Οι θαλάσσιοι δρόμοι της ελληνικής θάλασσας και ένας αέναος διάλογος με τους αυστηρούς όγκους και τις καμπύλες των βράχων. Φάροι, φάροι ελληνικοί της πέτρας, των ονείρων, της ιστορίας και των θρύλων απομονωμένοι πάνω σε μια γυμνή λουρίδα γης, που το φως τους ενώνει τον άνθρωπο με τη ζωή.
Σκηνικό με σύμβολα έμπνευσης στις εικαστικές τέχνες, στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική. Ο Πάτροκλος Καραντινός, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες αρχιτέκτονες μεταξύ της τρίτης και της έβδομης δεκαετίας του 20ού αιώνα, λέει: «Το περιβάλλον μας, αυλές και κτίρια, πέτρες και μάρμαρα καλά δουλεμένα και συνταιριασμένα μας μιλούσαν περισσότερο από ορισμένους δασκάλους μας». Τονίζει το χρέος του αρχιτέκτονα να καθορίσει τη θέση των μνημείων (όποια κι αν είναι αυτά) περασμένων εποχών μέσα στη σύγχρονη ζωή. Όχι νεκρά κατάλοιπα πολιτισμών, ζωντανά στοιχεία καλλιτεχνικής ακτινοβολίας.
Η σχέση επικοινωνίας των ναυτικών με το φως του φάρου που γυρίζει, αλλάζει, χαμηλώνει, δυναμώνει και πάντα με την ίδια σειρά, αυτός ακριβώς ο διάλογος γοήτευσε και συνεχίζει να γοητεύει πολλούς συγγραφείς. Τέτοια λογοτεχνικά κείμενα συναντάμε όχι μόνον στη νεοελληνική βιβλιογραφία αλλά και στην παγκόσμια.
Παρήγορη η παρουσία της φωτιάς πάνω στα βουνά για τους πλόες των Αχαιών, το ίδιο και στην ασπίδα του Αχιλλέα, όπως περιγράφονται στην Ιλιάδα.
Ο Κώστας Ουράνης «παραπλέοντας στην άγρια Μάνη», μιλάει για βράχους απότομους, ξεσχισμένους, που είχαν ένα τραγικό μεγαλείο και το χρώμα τους έμοιαζε με πηγμένο αίμα:
Ύστερα, ως τον Κάβο που λέγεται Κεφάλι της Καλαμάτας, κι όπου υψώνεται ένας ερημικός φάρος, τα παράλια παρουσιάζαν μιαν εικόνα γεμάτη καταθλιπτική ερήμωση κι όλα τα γκρίζα και χαμηλά βράχια του παραθαλάσσιου, καθώς είταν φαγωμένα και κατατρυπημένα απο τις τρυκυμίες αιώνων, έμοιαζαν με τεράστια παράδοξα σφουγγάρια (σημ. 1).
Κατάδικους κι ερημίτες της θάλασσας αποκαλεί τους φαροφύλακες ο Φώτης Κόντογλου:
Μα αν φυλάγει ο κακότυχος απάνω σε καμμιά ξέρα, κλεισμένος μέσα σε κείνον τον μουχλιασμένον πύργο, που είναι όλα σκουριασμένα και μαδημένα από την άρμη, μέσα σε έναν τάφο πιο φρικτόν από τον τάφο, που δε βαστά μηδέ αγριάγκαθο μέσα στη γλάστρα, αυτός ο άνθρωπος, πού να πάγει να περπατήξει; Δος του λοιπόν πήγαινε κ’ έλα μέσα στη στενή φυλακή του, σουλάτσο ακατάπαυστο, ανέβασμα από το κάτω πάτωμα, και κατέβασμα από τ’ απάνω, κομπολόγι και τσιγάρα ένα κοφίνι κάθε μερόνυχτο. Καλά κ’ έχει τον νου του να ανάβει τη λουσέρνα κάθε βράδυ, κυττάζοντας χίλιες φορές το ρωλόγι, μήπως κάνει λάθος. Κι αρχίζει να γυρίζει κείνη η λάμπα, και να ρίχνει το φως της πέρα μακρυά, μέσα στο μαύρο χάος. Το φως τον ζαλίζει, μα ξαγρυπνά μην τύχει και πάθει τίποτα η μηχανή και σβήσει το φως που δείχνει τον δρόμο στα καράβια.
Η ψυχή του γίνεται με τον καιρό σαν πέτρα, σαν τον βράχο που σηκώνει τον φάρο. Στο τέλος γίνεται αδιάφορος για όλα. Δεν λογαριάζει μήτε αρρώστια, μήτε θάνατο…. (σημ.. 2).
Αντίθετα, ο πατέρας του Στυλιανού Λυκούδη, ο δικηγόρος και λογοτέχνης Εμμανουήλ Λυκούδης (1849-1924), θεωρεί ευδαιμονία για τον απόμαχο ναυτικό τη θέση του φαροφύλακα ο οποίος:
…επί ερήμου, κυματοπλήκτου νησίδος, διέρχεται την ημέραν όλην προσβλέπων το πέλαγος, συντρόφους της μονώσεως αυτού έχων τους περιιπταμένους λάρους και την χρυσόπτερον αλκυόνα […].
Εκεί ο ναύτης ανακεφαλαιοί τον τρικυμιώδη βίον του, ου αι γλυκύπικροι αναμνήσεις εν ατελευτήτω γραμμή παρελαύνουσι προ της μνήμης του. Όταν δε πυρίνη, αλαμπής η ηλιακή σφαίρα καταδύεται ήρεμα, όταν εν μεταιχμίω του φωτός και του σκότους ιοβαφής σινδόνη, προάγγελος της νυκτός, απλούται επί των εσχατιών του ορίζοντος, ο δε έσπερος ρίπτει εν τω φωτεινώ έτι στερεώματι τας πρώτας του δειλού αυτού φωτός μαρμαρυγάς, ανέρχεται επί του πύργου του φάρου και φρουρεί το σωστικόν αυτού φως, οδηγόν και παραμυθίαν των ναυτιλλομένων (σημ. 3).
Στο μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου, «ο Φαροφύλακας» (1958) ζει ολομόναχος με αποκλειστική φροντίδα ν’ανάβει τη λυχνία του φάρου που φέγγει τη νύχτα στα καράβια. Κάποτε τον επισκέπτεται ένας παλιός του γνώριμος, και τότε ο μονήρης άνθρωπος, μολονότι τρομάζει «από το ρήγμα της μοναξιάς του», πασκίζει να πείσει τον άλλον να μείνει μαζί του. Ακολουθεί ένας μικρός μονόλογος του φαροφύλακα έως τη στιγμή που οφείλει ν’ ανέβει απάνω, από το ισόγειο όπου βρίσκονται, ν’ ανάψει τη λάμπα. Ο επισκέπτης επωφελείται από την ευκαιρία και το βάνει στα πόδια σαν κλέφτης, «κάπως οργισμένος κιόλας, σα να τον υποχρέωναν να συμμεριστεί μιαν άγνωστη κι άσκοπη ευθύνη». Ο φαροφύλακας κατεβαίνει, δεν βρίσκει τον επισκέπτη του. «Βγήκε στην αυλή και κοίταξε απ’ τα κάτω κι απ’ τα έξω το δικό του φως –που μόλις είχε ανάψει– δηλαδή το φως του φάρου». Ύστερα υψώνει τα χέρια του και τα βλέπει φωτισμένα απ’ το φάρο, χρυσά «σαν τα θαυματουργά χέρια των παλιών εικόνων». «Σ’ αυτή τη στάση, με τα χέρια υψωμένα, έμοιαζε να προσεύχεται –άγνωστο πού– στη θάλασσα, στον άνεμο, στο φως του;» «Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένας πετεινός λάλησε κάπου μακριά. Ποιος τον είχε πάλι προδώσει; Τι είχε ο ίδιος προδώσει; Όχι, όχι. Τίποτα» (σημ. 4).
Ο Ρίτσος συνεχίζει στον «Φαροφύλακα» έναν παλιό διαλογισμό του για τον άνθρωπο, που επιτελεί το χρέος του ολομόναχος, είτε ποιητής λέγεται αυτός, είτε στοχαστής, είτε άγιος (σημ. 5).
Κι ακόμα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο «Άνθος του γιαλού», ο Άγγελος Τανάγρας στους «Σπογγαλιείς του Αιγαίου», ο Ηλίας Βενέζης στο «Αιγαίο», οι ποιητές μας Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Καββαδίας, Πάνος Κυπαρίσσης, Ντίνος Σιώτης, Νάσος Δετζώρτζης και πολλοί άλλοι νεοέλληνες συγγραφείς εμπνέονται στο έργο τους από την εικόνα και την έννοια του Φάρου.
* Το κείμενο «Φάρος και Λογοτεχνία» περιλαμβάνεται στην έκδοση του «Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη», Πετρόκτιστοι Φάροι. Ταίναρο και Μαλέας, Αθήνα 2013.
Σημειώσεις
1. Κώστας Ουράνης, Ταξίδια: Ελλάδα, Εστία, Αθήνα 1986 (6η έκδ.), σ. 201.
2. Φώτης Κόντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες, επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1990, σ. 67.
3. Εμμανουήλ Λυκούδης, «Αναμνήσεις από της θαλάσσης», Διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990, [1η έκδ. 1920], σ. 209
4. Γιάννης Ρίτσος, «Ο φαροφύλακας» (1958), Ποιήματα, Κέδρος, Αθήνα 2002, τ. Δ’, σ. 267-280.
5. Παντελής Πρεβελάκης, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Συνολική θεώρηση του έργου του, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1992 (3η έκδ.).