Η ανασκαφή στα «όρια» του οικισμού της «Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας», έτσι όπως αυτά ορίζονταν από την επιφανειακή διασπορά του αρχαιολογικού υλικού, έθεσε μέσα από τα ευρήματα και την ποικιλία των χρήσεων χώρου που αυτά αντανακλούν μια σειρά θεμάτων που σχετίζονται με τον χωρικό προσδιορισμό, τη μορφή, τη λειτουργία και το νόημα των ορίων των οικισμών (σημ. 1) (εικ. 1).

Η έρευνα στον συγκεκριμένο οικισμό έδειξε πρωτίστως την έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ επιφανειακής διασποράς υλικού και πραγματικής έκτασης των οικιστικών επιχώσεων, αποδεικνύοντας την επέκτασή τους πέρα από τα όρια της επιφανειακής διασποράς. Παράλληλα,  έθεσε δύο  ακόμα θέματα:

Το πρώτο συνδέεται με τον τύπο του οικισμού, καθώς κάποια από τα χαρακτηριστικά του δείχνουν να απομακρύνονται από τις τούμπες, παραπέμποντας περισσότερο στους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς και ακυρώνοντας τον μέχρι τώρα προσδιορισμό της θέσης ως «χαμηλής τούμπας», ενώ κάποια άλλα μαρτυρούν την ύπαρξη πρακτικών που βρίσκουν το ανάλογό τους σε οικισμούς με κάθετη ανάπτυξη της κατοίκησης. Έτσι, η συζήτηση του θέματος των καμένων νεολιθικών οικημάτων υπαγορεύτηκε όχι μόνο από τα σχετικά ευρήματα, αλλά και από τη σύνδεση της συγκεκριμένης πρακτικής με τον τρόπο οργάνωσης και ανάπτυξης του οικιστικού χώρου των οικισμών.

Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με τη χωρική και λειτουργική ένταξη του ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού στο σύνολο του οικιστικού ιστού, καθώς πολλά από τα ευρήματα υποδηλώνουν χρήσεις πέρα από την κατοίκηση, οι οποίες μπορούν να χωροθετούνται εντός των οικισμών ή στα όριά τους. Στην εκτίμηση ότι στην περίπτωση της Κρεμαστής βρισκόμαστε στα όρια του οικισμού (ανεξάρτητα από τον οικιστικό του τύπο), μας οδήγησε μια σειρά στοιχείων που προέκυψαν από τη μορφολογία της θέσης, την επιφανειακή έρευνα, τη στρωματογραφία του ανασκαμμένου χώρου και τα ευρήματα.

Το ζήτημα των ορίων των οικισμών

Το ζήτημα των ορίων των οικισμών θα μπορούσε να προσεγγιστεί μέσα από δύο κύριες παραμέτρους: α) Με τον προσδιορισμό του μεγέθους του οικισμού, το οποίο είναι σε άμεση συνάρτηση με τον οικιστικό του τύπο, και β) με την αναγνώριση λειτουργιών που χωροθετούνται στα όρια των οικισμών (τα οποία συνδέονται από την έρευνα με διαφορετικές πολιτισμικές χρήσεις του χώρου, όπως ταφές, εργαστήρια, αποθήκευση κ.ά.) και οι οποίες θα μπορούσαν να προσεγγιστούν μέσα από τη διερεύνηση πιθανής διαφοροποίησης στη χρήση του ενδοκοινοτικού χώρου, σε επίπεδο κέντρο – περιφέρεια – όρια.

Στον ελλαδικό και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο έχουν αναγνωριστεί δύο βασικοί  οικιστικοί τύποι, η τούμπα και ο επίπεδος εκτεταμένος οικισμός (στον οποίο εντάσσονται ως υποκατηγορία και οι οικισμοί που επεκτείνονται σε γειτονικά πλατώματα, εμφανίζοντας μορφολογική ομοιότητα με τις τούμπες, σημ. 2). Οι δύο τύποι εμφανίζουν σαφή  μορφολογική  διαφορά μεταξύ τους, η οποία εντοπίζεται στο μέγεθος των οικισμών. Ως τούμπα (ή μαγούλα, για τη Θεσσαλία) ορίζεται ο οικισμός που έχει μορφή γηλόφου, με ποικίλο αλλά ορατό ύψος και περιορισμένη έκταση. Οι επίπεδοι εκτεταμένοι οικισμοί, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από πολύ μεγαλύτερη έκταση και χαμηλό ύψος. Οι διαφοροποιήσεις  αυτές, με βάση τη νεότερη έρευνα, δεν απηχούν πληθυσμιακά μεγέθη, αλλά υποδηλώνουν διαφορετική διαδικασία σχηματισμού των οικιστικών επιχώσεων, η οποία οφείλεται σε διαφορές στον τρόπο οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου και  στον τρόπο αντικατάστασης των οικημάτων (με οριζόντια διαδοχή στους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς και κάθετη στις τούμπες). Αντανακλούν διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ιδεολογικές αντιλήψεις (πιθανόν ανταγωνιστικές) και συμβολισμούς (σημ. 3).

Διαφοροποιήσεις που συνδέονται με την πυκνότητα της κατοίκησης, τη χρήση ή μη του πηλού στις ανωδομές των κτισμάτων, τη μονιμότητα και τη διάρκεια της κατοίκησης, την εντατική χρήση ενός χώρου και την οριζόντια μετακίνηση της κατοίκησης, στις οποίες η παλιότερη έρευνα τοποθετούσε τη διάκριση τούμπας και επίπεδου οικισμού, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα δεν ισχύουν. Η βασική διάκριση ανάμεσα σε τούμπες και σε επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς τοποθετείται πλέον στη διάσταση της έκτασης, η οποία αντανακλά και τη δυναμική εξάπλωσης μιας θέσης, που εξ ορισμού είναι πολύ μεγαλύτερη στους επίπεδους οικισμούς. Το ύψος των επιχώσεων δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο, καθώς  αποτελεί είτε άμεση συνάρτηση της διάρκειας κατοίκησης μιας θέσης, είτε αποτέλεσμα πολιτισμικών επιλογών των κατοίκων της. Κατά συνέπεια, στα πρώιμα στάδια της κατοίκησης η διάκριση των δύο τύπων ανιχνεύεται μόνο στην εσωτερική δομή των οικισμών και συγκεκριμένα στο λόγο του κτιστού και άκτιστου χώρου και στην ελάχιστη απόσταση μεταξύ των κτισμάτων (σημ. 4).

Οι τούμπες αποτελούν εξ ορισμού πολυκατοικημένα μνημεία, με μακρά ιστορία, και με διαχωρισμό του «μέσα» από το «έξω». Στην επιφάνειά τους δεν υπάρχουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ούτε βοσκοτόπια, ενώ οι ειδικοί χώροι (εργαστήρια, ιερά, κοινοί τόποι συνάντησης ή τελετουργικοί χώροι, απορρίμματα) βρίσκονται (πιθανόν) εκτός οικισμού, λόγω έλλειψης ελεύθερων χώρων στο εσωτερικό του. Τα όριά τους σε κάποιες περιπτώσεις σηματοδοτούνται με κατασκευές όπως οι τάφροι και οι λίθινοι τοίχοι. Στις τούμπες αποδίδεται μια σημαντική ιδεολογική διάσταση, καθώς πρόκειται για οικισμούς που είναι ορατοί από μακριά και κατά την κατοίκησή τους και μετά την εγκατάλειψή τους. Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό των οικισμών, όπου το κτίσιμο των σπιτιών στην ίδια θέση αποτελεί τη συμβολική συνέχεια όχι μόνο του σπιτιού αλλά και του νοικοκυριού, υποδηλώνοντας παράλληλα και ένα κληρονομικό σύστημα κατοχής της γης. Αδιαμφισβήτητη είναι η φυσική κυριαρχία τους στο χώρο, ενώ μέσα από το ύψος εκφράζεται όχι μόνο η μακροβιότητα αλλά και κάποιες πιθανές κοσμολογικές αντιλήψεις. Επιπλέον, θεωρείται ότι μπορούσαν και παρείχαν το μέσο για πολιτική δύναμη, αποτελώντας συνάμα και το σύμβολό της (σημ. 5).

Σε αντίθεση με τις τούμπες, οι επίπεδοι οικισμοί έχουν μικρό πάχος επιχώσεων, κάτι  που τους καθιστά δυσδιάκριτους στο τοπίο και δυσχεραίνει τον εντοπισμό τους. Στους οικισμούς αυτούς κατοικίες και καλλιεργήσιμοι χώροι συνυπάρχουν, σχηματίζοντας μικρές ενότητες στο χώρο, τρόπος οργάνωσης που τους προσδίδει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, σε συνδυασμό και με την οριζόντια διαδοχή των οικιστικών φάσεων. Στους επίπεδους οικισμούς, εργαστηριακοί, απορριμματικοί, αποθηκευτικοί και τελετουργικοί χώροι αναπτύσσονται εντός του οικιστικού ιστού, στις αυλές των σπιτιών και στους ελεύθερους χώρους ανάμεσά τους. Οι οικισμοί αυτού του τύπου, εκτός ίσως από την αρχική φάση της ζωής τους, δεν οργανώνουν τον οικιστικό τους χώρο σε επίπεδο κέντρο – περιφέρεια – όρια, με σταθερή τη θέση των διαφόρων τμημάτων και των λειτουργιών τους, όπως συμβαίνει στους πυρηνικούς οικισμούς, αλλά χαρακτηρίζονται από πιο ελεύθερο και συνεχώς μεταβαλλόμενο τρόπο χωροοργάνωσης. Η οριζόντια επέκταση της κατοίκησης τροποποιεί συνεχώς τα όρια του οικιστικού χώρου. Τα χαρακτηριστικά αυτά ωστόσο, στον βορειοελλαδικό χώρο δεν αποκλείουν την οριοθέτηση των οικισμών με κατασκευές όπως οι τάφροι, στοιχείο που διαφοροποιεί τους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς της περιοχής από τους αντίστοιχους του πολιτισμού Vinca (σημ. 6).

Οικιστικοί τύποι: Γενικά χαρακτηριστικά και μεγέθη των νεολιθικών οικισμών στον βορειοελλαδικό χώρο (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία)

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, στον βορειοελλαδικό χώρο φαίνεται να κυριαρχούν οι οικισμοί με μορφή τούμπας (χαμηλοί ή ψηλότεροι γήλοφοι, με περιορισμένη έκταση). Ωστόσο, η συνεχής αύξηση του αριθμού των επίπεδων εκτεταμένων οικισμών φαίνεται να διαφοροποιεί σταδιακά την εικόνα.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι τύποι των οικισμών και οι εκτάσεις τους εμφανίζουν σε γενικές γραμμές την παρακάτω εικόνα:

Στη Θεσσαλία, κυρίαρχος τύπος οικισμού είναι η τούμπα (μαγούλα), ενώ νεότερα ευρήματα από την περιοχή μαρτυρούν την ύπαρξη και επίπεδων θέσεων. Το ύψος τους ποικίλλει από 0,50-15 μ., ενώ απαντά συχνότερα αυτό των 2μ. (χαμηλές μαγούλες).  Το 70% των οικισμών έχουν έκταση μικρότερη των 50 στρεμμάτων, ένα μικρό ποσοστό ανήκει σε θέσεις πολύ μεγάλες, άνω των 150 στρεμμάτων, ενώ πολύ λίγες θέσεις είναι πολύ μικρές (σημ. 7). Στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, παρατηρείται συνύπαρξη μικρών, μεσαίων και εκτεταμένων οικισμών, με εκτάσεις έως 2 στρέμματα, έως 20, και πάνω από 100, αντίστοιχα (σημ. 8). Οι μεγαλύτερες εκτάσεις, 100-300 στρεμμάτων, συναντώνται στους επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς (σημ. 9).

Στη Δυτική Μακεδονία, οι εκτάσεις των νεολιθικών οικισμών εμφανίζουν σημαντική διαφοροποίηση κατά περιοχή. Στις περισσότερες περιοχές συνυπάρχουν οικισμοί με μικρές ή μεγάλες διαστάσεις αλλά και με χαμηλό ή μεγάλο ύψος επιχώσεων, εμφανίζοντας μορφή ψηλής ή χαμηλής τούμπας αλλά και επίπεδων οικισμών. Η έκταση των οικισμών στην περιοχή της Φλώρινας είναι 4-100 στρέμματα (σημ. 10), στην Αυγή Καστοριάς ο νεολιθικός οικισμός απλώνεται σε έκταση 30 στρεμμάτων (σημ. 11), ενώ στα Γρεβενά οι θέσεις είναι πολύ μικρές, μικρότερες των 10 στρεμμάτων και με μικρό πάχος επιχώσεων, εμφανίζοντας εικόνα επίπεδων οικισμών (σημ. 12).

Ιδιαίτερα για την περιοχή της Κοζάνης, τα πρώτα στοιχεία από το σύνολο των οικισμών δείχνουν ότι στις περισσότερες περιοχές (έξω από την Κίτρινη Λίμνη), οι νεολιθικοί οικισμοί δεν  υπερβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα 30 στρέμματα, ενώ συναντώνται και πολύ μικρότεροι, με σύντομη διάρκεια ζωής. Οι περισσότεροι έχουν μορφή χαμηλού γηλόφου, με ποικίλο ύψος, ενώ από την κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα είναι γνωστοί και οικισμοί με μορφή ψηλής τούμπας (με ύψος μεγαλύτερο των 5μ.). Αντιπροσωπευτικό δείγμα, για την περιοχή έξω από την κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, αποτελούν οι οικισμοί της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, όπου ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τύπος της οριζόντιας μετακίνησης που παρατηρείται, με την κατοίκηση να μεταφέρεται από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη σε γειτονικά πλατώματα ή από τις υπώρειες προς τις κορυφές των λόφων και αντίστροφα (σημ. 13).

Διαφοροποίηση φαίνεται να εμφανίζει η κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης, όπου ανήκει και ο οικισμός της Κρεμαστής, στην οποία συγκεντρώνονται οι μεγαλύτεροι σε έκταση νεολιθικοί οικισμοί της περιοχής. Παρατηρείται διαβάθμιση (η οποία ίσως δεν είναι άσχετη με τις αλλουβιακές αποθέσεις), με μικρούς, μεσαίους και μεγάλους οικισμούς, που κυμαίνονται από 30 έως 90 στρέμματα, με μεγαλύτερο (με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα) το Μεγάλο Νησί Γαλάνης (σημ. 14). Η έκταση αυτή, σε συνάρτηση με το μεγάλο αριθμό και την πυκνή διάταξη των οικισμών (η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου 1χλμ.) αλλά και τη μορφή χαμηλής τούμπας που εμφανίζουν, συνδέθηκε αρχικά με πυκνοκατοίκηση και αυξημένο πληθυσμό (σημ. 15). Ωστόσο, παρά την πρόοδο της έρευνας, ο προβληματισμός σχετικά με τη μορφή των οικισμών παραμένει, δεδομένης της σχετικά  μεγάλης έκτασής τους αλλά και των νεότερων ανασκαφικών δεδομένων (με σημαντικότερο παράδειγμα τον οικισμό του Κλείτου, όπου διαπιστώνονται μεγάλα σπίτια, με κενούς χώρους ανάμεσά τους, χωρίς η έκταση του πρώιμου νεολιθικού οικισμού, Κλείτος 1, να υπερβαίνει τα 20 στρέμματα, σημ. 16), τα οποία υποδηλώνουν σημαντική πολυμορφία στην ενδοκοινοτική χωροοργάνωση των οικισμών, όχι μόνο από περίοδο σε περίοδο αλλά και μεταξύ σύγχρονων θέσεων.

Τα ανασκαφικά δεδομένα από την έρευνα των ορίων των οικισμών, στον ελλαδικό και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο

Η νεότερη αρχαιολογική έρευνα  αν και αναγνωρίζει πλέον την ανάγκη ανασκαφών στα όρια των οικισμών αλλά και στην περιοχή έξω από αυτούς, ελάχιστα έχει προχωρήσει προς την κατεύθυνση αυτή. Και ενώ γνωρίζουμε πολλά για την κατάσταση εντός των οικισμών, κοινή είναι η διαπίστωση πως δεν μας είναι γνωστά σημαντικά άλλα θέματα, όπως οι θέσεις της κεραμικής παραγωγής, οι περιοχές απορριμμάτων, οι χώροι τέλεσης τελετουργιών και άσκησης πιθανής λατρείας και άλλα.

Τα ανασκαφικά δεδομένα από τη μέχρι τώρα έρευνα, στον ελλαδικό και ευρύτερο βαλκανικό χώρο, δίνουν μια σειρά κατασκευών και λειτουργιών καθώς και στρωματογραφικών χαρακτηριστικών, που συνδέονται με τα όρια των οικισμών και συναντώνται  σε τούμπες ή επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς:

α) Κατασκευές που οριοθετούν τεχνητά το χώρο, όπως τάφροι, φράχτες, αναχώματα και λίθινοι ή πλίνθινοι τοίχοι. Συχνά οι διάφοροι τύποι συναντώνται σε συνδυασμό. Στην Ελλάδα, οριοθετήματα ποικίλης μορφής συναντώνται σε πολλούς οικισμούς του βορειοελλαδικού χώρου. Στα υπόλοιπα Βαλκάνια, η πρακτική της οριοθέτησης των οικισμών αποτελεί χαρακτηριστικό των βορειότερων περιοχών, σε αντίθεση με τις νότιες, όπου οι οικισμοί είναι ανοιχτοί. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι θέσεις κατοίκησης ορίζονται από στοιχεία του τοπίου, όπως ποτάμια ή δάση (εικ. 2, 3).

β) Λάκκοι, των οποίων τα χαρακτηριστικά αντανακλούν χρήσεις πέρα από την κατοίκηση, όπως η εξόρυξη πηλού και η απόρριψη απορριμμάτων (εικ. 4).

γ) Ζώνη με απορρίμματα και θέσεις εποχικής, αλλά και τελετουργικής δραστηριότητας (εικ. 5, 6).

δ) Νεκροταφεία.

ε) Ανοιχτοί χώροι.

Μέθοδοι υπολογισμού της έκτασης των οικισμών

Η έκταση των οικισμών στις πιο πολλές περιπτώσεις υπολογίζεται με βάση την  επιφανειακή διασπορά του υλικού, παρά τα σοβαρά προβλήματα που εμφανίζει η μέθοδος. Ανεξάρτητα από το βαθμό εντατικότητας μιας επιφανειακής έρευνας, συχνά αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής και παραπλανητική, για λόγους που συνδέονται  περισσότερο με γεωφυσικούς παράγοντες (προσχώσεις ή διάβρωση), και λιγότερο με την ανθρωπογενή παρέμβαση (όργωμα ή αποχωματώσεις-επιχωματώσεις).

Ο συσχετισμός επιφανειακής διασποράς υλικού και υπόγειων επιχώσεων μπορεί να εμφανίσει σε γενικές γραμμές τρεις εναλλακτικές εκδοχές: α) Κάλυψη της περιφέρειας του οικισμού με προσχώσεις που συσσωρεύτηκαν εκεί μετά την οριστική εγκατάλειψή του, με αποτέλεσμα η έκταση των υπόγειων επιχώσεων να είναι μεγαλύτερη της επιφανειακής διασποράς, β) ταύτιση ορίων επιφανειακής διασποράς και υπόγειων επιχώσεων, και γ) επέκταση της επιφανειακής διασποράς πέραν των πραγματικών ορίων του οικισμού, λόγω διάβρωσης των ψηλότερων σημείων και της μεταφοράς υλικού προς την περιφέρειά του. Η πραγματική κατάσταση, ωστόσο, μόνο με ανασκαφή μπορεί να αποτυπωθεί,  καθώς φαίνεται πως είναι περισσότερο περίπλοκη (σημ. 17) και ιδιαίτερη ίσως για κάθε οικισμό.

Προσπάθειες προσδιορισμού ή επιβεβαίωσης των ορίων των οικισμών, όπως αυτά  υποδηλώνονται από την επιφανειακή διασπορά του υλικού, έγιναν σε αρκετές θέσεις του βορειοελλαδικού χώρου, με μια ποικιλία γεωαρχαιολογικών μεθόδων, όπως οι γεωτρήσεις (καρότα) και η ηλεκτρομαγνητική διασκόπηση, αλλά και με ανασκαφική έρευνα.

Τα όρια των οικισμών – θεωρητική προσέγγιση

Η περιοχή που χαρακτηρίζεται ως «όριο» ενός οικισμού, χωρικά εντάσσεται στο τμήμα του φυσικού του χώρου που ορίζεται ως «κοινοτικό» (σημ. 18). Τα χαρακτηριστικά του οικιστικού αυτού τμήματος, από την υποδήλωση ή τον τονισμό τους, μέχρι την οργάνωση και τη λειτουργία του, υπακούουν στους κανόνες που καθορίζουν το σύνολο της οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου του κάθε οικισμού. Καθώς όμως πρόκειται για μια μεταβατική ζώνη, που χωρίζει και παράλληλα συνδέει την οικιστική περιοχή με τον περιβάλλοντα χώρο της, ο προσδιορισμός της θέσης και της φύσης των ορίων προϋποθέτει και τη διερεύνηση της σχέσης τοπίου και οικισμού, η οποία είναι ιδιαίτερη για κάθε οικισμό (σημ. 19). Τα όρια έχουν φυσική και συμβολική συγχρόνως λειτουργία, ενώ συχνά δεν δηλώνονται φυσικά αλλά είναι νοητά.

Ο τρόπος που χωροθετούνται τα κτίσματα και οι ποικίλες δραστηριότητες εντός του οικιστικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων και των ορίων του, αντανακλά όχι μόνο λειτουργικές ανάγκες, που έχουν ως στόχο τη σωστή οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων και των κοινωνικών σχέσεων (σημ. 20), αλλά και τις ιδεολογικές  αντιλήψεις κάθε κοινωνίας σχετικά με τον τρόπο που οργανώνεται ο κόσμος (σημ. 21), οι οποίες επιβάλλουν τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες.

Η οργάνωση του χώρου αντανακλά την κοινωνική οργάνωση μιας κοινωνίας και  χρησιμοποιείται στην παραγωγή και αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης. Στη βάση της βρίσκεται μια σειρά κοινωνικών αρχών που βασίζονται σε διακρίσεις φύλου, τάξης και ηλικίας (σημ. 22). Αντανακλώνται επίσης συμβολικές αρχές, οι οποίες προσδίδονται στο χώρο μέσα από ιδιαίτερες συνδέσεις και νοήματα, αλλά και στοιχεία κοσμολογίας (σημ. 23). Πίσω από την οργάνωση του χώρου, βρίσκεται μια σειρά γενικών δομικών αντιθέσεων, όπως καθαρό/βρώμικο, ζωή/θάνατος, αρσενικό/θηλυκό, που καθορίζουν όλες τις όψεις του υλικού πολιτισμού, ενώ σε σημαντικό χωροοργανωτικό παράγοντα ανάγεται η στάση των κοινωνιών απέναντι στο θέμα της συμβολικής και πραγματικής «βρωμιάς» ή «καθαρότητας». Ο οικιστικός χώρος (και τα όριά του) είναι τελικά μια «συμβολική κατασκευή» που θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια μοναδική δημιουργία (σημ. 24). Διαιρώντας φυσικά ένα χώρο ταξινομούμε και ελέγχουμε χώρους και σχέσεις πιο εύκολα, αποκλείοντας ή επιτρέποντας την πρόσβαση σ’ αυτόν. Δημιουργούμε χωρικές και ιδεολογικές αντιθέσεις, όπως μέσα/έξω, ιερό/εγκόσμιο, θηλυκό/αρσενικό, δημόσιο/ιδιωτικό, εχθρικό/φιλικό, ελίτ/αστός, μυημένος/αμύητος (σημ. 25).

Από την άλλη πλευρά, ο χώρος έξω από τους οικισμούς έχει οικονομική, συμβολική και κοινωνική σημασία για τους νεολιθικούς οικισμούς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ύπαιθρος ήταν γεμάτη κίνηση και ζωή, με μη μόνιμες περιοχές δραστηριότητας και κατασκευές σύντομης ζωής. Θα μπορούσε δηλαδή να συναντήσει κανείς σπίτια που συνδέονταν με την καλλιεργητική δραστηριότητα των νεολιθικών παραγωγών και γενικά δραστηριότητες σχετικές με την οικονομική εκμετάλλευση της περιοχής, λιγότερο αναγνωρίσιμες από αυτές των οικιστικών χώρων, όπως οι σφαγές βοοειδών και η βοσκή, αλλά και χώρους φύλαξης των ζώων. Δεν αποκλείεται επίσης και μια τελετουργική χρήση κάποιων ιδιαίτερων σημείων του τοπίου (σημ. 26).

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αναμένουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις στη μορφή και  τη λειτουργία των περιοχών που βρίσκονται στα όρια των οικισμών, όχι μόνο μεταξύ  σύγχρονων θέσεων (ανεξάρτητα από τον οικιστικό τους τύπο), της ίδιας ή διαφορετικής γεωγραφικής  ζώνης, αλλά και μεταξύ διαφορετικών οικιστικών φάσεων του ίδιου οικισμού.

Συνοψίζοντας, ο χωρικός αρχαιολογικός προσδιορισμός των ορίων ενός οικισμού είναι ιδιαίτερα δύσκολος και σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν αδύνατος, δεδομένου ότι πρόκειται για μια μεταβατική και μη στατική ζώνη ανάμεσα στην οικιστική περιοχή και στο τοπίο που την περιβάλλει και μέσα στο οποίο αυτή τοποθετείται. Παράλληλα, ποικίλες κατασκευές, δραστηριότητες και λειτουργίες, απόρροια οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών παραγόντων και αντιλήψεων, μπορούν να χωροθετούνται ή να διεκπεραιώνονται στις περιοχές αυτές, δυσχεραίνοντας την αναγνώρισή τους.

Το ζήτημα των καμένων νεολιθικών οικημάτων

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ανασκαφής της Κρεμαστής είναι η παρουσία μεγάλης  ποσότητας καμένου πηλού (daub), που εντοπίστηκε σε μικρές ή μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο εσωτερικό λάκκων (διάφορων διαστάσεων), σε τμήματα τάφρων (λιγότερο συχνό) και στην επιφάνεια του χώρου (ή σε πολύ ρηχούς και μη εμφανείς λάκκους). Προέρχονται από ανωδομές πασσαλόπηκτων κτισμάτων, χωρίς σε καμιά περίπτωση ο όγκος τους να αντιστοιχεί στο σύνολο των καταλοίπων ενός καμένου πασσαλόπηκτου οικήματος, ενώ σπανίζουν τα κομμάτια που θα μπορούσαν να συνδεθούν με δάπεδα. Συναντώνται ανακατεμένα με άλλα αντικείμενα, όπως όστρακα ή τμήματα αγγείων, οστά ζώων και καμιά φορά ανθρώπων, μυλόλιθους και διάφορα μικροευρήματα, χωρίς να σχηματίζουν ενιαία, συμπαγή και με κάποια έκταση επιφάνεια. Σε καμιά περίπτωση δεν εντοπίστηκαν κάτω από αυτά αδιατάρακτα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα (όπως πήλινα δάπεδα, πασσαλότρυπες ή άλλες κατασκευές) και αντικείμενα in situ (π.χ. αγγεία) ούτε και υπολείμματα καύσης ή καμένες επιφάνειες, όπως θα ήταν αναμενόμενο (εικ. 7, 8).

Η ανασκαφική εικόνα των καμένων αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Κρεμαστής,  παραπέμπει περισσότερο σε δευτερογενές υλικό που έχει απομακρυνθεί από την αρχική του θέση, παρά σε in situ κατασκευές (ανεξάρτητα από τη χρήση τους), υποδηλώνοντας καταρχήν ένα χώρο με προφανή «απορριμματική» λειτουργία, ή καλύτερα, ένα χώρο που προοριζόταν για  απόρριψη ή εναπόθεση ακατάλληλων για περαιτέρω χρήση υλικών και αντικειμένων. Για το λόγο αυτό, η συζήτηση του θέματος των καμένων νεολιθικών πασσαλόπηκτων οικημάτων και η κατανόηση (μέσα από τη διερεύνηση της στρωματογραφικής και λειτουργικής σχέσης του συγκεκριμένου υλικού με τους λάκκους ή τις τάφρους, όπου συναντώνται), της λογικής που διέπει την πρακτική εναπόθεσης (μέρους μόνο) των καταλοίπων τους σε λάκκους, εκτιμάται ότι μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό της χρήσης του χώρου στο συγκεκριμένο τμήμα του οικισμού, συμβάλλοντας παράλληλα στη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από το θέμα των καμένων νεολιθικών οικημάτων των Βαλκανίων.

Καμένα νεολιθικά οικήματα στον βορειοελλαδικό χώρο

Στον ελλαδικό χώρο, ευρήματα ανάλογα με  της Κρεμαστής είναι γνωστά από πολλές νεολιθικές θέσεις. Τα καμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κτισμάτων ή ολόκληρων οικισμών, απασχολούν από παλιά την προϊστορική έρευνα, δίνοντας αφορμή για θεωρίες που συνδέουν το φαινόμενο με μετακινήσεις πληθυσμών και πολεμικές συγκρούσεις (σημ. 27).

Τα νεότερα στοιχεία από τον βορειοελλαδικό χώρο καταδεικνύουν τη μεγάλη έκταση και διαχρονικότητα του φαινομένου, με τα αρχαιότερα παραδείγματα καμένων πασσαλόπηκτων κτισμάτων να ανάγονται στην αρχαιότερη νεολιθική περίοδο (6500-6000 π.Χ. περίπου).

Ειδικότερα για τη Δυτική Μακεδονία, τα πρώτα παραδείγματα τοποθετούνται στα τέλη της 7ης και στις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ. Η ένταση του φαινομένου στις διάφορες χρονικές περιόδους δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, φαίνεται όμως να έχει αρκετά συχνή εμφάνιση καθ’ όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής, όπως και κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Αξιοσημείωτη είναι η παράλληλη απουσία του (τουλάχιστον με τη μορφή του μεγάλου όγκου των υλικών εντός του οικιστικού χώρου) από μια σειρά νεολιθικών οικισμών, στοιχείο που θα μπορούσε να υποδηλώνει συνύπαρξη στις ίδιες περιοχές και κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, διαφορετικών οικοδομικών τεχνικών ή/και διαφορετικών τρόπων εγκατάλειψης και αντικατάστασης των οικημάτων αλλά και διαφορετικών πρακτικών σε σχέση με τη διαχείριση των καμένων αρχιτεκτονικών καταλοίπων.

Τα δεδομένα του βορειοελλαδικού χώρου αφήνουν να διαφανεί ένα φαινόμενο με μεγάλη χωρική και χρονική έκταση. Τα βασικά χαρακτηριστικά του, όπως αυτά διαμορφώνονται  σ’ αυτή τη φάση της έρευνας, είναι:

α) Διαπιστώνεται καταστροφή πολλών νεολιθικών πασσαλόπηκτων κτισμάτων αλλά και οικιστικών φάσεων από φωτιά, από τις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ. και σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής και Τελικής Νεολιθικής περιόδου (όπως και κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού), δηλαδή για τουλάχιστον τρεις χιλιετίες. Τα πρωιμότερα παραδείγματα εντοπίζονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Κεντρικής και στη Δυτική Μακεδονία, όπου το φαινόμενο φαίνεται να παρουσιάζει μεγάλη συχνότητα εμφάνισης.

β) Αν και δεν μπορούμε, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, να γνωρίζουμε την ένταση του φαινομένου στις διάφορες περιοχές και χρονικές περιόδους, είναι φανερό ότι σε καμιά φάση της Νεολιθικής εποχής το κάψιμο των πασσαλόπηκτων οικημάτων δεν αφορά στο σύνολο των οικισμών του βορειοελλαδικού χώρου. Το φαινόμενο φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με οικισμούς με μορφή τούμπας ή με θέσεις μικρών διαστάσεων και χαμηλό ύψος επίχωσης ‒ (πολύ) χαμηλές τούμπες (με σύντομη ή μακρόχρονη διάρκεια ζωής), που εντοπίζονται στο δυτικό (κυρίως) και ανατολικό τμήμα του βορειοελλαδικού χώρου, ενώ δεν παρατηρείται στους (βεβαιωμένους ανασκαφικά τουλάχιστον), επίπεδους εκτεταμένους οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας. Οι πιθανές αυτές χωρικές ενότητες και κυρίως η συγκέντρωση των τελευταίων σε μια συγκεκριμένη και περιορισμένη γεωγραφικά περιοχή,  σε συνδυασμό με τη διαχρονικότητα που εμφανίζει σ’ αυτήν η πρακτική της εγκατάλειψης κτισμάτων και οικισμών χωρίς χρήση φωτιάς, από την αρχή της Νεολιθικής εποχής και σε όλη τη διάρκειά της, υποδηλώνει πιθανή σύνδεση του φαινομένου με συγκεκριμένες μόνο περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου, αντανακλώντας πιθανές τοπικές παραδόσεις στις  πρακτικές εγκατάλειψης και αντικατάστασης των οικημάτων.

γ) Η διαχείριση των καμένων αρχιτεκτονικών καταλοίπων, η οποία συνδέεται άμεσα με τον τρόπο αντικατάστασης των οικημάτων, φαίνεται να διαφοροποιείται κατά οικισμό ή κατά περιοχή και όχι τόσο κατά χρονική περίοδο. Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, θα μπορούσαν να  αναγνωριστούν τρεις τρόποι διαχείρισής τους: α) Ισοπέδωση, με παράλληλη απομάκρυνση ενός μέρους τους σε λάκκους εντός του οικιστικού χώρου και θεμελίωση των νέων κτισμάτων πάνω τους. β) Εγκατάλειψη των καμένων οικημάτων και κτίσιμο των νέων σε άλλη, διπλανή ίσως θέση, πρακτική που περιλαμβάνει κάποιας μορφής οριζόντια μετακίνηση της κατοίκησης. γ) Κάθετη ανάπτυξη της κατοίκησης, σε συνδυασμό με  απομάκρυνση των καταλοίπων από τον οικιστικό χώρο. Η ανασκαφική εικόνα των οικισμών αυτών χαρακτηρίζεται από πολύ μικρό όγκο υλικού εντός του οικιστικού χώρου και παράλληλη παρουσία ποικίλων ποσοτήτων σε λάκκους εντός του οικισμού ή στην περιφέρειά του. Καθώς όμως παρόμοια εικόνα θα μπορούσε να προκύψει και από άλλες τεχνολογικές και κοινωνικές πρακτικές, όπως από περιορισμένη χρήση του πηλού στην αρχιτεκτονική ή από διαφοροποίηση στον τρόπο εγκατάλειψης και αντικατάστασης των οικημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του μη ολοκληρωτικού καψίματός τους, η συγκεκριμένη εκδοχή (όπως και αυτή της οριζόντιας μετακίνησης), απαιτεί μελέτη του υπάρχοντος υλικού αλλά και περαιτέρω ανασκαφική διερεύνηση, μέσω ειδικών ερευνητικών προγραμμάτων. δ) Παρουσία σημαντικού αριθμού κινητών ευρημάτων κάτω από τα καμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κάποια από τα οποία βρίσκονται in situ.

Το φαινόμενο των καμένων νεολιθικών οικημάτων στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο

Το κάψιμο των οικημάτων θεωρείται ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει το σύνολο της Νεολιθικής περιόδου ολόκληρης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, από τη νότια Ουγγαρία μέχρι και τη Θεσσαλία. Ιδιαίτερα για τους οικισμούς του πολιτισμού Vinca, η  ομοιομορφία που διαπιστώθηκε στον τρόπο κατασκευής και καταστροφής από φωτιά των οικημάτων οδήγησε στη σύνδεση του φαινομένου με ένα ιδιαίτερο επεισόδιο της προϊστορίας, που χρονολογικά τοποθετείται από τη Μέση Νεολιθική μέχρι και την Πρώιμη Τελική Νεολιθική (5300-3800 π.Χ.) και ορίζεται ως «Burned House Horizon». Θεωρείται ότι αναπαριστά σημαντικές διαφοροποιήσεις στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση, οι οποίες χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και τον συγκεκριμένο πολιτισμό (σημ. 28).

Ερμηνεία του φαινομένου

Οι παλιότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις κινήθηκαν πάνω σε δύο βασικούς άξονες: Των τυχαίων  πυρκαγιών, λόγω πυκνοκατοίκησης και αυξημένης χρήσης φωτιάς μέσα στα οικήματα (πιθανόν και λόγω σεισμών), που μπορούσαν να προκαλέσουν το κάψιμο ολόκληρου του οικισμού, και των σκόπιμων καταστροφών, λόγω εσωτερικών διαμαχών, κοινωνικών ταραχών, επιδρομών ή εισβολών, που είχαν ως αποτέλεσμα το ατομικό ή συνολικό κάψιμο των κτισμάτων ενός οικισμού. Άλλες ερμηνείες συνδέουν τα ίχνη φωτιάς με σκόπιμο κάψιμο για στερεοποίηση και στεγανοποίηση των οικημάτων από πηλό ή κάψιμο των παλιών κτισμάτων για να χρησιμοποιήσουν τα υλικά τους. Θεωρούνται επίσης πιθανοί, με βάση εθνογραφικές μαρτυρίες, αρκετοί πρακτικοί λόγοι σκόπιμης καταστροφής των οικημάτων, όπως η προσπάθεια προστασίας από αρρώστιες, έντομα ή παράσιτα, αλλά και κάψιμο του οικήματος με το θάνατο ενός μέλους της οικογένειας. Επίσης, μαρτυρείται σκόπιμο κάψιμο ή εγκατάλειψη, λόγω φθοράς  και επικινδυνότητας για τους ενοίκους του ή λόγω του φόβου των φαντασμάτων (σημ. 29).

Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, και με το σύνολο των μελετητών των καμένων κτισμάτων της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, το κάψιμο των νεολιθικών πασσαλόπηκτων (wattle-and-daub) οικημάτων αποτελεί σκόπιμη κοινωνική πρακτική, η οποία αποσκοπούσε στην καταστροφή τους, με τελετουργικό τρόπο, στο τέλος του κύκλου ζωής τους, ως μια πράξη συμβολική του τέλους του «νοικοκυριού». Αποτελεί συνέπεια της μεγάλης σημασίας του σπιτιού κατά τη Νεολιθική εποχή, με την οποία είναι συνυφασμένο. Παράλληλα, ο αποκλεισμός κάθε μελλοντικής χρήσης του το καθιστούσε σύμβολο για την κοινωνική ομάδα, που λειτουργούσε με διάφορους τρόπους, στο πλαίσιο της  προσωπικής και συλλογικής μνήμης, στη χρήση και κατοχή της γης αλλά και στη συνοχή της κοινωνίας. Το κάψιμο του οικήματος αποτελεί το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας που αρχίζει με την κατασκευή του (σημ. 30).

Άλλες διαστάσεις ερμηνείας

Η σύγχρονη έρευνα δεν αντιμετωπίζει πλέον το οίκημα μόνο ως χώρο στέγασης μιας ομάδας, με κύριες δραστηριότητες το φαγητό και τον ύπνο, και ως ένα καταφύγιο που  προστατεύει τον άνθρωπο από τα στοιχεία της φύσης, αλλά ως ένα χώρο με πολλαπλή λειτουργία και σημασία, ως «ζωντανή» οντότητα με αρχή και τέλος, με κοινωνική μνήμη  και αίσθηση της κοινής συνέχειας. Τα σπίτια, ως ενεργά μέλη της κοινωνίας,  έχουν «βιογραφίες»  και «γενεαλογίες», καθώς και «ιστορίες ζωής» και όχι «χρόνο χρήσης» (σημ. 31). Ακόμη, σε πολλούς πολιτισμούς, στα πλαίσια ενός «ανιμισμού», το σπίτι παρομοιάζεται με το ανθρώπινο σώμα (σημ. 32). Σε άλλους πάλι, δρα ως εικόνα της κοινωνίας ή του σύμπαντος,  αναπαριστώντας συμβολικά τον κόσμο και την τάξη της ζωής μέσα σ’ αυτόν (σημ. 33).

Ο «θάνατος» του οικήματος

Κατ’ αναλογία λοιπόν με  τον ανθρώπινο κύκλο ζωής, οι κοινωνίες μεταφέρουν κάποιες βασικές έννοιες, όπως της γέννησης, της ωριμότητας, των γηρατειών και του θανάτου, στον υλικό πολιτισμό. Έτσι, αντικείμενα, θέσεις και κτίσματα αποκτούν τις δικές τους βιογραφίες (σημ. 34). Ο «θάνατος» ή «το τέλος του κύκλου ζωής ενός σπιτιού» δεν αποτελεί ένα απλό γεγονός, αλλά συνοδεύεται από πολλές δραματικές αλλαγές στην κοινωνική ζωή (σημ. 35).

Σύμφωνα με την έρευνα, δύο είναι οι αρχαιολογικά αναγνωρίσιμοι και διαπιστωμένοι τρόποι «θανάτου» ενός σπιτιού, η εγκατάλειψη, με επακόλουθη κατάρρευση και η καταστροφή, ως τυχαίο γεγονός, εχθρική ενέργεια ή ως σκόπιμη κοινωνική πρακτική. Ένα οίκημα μπορεί να «πεθάνει» επειδή εγκαταλείφθηκε, σταδιακά ή ξαφνικά, με ή χωρίς την οικοσκευή του, ή μπορεί να εγκαταλειφθεί επειδή «πέθανε» (σημ. 36). Ο «θάνατος» του οικήματος συνδέεται συχνά με το θάνατο κάποιου από τους ενοίκους του, ενώ ο φόβος της μόλυνσης από τα πράγματα του νεκρού και η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου, εκτιμάται ότι αποτελούν κάποιους από τους λόγους καταστροφής τους μαζί με τα οικήματα (σημ. 37).

Συνοψίζοντας, το φαινόμενο των καμένων οικημάτων του βορειοελλαδικού χώρου χαρακτηρίζεται από πρωιμότητα στην εμφάνισή του, μεγάλη διάρκεια και μη καθολική παρουσία του στους οικισμούς, στοιχεία που το διαφοροποιούν από τον πολιτισμό Vinca. Τα ερωτήματα που τίθενται δεν διαφέρουν από αυτά που έχουν τεθεί για την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ η ερμηνεία του φαινομένου στον ελλαδικό χώρο απαιτεί διερεύνηση με ερευνητικά προγράμματα προσανατολισμένα προς την κατεύθυνση αυτή, κατά το ανάλογο του πολιτισμού Vinca. Κάποια πρώτα στοιχεία για το θέμα, από τον οικισμό των Σερβίων (συγκεκριμένα από τα δάπεδα των οικημάτων), υποδηλώνουν τυχαίες πυρκαγιές και όχι σκόπιμο κάψιμο (για σταθερότητα) των δαπέδων των οικημάτων (σημ. 38).

 

Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη

Δρ Αρχαιολόγος

Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Κοζάνης

Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων