωσης που φέρνουν οι ατμοί και οι περιποιήσεις των λουτράρηδων. Δύο Αγγλίδες, η λαίδη Cravin και η λαίδη Έλγιν, μαρτυρούν ότι Ελληνίδες και Τουρκάλες λούζονταν μαζί και μένουν έκθαμβες μπρος στις φιλάρεσκες γυναίκες με τα παχύσαρκα κορμιά που τρώνε κανταΐφια, πίνουν αναψυκτικά, τραγουδούν και χορεύουν παίζοντας ντέφι, κιθάρα, ούτι. Τα ειδικά τσόκαρα και τα τάσια που ανήκαν στο «τακίμι λουτρίκια», προγαμιαίο δώρο του γαμπρού, εκσφενδονίζονταν στις αντιπάλους σε περίπτωση καβγά. Στη β΄ περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Αθήνα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε λουτρά. Οι χαρτογραφήσεις του Bessan (1826) και των Κλεάνθη - Schaubert (1831) είναι οι μόνες πηγές για τα χρόνια μετά την Απελευθέρωση. Το λουτρό του Ουλάμπεη ή λουτρό του Σταροπάζαρου, που έμελλε να γκρεμιστεί στις ανασκαφές της ρωμαϊκής αγοράς, λειτούργησε ως αποθηκευτικός χώρος είτε για τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Ορφανοτροφείου της Αίγινας είτε για τα εκμαγεία των γλυπτών του Παρθενώνα που έστειλε το Βρετανικό Μουσείο. Αντίθετα, αναστηλώθηκαν και επαναλειτούργησαν το λουτρό των Αέρηδων της οδού Κυρρήστου, το μόνο που σώζεται σήμερα, και το λουτρό του Ροδακιού, που κατεδαφίστηκε το 1890 για να χτιστεί το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής. Στο λουτρό του Ροδακιού σύχναζαν οι αρχόντισσες, κι ας είχαν σπίτι τους μικρά ιδιωτικά λουτρά, και γυναίκες της μέσης τάξης. Οι συγγραφείς εξετάζουν αναλυτικά τα λουτρά του Ροδακιού και των Αέρηδων. Τυπολογικά, η κάτοψη των λουτρών του Ροδακιού ακολουθεί οθωμανικά παραδείγματα, ενώ τόσο τυπολογικά όσο και στη θολοδομία εντοπίζονται στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης. Το λουτρό των Αέρηδων, που δεν ανήκει στα τυπικά οθωμανικά παραδείγματα, χρονολογείται στον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας, εκτός κι αν οι τυπολογικές του αναλογίες με προγενέστερα παραδείγματα από τον ελλαδικό χώρο και τη ΝΑ Μεσόγειο συνηγορούν υπέρ μιας ακόμη παλαιότερης χρονολόγησης.
Σαρακατσάνα γιαγιά στο εξώφυλλο του J.K. Campbell, «Honour, Family and Patronage», Oxford University Press, 1964.
Ο Διόνυσος πάνω σε πάνθηρα με τη συνοδεία Σειληνού, Μαινάδας και Σατυρίσκου, 370-360 π.Χ. περίπου. Μουσείο του Λούβρου. Στις Βάκχες, ο Διόνυσος προκαλεί στον Πενθέα την παραίσθηση της αλλαγής φύλου. Ο Πενθέας δεν υποδύεται τη γυναίκα, είναι γυναίκα που χαριεντίζεται, θέλει να αρέσει και καλλωπίζεται ρωτώντας το θεό σαν να ήταν ο καθρέφτης της: «Είμαι όμορφη;» Ο καλλωπισμός του Πενθέα είναι ανάλογος με τον ιερουργικό καλλωπισμό που γίνεται στα σφάγια πριν από τη θυσία. Για τη λατρεία του Διονύσου, μέρος του τελετουργικού καλλωπισμού είναι το στεφάνωμα με φύλλα δάφνης, κισσού ή αμπελιού, η επικάλυψη του προσώπου με λευκό και κόκκινο χρώμα και η ρυθμική επαναληπτική κίνηση ενός ημίγυμνου σώματος. Το βάψιμο και η μεταμφίεση του Πενθέα είναι το τελευταίο προπύργιο πριν από την οριστική του μετάβαση στον υπερβατολογικό ψυχισμό της γυναίκας-μαινάδας. Ωστόσο, ο Πενθέας επιθυμεί και να αρέσει στο θεό, υπογραμμίζοντας έτσι ότι η βακχική έκσταση είναι από τη φύση της ερωτική. Η αμφισεξουαλικότητα του θεού, σημάδι της θεϊκής του φύσης και σημαίνουσα της ερωτικής μέθεξης, αντιβαίνει την επιβεβλημένη από την πόλη κοσμιότητα που αντιτίθεται στην υπερβατική φύση των ανθρώπινων όντων. Όταν τα όρια που θέτει η πόλις δεν παραβιάζονται, η πολιτισμική επιταγή του κάλλους αποκτά και φιλοσοφική νοηματοδότηση. Ο Ευριπίδης όμως δεν είναι Πλάτωνας. Αποδίδοντας τον ειρωνικό καλλωπισμό του Πενθέα σε τέχνασμα του θεού, ο τραγικός αντιστρέφει τις αισθητικές προκείμενες και τις ηθικές αξίες των συγχρόνων του θεσπίζοντας την «πόλη» του Διονύσου, όπου τα δεδομένα των αισθήσεων αποκαλύπτουν τις συνιστώσες της παραίσθησης.
Κεντρικό τμήμα του μεγάλου πανοράματος της Αθήνας, ζωγραφισμένο επί τόπου το 1785 από τον Jean-François Cassas. «Μια μονότονη μάζα από συντρίμμια και σκόνη» συνάντησε ο L. Ross το 1832 στην Αθήνα. Μόνο το οχυρό της Ακρόπολης και το «Θησείο» μαρτυρούσαν την ιστορικότητα ενός τοπίου, όπου τα Προπύλαια είχαν παραμορφωθεί από οχυρωματικά έργα και ο βράχος του Αρείου Πάγου είχε καταληφθεί από την καλύβα ενός μουεζίνη. Το 1832, ο κύριος λόγος που οδήγησε στην επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους ήταν η επιμονή του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Ludwig I, πατέρα του Όθωνα. Στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Όθωνα (1833-1843), οι πολεοδομικές προτάσεις που υποβλήθηκαν για τη νέα πόλη διέφεραν όχι μόνο ως προς τις βασικές αρχές οργάνωσής της αλλά και ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος της σχέσης μεταξύ «νέου» και «παλιού», δομημένων και αδόμητων περιοχών. Ομόφωνη είναι η συμφωνία για τη δημιουργία μιας εκτεταμένης αρχαιολογικής ζώνης γύρω από την Ακρόπολη. Οι απόψεις όμως ως προς τη χωροθέτηση της πόλης αποκλίνουν. Ποιητική και αντιρρεαλιστική, η πρόταση των Schinkel και Quast βλέπει την Αθήνα σαν μια πόλη σε λόφο, επικαλύπτοντας το «παλιό» από το «νέο». Οι Κλεάνθης και Schaubert αντιπροτείνουν μια πόλη χτισμένη στη βόρεια πεδιάδα, σε αντιπαράθεση με τις αρχαιότητες. Ο Klenze και ο Καυταντζόγλου, από την άλλη, οραματίζονται τη συνύπαρξη αρχαίας και νέας πόλης σε σχέση αμοιβαίας ανεξαρτησίας. Το καλοκαίρι του 1833 ο Όθωνας εγκρίνει το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert, μια πρώιμη νεοκλασική κηπούπολη, εμπνευσμένη, ιδιότυπη και προσαρμοσμένη στο κλίμα του νότου, που περιβάλλει σε σχήμα «πέταλου» την υπάρχουσα πόλη. Η περιοχή νότια από την Ακρόπολη ως τις όχθες του Ιλισού μένει ελεύθερη εν όψει της ανασκαφικής έρευνας. Δυστυχώς η πρόταση αυτή αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα όχι μόνο εξαιτίας των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων αλλά και λόγω της αμφιλεγόμενης θέσης του ανακτόρου. Στέλνει τότε ο Ludwig I τον πεπειραμένο σύμβουλό του Leo von Klenze που θα προσαρμόσει το αρχικό σχέδιο στις οικονομικές δυνατότητες του νεαρού κράτους. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του κεντροευρωπαϊκού ρομαντικού κλασικισμού, ο Klenze παρεκκλίνει ποιητικά από τον στείρο ακαδημαϊσμό. Υποστηρίζοντας με θέρμη τη «δημιουργία εντυπώσεων γραφικότητας», οι τολμηρές προτάσεις του προέβλεπαν τη χωροθέτηση νέων μνημειακών κτιρίων σε άμεση επαφή με τους αρχαιολογικούς χώρους. Έτσι, το ανάκτορο προέβλεπε κλιμακωτή διάταξη στις βορειοδυτικές πλαγιές της Πνύκας με κήπους που θα περιελάμβαναν και το Θησείο. Ένα μουσείο με ανοιχτές στοές επρόκειτο να χτιστεί πάνω στην Ακρόπολη. Αν οι προτάσεις του Klenze δεν υλοποιήθηκαν, τα δραστικά μέτρα που πήρε για τη δημιουργία ενός αυστηρά αρχαιολογικού χώρου στο πλάτωμα της Ακρόπολης αποτελούν την πρώτη εκδήλωση μιας «πουριστικής» αναστηλωτικής προσέγγισης που έμελλε να επικρατήσει.
Το Δημαρχείο Άργους μετά την ανακαίνιση των όψεων του συγκροτήματος το 1987-88. Στο κυρίως κτίριο του Εθνικού Καταστήματος Άργους στεγάστηκαν το Ανέκκλητο Δικαστήριο και οι φυλακές, στα δύο παράπλευρα κτίρια η Δημογεροντία, η Αστυνομία-Πολιταρχία και η Τοποτήρηση, και στις προσθήκες τους η φρουρά της φυλακής και τα αποχωρητήρια του Δημόσιου Καταστήματος. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση συγκέντρωσης όλων των διοικητικών, δικαστικών και πολιτικών αρχών στο ίδιο συγκρότημα κτιρίων που οικοδομήθηκε σε διάστημα μόλις δεκαοκτώ μηνών με την άγρυπνη εποπτεία και του ίδιου του Καποδίστρια. Τη δολοφονία του Κυβερνήτη ακολουθεί γενική διάλυση για δεκαέξι περίπου μήνες. Στα κτίρια που παθαίνουν μεγάλες φθορές στεγάζονται για ένα διάστημα τα σχολεία της πόλης. Για την περίοδο 1836-1888 πληροφορίες για την τύχη του κτιρίου ανιχνεύονται μόνο σε κείμενα περιηγητών που επισημαίνουν το κτίριο του Δημαρχείου, επειδή στεγάζει μικρό μουσείο με σκόρπια ευρήματα κυρίως από τις ανασκαφές στο Ηραίο. Το 1888, το Δημοτικό Συμβούλιο με πρωτοβουλία του δήμαρχου Σπ. Καλμούχου αποφασίζει την ανακαίνιση του Δημαρχείου και την προσθήκη νέου κτιρίου που θα στέγαζε το δικαστήριο και το σχολείο. Καθοριστικός για την τύχη του υπήρξε ο νόμος που προώθησε η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1920, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα δημοτικά ή κοινοτικά καταστήματα που είχαν νοικιαστεί από το Υπουργείο Παιδείας για να στεγάσουν εκπαιδευτήρια περιέρχονταν στην κυριότητα του (κρατικού) Ταμείου Εκπαιδευτικής Προνοίας. Έτσι, με εξαίρεση το κεντρικό κτίριο, που είχε στεγάσει το Ανέκκλητον Δικαστήριο και τη φυλακή, όλα τα κτίρια του συγκροτήματος περνούν στην κυριότητα του Δημοσίου. Στη διάρκεια της δικτατορίας, τα σχέδια περί ανεγέρσεως μεγάλου κτιρίου που θα στέγαζε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της πόλης δεν ευοδώθηκαν. Το 1982 τα κτίρια του Δημαρχείου κηρύσσονται διατηρητέα μνημεία. Όπως και για τους Στρατώνες του Καποδίστρια, η ύπαρξη και κρατικής αρμοδιότητας για ιστορικά κτίρια είναι αυτή που απέτρεψε την καταστροφή τους.
Η καμινάδα του ελαιουργείου όπως φαίνεται από τη βάση της. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Καρδαμύλη με το λιμάνι της είναι το εμπορικό και διακομιστικό κέντρο της μεσσηνιακής Μάνης. Το 1932 χτίζεται κοντά στο λιμάνι από ντόπιους τεχνίτες ένα ελαιουργείο, σαπουνοποιείο και πυρηνοελαιουργείο, που κάλυπτε και τις ανάγκες ηλεκτροδότησης του χωριού. Από τους λόγους που οδήγησαν στην εγκατάλειψή του το 1968, σημαντικότεροι ήταν η συγκέντρωση παρόμοιων δραστηριοτήτων στην Καλαμάτα, η εγκατάλειψη των αγροτικών ασχολιών στην περιοχή και η μετατροπή της Καρδαμύλης σε τουριστικό οικισμό. Καθώς το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο έχει μια μοναδική σχέση με το τοπίο, αναρωτιέται κανείς τι το εμποδίζει να ανακτήσει τη λειτουργικότητά του αλλάζοντας χρήση, εμπλουτίζοντας έτσι την κοινωνική και πολιτισμική φυσιογνωμία της περιοχής.
Οι «δίδυμοι» μαρμάρινοι κούροι από την Τενέα (;) που κατασχέθηκαν στα χέρια αρχαιοκαπήλων το Μάιο του 2010. Η θλιβερή αρπαγή μνημείων της ελληνικής ιστορίας αρχίζει με τους Φράγκους και συστηματοποιείται πριν από την άλωση από τους προμηθευτές των ηγεμόνων της Δύσης. Ο θαυμασμός για τον κλασικό πολιτισμό που δημιούργησε η Αναγέννηση έθρεψε και την αρχαιοκαπηλία. Οι Τούρκοι μάλλον αδιαφόρησαν, εκμεταλλεύτηκαν όμως την αρχαιολατρία των Ευρωπαίων. Τις καταστροφές των μνημείων από τους βομβαρδισμούς και τις λεηλασίες των Ευρωπαίων αντιμετωπίζει πρώτος ο Καποδίστριας. Στα χρόνια του Όθωνα, ο Maurer δημιουργεί την υποδομή για την αρχαιολογική νομοθεσία της χώρας ακολουθώντας τον ιταλικό νόμο του 1820. Στο κλείσιμο του 19ου αιώνα το κράτος αποκτά απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας σε όλα τα αρχαία αντικείμενα. Στην καλύτερη προστασία στόχευαν οι νόμοι που ακολούθησαν το 1932, το 1950 ( για μνημεία και έργα τέχνης μεταγενέστερα του 1830), το 1968 (για τις εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν ως τα τέλη του 19ου αιώνα). Τέλος το 24ο άρθρο του Συντάγματος ορίζει ως υποχρέωση του κράτους την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ενώ και οι νόμοι του 1981 κυρώνουν την προστασία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς. Σε μια χώρα με τόσα μνημεία, όπως η Ελλάδα, χρειάζεται νέα αυστηρή νομοθεσία που δεν θα χαρακτηρίζει την αρχαιοκαπηλία απλό πλημμέλημα ούτε θα τιμωρεί τους ενόχους με ελαφρές χρηματικές ποινές ή, στις χειρότερες περιπτώσεις, με φυλάκιση έως πέντε μηνών. Παράλληλα, η Πολιτεία οφείλει να διατηρήσει την Αρχαιολογική Υπηρεσία ως τον ενιαίο φορέα προστασίας των μνημείων, στελεχώνοντάς την, χρηματοδοτώντας την γενναία, εκσυγχρονίζοντας το θεσμικό της πλαίσιο.
Τμήμα του ιστορικού κέντρου Ελευθερούπολης. Πώς αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που θέτει η νέα δόμηση σε παραδοσιακούς οικισμούς; Η διεθνής εμπειρία περιλαμβάνει τη λύση της «τυπολογικής ένταξης», την αντίθετή της στάση της «διακοπής», τη συμβιβαστική αντιμετώπιση της «αναλογίας» ή και συνδυασμούς αυτών των θέσεων. Όμως μόνο η γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε οικισμού εξασφαλίζει ότι ούτε τα εξομοιωτικά αποτελέσματα που επιβάλλουν οι ειδικοί οικοδομικοί κανονισμοί θα επικρατήσουν, ούτε η ελευθερία της δημιουργικής αρχιτεκτονικής θα παρεμποδιστεί. Ο ιστός του οικισμού αναλύεται σε τέσσερα συστήματα: το σύστημα των οικοπέδων, το οδικό σύστημα, το σύστημα των κτισμένων χώρων και το σύστημα των υπαίθριων χώρων. Οι πληροφορίες καταγράφονται σε δύο σχέδια. Το πρώτο περιγράφει και αναλύει τη διανομή της γης, τη δομή του οδικού δικτύου και τις σχέσεις μεταξύ οικοπέδων και δρόμων. Στο δεύτερο σχέδιο περιγράφονται και αναλύονται οι σχέσεις μεταξύ κτισμένων και υπαίθριων χώρων. Η αλληλοεπίθεση των δύο σχεδίων δημιουργεί ένα τρίτο σχέδιο που ανασυνθέτει τον πολεοδομικό ιστό. Ακολουθεί η αποτύπωση των κτισμάτων του οικισμού σε τυπολογικό επίπεδο. Οι επιμέρους αποτυπώσεις συντίθενται σε επίπεδο οικισμού ή επιλεγμένων τμημάτων του. Δημιουργείται έτσι το υπόβαθρο για την τυπολογική ανάλυση και τις προγραμματικές προτάσεις επέμβασης στον οικισμό.
Ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα. Φωτογραφία του James Robertson, 1853-1854. Μουσείο Μπενάκη, Φωτογραφικό Αρχείο. Το 1966, ο Dieter Ohly ξεκίνησε τις επιστημονικές έρευνες στο ναό της Αφαίας. Μετά το θάνατό του (1979), το έργο ολοκλήρωσαν οι Klaus Vierneisel και Martha Ohly-Dumm. Μεταξύ άλλων, η έρευνα αποκάλυψε γιατί διαφέρει το αρχαϊκό δυτικό αέτωμα από το πρώιμου κλασικού ρυθμού ανατολικό. Αρχαϊκός κούρος αποδείχθηκε πρόδρομος των μορφών του αετώματος. Η αρχή της λατρείας της θεάς χρονολογήθηκε στην πρώιμη δεύτερη χιλιετία και το τέλος της στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Έξω από το ιερό εντοπίστηκε λατρεία του Πάνα. Ο παλαιότερος πώρινος ναός, κτισμένος γύρω στο 570 π.Χ., έμεινε όρθιος μόνο μισό αιώνα, με αποτέλεσμα τα μέλη του να διατηρήσουν τα χρώματά τους. Το 1989 εγκαινιάστηκε το μουσείο που κατασκεύασε ο E.L. Schwandner, που είχε αναλάβει και τη μερική αναστήλωση και αναπαράσταση του παλαιότερου πώρινου ναού. Από το εσωτερικό του πρόναου εκτίθεται μεγάλο μέρος του θριγκού, ενώ αποκατεστημένο σύνολο τριγλύφων και μετοπών δίνει μια καλή ιδέα της ζωφόρου του. Στα πολύτιμα ευρήματα ανήκει και η οικοδομική επιγραφή του ναού από τα 570-560 π.Χ. Στον δεύτερο όροφο εκτίθενται από τη μια μεριά οι αετωματικές μορφές του νεότερου ναού σε γύψινα εκμαγεία από τα πρωτότυπα της Γλυπτοθήκης του Μονάχου και, από την άλλη, ξύλινη μακέτα του ναού στα 490 π.Χ. Ένα πρόπλασμα παρουσιάζει την αρχική του διακόσμηση από ντόπιο ασβεστόλιθο. Με χρώματα αποδίδονται τα οριζόντια και κατακόρυφα μέρη του θριγκού, τα οριζόντια γείσα των αετωμάτων και οι μορφές τους. Πίνακες σε τρεις γλώσσες ενημερώνουν πλήρως τους επισκέπτες για την ιστορία του ναού και των ανασκαφών.
Αθλητής δένει στο κεφάλι του την ταινία της νίκης. Διαδούμενος, αντίγραφο (100 π.Χ.) από έργο του Πολύκλειτου (450-425 π.Χ.). Από τις τρεις εκθέσεις με το γενικό τίτλο «Το Πνεύμα και το Σώμα» που θα υποστήριζαν το ελληνικό αίτημα της διεξαγωγής στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ανατέθηκε η περίοδος της αρχαιότητας. Την πρώτη ενότητα κάλυψε η ελληνική προϊστορία. Ακολούθησαν οι «αγώνες στο χώρο του μύθου», «το Γυμνάσιο: χώρος άθλησης και παιδείας», τα Παναθήναια, τα μεγάλα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας, των Δελφών, της Ισθμίας και της Νεμέας, η αναλυτική παρουσίαση των αθλημάτων από παραστάσεις σε αγγεία και από χάλκινα ειδώλια, η στιγμή της επιβράβευσης των νικητών. Στο κλείσιμο της έκθεσης, γλυπτά αποδίδουν τους νεαρούς αθλητές τη μεγάλη ώρα της νίκης τους.
Η νησίδα Ψείρα. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Archaeological research in Mycenean palaces, cemeteries and settlements has brought to light a multitude of objects related to beautification. They date from all the phases of the Bronze Age and especially from the LBA. Most of these objects were found in prehistoric cemeteries, not because they were exclusively purposed for burial use but, as they were buried in the earth, they were carefully conserved. At the same time, such objects in palaces or houses were either destroyed by natural causes or stolen by humans. Objects of everyday use were used as grave goods to facilitate the "life" of their owners after death. The rich series of beautification instruments and utensils deriving from the Cretomycenean area displays mirrors, combs, hook-shaped pins, small elegant knives, pyxides, hairpins, razors and minute vases for perfumes, creams and pigments.
In antiquity the human body was adored and praised through the arts. Christianity, however, diversified itself from the ancient world as regards cosmotheory and life. The perishable earthly body was considered as presenting an obstacle to the salvation of the immaterial, eternal soul, that should be the purpose of this ephemeral life. Therefore, any engagement with the beautification of face and body was regarded as sinful. Since the ethics of Byzantine society were strongly influenced by the Church, we can learn a lot about the morals of the time through texts that criticize them. The works of the Church Fathers teem with censures, rules, threats, advice and aphorisms. They teach that our God-given face neither must be made up with cosmetics and turned into a mask, nor must it become an instrument of sexual provocation. In spite, however, of the polemic, the Byzantine world, successor to the ancient Greek spirit, follows the existing tradition in which the human body is a reality, which claims the right to be expressed even through the improvements that beautification brings. Apart from its main function,the public bath was for the Byzantines a place of relaxation, enjoyment and social "gathering". The bourgeois women of Byzantium used beauty masks for their face care and three main natural pigments for their make-up. Black for the eyes and eye-brows, white for the skin and red for the lips, cheeks and chin. Perfumes were a necessity, while hairdos were influenced by varying fashions. Nevertheless, since women wore their hair long, the Church Fathers' advice was to keep it covered.
A great number of public and private baths in every town of the Byzantine Empire provided cleanness, social life and pleasure to most of the citizens, who according to litterary sources, were great lovers of bathing. All the urban baths did not, of course, meet the same high standards. Next to the reputable βαλανεία one could find inferior bathing installations - usually private ones- a meeting place of prostitutes, pimps and dissolute males. The Early Christian baths were either subsidiary buildings, adjacent to basilicas or independent public edifices of utilitarian character that played an important role in the formation of the town-planning network. However, during the Middle Byzantine period this situation was drastically altered.The number, size and town-planning importance of baths was so diminished, that baths came to function as bathing places only.
Beautification is the expression of man's desire to become distinct from his fellows by stressing in various, fashionable to his time, features of his body or head. This, being a universal phenomenon, is usually connected with rites and rituals related to archetypal psychological fears and/or the innermost yearning for the reproduction of the human species. Already since antiquity, in the major Greek area, this common need is variously realized, especially as regards the hairdo. Hair has been popularly conceived not only as an element of beauty, but also as a source of power and life and as the residence of the human soul, in addition it has been related to the idea of renaissance as it keeps growing even after death has occured and functions as pars pro toto. A multitude of especially diverse acts, usually symbolic and superstitious, derive from these general principles, directly or indirectly connected with the appearance of hair, its multiform cover and even the embellishments which are an indispensable part of it. Primitives have long and neglected hair, however, already in the Early Paleolithic Age (33.000-8.000 BC) hairdressing seems to have attracted some interest and care as becomes obvious from certain works of sculpture or cave drawings dating from this period.
Public baths have existed in Athens already since the classic age. However, our knowledge of this period as well as of the following one, the hellenistic, is inadequate; while we possess more information about the Roman age, when important baths (βαλανεία) are erected. In 267 AD Athens is turned to ruins as a result of the Erulian invasion. In the fourth century A.D. the excellent performance of the city's various schools and spiritual institutions has contributed to its revival. The last gleam of the Athenian glory fades away during the reign of Justinian. The city is gradually diminishing and is turned to a Byzantine province. We do not know much about the years of the Frankish domination that follows. In 1456 Athens changed peacefully hands and lords: The Franks are succeeded by the Turks. Thus, bath becomes important again, offering, at the same time, hygienic body care and social life for both sexes. Especially to women, for whom the public places were strictly forbidden, as in every closed Eastern society, baths were supplying a multiple function: hygiene, recreation, social life, gossip, show, even therapeutic treatment for gynaecologic diseases. The class differences were especially rigid in the bath area. For the Athenian woman under Turkish occupation the visit to the bath was by itself an entire ritual marked by three significant events: the bath of the teenager, the future bride and the young woman after her nuptials. Three baths were operating in Athens during the first period of the Turkish domination: The Ula-Beri or Staropazaro Bath, the Hatzi-Ali or Rhodakio Bath and the Ambid-Efendi or Aerides Bath. One bath in the Acropolis citadel, another close to the Voevoliki and, probably, a few smaller ones elsewhere were added to the forementioned three during the second period. From all these baths only those of Rhodakio and Aerides kept operating after the liberation, while the Staropazaro Bath changed its function. Nevertheless, the remaining baths continued to play an important role in the Athenian's life. The Aerides Bath is the only one that has survived. Although it doesn't belong to the typical Ottoman examples of bath architecture, it is rather safely dated in the first century of Turkish occupation. In the mid-nineteenth century new rooms have been added to the original bath and it has, thus, been altered as to become a double bath. Therefore, its present, quite complex plan cannot be assigned to a certain architectural type. The Rhodakio Bath was demolished in 1890, but fortunately enough the plan and two general descriptions of it have survived. The arrangement of its rooms and areas is usual in Ottoman examples; while it also displays certain elements of the Byzantine tradition. We cannoi reach correct conclusions for the thirc bath, because the available data are insufficient.
This paper examines some of the meanings and values associated with women's cleanliness and beauty care in the context of rural Greek "traditional" culture and of an urban way of life as it emerged during the 1960s. Women's preoccupation with the cleanliness and beautification of the house is well documented in the ethnographic literature on rural Greece. In contrast,a woman's concern with her own bodily cleanliness is hardly mentioned. Clearly such concern does not appear to be a positively valued aspect of womanhood. In fact, far from being a compliment, the claim that a woman is "clean" (παστρική), that she washes herself too frequently, amounts to an insinuation that she is susceptible to sexual improprieties. Where perceived as excessive,a woman's preoccupation with bodily cleanliness may be condemned as a violation of the priority that must be always given to the care of home and family. The image of a whore who is bathing while the world around her is burning, may be used for a woman who neglects her duties, as well as for a man who engages in insignificant or frivolous pursuits at the expense of important ones. In addition, a woman's concern over bodily cleanliness may represent moral faultiness, as frequent washing presupposes dirtiness resulting from polluting sexual encounters and/or indicates readiness for such. In contrast, the washing of the body is especially appropriate to occasions highlighting women's membership in the family and the community as daughters and prospective or actural wives and mothers. Women's efforts to improve their appearance with the help of products and services increasingly available in the urban markets in 1960s also seem to have been evaluated according to similar criteria. As means to further a woman's marriage prospects or to add to her husband or father's prestige, they are condoned. Otherwise they are condemned as signs of vanity or moral faultiness. In addition, despite the admiration she may arouse for being attractive, a woman who appears to use beauty products and services extensively, may also be suspect of trying to conceal a physical defect, or of hiding a dirty body underneath fancy hairdos and cosmetics. Thus, the image of an attractive, beautified woman may represent deceit. In contrast, women's bodily cleanliness is valued increasingly positively, because it is associated with hygiene and with a higher, more "European" standard of living. Also, because it is contrasted with the pursuit of a sort of beauty perceived as artificial.
A critical analysis of the alternative choices proposed for the town-planning of the newly founded city of Athens is attempted in this article.All proposals place special emphasis on the harmonious coexistence of the actual landscape of the new city with its architectural heritage of antiquity. Although none of the proposals was fully materialized and the town-planning development of Athens followed its own unpredictable and complex route, the basic idea for the formation of an extended archaeological zone around the "polis" hill, that would function as the monumental nucleus of the cultural identity of the Greeks, has survived all the adventures of the city's development and it is now at an advanced stage of realization.
Historical and cultural coincidence, such as the fall of the Byzantine Empire, and the Renaissance, generated a strong current of admiration for ancient Greek civilization. This admiration was the main cause of the collective passion of educated, Western monarchs and tycoons, who at any cost would try to obtain original, ancient objects. As a result, it is such cultural events which have immensely favoured the development of antiquities smuggling. Thus, Greece has been deprived of valuable works of art. Unfortunately, this scourge continues in our days to trouble our country, since unscrupulous Greek and foreign, perfectly equipped, antiquities smugglers manage to transport abroad remarkable ancient and Mediaeval works of art.
If one considers that a destructive assimilation of structures has contributed to the impoverishment of the environment , then it becomes obvious that certain axioms of the modern movement, such as the direct dependence of form on function, have lost their value.For the thorough study of a building the actual location and the arrangement of landscape in which the building will participate, should be taken into serious consideration.Then, the erection of a new building in historical surroundings would be conceived on the basis of a wider range of factors.
Αττική υστερογεωμετρική πυξίδα με τέσσερα άλογα στο πώμα από τον Κεραμεικό, 750-735 π.Χ. Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο, Α 17972. Μια μεγάλη ομάδα αγγείων απαρτίζουν τα «ελαιοδοχεία». Η λήκυθος χρησίμευε στη φύλαξη του λαδιού αλλά και στην προσφορά λαδιού στους νεκρούς (λευκές λήκυθοι), κυρίως όμως περιείχε αρωματικά έλαια. Για τη φύλαξη αρωμάτων προοριζόταν και ο αρύβαλλος, για τη φύλαξη και τη μεταφορά τους το αλάβαστρον. Τέλος, ο ασκός με το σχήμα του εξυπηρετούσε την ελεγχόμενη εκροή λαδιού. Για τη φύλαξη αντικειμένων υπήρχε η πυξίς και η λεκανίς. Η πυξίδα περιείχε αποκλειστικά είδη καλλωπισμού, ενώ η λεκανίδα εξυπηρετούσε ποικίλους σκοπούς. Το πινάκιον είχε σχήμα πιάτου και είχε επιτραπέζια χρήση.
Χάρτης του Abraham Ortelius (1527-1598) για τον «Περίπλου της Ερυθράς θαλάσσης» που αποδίδεται στον Αρριανό. Για να περιπλεύσουν τις ακτές, για να αράξουν σε δύσκολα λιμάνια, οι ναυτικοί συμβουλεύονταν έναν «περίπλου», ένα βιβλίο δηλαδή με οδηγίες που συνόδευε τους ναυτικούς χάρτες. Ο αρχαιότερος σωζόμενος περίπλους από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. αποδίδεται στον Σκύλακα τον Καρυανδέα. Ο Σταδιασμός της Μεγάλης Θαλάσσης του 3ου αιώνα μ.Χ. είναι ένας πλοηγός της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, στον οποίο οι αποστάσεις δίνονται σε στάδια – και όχι σε μέρες ταξιδιού. Ο Περίπλους της Ερυθράς θαλάσσης, γραμμένος από Έλληνα της Αιγύπτου γύρω στο 60-90 μ.Χ., φαίνεται να απευθύνεται στον έμπορο-πλοιοκτήτη που συνήθως ταξίδευε ως πλοίαρχος. Ο τοπάρχης της Καππαδοκίας Αρριανός έστειλε στον αυτοκράτορα Αδριανό σε μορφή επιστολής τις οδηγίες του από τον περίπλου του Εύξεινου Πόντου (131-132 μ.Χ.). Ο ρωμαίος γερουσιαστής Ρούφος Φέστος Αβιηνός (4ος αιώνας μ.Χ.) περιγράφει στο βιβλίο του Ora maritima (Θαλασσινή ακτή) τα παράλια από τη Μασσαλία ως τα Γάδειρα. Ο Μαρκιανός από την Ηράκλεια του Πόντου (450-500 μ.Χ.) και ο Μένιππος ο Περγαμηνός ήταν διάσημοι για τις γεωγραφικές τους γνώσεις. Στο είδος του περίπλου κατατάσσονται τα έργα του Αγαθαρχίδα (γύρω στο 160 π.Χ.), όπως και του Διονύσιου του Περιηγητή. Ο τριήραρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ανδροσθένης ο Θάσιος, έγραψε έναν περίπλουν του Περσικού Κόλπου, που δεν σώζεται. Επίσης δεν σώζεται και ο περίπλους του Πυθέα του Μασσαλιώτη που ταξίδεψε ως τη Βόρεια Ευρώπη το 340-330 π.Χ. Ο Μένιππος ο Ηρακλειώτης συντάσσει τον κατάλογο όσων έγραψαν φροντισμένα παρόμοια συγγράμματα, καταλήγοντας στον Αρτεμίδωρο τον Εφέσιο, τον Στράβωνα και τον Μένιππο από την Πέργαμο.
Η κερκυραϊκή παπυρέλλα. Η διερεύνηση των δυνατοτήτων ναυσιπλοΐας στις Κυκλάδες πριν από 10.000 χρόνια είναι το νέο πρόγραμμα Πειραματικής Αρχαιολογίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης. Το έναυσμα έδωσαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο σπήλαιο Φράγχθη της Ερμιονίδας. Εκεί ο καθηγητής Thomas Jacobsen βρήκε οψιδιανό από τη Μήλο, εξορυγμένο γύρω στο 9000-8000 π.Χ. Αναλογιζόμενος τα παπύρινα αιγυπτιακά πλοιάρια, ο συγγραφέας σκέφτηκε ότι με κάποιο τέτοιο μέσο θα έπρεπε να είχε γίνει η μεταφορά του οψιδιανού. Η ύπαρξη της «παπυρέλλας», ενός μικρού παπύρινου σκάφους που ακόμη επιζεί στη βορειοδυτική Κέρκυρα, ήταν εκείνη που απέδειξε ότι για μια τέτοια κατασκευή επαρκούσαν τα υλικά, τα εργαλεία και οι γνώσεις των ανθρώπων του 9000-8000 π.Χ. Με μορφή αναλυτικού ημερολογίου, ο συγγραφέας περιγράφει τα στάδια προετοιμασίας του ταξιδιού και το ίδιο το ταξίδι: την κατασκευή μιας αμφίπρωρης «παπυρέλλας», τα επιτυχημένα δοκιμαστικά ταξίδια της, τη δυσκολία στον εντοπισμό του κατάλληλου πληρώματος, καθώς η παπυρέλλα δεν διαθέτει πανί, την ανεύρεση κωπηλατών καγιάκ. Τα πειραματικά ταξίδια έδειξαν ότι το ταξίδεμα της παπυρέλλας δεν είναι εύκολη υπόθεση, ότι χρειάζεται εξειδικευμένο πλήρωμα με ναυτικές γνώσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στα μεσολιθικά χρόνια το θαλάσσιο ταξίδι από το σπήλαιο Φράγχθη στη Μήλο μέσω Σουνίου θα ήταν πολύ επίπονο και πολύ πιο χρονοβόρο από ένα ταξίδι διά ξηράς, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι του μεσολιθικού σπηλαίου ίσως δεν είδαν ποτέ τη Μήλο. Αντίθετα με το Φράγχθη, η Λαυρεωτική προσφέρεται ως σημείο «διαμετακομιστικού εμπορίου» οψιδιανού. Η παπυρέλλα απέπλευσε από το Λαύριο στις 8 Οκτωβρίου για το επιστημονικό της ταξίδι, συνοδευόμενη από το μεγάλο ιστιοπλοϊκό σκάφος «Κύμα Άλφα». Αφαιρώντας τις μέρες που χάθηκαν λόγω της απρόσμενης κακοκαιρίας, επτά μέρες αρκούσαν στην παπυρέλλα για να καλύψει την απόσταση Λαύριο-Μήλος. Το ταξίδι επιβεβαίωσε την αρχική υπόθεση ότι με ένα παπύρινο πλοιάριο σαν τη διπλή «παπυρέλλα» ένα ταξίδι στις Κυκλάδες είναι εφικτό. Τέτοια ταξίδια πρέπει να γίνονταν τακτικά στις αρχές της Μεσολιθικής εποχής.
«Τηγανόσχημο» σκεύος από τη Σύρο, ΠΚ ΙΙ εποχή. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 4974.
Χριστιανοί φεύγουν μετά το διωγμό των αιρετικών. Ανάμεσα στις σημαντικές ναυπηγικές αλλαγές και καινοτομίες που σημειώθηκαν στα μεσοβυζαντινά χρόνια είναι και η ανάπτυξη σε μεγάλες διαστάσεις, για αντίστοιχα μεγάλα σκαριά, του ήδη γνωστού τριγωνικού πανιού. Απεικονίσεις σε χειρόγραφα και αγιογραφίες βεβαιώνουν ότι το μοναδικό τριγωνικό πανί, το λατίνι, ήταν σε χρήση τον 9ο αιώνα. Αν δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί για τον τόπο προέλευσής του, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πρώτοι οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματα του τριγωνικού πανιού στα μεγάλου εκτοπίσματος πλοία τους. Η μεγάλου μήκους αντένα (κεραία) που πάνω της δένεται το λατίνι, τοποθετείται λοξά ως προς το άλμπουρο και συνδέεται μαζί του με ένα δυο στεφάνια, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μήκος του πανιού να βρίσκεται προς την πρύμνη. Το λατίνι κακώς ετυμολογείται από το latina. Πρόκειται για παραφθορά του alla trima (vella), σε αντίθεση προς το alla quadra vella για το τετράγωνο πανί. Σπάνιο είδος σήμερα, το λατίνι ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν μέρος των θαλασσινών μας τοπίων.
Το «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς (φωτ. Γ. Παντζόπουλος, 1985). Για τις βάρκες που κινούνται σε ήρεμα και ρηχά νερά με πυκνή υδρόβια βλάστηση, σε βαλτώδεις περιοχές και ανάμεσα σε καλαμιώνες, οι κανόνες της ναυπηγικής τέχνης δεν ισχύουν. Τη μορφολογία τους υπαγορεύουν οι δικές τους συνθήκες. Ο επίπεδος πυθμένας, που ανυψώνεται και λεπταίνει στην πλώρη και την πρύμνη, τους επιτρέπει να υπερπηδούν ευκολότερα τη βλάστηση της λίμνης, να έχουν καλύτερη προώθηση αλλά και να τραβιούνται εύκολα στη στεριά. Οι κατασκευαστές τους ενδιαφέρονται πρώτιστα να είναι το σκαρί στέρεο και να «χτίζεται» εύκολα. Έτσι προκρίνουν τη λειτουργικότητα σε βάρος της αισθητικής φροντίδας και αποκλείουν σχεδόν πάντα την ύπαρξη καμπύλων τμημάτων. Στο άρθρο περιγράφονται αναλυτικά και με τους τοπικούς τους όρους η «βάρκα» της λίμνης των Ιωαννίνων, το «καράβι» της λίμνης της Καστοριάς, η «πλάβα» που συναντάμε στις λίμνες της Δοϊράνης και της Καστοριάς, στη Βεγορίτιδα και στην Πρέσπα, το «καράβι» των λιμνών Βόλβης και Κορώνειας και η «γάιτα» της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.
Προηγείται ο σκελετός, ακολουθεί το «πέτσωμα»: η τεχνική της ξυλοναυπηγικής «skeleton first». Η ταξινόμηση των τεχνικών της ξυλοναυπηγικής στηρίζεται σε δύο μεθόδους: Η πρώτη κατηγορία αφορά την προτεραιότητα που δίνεται κατά την κατασκευή του ναυπηγήματος είτε στο σκελετό (skeleton first) ή στην επικάλυψη, «πέτσωμα» (shell first). Η δεύτερη αφορά την επιφάνεια της επικάλυψης, το κατά πόσον είναι λεία με τις σανίδες να μην ξεχωρίζουν αισθητά η μία από την άλλη (carvel built), ή εμφανίζει μικρές βαθμίδες ανάμεσα στις διαδοχικές σανίδες του «πετσώματος», το «καβαλικευτό» (clinker built). Στο Αιγαίο, η ναυπήγηση ενός παραδοσιακού σκάφους ακολουθούσε πέντε βήματα: α) την επιλογή και την προετοιμασία της ναυπηγικής ξυλείας, β) τον εμπειρικό σχεδιασμό των βασικών στοιχείων του σκελετού του σκάφους, γ) την κατασκευή του σκελετού (skeleton first), δ) την επικάλυψη του σκελετού (carvel built), ε) τελειώματα για στεγανοποίηση και προστασία της κατασκευής. Τα τεχνικά στοιχεία της ανώνυμης παραδοσιακής ναυπηγικής έχουν επανειλημμένα βοηθήσει τους ιστορικούς της ναυπηγικής να προσεγγίσουν και να ερμηνεύσουν αρχαιολογικά και ιστορικά ευρήματα. Ο παλαιότερος τρόπος εμπειρικού σχεδιασμού στο Αιγαίο έχει καταγραφεί στα Ψαρά (18ος αιώνας). Είναι το «μονόχναρο». Παραλλαγή του έχει καταγραφεί στα βενετσιάνικα ναυπηγεία του 15ου και 16ου αιώνα και ονομάζεται «Meza luna». Όλες οι γνωστές εφαρμογές αυτού του θεωρητικού γεωμετρικού μοντέλου συνδέονται με την τεχνική κατηγορία «skeleton first». Από το παλαιότερο σκάφος με συνολική «skeleton first» τεχνική, το ναυάγιο του 11ου αιώνα στο Serçe Liman, διασώθηκε τμήμα του «πετσώματος». Η σύγκρισή του με παραδοσιακό αιγαιοπελαγίτικο σκάφος προδίδει μια χαρακτηριστική ομοιότητα.
Το κιόσκι της Kadirga. Η γαλέρα ανήκει τυπολογικά στα κωπήλατα πλοία που τα κουπιά τους δεν στηρίζονται στην κουπαστή («επισκαλμίδα») αλλά, μέσω μιας πολύπλοκης κατασκευής, σε σημεία απομακρυσμένα από το κυρίως σώμα του πλοίου. Τα μεγάλα πολεμικά ιστιοφόρα με τον εξοπλισμό τους σε κανόνια εκτόπισαν από τις θάλασσες τις γαλέρες που δεν μπορούσαν να φέρουν παρά ελάχιστα. Στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, η μόνη σωζόμενη γαλέρα, η Kadirga, πλέει σε μια θάλασσα από ερωτηματικά. Το όνομά της δεν είναι παρά η τουρκική απόδοση του βυζαντινού όρου Κάτεργον που σήμαινε «γαλέρα». Η πίσω καμπίνα της Kadirga, κιόσκι για τον Σουλτάνο, τους ανθρώπους του και τον πλοηγό, είναι έργο τέχνης, κατασκευασμένο με σπάνια ξύλα, με σεντέφι και πολύτιμους λίθους. Η τουρκική παράδοση αλλά και η γνωμάτευση ειδημόνων ανάγει την Kadirga στον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Το πλοίο έχει βέβαια υποστεί πολλές επισκευές και τροποποιήσεις και όχι μόνο το κιόσκι αλλά και η πρύμνη και το πηδάλιο στη σημερινή τους μορφή ανήκουν στον 17ο αιώνα. Ωστόσο, ο γλυπτός του διάκοσμος με τους βυζαντινούς μικρούς δράκους ανάγεται στην αρχική μορφή της γαλέρας. Αλλά πώς συνδυάζονται τα βυζαντινά διακοσμητικά θέματα με «το καΐκι του Σουλτάνου;» Το μυστήριο της Kadirga μπορεί να λύσει ο Βενετός Nicolo Barbaro και το ημερολόγιο που κρατούσε στην πολιορκία του 1453. Αν δεχτούμε ότι η γαλέρα ήταν μια από τις πέντε αυτοκρατορικές «φούστες» που μνημονεύει και ότι ο Σουλτάνος την ανέδειξε σε προσωπικό του πλοίο ως διάδοχος των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τότε η Kadirga είναι το τελευταίο επιζών πλοίο των ναυτικών δυνάμεων του Κωνσταντίνου Α΄ Δραγάτζη.
Λεπτομέρεια από το βίο του Αγ. Ευσταθίου. Βυζαντινή εικόνα του 1620-1640, Πάτμος (Εκδ. Αθηνών). Πολύτιμες πληροφορίες παρέχει το αρχείο της πλοιοκτήτριας μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, όχι μόνο επειδή έχουν εκδοθεί όλα του τα αυτοκρατορικά έγγραφα και τα έγγραφα των δημόσιων λειτουργών αλλά και γιατί ανάμεσα στα έγγραφα συγκαταλέγονται τρεις πράξεις του σεκρέτου της θαλάσσης. Τα τρία αυτά πρακτικά των ετών 1195, 1199 και 1203, τα μόνα που σώζονται από όλη τη βυζαντινή περίοδο, κατατοπίζουν για τη διαδικασία καταμετρήσεως και παραδόσεως πλοίου. Για την καταμέτρηση, δηλαδή για τον προσδιορισμό της καθαρής τους χωρητικότητας, τα πλοία έρχονται πάντοτε στην Κωνσταντινούπολη. Από αυτή τη χωρητικότητα αφαιρείται ένα 10%, το υπόλοιπο εκφράζει τη φορολογητέα χωρητικότητα και καθορίζει το ποσό του οφειλόμενου φόρου προς το δημόσιο. Τα τρία πρακτικά από το αρχείο της μονής Πάτμου μαρτυρούν ότι τα πλοία που είχαν φορολογικές απαλλαγές, «εξκουσίες», δεν καταγράφονταν στα φορολογικά κατάστιχα. Τέτοια πλοία ήταν κατεξοχήν τα μοναστηριακά. Στα πρακτικά καταμετρήσεως μνημονεύονται οι συγκεκριμένες εξκουσίες και οι σχετικές αυτοκρατορικές διατάξεις με τις οποίες παραχωρήθηκαν. Εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιουδήποτε ονόματος πλοίου από όλα τα μοναστηριακά έγγραφα. Ο προσδιορισμός της ατομικότητας του πλοίου εξαντλείται στη μνεία της χωρητικότητας και του ιδιοκτήτη/πλοιοκτήτη, π.χ.: πλοίο της μονής Πάτμου 500 μοδίων, πλοίο της Λαύρας του Αγίου Όρους 2000 μοδίων κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατη η διαφοροποίηση πλοίων της ίδιας μονής με την ίδια χωρητικότητα. Επομένως, με κυρωμένα αντίγραφα του πρακτικού καταμετρήσεως και του ανάλογου αυτοκρατορικού εγγράφου, τύχαιναν ατέλειας και άλλα πλοία της ίδιας μονής, αρκεί να είχαν την ίδια χωρητικότητα με το πλοίο στο οποίο είχε δοθεί αρχικά η ατέλεια.
Μονή Χαγκπάτ, 10ος-13ος αι. Το «Γκαβίτ» διακρίνεται στην άκρη δεξιά. Προθάλαμοι ευρείς και μορφολογικά επιβλητικοί, η «Λιτή» και το «Γκαβίτ» εμφανίζονται αντίστοιχα σε βυζαντινούς μοναστηριακούς ναούς (καθολικά) και σε αρμενικούς («καθογικά») την ίδια περίοδο, από τον 9ο ως τον 14ο αιώνα, χωρίς όμως να εκλείπουν στη συνέχεια. Το ερώτημα που τέθηκε, επομένως, ήταν κατά πόσο μπορεί, στα μεσοβυζαντινά χρόνια, να διαγραφεί μια πορεία είτε από τις αρμενικές περιοχές προς τη βυζαντινή Ελλάδα και στη συνέχεια τη Σερβία και το Άγιο Όρος ή, αντίστροφα, από την Ελλάδα προς την Αρμενία. Το αρμενικό Γκαβίτ είναι ένας ευρύς προθάλαμος, συνήθως τετράγωνος ή ορθογωνικός, που κατά συμμετρικό τρόπο προστίθεται στην όψη της εισόδου του ναού. Πρόκειται πάντα για προσθήκη και απαραίτητα περιλαμβάνει το ταφικό μνημείο του κτήτορα. Εξυπηρετεί διοικητικούς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Παρόμοιος χώρος σε σχήμα και σε μέγεθος είναι το «Ζαματούν», που δεν περιλαμβάνει το ταφικό μνημείο του κτήτορα ενώ προσκολλάται στο ναό με τρόπο ασύμμετρο ή στέκεται «πανταχόθεν ελεύθερο» μέσα στην αυλή και εξυπηρετεί κυρίως διοικητικές και κοινωνικές ανάγκες. Η δομική οργάνωση αυτών των κτιρίων και ο κοινωνικός τους ρόλος θυμίζει έντονα το «γκλχατούν», τον αρχαιότατο τύπο της ξύλινης λαϊκής αρχιτεκτονικής της Αρμενίας, που είναι κι αυτό τετραγωνικό, με στύλους και καλύπτεται από σύνθετο ξύλινο δώμα, το «χαζαρασέν». Πολλά είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν την προέλευση του Γκαβίτ από ξύλινα πρότυπα. Ως προς τη Λιτή, όπως προκύπτει από τα παλαιότερα παραδείγματα –Παναγία Οσίου Λουκά (β΄ μισό 10ου αιώνα), Όσιος Μελέτιος (μέσα 12ου αιώνα)– δεν εκκολάφθηκε ως μια καινοφανής μορφή αλλά προέκυψε από τη διαρρύθμιση-διεύρυνση κτιριολογικών στοιχείων που ήδη υπήρχαν, όπως είναι οι στενοί νάρθηκες, σε συνδυασμό πιθανόν και με ανοικτούς εξωνάρθηκες. Οι Λιτές προορίζονταν αποκλειστικά για θρησκευτικές δραστηριότητες. Συγχρόνως, ο ελλαδικός τους αρχιμάστορας είχε γύρω του πρότυπα στα οποία λύσεις επικοινωνίας όμοιων χώρων μέσω ενός διδύμου υποστυλωμάτων, όπως είναι τα δύο εγκάρσια κλίτη της Λιτής εκατέρωθεν των δύο κιόνων της, είχαν ήδη εφαρμοστεί. Στις διαφορές που αποκλείουν μονομερή ή αμοιβαία επιρροή συγκαταλέγονται η διαφορά κατασκευής και στέγασης και η διαφορά στις λύσεις φωτισμού.
Γενική άποψη της Ακρόπολης και της βόρειας κλιτύος με την Πλάκα. Φωτ. V. Schinkel (1931).
Παλμύρα: η μεγάλη κιονοστοιχία και στο βάθος το κάστρο των Ομμεϋάδων. Οι σημερινές πολιτικές συνθήκες δυσχεραίνουν, αν δεν απαγορεύουν ολοσχερώς, το οδοιπορικό στη Μέση Ανατολή, στις πόλεις που ίδρυσαν ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επίγονοί του. Έποικοι από όλα τα σημεία της Ελλάδας ίδρυσαν πόλεις με ελληνικό χαρακτήρα, με ιπποδάμειο σύστημα, με αγορά, γυμνάσιο, λουτρά, θέατρα. Ο Σέλευκος Νικάτωρ (312-281 π.Χ.) έκανε πρωτεύουσά του την Αντιόχεια. Με τον πληθυσμό της να φτάνει το ένα εκατομμύριο, με περίφημο στάδιο και ανάκτορο, ονομάστηκε «Τετράπολις» όταν οχυρώθηκε σε τέσσερις ξεχωριστές συνοικίες. Στους Σελευκίδες οφείλουμε επίσης τη «Λαοδίκεια επί της θαλάσσης», σπουδαίο λιμάνι χτισμένο στην ακτή απέναντι από την Κύπρο, και την Απάμεια, δεύτερη πρωτεύουσα του βασιλείου. Οι άλλες πόλεις της Συρίας είναι οι πόλεις των καραβανιών, και σε αυτές ανήκει η Δαμασκός. Οι Σελευκίδες ξανάχτισαν τη Γέρασα, σπουδαίο εμπορικό κέντρο που εκτεινόταν στις δύο όχθες του Χρυσορρόα ποταμού. Σε ίση απόσταση από τον Ευφράτη και από τη θάλασσα, στο δρόμο των καραβανιών και του μεταξιού, η πλούσια Παλμύρα της βασίλισσας Ζηνοβίας εξελληνίζει την τοπική τέχνη της ιερατικής έκφρασης των μορφών. Η Δούρα-Ευρωπός στη δεξιά όχθη του Ευφράτη ζευγαρώνει την ελληνική με την ντόπια (παρθική) τέχνη. Στην πρωτεύουσα των Ναβαταίων Πέτρα, οι δύο τέχνες συνδυάζονται έξοχα στις αρχιτεκτονικές λαξευτές κατασκευές. Ταυτίζοντας το θεό Baal με το δικό τους θεό Ήλιο, οι Πτολεμαίοι ονόμασαν Ηλιούπολη την πόλη του Baalbeck στο σημερινό Λίβανο. Πέρα όμως από τις πόλεις αυτές, το πάντρεμα του ελληνικού πνεύματος με το ανατολικό μαρτυρούν και άλλες πόλεις όπως η Βόστρα (Μπόσρα), η Κάναθος (Καναγουάτ), η Φιλαδέλφεια (Αμάν), η Επιφάνεια (Χάμα).
Άργος, το σχολείο και η αυλή του (Αύγουστος 1989). Άποψη από το Νότο. Δύο μόλις μήνες πριν από τη δολοφονία του, στην πόλη όπου είχαν εγκατασταθεί επιφανείς προσωπικότητες του αντικαποδιστριακού στρατοπέδου, ο Κυβερνήτης εγκαινιάζει το κτίριο του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Άργους. Σχολείο λειτουργούσε στο Άργος τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα. Το 1829, η Σχολική Επιτροπή του Αμερικανικού Σχολικού Κομιτάτου σχεδιάζει την ίδρυση σχολείων στο Άργος και την Αθήνα αλλά, με πρωτοβουλία του Ιωνά Κινγκ, αλληλοδιδακτικό ιδρύθηκε το 1831 μόνο στην Αθήνα. Εισφορές για την οικοδόμηση του σχολείου έδωσαν ο ίδιος ο Καποδίστριας, ο ναύαρχος Χέυδεν, ο ρώσος επιτετραμμένος στην Ελλάδα κόμητας Βούλγαρης, οι Κατακάζυ και Ντάσκοφ και ο κόμητας Πάνιν. Η ανάθεση της κατασκευής του Αλληλοδιδακτικού, όπως και του «Δημόσιου Καταστήματος», έγινε στον ελβετό μηχανικό Devaud, που βρισκόταν στην υπηρεσία της κυβέρνησης. Στη δημοπρασία που οργάνωσε ο Τοποτηρητής Άργους, έγινε τελικά αποδεκτή η προσφορά των «τεκτόνων» Κάππου και Δημητρίου για 26.000 γρόσια. Όταν γκρεμίζεται η στέγη και μέρος του τοίχου του σχολείου, τον Ντεβώ, που βαρύνεται και με κατηγορίες κακοδιαχείρισης, αντικαθιστά με προφορική εντολή του Κυβερνήτη ο Λάμπρος Ζαβός. Ο Ζαβός ζητάει να γίνει αυτοψία στο σχολείο από δύο έμπειρους αρχιτέκτονες. Στις εκθέσεις των δύο μηχανικών, του Ρώσου ντε Μποροτσύν και του Θ. Βαλλιάνου, αναφέρεται ότι η στέγη κινδυνεύει να καταπέσει «μη θεμελιωμένη εις κανένα της μηχανικής νόμον».
Ο Σταμάτιος Κλεάνθης. Η συγγραφέας ανασκευάζει τα επιχειρήματα της Ida Haugsted, που στο άρθρο της «Τα κτίρια της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Αθήνα», στο τεύχος 29 (1988) του περιοδικού Αρχαιολογία, υποστηρίζει ότι τα «Ιλίσσια», η «Ροδοδάφνη», η «Maisonette», η «Plaisance» και ο «Πύργος» ανατέθηκαν από τη δούκισσα όχι στον Σταμάτιο Κλεάνθη αλλά στον Χριστιανό Χάνσεν. Με εξαίρεση τη «Maisonette» που έκτισε ο Κλεάνθης, δεν είναι αποδεδειγμένο σε ποιον αρχιτέκτονα ανέθεσε η δούκισσα τα κτίριά της. Η συγγραφέας επιχειρεί να στοιχειοθετήσει μια σχέση. Η δούκισσα και ο Κλεάνθης μήπως γνωρίστηκαν το 1830 στην Αίγινα; Τη συμβούλευσε ο Κλεάνθης στην αγορά των αθηναϊκών της οικοπέδων; Το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής του που βρέθηκε στη «Maisonette», μήπως απευθυνόταν στο Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας, όπου η δούκισσα δώρισε δείγματα ιχνογραφίας για δώδεκα μαθητές;
Πύδνα. Επιτύμβια στήλη, 5ος αι. π.Χ.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
The compilation of navigation instructions, was called by the ancient Greeks "Περίπλους" (= circumnavigation) and was used by sailors while sailed around the coast. Unfortunately, only a few of these navigation guides have been preserved. The "Περίπλους" books, combined with similar-Byzantine guides and the later "πορτολάνοι" prove the continuous nautical tradition of our nation throughout the centuries.
The transportation of obsidian from the remote island of Melos to the continent (lecture given at the Nautical Museum of Greece in December 1988) has raised the issue of the kind of vessel used for such a transportation. The author, having studied the geographical, climatological and technological conditions prevailing between 9.000 and 8.000 BC, has considered as very probable that these vessels were made of papyrus. His argument is based not only on the parallel example of the Egyptian papyrus boats, but also on the existence, until 1987, of a small papyrus vessel, the "papyrella", on the island of Corfu. The papyrella was built on the basis of the aforementioned data. A double-prow papyrus vessel, with no sail, propelled by six pairs of oars,it left Lavreotiki - a commercial transportation centre of obsidian- on October 8th, 1988 having as its destination Mylos. "Papyrella" covered the distance between Lavrio and the island in seven days, not counting, of course, the delay caused by unfavourable weather conditions. Thus, it was proved that even if the prehistoric ships transporting obsidian were not made of papyrus, at least, the employment of the poor technology of that period, would have made commercial shipping more efficient than what we have until now believed.
The "pan-shaped" Early Cycladic utensils from Skyros island have drawn the attention and encouraged the scientific efforts of many archaeologists and other scholars both for their peculiar shape and use and for the incised representations of oar-propelled ships on one of their two sides. The ships represented on the "pan-shaped" utensils from Skyros are the product of a rich, naval, Aegean tradition, over four hundred years long. They are not, that is, primitive vessels, but ships very advanced for their time. The study of the aerodynamics and hydrodynamics of the ships decorating Early Cycladic utensils can be carried out, if the following important factors are taken into consideration: - The evolution of shipbuilding and of the shape of ships in antiquity. - The technological achievements of the Cycladites during the Early Cycladic II period. - The propelling device of these ships. - The needs served by these ships. - The special geographic and weather conditions prevailing in the Aegean Sea. - Finally, the general characteristics of Early Cycladic art.
Our knowledge of Byzantine ships remains limited due to the relatively little and scattered in various manuscripts information on the subject, also to the de facto absence of a systematic monograph on this topic. Furthermore, it is obvious that ships were not at all a source of inspiration to artists of the Bosphorus as opposed to earlier and later painters, whose representations combined with documents of the time supply us with important information on ships. However, the fact is that during the iconoclastic period (723-843 AD) the representation of ships on icons was strictly forbidden and as a result we know almost nothing about these years. Nevertheless, on the basis of a little, scattered information, we can reach the conclusion that the historic circumstances prevailing in mediaeval times contributed to the application of many changes and innovations to shipbuilding both in Byzantium and in the Eastern Mediterranean.This influence proved crucial to the thereafter evolution and development of the sailboat. We do not intend to number or examine all these changes and innovations, still we will mention as examples the substitution of the rudder for the wheel, an invention which in all probability must be credited to the Arabs, also, the evolution of square sails, a sailing device which has made possible the building of larger ships. However, we will be more thorough on an important change, the development, that is, during this period, of the already existing type of the triangular sail, but in large dimensions,so as to function properly on large vessels.
The boats of the Greek lakes and lagoons are primitive devices barely complying to the rules of shipbuilding . The builders of these craft, carpenters, peasants or fishermen, have no essential experience of the sea. As a result, the form of the boats they build is perfectly adjusted to the almost calm waters of the lakes, the short distances, the motion on shallow water and swampy areas, among thickets of cane and densely grown aquatic plants. Thus, the boats of the Greek lakes almost always have a flat bottom, which is raised and attenuated towards the prow and stem. These features facilitate their motion, improve their speed and make their manoeuvring easier. The method employed for building these vessels is the traditional one, which has remained unchanged from antiquity until today. Therefore, the product has the same, old, standard form unaffected by any evolution. Their builders exercise their ability so far as to create simple, functional boats, deprived of any concave parts, which, needless to say, demand a specific knowledge and experience in order to be made and matched.
The history of shipbuilding has been enriched with a lot of new data, the result of research on a considerable number of shipwrecks. Specialists of this field are steadily oriented towards the formation of an overall theory, which will provide a satisfactory interpretation of the shipbuilding technique and its evolution in the framework of the History of Human Civilization. It has been commonly accepted that all shipbuilding techniques applied on wood -besides the simple ones for building a raft or pirogue- can be classified, on the basis of two groups: the first includes the "shell first' and "skeleton first" category, while the second the "carvel built" and "cliker built". It is significant that throughout the history of shipbuilding, all four categories mentioned above have been in use regardless time or place. In the cource of formation of an overall historic evolution of shipbuilding, certain elements deriving from the Anonymous Traditional Shipbuilding have been evaluated and taken into consideration. The purpose of this procedure was to facilitate the technical interpretation of archaeological and historical finds. Quite many scholars have already stressed the necessity, the Anonymous Traditional Shipbuilding -often that of the Aegean- to be thoroughly studied. By the term Anonymous Traditional Shipbuilding (hereafter, ATS) we primarily mean the craft of shipbuilding that has until today survived through the oral tradition and has remained unaffected by the contemporary or eponymous technical achievements. The incapability as to determine more precisely the aforementioned term commonly occurs in every attempt of studying ethnological material and is usually balanced by employing one of the scientifically accepted methods of Ethnology. Important articles and papers on the ATS have been recently published in foreign countries and have considerably advanced the study of shipbuilding history. In spite of this progress, the demand for a meticulous and complete documentation and study of the Aegean ATS remains unfulfilled. The few monographies on the subject published so far are important. Still a collective project, well-planned and with perspective seems to be more than necessary.
The galley "Kadirga", the only preserved example of its kind, is exhibited in the Nautical Museum of Istanbul. The vessel, of 43,5 tons displacement, 39.5 m. length and 5,75 m. width, is believed to bear an impressive resemblance to the ancient trireme. One hundred and fourteen oars provided the necessary power for the Kadirga's motion. A shelter at the back of the ship was purposed for the sultan, his retinue and the steersman. This shelter, a real work of art, is made of very expensive materials and dates from the reign of Mohammed III (1595-1603) or IV (1648-1697). However, some other datable elements suggest a probable earlier date for the ship herself. The wood-carved ship embellishment is closer, stylistically, to Byzantine decorative art than to the Ottoman. In addition, the motif of the two small dragons adorning the"Kadirga", belongs to the Byzantine repertoire and is frequently employed as decorative-symbolic element in Byzantine art (iconostasis, pastoral staff, etc.). Quite elucidating for this subject is the diary of the Venetian Nicolo Barbaro, which supplies information that the Christian fleet, in 1453, besides the big galleys, also included five small ones, called fustes, which belonged to the "Basileus". These small galleys of 24 benches each, were the only remnants of the once mighty Byzantine fleet. According to tradition, they were built either in Genova or in Venice. Thus, the existence of the dragon-motif finds its explanation, which is further supported by the fact that Mohammed II, the Conqueror, had one of these fustes altered to an imperial yacht. Therefore, on the basis of this sound hypothesis we can reach the conclusion that the "Kadirga" must, in all probability, be the last vessel of the naval force of Constantine X Dragatzis-Palaeologue, the last Byzantine Emperor.
Ships of various kinds and tonnage were included in the property, owned and traded by a considerable number of monastic communities in the Byzantine era. These ships, commercial as they were, had an exporting and importing function, thus serving both the production and consumption of the monasteries. Due to their important role they didn't have to pay harbour or customs fees and even enjoyed tax exemption. The official documents preserved in the archives of the ship-owner monasteries serve as our main source of information on all matters relating to these commercial ships. Most important among them are the documents in the keeping of the monastery of St. John the Theologian on Patmos. Their significance lies in two main facts. First, more than half of them have been published in an excellent edition, and thus they are easily accessible to the scholars of the field. Secondly, they include three acts dealing with the commercial navy, that can be considered as unique, not only because of their content, but also for their diplomatic value. It should be noted, in addition, that the St. John the Theologian monastery, dominating the entire island of Patmos, was already since its foundation a ship-owner institution. The monk Christodoulos, founder of the monastery, had owned and bequeathed through his will four commercial ships to the monastery.
In previous publications, the almost simultaneous appearance of wide nartheces in Armenian and Byzantine churches, the "Gavits" and "Litae" was discussed. A hypothesis had been formulated whether this was due to mutual influences or to similar but independent developments. Accordingly, a research project on Armenian Soil was carried out in September 1985. A. Examination of the Gavits. 1. A cross-examination of Armenian bibliography aimed at: a) a clarification of the role of the Gavit in the church. b) the quest for texts or other material justifying the migration of forms, such as the Gavit, from Armenia towards Greece, Serbia and Mt. Athos; or vice-versa. Except for some theories about "Armenian influences on Byzantine architecture", in 20th c. texts, no such indication, textual or monumental could be traced. Such "Armenian influences" supposedly are: (a). The origin of the Athos catholicon. Strzygowski and his followers believe that the existence of side apses and the birth of the founder at Trebizond are sufficient evidence of a Caucasian influence in the formation of the catholicon. Recent publications, internationally accepted, prove that the early catholica on Athos applied In previous publications, the almost simultaneous appearance of wide nartheces , the “Gavits” and “Litae”, both in Armenian and in Byzantine churches, was discussed. A hypothesis was formulated whether this was due to mutual influences or to similar but independent developments. Accordingly, a research project on Armenian Soil was carried out in September 1985. A visit to a large number of churches equipped with Gavits was effectuated in order to investigate their structural, functional and stylistic elements. The Gavit is the square vestibule erected in front of the church - usually on the same axis - after the death of the church's donor in order to house his tomb. Besides this commemorative purpose, the Gavit serves secular activities. The oldest known Greek Liti is that of the Panaghia of Hosios Lucas with two columns, forming an integral part of the building and dating from the second half of the 10th century. Recent remarks of the author indicate the Panaghia as being the result of enlargement-rebuilding of an older church and the Liti as an enlargement of an older narrow narthex . Wide nartheces were also added to churches in Serbia, later than the ones in Greece: Zica (1220-34) and Studenica (1227-34). However these Serbian vestibules are not incorporated into the building, as is the case in Greece. To trace the origin of this special Greek vestibule, one should emphasize that similar solutions existed in Greece from ancient times, as in arrangements of neighbouring spaces in churches united by two or more columns, such as the trivelon of the Early Christian basilica, or in the Christian Parthenon, where the entrance to the building was transferred to the West and the Parthenon proper or Hall of the Maidens, acted as a perfect four-column Liti to the Christian naos. Mention should also be made of halls in monasteries with four supports of the roof and an oculus, such as the aroulai, the nosokomeia, the photanamata. Thus, one could conclude that the evolution in Greece, from a narrow narthex to a wide one or Liti, was not due to any foreign influences, but was the result of practical needs and functional thinking. Similarities between Gavits and Litae should be mentioned: (a) The place of the Gavit and the Liti in front of the church and their role as vestibules, (b) Their large dimensions in relation to those of the church (c) The presence of the tomb of the donor in both cases. As differences should be mentioned such as the Gavit always being a later addition or that the Liti serves only liturgical purposes, whereas the Gavit serves many and varied non-religious needs. The almost simultaneous appearance of Gavits and Litae during the Middle Byzantine period and after, could not serve as evidence or proof of mutual or onesided influence. The similarity of forms can only be explained as a proof that similar problems of function find similar solutions.
Η κυρία της Auxerre, γύρω στα 650-600 π.Χ., ύψος 0,65 μ. (Μουσείο του Λούβρου). Λατρευτικά, αναθηματικά ή διακοσμητικά, τα ελληνικά γλυπτά συνδέθηκαν με τους ναούς και τη θρησκεία. Αλλά και με την πόλη: μνημεία ταφικά, αναμνηστικά μιας νίκης. Τα θέματά τους οι γλύπτες τα αντλούσαν από το μυθικό παρελθόν των Ελλήνων και από την καθημερινή ζωή. Τα υλικά που δούλευαν ήταν ο ασβεστόλιθος και το μάρμαρο, το οποίο επιζωγράφιζαν, ο χαλκός, το ξύλο, λιγότερο ο πηλός, ο συνδυασμός χρυσού και ελεφαντοστού, σπάνια ο σίδηρος. Τα πρωιμότερα αγάλματα της αρχαϊκής εποχής (π. 700-480 π.Χ.) μαρτυρούν την επίδραση από την Ανατολή και την Αίγυπτο. Ένας ρυθμός που ονομάστηκε «δαιδαλικός» εμφανίζεται στα μέσα του 7ου αιώνα στην Κρήτη. Χαρακτηριστικός είναι ο τύπος του κούρου με το σώμα ακόμα φυλακισμένο στον ορθογώνιο ογκόλιθο από τον οποίο σμιλεύτηκε.
Νερά από τις πηγές στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. ΠΑΕ 1931, σελ. 45, εικ. 2. Τα αρχαία ερείπια κοντά στο χωριό Μαλαθριά της Πιερίας ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ότι ανήκαν στην πόλη του Δίου. Το Δίον, αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον 10o αιώνα, το σημειώνουν οι χάρτες του 17ου και 18ου αιώνα. Τον 19ο αιώνα, ο άγγλος περιηγητής W.M. Leake το εισάγει στην αρχαιολογική βιβλιογραφία. Το 1876 ο L. Heuzey δημοσιεύει επιγραφικά μνημεία του Δίου και ο Γ.Π. Οικονόμος, το 1915, δημοσιεύει 59 επιγραφές. Το χρονικό των ανασκαφών αρχίζει το 1928 με τον Γ. Σωτηριάδη, που επιζητούσε να εντοπίσει το τέμενος του Ολυμπίου Διός. Ο ανασκαφέας περιγράφει γλαφυρά τον κίνδυνο του ελώδους πυρετού που τους υποχρέωνε σε τακτικές δόσεις κινίνης ή τον αγώνα του για την περισυλλογή φορητών αντικειμένων από το χώρο και το τείχος του Δίου που οι ντόπιοι είχαν χρησιμοποιήσει ως οικοδομικά υλικά και αρνούνταν να τα επιστρέψουν. «Ούτω εκ της καλύβης μιας κακοβούλου γραίας μόλις ηδυνήθην βία ν’ αποσπάσω ένα ενεπίγραφον λίθον χρησιμεύοντα ως πλάκα της εστίας, επί της οποίας έκαιε το πυρ». Ύστερα από διακοπή τριάντα χρόνων, την ανασκαφή του Δίου ξαναζωντανεύει με την επιμονή και τη διαίσθησή του ο Γ. Μπακαλάκης, που ερευνά συστηματικά την περιοχή, τον οχυρωματικό περίβολο, το θέατρο των αυτοκρατορικών χρόνων. Το 1973 τις ανασκαφές αναλαμβάνει ο Δ. Παντερμαλής που επικεντρώνει την έρευνα στα ιερά και τη λατρεία, στα δημόσια κτίρια και τα ιδιωτικά σπίτια και, τέλος, στο νεκροταφείο.
Κεφαλή του Βαφύρα, της προσωποποιημένης μορφής του ποτάλιου θεού του Δίου. 2ος αι. μ.Χ. Ο Ολύμπιος Δίας, με τις Μούσες να στέκονται ισότιμα πλάι του, βρισκόταν στην κορυφή του επίσημου εορτολόγιου των Μακεδόνων. Με Ολύμπια στο Δίον πανηγύρισε ο Φίλιππος την άλωση της Ολύνθου, από το Δίον με θυσίες στον Ολύμπιο Δία ξεκίνησε ο Αλέξανδρος την εκστρατεία στην Ασία. Τα ιερά του Δίου βρίσκονται έξω από τα τείχη. Στην περιοχή όπου τοποθετείται το τέμενος του Δία, βρέθηκαν δύο επιγραφές. Η μία από αυτές, βασιλική επιστολή του Φιλίππου Ε΄ προς τους Δημητριείς το 206 π.Χ., φανερώνει ότι το τέμενος του Ολυμπίου Διός ήταν ο ιερός τόπος όπου «δημοσιεύονταν» σε λίθινες στήλες σημαντικά κείμενα του μακεδονικού βασιλείου.
Κέρνος, στεφάνη με στερεωμένες πάνω της τρεις υδρίες. Τυπικό αγγείο από το ιερό της Δήμητρας στο Δίον. Το τέμενος της Δήμητρας στο Δίον είναι το αρχαιότερο γνωστό μας μακεδονικό ιερό με συνεχή ζωή από το τέλος της αρχαϊκής περιόδου ως τις αρχές τουλάχιστον του 4ου αιώνα μ.Χ. Ευρήματα όπως μαρμάρινο κεφάλι της Δήμητρας από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., κέρνοι, πήλινο ομοίωμα χοιριδίου και σκύφος με χαραγμένη αναθηματική επιγραφή στη θεά επιβεβαίωσαν την ταύτιση της λατρείας. Τους ναούς του τέλους των αρχαϊκών χρόνων διαδέχθηκαν πρώιμα ελληνιστικά κτίσματα με μνημειώδη κατασκευή. Εκτός από τα κτίρια όμως, στο ιερό υπήρχαν και πολλοί μικροί μονοθάλαμοι «οίκοι» λατρείας των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων, από τους οποίους προέρχονται τραπεζοφόρα και πλάκες τραπεζών που βρέθηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής. Μέσα στο στρώμα καταστροφής αποκαλύφθηκε μικρή πεπλοφόρος μορφή και το άγαλμα μιας Αφροδίτης. Ενεπίγραφος βωμός επιβεβαίωσε την ύπαρξη λατρείας της Αφροδίτης σε ένα ιερό ευγονίας και ευφορίας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η μαρτυρούμενη λατρεία της Βαυβούς.
Βωμός, αντίγραφα αναθημάτων και κλίμακα του ναού της Ίσιδας στο Δίον (1989). Από τους τέσσερις ναούς του τεμένους, ο κεντρικός ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της Ίσιδας Λοχίας και χρονολογείται στα χρόνια των Σεβήρων. Ανάγλυφο του 2ου αιώνα π.Χ. που παριστάνει την Ίσιδα με στάχυα και σκήπτρο στα χέρια αποτελεί την πρωιμότερη ένδειξη λατρείας της. Σε μικρό ναό βόρεια από τον κεντρικό, λατρευόταν η τοπική Υπολυμπιδία Αφροδίτη. Τη θέση του δαπέδου καταλάμβανε δεξαμενή. Αγωγός κάτω από την κόγχη του λατρευτικού αγάλματος την τροφοδοτούσε με νερό, χειροπιαστή απόδειξη της στενής σχέσης της θεάς με τα ιερά νερά του βουνού. Στα νότια, στο μέσον του μικρού ναού της Ίσιδας Τύχης, ιερή πηγή είχε ντυθεί αρχιτεκτονικά με πολύχρωμα μάρμαρα σε σχήμα μπανιέρας. Είναι φανερό ότι εδώ η Ίσις συνδέθηκε με άλλες θεότητες της γονιμότητας και της φύσης που προϋπήρχαν, όπως η Άρτεμις Ειλειθυία, η Αφροδίτη Υπολυμπιδία, ίσως και η Δήμητρα. Προτού σεισμοί και άλλες καταστροφές σωριάσουν το Δίον σε ερείπια που θα καλύψουν αλλεπάλληλες πλημμύρες, φαίνεται ότι το τέμενος της Ίσιδας και η πρώτη χριστιανική βασιλική του Δίου συνυπήρξαν.
Αεροφωτογραφία του ελληνιστικού θεάτρου του Δίου. Σε άμεση γειτνίαση με το Διονύσιο, το θέατρο διαθέτει εξαιρετικά ευρύχωρη ορχήστρα και τεχνητό κοίλο με τοποθετημένες σειρές πλίνθων μεγάλου μεγέθους. Στην επίχωσή του βρέθηκαν νομίσματα που αρχίζουν από τη βασιλεία του Αμύντα ΙΙΙ (389-383 π.Χ.) και φτάνουν ως και τον Φίλιππο V (221-179 π.Χ.). Ανάμεσα στα ευρήματα από το ιερό του Διονύσου συγκαταλέγονται ένα ηλιακό ρολόι, αγαλμάτιο Ερμαφρόδιτου και επιγραφές, ενώ σκόρπια αρχιτεκτονικά μέλη βεβαιώνουν την ύπαρξη κι άλλων ιερών κτισμάτων. Μικρότερο θέατρο από ανθεκτικότερο υλικό χτίστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. Το κοίλο του εδράζεται σε σφηνοειδείς καμάρες τοποθετημένες ακτινωτά γύρω από την ορχήστρα. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται θωρακοφόρος και ακέφαλο άγαλμα του Ερμή.
Η πύλη του ανατολικού προβόλου κατασκευασμένη από μνημειώδεις σε μέγεθος μαρμάρινους γωνιόλιθους. Το τείχος του Δίου, που ξεπερνάει τα 2.600 μ., οχυρώνει μια «τετράγωνη» πόλη με τρεις ευθύγραμμες πλευρές και με μία, την ανατολική, που παρουσιάζει έναν πρόβολο και προχωρεί με αμβλείες ακανόνιστες κάμψεις, σύμμορφα με την πορεία του παρακείμενου ποταμού. Στην αρχική του φάση, που χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., χρησιμοποιήθηκαν χαμηλά κροκαλοπαγείς λίθοι από τον Όλυμπο και ψηλότερα πλίνθοι ωμές. Οι πύργοι του τείχους απέχουν μεταξύ τους 33 μέτρα, δηλαδή 100 πόδια. Πέντε πύλες έχουν ανασκαφεί μέχρι τώρα. Το τείχος επισκευάστηκε στα χρόνια του Περσέα, στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και, τελευταία φορά, την παλαιοχριστιανική εποχή.
Αναπαράσταση των βεσπασιανών στην είσοδο των θερμών του Δίου. Χτισμένες γύρω στο 200 μ.Χ. στην άκρη της πόλης και πλάι στα ιερά των Μακεδόνων, οι μεγάλες θέρμες του Δίου πρόσφεραν στον πολίτη των αυτοκρατορικών χρόνων ένα πολυτελές και άνετο περιβάλλον για συζήτηση και συναναστροφή. Το συγκρότημα απλώνεται γύρω από μια ευρύχωρη αυλή που περιβάλλουν μια σειρά καταστημάτων και εργαστηρίων, δημόσιες τουαλέτες και ένα μικρό θεατρικό κτίσμα, χώροι αναψυχής και λατρείας. Έχοντας αποθέσει τα ρούχα του στο αποδυτήριο, ο επισκέπτης έμπαινε σε μεγάλη αίθουσα με κτιστή, μαρμαροντυμένη πισίνα γύρω στα 60 μ. Έξι κόγχες στους πλάγιους τοίχους προορίζονταν να δεχτούν αγάλματα, ενώ δύο μπανιέρες πρόσφεραν τη δυνατότητα ατομικού ψυχρού λουτρού. Ανάμεσα στις μπανιέρες, εξαιρετικό ψηφιδωτό απεικονίζει Τρίτωνες, Νηρηίδες και ταύρο με ουρά κήτους. Αγάλματα του Ποσειδώνα, του Διονύσου και μιας Νύμφης ανήκαν, φαίνεται, σε αυτόν το «ψυχροδόχο οίκο» (frigidarium). Ο λουόμενος στη συνέχεια προχωρούσε στον «ηρέμα χλιαινόμενον οίκο» (tepidarium), δωμάτιο με δάπεδο στηριγμένο σε πεσσίσκους που δημιουργούσαν υπόγειο, το υπόκαυστον, στο στόμιο του οποίου έκαιγε η φωτιά. Η αργή εφίδρωση και η μάλαξη προετοίμαζαν το λουόμενο για το ζεστό λουτρό στον «ένδον οίκο» (caldarium), τον τελικό του προορισμό. Εκεί τον περίμενε μεγάλη κτιστή λεκάνη με ζεστό νερό και ειδικευμένο προσωπικό για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του. Στη βόρεια πτέρυγα των θερμών βρέθηκαν τουλάχιστον δέκα γλυπτά που, υπογραμμίζοντας τη θεραπευτική ιδιότητα του νερού, απεικονίζουν τον Ασκληπιό και τους Ασκληπιάδες: την Ηπιόνη, τον Μαχάωνα και τον Ποδαλείριο, την Πανάκεια, την Αίγλη, την Ακεσώ, την Υγεία, ίσως και την Ιασώ. Μαζί με τα αγάλματα των θεών, στις θέρμες βρέθηκαν και πορτρέτα θνητών.
Σπάραγμα ζωγραφιστής ζωφόρου με πομπή λιονταριών από το μακεδονικό τάφο Ι του Δίου. Τέλος 4ου αι. π.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της νεκρόπολης καλύπτεται από το χωριό Καρίτσα και τα αγροτεμάχια που φτάνουν στο βόρειο τείχος του Δίου. Μέρος των ταφικών μνημείων, ιδίως των βωμών, ξαναχρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο του τείχους στο β΄ μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα πρωιμότερα δείγματα χρήσης του βόρειου νεκροταφείου ανήκουν μια εντοιχισμένη ταφική στήλη με νεαρή κοπέλα (μέσα 5ου αιώνα) καθώς και καλυβίτες τάφοι μέσα σε περιβόλους από ξερολιθιά (4ος αιώνας π.Χ.). Δεν λείπουν, βέβαια, τάφοι μακεδονικοί ή τάφοι ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων. Πυκνό πρώιμο χριστιανικό νεκροταφείο βρέθηκε έξω από τα τείχη. Και στους τέσσερις μακεδονικούς τάφους, μεγάλοι γωνιασμένοι λίθοι έφραζαν το θυραίο τους άνοιγμα. Ο ιωνικός προθάλαμος του πρώτου δεν στεγάζεται με καμάρα αλλά με πλάκες τοποθετημένες σε λίθινα δοκάρια. Στον νεκρικό θάλαμο βρισκόταν το φαρδύτερο μαρμάρινο κρεβάτι που ξέρουμε, με υψηλής ποιότητας γραπτό διάκοσμο σαν εκείνον που στολίζει την καμάρα του θαλάμου και τα αρχιτεκτονικά μέλη στον προθάλαμο. Ο δεύτερος τάφος, που ανήκε μάλλον σε νεαρό κορίτσι, είναι μονοθάλαμος, με δάπεδο από χρωματιστά βότσαλα. Ο τρίτος τάφος, μονοθάλαμος και αυτός, περιείχε χτιστό κρεβάτι και τρία μεταγενέστερα βάθρα. Σε αντίθεση με τους τρεις προηγούμενους, ο τέταρτος τάφος έχει κτιστή πρόσβαση και χρονολογείται γύρω στο 200 π.Χ. Το κρεβάτι του νεκρού εικάζεται ότι ήταν ξύλινο και από τη διακόσμησή του βρέθηκαν καταγής ελεφαντοστέινα μέλη ανθρώπων και αλόγων. Περίπου σύγχρονοι είναι οι δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι κοριτσιών στις δύο πλευρές του ταφικού δρόμου.
Πίνακας με θεατρική μάσκα. Ψηφιδωτό δάπεδο αίθουσας συμποσίων με τη θριαμβική επιφάνεια του Διονύσου, γύρω στο 200 μ.Χ. Το θαυμάσιο μαρμάρινο κεφάλι του Ερεννιανού από τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. ήταν το πρώτο αναπάντεχο εύρημα σε ένα από τα καταστήματα του ανατολικού τομέα. Νέο λουτρικό κτίσμα εντοπίστηκε σύντομα, με δάπεδα από μεγάλες ψηφίδες να διατάσσονται σε ζώνες και σε γεωμετρικά σχήματα. Η τετράστυλη αυλή, που ήταν το αρχικό πέρασμα προς τα λουτρά, έβγαζε και στο αίθριο μιας μεγάλης και πλούσιας κατοικίας. Στο αίθριο με το ψηφιδωτό δάπεδο και την κεντρική δεξαμενή βρέθηκαν θραύσματα γυναικείου αγάλματος του τύπου της Νίκης του Βερολίνου. Μεγάλο άνοιγμα οδηγεί στην τραπεζαρία του σπιτιού και στα μικρότερα δωμάτια που ακολουθούν. Ένα από αυτά, με ημικυκλική κόγχη, συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου καθώς εκεί βρέθηκε άγαλμα του θεού και ψηφιδωτός του πίνακας. Στενός διάδρομος συνέδεε το αίθριο αυτό με άλλο, μικρότερο. Σε πλαϊνή του αίθουσα βρέθηκαν τρία μαρμάρινα γυναικεία πορτρέτα, δύο αυτοκρατορικά και ένα αντίγραφο ιδεαλιστικού έργου. Ανατολικά του μικρού αίθριου αποκαλύφθηκε λαμπρή αίθουσα συμποσίων του 200 π.Χ. περίπου, με δάπεδο που καλύπτεται με ποικίλες ψηφίδες. Μεγάλος πίνακας στο κέντρο έχει ως θέμα τη θριαμβική επιφάνεια του Διονύσου. Το άρμα του θεού σέρνουν θαλάσσιοι πάνθηρες ενώ τα χαλινάρια κρατούν δύο θαλάσσιοι κένταυροι. Πίνακες με θεατρικές μάσκες περιβάλλουν την κεντρική παράσταση. Στα χάλκινα εξαρτήματα αμφικέφαλης κλίνης, πιθανότατα του 1ου αιώνα π.Χ., ανήκει ένας Ηρακλής ως Ομφάλη κι ένας νεαρός σάτυρος. Στην αίθουσα βρέθηκαν τέσσερα αγάλματα φιλοσόφων της επικούρειας σχολής.
Γυναικεία ταφή της πρώιμης εποχής του σιδήρου από τον τύμβο 7 στο Μεσονήσι, δυτικά από το σημερινό χωριό Δίον. Στη θέση που οι αρχαίοι συνέδεαν με τον τραγικό φόνο του Ορφέα, στην όχθη της κοίτης του χειμάρρου Ουρλιά, λιθοσωροί που δεν ξεπερνούσαν το 1 μ. σε ύψος, φτιαγμένοι από κροκάλες και χώμα, αποκαλύφθηκε πως περιείχαν από ένα έως και είκοσι δύο τάφους, κτιστούς, απλούς λάκκους και μεγάλα πιθάρια, από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Κρατήρες, σκύφοι, κάνθαροι, οινοχόες, κύπελλα και θήλαστρα φέρουν αποκλειστικά γεωμετρική διακόσμηση. Στις γυναικείες ταφές βρέθηκαν χάλκινες οκτώσχημες πόρπες και μεγάλες περόνες, χάλκινα βραχιόλια και περιδέραια από σάρδιο. Με τη μεγάλη τους έκταση στις υπώρειες του Ολύμπου, τα νεκροταφεία των τύμβων μαρτυρούν την παράλληλη ύπαρξη πυκνοκατοικημένων οικισμών.
Μαρμάρινο ανάγλυφο θωράκιο από το φράγμα του πρεσβυτερίου της κοιμητηριακής βασιλικής. Ο κεντρικός ναός της παλαιοχριστιανικής πόλης, μια τρίκλιτη βασιλική, εμφανίζει δύο οικοδομικές φάσεις με μεγάλη διαφορά ύψους στα δάπεδα, καθώς η πρώτη κατέρρευσε από σεισμό και η δεύτερη χτίστηκε πάνω στην ψηλή επίχωση. Οι τοιχογραφίες της παλαιότερης βασιλικής, που τοποθετείται στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., μιμούνται πολύχρωμη ορθομαρμάρωση. Οι τοίχοι της έχουν κτιστεί με ποικίλο υλικό. Στο κέντρο του αιθρίου υπάρχει κρήνη και, στα δυτικά του, αποκαλύφθηκε η κτιστή οκταγωνική κολυμβήθρα του βαπτιστηρίου. Κοιμητηριακή, τρίκλιτη βασιλική αποκαλύφθηκε έξω από το νότιο τείχος της πόλης, στο πέρας παλαιοχριστιανικού νεκροταφείου. Τοιχογραφίες, ψηφιδωτά δάπεδα, μαρμαροθετήματα και τα μαρμάρινα διακοσμημένα αρχιτεκτονικά μέλη μαρτυρούν κατασκευαστική φροντίδα. Στο δάπεδο του ιερού βήματος βρέθηκε ο λάκκος του εγκαινίου και, στην επίχωσή του, χάλκινος σταυρός με άγκιστρα που κρατούν μεγάλη γυάλινη κανδήλα. Κάτω από το δάπεδο του Βήματος αποκαλύφθηκε παλαιότερος τάφος με μεγάλο θάλαμο και φρεάτιο με πολλούς σκελετούς παιδιών και ενηλίκων. Στη στοά του αιθρίου βρέθηκε μαρμάρινη τράπεζα μάρτυρος με την επιγραφή Μημόριον Μάγνας. Στην αντίστοιχη νότια πλευρά της στοάς του αιθρίου βρέθηκε, πάνω από βαθύ τάφο με πολλούς νεκρούς, άλλη πλάκα με επιγραφή που αναφέρεται σε κάποιον Πρεσβύτερο Ανδρέα.
Μέτρηση αγρού στην αρχαία Αίγυπτο. Φαίνεται ότι, γύρω στο 650 π.Χ., οι Έλληνες πήραν την αιγυπτιακή μονάδα μέτρησης μήκους, τον βασιλικό ή ιερό ή μεγάλο πήχυ (coudée) των 52,39 εκ., και τον διαίρεσαν σε δύο άνισα μέρη, σύμφωνα με τις αναλογίες της χρυσής τομής: 52,39 x 0,618 = 32,38 και 20 εκ. Το μικρότερο μέγεθος (20 εκ.), ίσο με μια ανοιχτή παλάμη, πολλαπλασιαζόμενο επί 7, χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης για τα γλυπτά με ύψος κατώτερο του φυσικού. Σε αυτή την περίπτωση, τα 20 εκ. συμπίπτουν με το μήκος του ποδιού του γλυπτού. Αντίθετα, αν χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο μέγεθος (32,38 εκ.) και πολλαπλασιαστεί επί 7, προσδίδει στο γλυπτό υπερφυσικό μέγεθος και ισοδυναμεί πάλι με το μήκος του ποδιού του υπερφυσικού αγάλματος. Το γεγονός ότι αυτή η μονάδα μέτρησης ονομάστηκε «πους» οφείλεται στη γλυπτική και δεν έχει άμεση σχέση με το φυσικό μέγεθος του ανθρώπινου ποδιού. Οι πιο γνωστοί πόδες της αρχαιότητας είναι ο πους της Ηράκλειας στην Κάτω Ιταλία, ο πους του κούρου της Τενέας, ο αιγινήτιος πους, ο σολώνιος αττικός πους, ο ιωνικός πους και ο ολυμπιακός πους. Ο πους του κούρου της Νεμέας, που ονομάστηκε modulor (χρυσή μονάδα), ισοδυναμεί με 0,216 μ., και αυτό προσδίδει στο άγαλμα μέγεθος φυσικό.
Η πίσω όψη βυζαντινού διακοσμητικού πινακίου. Στα νέα αποκτήματα του Λαογραφικού Μουσείου Λαρίσης συγκαταλέγονται ένα πινάκιο και ένα μεγάλο όστρακο παρόμοιου πινακίου με διαφανές γυάλωμα. Έχουν το σχήμα σκυφοειδούς αγγείου με πεπλατυσμένο πυθμένα και με περιχείλωμα που κλίνει ελαφρά προς τα μέσα. Ο λευκοκίτρινος πυθμένας του οστράκου είναι ακόσμητος, ενώ εκείνος του πινακίου στολίζεται με σχηματοποιημένες τουλίπες. Ελικοειδείς χαράξεις, τονισμένες με καστανοπράσινες χροιές, υπογραμμίζουν το περιχείλωμα, ενώ στολίζουν πλούσια όλη την πίσω όψη. Οι «εκ κατασκευής» οπές που διαπερνούν τα περιχειλώματα μαρτυρούν τη διακοσμητική χρήση του πιάτου. Αντίστοιχη περίπτωση αποτελεί καθρέφτης από την Τουρκοκρατία στο αρχοντικό Τοσίτσα στο Μέτσοβο, που στρέφει προς τον επισκέπτη τη διακοσμημένη με συρματερή τεχνική πίσω όψη του.
Η «πορτάρα» στην είσοδο του λιμανιού της Νάξου.
Ένα από τα τρία όμοια πινάκια του ναού της Αγ. Αικατερίνης του Κουντίτου στην Πλάκα. Κάτω από το βράχο της Ακρόπολης, η εκκλησία του «Αγίου Θεοδώρου του Κουντίτου», ναός σταυροειδής με τρούλο του 11ου ή 12ου αιώνα, αφιερώθηκε το 1767 στην Αγία Αικατερίνη όταν η πόλη των Αθηνών την παραχώρησε στη Μονή Σινά. Στην όψη της βόρειας, της δυτικής και της νότιας κεραίας του σταυρού, πάνω από δίλοβο παράθυρο, βρίσκεται εντοιχισμένο από ένα πινάκιο. Τα τρία πινάκια, απολύτως όμοια μεταξύ τους, προέρχονται από το Iznik (Τουρκία) και ανήκουν στο β΄ μισό του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα. Στα μέσα του δρόμου Αναβύσσου-Καλυβίων, χτίστηκε πριν από το 1772 η μικρή εκκλησία της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας του Ελύμπου. Κάτω από την κορυφή του αετώματος της δυτικής όψης βρίσκονται σήμερα εντοιχισμένα τέσσερα κεραμικά. Ο σκύφος είναι ισπανικό κεραμικό της Βαλέντσιας του τέλους του 17ου ή των αρχών του 18ου αιώνα. Δύο πινάκια, ίδιας εποχής και προέλευσης, είναι ισπανο-αραβικού ρυθμού. Το τρίτο πινάκιο είναι ιταλικό κεραμικό Savona του τέλους του 17ου αιώνα. Και πάλι στην Αττική, κοντά στον Κουβαρά, βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος, χτισμένος πριν από το 1743 και γνωστός από τις τοιχογραφίες του Γ. Μάρκου. Στη δυτική πλευρά, γύρω από κόγχη που επιστέφει τη θύρα εισόδου, ήταν εντοιχισμένα δώδεκα κεραμικά. Σήμερα σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα του ενός και θραύσματα από δύο άλλα. Το πινάκιο είναι πολύ σπάνιο κεραμικό των Κάτω Χωρών από το εργαστήρι που ίδρυσε στις αρχές του 16ου αιώνα στην Αμβέρσα ο Guido de Savino, μετέπειτα Guido Andries. Τα άλλα είναι φρουτιέρες, ομοειδείς με το πινάκιο και κατασκευασμένες γύρω στο 1600. Στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Καμίνι της Ύδρας βρίσκονται εντοιχισμένα τρία ιταλικά πινάκια. Στο κέντρο του πρώτου είναι ζωγραφισμένο ένα S, σήμα του γνωστού κατασκευαστή Gubbio, Salimbene Andreoli, αδελφού του Guido (1525). Το δεύτερο κεραμικό είναι των αρχών του 16ου αιώνα ενώ το τρίτο, που χρονολογείται στα 1510-1520, φέρει τον τυπικό διάκοσμο «alla porcelana».
Jacob van Hulsdonck (1582-1647), «Νεκρή φύση με φαγητά». Η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε έκθεση της δυτικοευρωπαϊκής της συλλογής (Ιούλιος-Οκτώβριος 1989), με 135 έργα από τον 14ο ως τον 20ό αιώνα. Η έκθεση θέτει σε δημιουργική αντιπαράθεση την ιταλική σχολή με την ολλανδική-φλαμανδική – από τον 16ο αιώνα και ύστερα. Ανάμεσά τους σεμνά εκπροσωπούνται η γερμανική και η γαλλική σχολή. Επισημαίνοντας πως μέρος των εκθεμάτων αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα έργων της Πινακοθήκης, η συγγραφέας επιχειρεί μια αναδρομή στο παρελθόν. Η Πινακοθήκη ιδρύεται το 1841 και δωρητές της είναι συλλέκτες ιδιώτες και Έλληνες της διασποράς. Στόχος των δωρητών ήταν η προσφορά εποπτικού υλικού για το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης. Το 1878, το Πανεπιστήμιο παραχωρεί 44 πίνακες δυτικοευρωπαϊκών σχολών που είχαν και αυτοί προέλθει από δωρεές. Ο μεγάλος ευεργέτης ήταν ο Γεώργιος Αβέρωφ που δώρισε 76 έργα και άφησε στο Πολυτεχνείο κληροδότημα για την αγορά έργων εξαιρετικής αξίας. Το 1900, το «Μουσείο του Πολυτεχνείου» μετατρέπεται σε «Εθνική Πινακοθήκη» με 258 πίνακες και το 1910 γίνεται ανεξάρτητο ίδρυμα. Πρώτος διευθυντής υπήρξε ο Γ. Ιακωβίδης ενώ, από το 1910 και πέρα, με διευθυντή τον Ζαχαρία Παπαντωνίου η Πινακοθήκη αγοράζει έργα του Θεοτοκόπουλου, του Γύζη και προβάλλει το έργο του Παρθένη και, γενικά, την ελληνική σύγχρονη ζωγραφική. Η Πινακοθήκη ανοίγεται στο κοινό στη δεκαετία του 1950 όταν, χάρη στις προσπάθειες του Μαρίνου Καλλιγά και της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, της παραχωρείται το Ζάππειο. Το 1954, η Πινακοθήκη συγχωνεύεται με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου που ως σήμερα χρηματοδοτεί τις αγορές της. Σημαντικοί δωρητές ήταν και οι Στέφανος Ξένος, Αικατερίνη και Θεόδωρος Ροδοκανάκης, Γρηγόριος Μαρασλής, Αλέξανδρος Χατζηαργύρης και Οδυσσέας Φωκάς. Από τις σημαντικότερες συλλογές δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής, τουλάχιστον στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, περιλαμβάνει έργα των Giovanni-Battista Tiepolo, Θεοτοκόπουλου, Jacob Jordaens, Cecco del Caravaggio, Zanino di Pietro, Lorenzo και Domenico Veneziano, Luca Giordano, Gaetano Cusati, Francesco Solimena, Giovanni Ballone, Jan Breughel, Anthonis van Dyck, Cornelis Holstein, Willem van Mieris, Adriaen van der Werff. Στους επισκέπτες της η Πινακοθήκη προσφέρει την ολοκληρωμένη συνέχεια δυτικοευρωπαϊκής και ελληνικής τέχνης.
Το τζαμί-εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο Άργος, νότια όψη. Καμπαναριό έχει αντικαταστήσει το μιναρέ. Τα πανηγυρικά εγκαίνια του κτιρίου του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Άργους έγιναν στις 11 Ιουνίου 1831, ένα χρόνο μετά τη θεμελίωσή του. Η αυλή περιλάμβανε και κατοικία δασκάλου. Στα πρώτα χρόνια της οθωνικής εποχής (1833-1862), το Αλληλοδιδακτικό και το Ελληνικό σχολείο εγκαθίστανται σε ένα από τα κτίρια του «Δημόσιου Καταστήματος» ενώ το κτίριο του Αλληλοδιδακτικού χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του Στρατώνα. Για τα σχεδόν εκατό επόμενα χρόνια (1870-1965), όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τον τοπικό τύπο. Όταν η στέγη του σχολείου κατέρρευσε, οι μαθητές μετανάστευσαν στους Στρατώνες του Καποδίστρια. Προς το τέλος του 1894 ολοκληρώνεται η επισκευή. Σε αίθουσά του γίνεται η ιδρυτική συνέλευση του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου «Ο Δαναός», ενώ στο προαύλιό του διεξαγόταν για μεγάλο διάστημα η ετήσια εμποροπανήγυρις του Άργους. Μετά το 1932 έγιναν κάποιες εργασίες που δημιούργησαν πέντε αίθουσες διδασκαλίας και δύο γραφεία. «Κατεδάφιση ή επισκευή» ήταν το ερώτημα στην περίοδο 1965-1987. Το 1980 το Υπουργείο Πολιτισμού κηρύσσει το καποδιστριακό σχολείο του Άργους μνημείο ιστορικό και διατηρητέο. Το 1982 χαρακτηρίζεται διατηρητέο για δεύτερη φορά με το Προεδρικό Διάταγμα που προώθησε το Υπουργείο Χωροταξίας. Μετά το σεισμό του 1981 αρχίζουν οι πρωτοβουλίες για την κατεδάφισή του αλλά, μετά την κινητοποίηση όλων των πολιτιστικών σωματείων της πόλης, οι επισκευές αρχίζουν το Νοέμβριο του 1983. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στο τέλος του 1985 με τη δημιουργία έξι αιθουσών και με κάποιες ατυχείς παρεμβάσεις. Τόσο το καποδιστριακό αρχείο όσο και η παραβολή σχεδίων της πόλης του Άργους από τον Devaud (1829) και τον de Borroczün (1831) διαψεύδουν την άποψη ότι κτίστηκε νοσοκομείο στο Άργος. Φαίνεται ότι ως νοσοκομείο λειτούργησε για πολλά χρόνια ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου που, στα χρόνια της Επανάστασης, είχε καταλάβει το κτίσμα τουρκικού τζαμιού. Μέσα στο χάος που ακολούθησε τη δολοφονία του Κυβερνήτη, τα σχέδια για επισκευή των υδραγωγείων του Άργους και επέκταση των δικτύων τους, για κατασκευή μεγάρου της Αρχιεπισκοπής, νέου ναού και κτιρίου για το Ελληνικό Σχολείο δεν υλοποιήθηκαν.
«Στάθνη» από το ναυπηγείο του Α. Χάλαρη (Σαντορίνη). Διακρίνεται η θήκη για το σφουγγάρι με τη βαφή που χρωματίζει το νήμα. Πρόκειται για το τελευταίο τμήμα του κειμένου του Κ. Δαμιανίδη που εκ παραδρομής παραλήφθηκε από το άρθρο του «Η μελέτη της ανώνυμης παραδοσιακής ναυπηγικής» στο τεύχος 32 του περιοδικού. Ο συγγραφέας με ένα τρίτο παράδειγμα υποστηρίζει την άποψη ότι η μελέτη της ανώνυμης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τεχνικά στοιχεία που συμπληρώνουν ή ερμηνεύουν αρχαιολογικά ή ιστορικά ευρήματα. Για τη διαμόρφωση του πετσώματος χρησιμοποιούνται το δίδυμο σταντζόλα-μασταρί και η «στάθνη». Στη ναυπηγική κάθε καμπύλη αναλύεται σε μικρά ευθύγραμμα τμήματα και η «στάθνη» χρησιμεύει στην αποτύπωσή τους πάνω στις σανίδες. Ιστορικές μαρτυρίες από το Αιγαίο εντοπίζουν τη χρήση της «στάθνης» στη ναυπηγική από τον 11ο αιώνα. Ο παρόμοιος εργαλειακός εξοπλισμός νομιμοποιεί τη συγκριτική μελέτη των δύο εποχών.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Dion (fr. Gr. Ζεύς gen. Διός) means a holy, sanctified site. Dion, in Macedonia, occupies a very narrow strip of land between the foot of Mount Olympus and the Thermaikos Sea. The temenos of the Olympian Zeus, the main sanctuary of all Macedonians in antiquity, was located here. Its history is related to royal names of Macedonia, such as Archelaos, Philipp II, Alexander, Cassandros, Philipp V and Perseus. In 1928 G. Soteriadis, Professor and Rector, at the time, of the University of Thessaloniki started excavating the site. The excavation was carried on until 1931 and brought to light a number of Hellenistic and Roman buildings. Most important among them was a vaulted Macedonian tomb with a Doric facade, an Ionian anteroom and a spacious funerary chamber with a large marble bed. A second phase of excavations started in 1963 and lasted, with a few intervals, until 1972. During this phase, which was realized due to Professor G. Bakalakis' initiative, the southern part of the fortification wall as well as the Roman theater have been researched. Since 1973 the excavation has been supervised by Professor D. Pandermalis. The steadily progressing works had as their primary objective the research of the sanctuaries and then that of the town and cemetery.
The feast of the Olympian Zeus at Dion was the most venerated event in the religious life of the ancient Macedonians. The festive activities lasted for nine days and, besides sacrifices, theatrical and athletic competitions were also included. In the temple of the Olympian Zeus the statues of the Macedonian kings were on display as well as the stelae which were inscribed with important official texts, such as treaties of alliance, definition of borders, honorary decrees.
Demeter, goddess of fertility of the earth, was also venerated in Dion as in most Greek sanctuaries. Demeter's temple was discovered in 1973 a few meters away from the town walls of Dion. The older edifices are two small temples of the sixth century BC, that were replaced by two larger ones in the early Hellenistic period. Meticulous research through the layers of destruction produced a late fourth century BC.marble head of the goddess, a number of sculptures, an abundance of clay idols, pottery, coins and jewels. The sanctuary was repaired in the Roman period and its life lasted until the fourth century AD.
To the east of Demeter's temple a temenos was discovered in 1978 dedicated to the cult of the Egyptian gods. Sarapis, Isis and Anubis were worshipped there, but mainly Isis Lochia, the goddess who took care of women during the critical period after childbirth. The central temple of the sanctuary was dedicated to her. However, from inscriptional and other sources we draw the conclusion that another goddess of childbirth was originally worshipped here, the goddess Artemis Eileithyia, who in the Hellenistic period was succeeded by Isis Lochia. Another temple was dedicated to Isis as goddess of Luck, while a third to Aphrodite Hypolympidia (Aphrodite worshipped at the foot of Mount Olympos). A charming cult statue of this goddess, dating from the second century BC, was discovered during the excavations.
The theatre of Dion is located in the area occupied by the sanctuaries outside the town wall. It was constructed of large quantities of earth in the years of Philipp V; its seats are made of big Hellenistic bricks. The theatre displays a spacious orchestra and a coelon so designed as to accomodate a large number of people, since this theater belonged not to a local, but to an important, famous sanctuary.
A strong wall over 2,600 m. long, built in the years of Cassandros, protected the town. The fortifications were further reinforced by a number of towers standing 33 m. from each other. This wall was repaired once in the Hellenistic period and was rebuilt in the second half of the third century AD., when fierce barbaric raids had to be repelled. In the fourth century AD a new, but mediocre, wall was built around the Early Christian settlement, a small, faded reminiscence of the ancient town.
The public baths, excavated in the south sector of the town, are an impressive group of buildings of the year 200 AD.: Shops and workshops, public lavatories, a court for gymnastics, a small roofed theater ( = odeum), bathing areas, recreation rooms and a chamber dedicated to the cult of Asclepius. A unique group of sculptures representing the whole family of Asclepius was found in it.
The cemetery of Dion lies, mainly, to the north and east. Its funerary monuments date from the fifth century BC to the fifth century AD. Most important among them are the vaulted Macedonian tombs and most eminent of all the one with the Doric facade, the Ionian anteroom and the large funeral chamber with the decorated marble bed.
A large villa with a roomy bath, two atriums, a spacious banquet hall, a series of shops etc, is under excavation to the east of the town. The villa has been endowed with a wonderful mosaic pavement showing the triumphal epiphany of Dionysus. This central theme is framed by six smaller panels decorated with theatrical masks. Four statues of philosophers have been discovered in the same room, while in another, smaller one with a niche, the statue of the venerated god Dionysus was found.
Since 1980, to the west of Dion tymboi of the Early Iron Age (1000-700 BC) have been excavated. They usually contain box-shaped graves, whose funeral offerings are, mainly, pottery. The women's jewelry is made of copper, rarely of gold and semi-precious stones such as sard. The pottery is closely related to that of Thessaly.
The central area of Early Christian Dion is occupied by a three-aisled basilica of the late fourth century AD., decorated with mosaic pavements and wall paintings. The church was ruined by an earthquake and was rebuilt in the early fifth century, but on much higher ground. Another Early Christian basilica has been recently discovered outside the town walls -at the edge of a cemetery - and is now being excavated. In the stoa outside its narthex a marble, built trapeza was found; its relation to an adjacent cenotaph suggests that a Christian martyr was worshipped here. Dion seems to have become abandoned during the fifth century AD. due to a succession of natural disasters (earthquakes, flood). Since then its inhabitants found shelter on safer locations at the foot of Mount Olympos, where new settlements were built.
In researching the cult of the gods of vegetation of the archaic and classical periods scholars can often find traces of Dionysiac and Bacchic elements in the cycle of Apollonian rituals. Evidence was found on the Cycladic island of Naxos during the excavations supervised by Professor Lambrinoudakis. Architectural finds uncovered there date from the seventh and sixth century BC and were interpreted as belonging to the cult of Dionysus or Kore, one of the deities of the Eleusinian Mysteries. Similar evidence from Eretria (Euboea), this time, has been exhibited by the Swiss Archaeological School, under Dr. Pierre Durcey. The photographic and archival material on display led us through the history of ancient Eretria down to realization of the very origin of the Apollonian cult.
A concise presentation of the exhibition of western European painting, held in the National Gallery from July to October 1989, is one of the purposes of this article. The exhibition displayed 135 paintings dating from the fourteenth to the twentieth century. Given that a number of the works exhibited belong to the original nucleus of the National Gallery's collection since 1900 when it was instituted by law , a systematic review is attempted of the various problems, which have prevented its smooth function. Featuring largely among them is the long-lasting lack of a proper building to house its collection.Explicit reference is made to the significance of the Gallery, while the collection functioned as an Educational Museum to the National Polytechnic School. Then, an evaluation of the donations made by Greeks of the Diaspora - (Russia, Austria, France, etc.) is made. These donations consist mainly of West European works painted by Italians (Lorenzo Veneziano, Jacopo Sellaio, Luca Giordano, Cecco del Caravaggio, G.-B. Tiepolo) or by Flemish artists (Jacob van Hulsdonck, Jan II Bruegel, Frans Floris, Adam van der Heulen, Jan Fyt). The twentieth century is primarily represented by paintings made by Carolus-Duran, Camille Corot, Eugen Boudin, Victor Brauner and Pablo Picasso. Credit is further given to Marinos Kalligas. former Director of the National Gallery (1949-1971), whose consistent efforts had as a happy result the erection of the present building of the National Gallery, almost 150 years after legislation had made provision for its housing. The article concludes with criticism on how a proper, modern in concept museum ought to function if it is to overcome the shallow, limited activity of a gallery and to become, instead, a point of historic reference for the public.
Κούρος της Τενέας, περί το 575-550 π.Χ. (Antikensammlung, Μόναχο). Από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η στατική μορφή του Κούρου αρχίζει να «εμψυχώνεται», ενώ γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. η μορφή ωριμάζει και αποκτά το χαρακτηριστικό της αρχαϊκό μειδίαμα. Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., οι Κούροι αποδίδονται σαν άντρες, όχι σαν έφηβοι, η ανατομία κατανοείται καλύτερα. Ορόσημο της αρχαϊκής πλαστικής θεωρείται ο Αριστόδικος, ολόκληρος μια τεντωμένη χορδή έτοιμη να εκτιναχτεί. Οι αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. θα δώσουν κίνηση στη μορφή. Το βάρος πέφτει στο ένα πόδι, κεφάλι και κορμός στρίβουν αμυδρά. Η διάλυση της μετωπικότητας και της συμμετρικής κατασκευής ανοίγει το δρόμο για την πλαστική των κλασικών χρόνων.