Ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα των μυκηναϊκών χρόνων ήλθε στο φως με τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία 1990-2000 στον λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου, που βρίσκεται στην ανατολική ακτή της χερσονήσου των Μεθάνων, σε απόσταση περίπου 1,5 χλμ. προς τα βορειοανατολικά της σύγχρονης λουτρόπολης. Τα μυκηναϊκά ερείπια εκτείνονται στο μικρό πλάτωμα της κορυφής του λόφου, γύρω από την εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (εικ. 1) (σημ. 1). Η σύγχρονη εκκλησία μάλλον αποτελεί μετασκευή μιας άλλης παλαιότερης, καθώς στην περιοχή προς τα νότια και τα δυτικά της αποκαλύφθηκαν μερικοί καλυβίτες και λακκοειδείς τάφοι των πρωτοβυζαντινών χρόνων.

Όπως έχει υποστηριχθεί σε προηγούμενες μελέτες (σημ. 2), το Δωμάτιο Α του κτηριακού συγκροτήματος, το οποίο βρίσκεται μπροστά από τη νοτιοδυτική γωνία της εκκλησίας, είχε αποκλειστικά θρησκευτική χρήση. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν οι μόνιμες λατρευτικές εγκαταστάσεις που διέθετε, τα λατρευτικά σκεύη και τα ασυνήθιστα πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν εκεί, καθώς και η διαφοροποίηση του ζωοαρχαιολογικού υλικού που συλλέχθηκε σε αυτό το δωμάτιο από εκείνο που βρέθηκε σε άλλους χώρους της ανασκαφής.

Οι λατρευτικές εγκαταστάσεις του Δωματίου Α περιλάμβαναν ένα λιθόκτιστο βαθμιδωτό θρανίο που καταλάμβανε τη βορειοδυτική γωνία, μια στενή εξέδρα εκτεινόμενη κατά μήκος του νότιου τοίχου, και ένα χώρο στρωμένο με λίθινες πλάκες στο κέντρο του δωματίου (εικ. 2). Στη νοτιοανατολική γωνία αποκαλύφθηκε μια μικρή εστία κατασκευασμένη με μερικές πέτρες τοποθετημένες κοντά στους δύο τοίχους. Δίπλα στην εστία βρέθηκαν ένας λίθινος κρατευτής (στήριγμα σχάρας) και δύο τριποδικές χύτρες με έντονα ίχνη φωτιάς.

Στο εσωτερικό της εστίας υπήρχε ένα παχύ στρώμα στάχτης που περιείχε υπολείμματα από καμένα οστά ζώων. Στα ζωικά οστά από το Δωμάτιο Α επικρατούσαν τα νεαρά ή νεογέννητα χοιρίδια, με ποσοστό 53,7%, και ακολουθούσαν τα αιγοπρόβατα με ποσοστό περίπου 35%. Ένα μικρό ποσοστό, περίπου 5%, ανήκε σε πτηνά. Στα κατάλοιπα γευμάτων που συλλέχθηκαν στα γειτονικά δωμάτια πλεόναζαν τα αιγοπρόβατα μεγάλης ηλικίας, ενώ οι χοίροι, επίσης μεγάλης ηλικίας, αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό (σημ. 3).

Πάνω και δίπλα στο βαθμιδωτό θρανίο βρέθηκαν θραυσμένα επιτόπου περίπου 150 πήλινα ειδώλια (σημ. 4), μαζί με λίγα αγγεία και ένα μεγάλο όστρεο τρίτωνα (εικ. 3). Τα περισσότερα από τα ειδώλια ήταν απλά ζώδια που παρίσταναν βοοειδή (εικ. 4). Τα αναθήματα αυτά πιθανότατα υποκαθιστούσαν την προσφορά πραγματικών ζώων, επειδή τα βόδια ήταν απαραίτητα για τη γεωργία και, καθώς δεν αναπαράγονται σε μεγάλο αριθμό, δεν θα μπορούσαν να διατεθούν εύκολα για σφαγιασμό. Ιδιαίτερα σημαντικά για την ανίχνευση του είδους της λατρείας είναι τα σπανιότερα, σύνθετα ειδώλια που είχαν εδώ εμφατική παρουσία. Τέσσερις ειδικοί τύποι της μυκηναϊκής ειδωλοπλαστικής βρέθηκαν στο Δωμάτιο Α σε ασυνήθιστα μεγάλους αριθμούς: τρεις «ταυροκαθάπτες», πέντε ιππείς, δέκα άρματα και δεκαεπτά βοοειδή που έσυραν άμαξα οδηγούμενη από ανδρική μορφή.

Πριν από την ανασκαφή του Αγίου Κωνσταντίνου, τα μυκηναϊκά ειδώλια που παριστάνουν «ταυροκαθάπτες» ήταν γνωστά από δύο πλήρη δείγματα, το ένα στο Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου του Princeton (σημ. 5) και το άλλο στο Μουσείο της Κύπρου στη Λευκωσία (σημ. 6), καθώς και από λίγα μικρά θραύσματα που έχουν βρεθεί στις Μυκήνες, στο ιερό της Αφαίας, στην Αγορά των Αθηνών και αλλού. Τα δύο από τα ειδώλια που βρέθηκαν στα Μέθανα είναι παρόμοια με εκείνα στο Princeton και στη Λευκωσία, δηλαδή παριστάνουν έναν άνδρα που κάθεται στους ώμους του ζώου και πιάνει τις άκρες των κεράτων του ή τυλίγει τα χέρια του γύρω από αυτά. Το τρίτο διαφέρει από όλα τα γνωστά παραδείγματα του τύπου ως προς τον τρόπο κατασκευής του και τη σύνθεση της παράστασης. Ο κορμός του ζώου είναι κοίλος εσωτερικά, πλασμένος στο χέρι. Ο άνδρας στέκεται πάνω στο κεφάλι του ζώου και υψώνεται, ως κεντρική μορφή, στο μέσο των κεράτων του (εικ. 5). Τα χέρια του τεντώνονται και αρπάζουν σφικτά τις άκρες των κεράτων, χειρονομία που πιθανότατα εκφράζει την επιβολή του στο ζώο. Το μεγάλο μέγεθος του ζώου εντείνει την εντύπωση της δύναμης του άνδρα που το εξουσιάζει. Αυτή η μοναδικής σύλληψης παράσταση φαίνεται να έχει έναν ισχυρό συμβολισμό που προσδίδει θρησκευτική διάσταση στο συγκεκριμένο ειδώλιο.

Όπως υποστήριξε ο Renfrew καθορίζοντας τα κριτήρια για την αναγνώριση μιας λατρευτικής εικόνας (σημ. 7), οι χειρονομίες που εκφράζουν δύναμη υποδηλώνουν τη θεϊκή φύση μιας μορφής, έστω και εάν αυτή έχει μικρό μέγεθος. Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι το εξαιρετικό ειδώλιο «ταυροκαθάπτη» από το Δωμάτιο Α απεικόνιζε κάποια ανδρική μυκηναϊκή θεότητα, η οποία στη θρησκευτική αντίληψη της εποχής συνδεόταν στενά με τον ταύρο, ζώο-σύμβολο της γονιμότητας και της δύναμης της φύσης. Το συγκεκριμένο ειδώλιο βρέθηκε πεσμένο πάνω στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βαθμιδωτού θρανίου, επομένως μάλλον θα ήταν στημένο στην κορυφή του και θα αποτελούσε το κέντρο εστίασης της λατρείας.

Την υπόθεση της λατρείας μιας ανδρικής θεότητας ενισχύουν τα πέντε ειδώλια ιππέων που βρέθηκαν εδώ (σημ. 8). Ο αριθμός τους είναι εκπληκτικός, εάν λάβουμε υπόψη τη σπανιότητα μυκηναϊκών ειδωλίων αυτού του τύπου, του οποίου δεν είχαμε προηγουμένως κανένα πλήρες παράδειγμα. Τα ειδώλια από τα Μέθανα δείχνουν έναν άνδρα με κράνος να κάθεται στη ράχη αλόγου και να πιάνει με τα τεντωμένα χέρια του το κεφάλι ή το λαιμό του ζώου (εικ. 6). Τα ειδώλια αυτά, καθώς και οι λιγοστές παραστάσεις ιππέων σε μυκηναϊκά αγγεία του Εικονιστικού Ρυθμού, δείχνουν ότι η ιππική τέχνη ήταν γνωστή στην Ελλάδα κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, αν και όχι πολύ διαδεδομένη. Το άλογο ήταν τότε κτήμα και σύμβολο κύρους των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και κατά κανόνα χρησιμοποιείτο ζευγμένο σε άρμα. Η συμμετοχή έφιππων στρατιωτών σε μάχη δεν τεκμηριώνεται εικονογραφικά ή με άλλο τρόπο στην Ελλάδα πριν από τους ιστορικούς χρόνους. Κατά συνέπεια πρέπει να υποθέσουμε ότι οι κρανοφόροι ιππείς από τα Μέθανα παριστάνουν είτε ευγενείς που συμμετέχουν σε ειρηνικές εκδηλώσεις, π.χ. ιππικούς αγώνες, είτε μια ανδρική θεότητα που ίσως θεωρείτο ως ο δαμαστής και ο προστάτης των αλόγων.

Τα ομοιώματα αρμάτων από το Δωμάτιο Α είχαν συνήθως δύο μορφές στον δίφρο και σε αρκετές περιπτώσεις οι επιβάτες τους καλύπτονταν από ένα σκιάδιο (εικ. 7). Παρόμοια σκιάδια που προστατεύουν μορφές μέσα σε άρμα σε αντίστοιχες παραστάσεις της μυκηναϊκής εικονογραφίας θεωρείται ότι συμβολίζουν τον ανώτερο βαθμό τους στην κοινωνική ή θρησκευτική ιεραρχία (σημ. 9). Τα ειδώλια από τα Μέθανα είναι πλασμένα με ιδιαίτερη επιμέλεια και παρουσιάζουν ορισμένες ιδιομορφίες που αποκαλύπτουν τη συμβολική σημασία τους. Τα χέρια των μορφών δηλώνονται πλαστικά σε όλο το μήκος τους και σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις η πίσω μορφή φαίνεται να αγκαλιάζει εκείνη που στέκεται μπροστά της. Το φύλο των μορφών δεν δηλώνεται με κάποιο τρόπο, αλλά είναι προφανής η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δείξει ότι υπήρχε πολύ στενή σχέση μεταξύ τους.

Ο αινιγματικός τύπος των μυκηναϊκών ειδωλίων που παριστάνουν βοοειδές με μια ανθρώπινη μορφή στα νώτα του (σημ. 10) αντιπροσωπευόταν εδώ από έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό. Μερικά από εκείνα δεν ήταν τόσο σχηματοποιημένα όσο τα άλλα γνωστά παραδείγματα του τύπου και μας έδωσαν έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι δεν παριστάνουν άνθρωπο που οργώνει, όπως ήταν μέχρι τότε η επικρατέστερη άποψη, αλλά συμπτυγμένη βοϊδάμαξα που οδηγεί η μορφή στα νώτα του ζώου (εικ. 8). Την ίδια ερμηνεία είχε προτείνει παλαιότερα και ο Nicholls (σημ. 11), αλλά τώρα αυτή ενισχύεται με νέα στοιχεία. Σε ένα μικρογραφικό ειδώλιο αυτού του τύπου που βρέθηκε εδώ (εικ. 8, δεξιά) η μικροσκοπική μορφή στα νώτα του ζώου φαίνεται να κρατά ένα μανιταρόσχημο σκιάδιο. Τέτοια σκιάδια απαντούν συνήθως σε παραστάσεις αρμάτων και δεν θα ταίριαζαν σε έναν άνθρωπο που οργώνει.

Στο μεγάλο σύνολο αναθηματικών ειδωλίων από το Δωμάτιο Α η γυναικεία μορφή δεν εμφανιζόταν με σαφή χαρακτηριστικά παρά μόνο μία φορά, σε ένα ειδώλιο του ειδικού τύπου Ψ με κοίλο στέλεχος (σημ. 12) (εικ. 9). Τέτοιου τύπου ειδώλια βρέθηκαν σε χώρους με θρησκευτική σημασία στις Μυκήνες, στη Μιδέα και στο Ιερό της Αφαίας, αλλά δεν λείπουν και τα παραδείγματα από οικιστικά ή ταφικά σύνολα, επομένως δεν φαίνεται να είχαν αποκλειστικά λατρευτική χρήση.

Ένα μικρό θραύσμα από ομοίωμα πλοίου, πιθανότατα ανάθημα ναυτικών, δείχνει ότι η λατρευόμενη θεότητα είχε σχέση και με τη θάλασσα. Τη σχέση αυτή, άλλωστε, φανερώνει και το μεγάλο όστρεο τρίτωνα που βρέθηκε πάνω στο θρανίο (εικ. 3). Το όστρεο εκείνο είχε τεχνητά κομμένο το κάτω άκρο του, ίσως για να χρησιμοποιηθεί ως ρυτό για την τέλεση χοών με θαλασσινό νερό (σημ. 13). Τέτοια χρήση υποστηρίζεται ότι είχαν σε θρησκευτικές και ταφικές τελετουργίες τα μινωικά σκευομορφικά αγγεία σε σχήμα τρίτωνα, επειδή το θαλάσσιο στοιχείο συμβόλιζε την αναπαραγωγή της ζωής και την αναγέννηση της φύσης (σημ. 14).

Τα αγγεία που βρέθηκαν πάνω στο θρανίο ήταν κυρίως άβαφες κύλικες, χρονολογούμενες στις ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΒ2 περιόδους (14ος-13ος αι. π.Χ.). Παρόμοιες απλές κύλικες προερχόμενες από λατρευτικούς χώρους θεωρείται ότι χρησίμευαν στην τελετουργία των σπονδών, κατά την οποία κάποιος έχυνε ένα μέρος του υγρού στη γη για να προσφερθεί στη θεότητα και κατόπιν έπινε το υπόλοιπο, ως ένα είδος κοινωνίας με το θείο (σημ. 15). Σε μια άλλη ομάδα αγγείων, που βρέθηκαν στη νοτιοδυτική γωνία του δωματίου, συμπεριλαμβανόταν ένα εξαιρετικής τέχνης ρυτό σε σχήμα κεφαλής χοιριδίου (εικ. 10). Ως προς την ταύτιση του ζώου, πρέπει να σημειώσουμε ότι τα αυτιά των χοιριδίων είναι μικρά και όρθια, όπως εκείνα του ρυτού, και όχι πλατιά και αναδιπλωμένα, όπως στους μεγαλύτερους χοίρους. Η παρουσία αυτού του ρυτού στο Δωμάτιο Α ίσως δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα οστά ζώων που βρέθηκαν εδώ ανήκαν σε νεαρούς ή νεογέννητους χοίρους. Τα ρυτά σε σχήμα κεφαλής ζώου θεωρείται ότι χρησίμευαν για αιματηρές σπονδές (σημ. 16) και δεν αποκλείεται με αυτό το αγγείο να προσφερόταν στη θεότητα το αίμα των θυσιασμένων χοιριδίων, μια τελετουργία που ενδεχομένως αποσκοπούσε στην ευφορία της γης (σημ. 17). Η αντίληψη ότι το ράντισμα του χώματος με αίμα συντελεί στην ανάπτυξη των φυτών μαρτυρείται στα Μέθανα πολύ αργότερα από τον Παυσανία (2.34.2), ο οποίος περιγράφει μια μαγική τελετή με το αίμα ενός άσπρου πετεινού που γινόταν για να προστατευθούν τα αμπέλια από τον λίβα που τα ξέραινε.

Οι υπόλοιποι χώροι του κτηριακού συγκροτήματος (εικ. 1) εξυπηρετούσαν διάφορες λειτουργικές ανάγκες του ιερού. Μια ομάδα δωματίων διαταγμένων γύρω από μια μεγάλη ορθογώνια αυλή φαίνεται να χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι. Ένα μικρό δωμάτιο στη βόρεια πτέρυγα της αυλής πρέπει να ήταν μαγειρείο, καθώς εκεί ήρθαν στο φως μαγειρικά σκεύη και μια πρόχειρη εστία. Ένα μεγάλο επίμηκες κτίσμα πίσω από τη βόρεια πτέρυγα μάλλον θα ήταν αποθηκευτικός χώρος. Τα δωμάτια στα νότια και στα δυτικά του Δωματίου Α ήταν εργαστηριακοί χώροι, όπως δείχνουν λίθινα εργαλεία, τεμάχια από μολύβδινα ελάσματα και παραπροϊόντα μεταλλοτεχνίας που βρέθηκαν εκεί (σημ. 18). Ένα άλλο δωμάτιο, στην ανατολική πτέρυγα της αυλής, περιείχε μια μεγάλη πήλινη λάρνακα που δείχνει ότι εδώ ήταν ένα λουτρό. Το λουτρό αυτό δεν αποκλείεται να προοριζόταν για τελετουργικούς καθαρμούς. Μια όμοια πήλινη λάρνακα, που θεωρείται ότι χρησίμευε γι’ αυτόν τον σκοπό, έχει βρεθεί στο «Δωμάτιο με την Τοιχογραφία» του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών (σημ. 19).

Στα βόρεια της εκκλησίας αποκαλύφθηκε μια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα (σημ. 20), ένα μέρος της οποίας είχε καταστραφεί από την οικοδόμηση της εκκλησίας αλλά οι σωζόμενες γωνίες της δείχνουν ότι είχε εμβαδόν 35 τ.μ. Η κύρια είσοδός της βρισκόταν στο κέντρο της δυτικής πλευράς και ήταν προσιτή από μια μικρή αυλή. Στην πρόσοψή της πρέπει να είχε δύο ξύλινους κίονες, στερεωμένους σε δύο κυκλικούς λάκκους που είχαν ανοιχθεί στο δάπεδο της αυλής. Τη στέγη της στήριζαν δύο ξύλινοι κίονες τοποθετημένοι στον κεντρικό άξονά της, όπως δείχνουν οι λίθινες βάσεις που σώθηκαν. Η αίθουσα εκείνη πρέπει να είχε περιστασιακή χρήση, γιατί στο στρώμα του δαπέδου της δεν βρέθηκαν αγγεία σπασμένα επιτόπου τη στιγμή της καταστροφής. Ίσως αυτή προοριζόταν για συναθροίσεις επισήμων προσώπων στο πλαίσιο πανηγυρικών εορτών που θα γίνονταν περιοδικά στο ιερό.

Λίγο βορειότερα του θρησκευτικού συγκροτήματος, στο κέντρο ενός ελεύθερου χώρου, αποκαλύφθηκε ένα μυκηναϊκό μέγαρο που είχε σωζόμενο μήκος 18 μ. και ήταν στραμμένο προς τα δυτικά (εικ. 1). Το μέγαρο είχε βαθύ πρόπυλο, προθάλαμο, μια μεγάλη κύρια αίθουσα με κεντρική εστία, και ένα άλλο δωμάτιο στο πίσω μέρος του, το οποίο όμως δεν επικοινωνούσε με το υπόλοιπο κτήριο (σημ. 21). Το ανατολικό τμήμα εκείνου του δωματίου, όπως και ο βόρειος τοίχος του προπύλου, είχαν καταστραφεί από το όργωμα του αγρού. Το κτήριο αυτό πιθανότατα στέγαζε έναν αξιωματούχο που διοικούσε το ιερό. Τόσο η παρουσία του μεγάρου όσο και τα πλούσια αναθήματα του ιερού δείχνουν ότι η λατρεία που ασκείτο εδώ είχε επίσημο χαρακτήρα.

Ως προς την ταυτότητα της θεότητας που λατρευόταν στο ιερό, η θεματολογία των ανθρωπομορφικών παραστάσεων υποδεικνύει ότι η κύρια θεότητα ήταν ανδρική και συνδεόταν στενά με τον ταύρο και τον ίππο, δύο ζώα που θεωρείται ότι συμβόλιζαν το υγρό στοιχείο που γονιμοποιεί τη φύση. Ανάλογες ιδιότητες αποδίδονταν στον Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν ο κυρίαρχος θεός της Τροιζηνίας στους ιστορικούς χρόνους. Το μοναδικό γυναικείο ειδώλιο που βρέθηκε στο Δωμάτιο Α και η απεικόνιση σε ορισμένα από τα άρματα δύο αγκαλιασμένων μορφών υποδηλώνουν την παρουσία μιας θηλυκής συντρόφου που θα συνόδευε και θα συμπλήρωνε στις λειτουργίες του τον κύριο θεό. Ο Po-se-da-o, δηλαδή ο Ποσειδών, και η σύντροφός του Po-si-da-e-ja τεκμηριώνονται ως μυκηναϊκές θεότητες σε κείμενα της Γραμμικής Β από την Πύλο (σημ. 22).

Στην περιοχή Ογά των Μεθάνων, 3 χλμ. βορειότερα από τον Άγιο Κωνσταντίνο, μαρτυρείται επιγραφικά η ύπαρξη ιερών του Ποσειδώνος Φυταλμίου και της Αφροδίτης (σημ. 23). Η ανδρική θεότητα του μυκηναϊκού ιερού μπορεί να ήταν μια προδρομική μορφή του Ποσειδώνος Φυταλμίου, ο οποίος λατρευόταν και στην Τροιζήνα. Εκεί, μάλιστα, υπερίσχυε της Δήμητρας ως προστάτης της ευφορίας της γης, αφού οι Τροιζήνιοι πρόσφεραν σε εκείνον τις απαρχές, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος (Θησεύς, 6.1), και όχι στη Δήμητρα Θεσμοφόρο, ναός της οποίας κατά την περιγραφή του Παυσανία (2.32.8) βρισκόταν κοντά στον δικό του. Ως πρόδρομος του Ποσειδώνος Φυταλμίου αναγνωρίζεται και ο Ποσειδών της μυκηναϊκής Πύλου, ο οποίος ήταν ο προστάτης και ο επόπτης της κτηνοτροφικής και της αγροτικής παραγωγής της Πυλίας, όπως προκύπτει από τα αρχεία του ανακτόρου (σημ. 24).

Στους ιστορικούς χρόνους ο Ποσειδών συνοδευόταν πάντοτε από μια θηλυκή πάρεδρο σε όλους τους τόπους λατρείας του στην Τροιζηνία: στα Μέθανα και στην Καλαύρεια από την Αφροδίτη (σημ. 25), στην Τροιζήνα από την Αθηνά Πολιάδα-Σθενιάδα (σημ. 26) και από τη Δήμητρα Θεσμοφόρο. Αυτή η επίμονη θρησκευτική παράδοση μπορεί να είχε την αρχή της σε μια αντίστοιχη διπλή λατρεία στο μυκηναϊκό ιερό των Μεθάνων. Ίσως, μάλιστα, να μην είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι πάνω στα ερείπια εκείνου του ιερού κτίστηκε αργότερα μια χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη σε δύο Αγίους, έναν άνδρα και μια γυναίκα, τον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη.

 

Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου,

Αρχαιολόγος, Διευθύντρια ανασκαφής Αγ. Κωνσταντίνου Μεθάνων