«Ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια, φκιάνουν και πετρογέφυρα για να διαβαίν’ ο κόσμος» (σημ. 1)

Στο άρθρο που ακολουθεί, παρουσιάζεται το πιο γνωστό –ίσως– γεφύρι του ελληνικού χώρου, ο τρόπος κατασκευής του και οι θρύλοι που το περιβάλλουν (εικ. 1). Το γεφύρι της Άρτας, εκτός από σημαντικό μνημείο νεοελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αποτελεί και αξιόλογο τοπόσημο της περιοχής.

Από την αρχαιότητα ακόμη, οι ανάγκες διάβασης των ποταμών, των χειμάρρων και των ρεμάτων κατέστησαν απαραίτητη την κατασκευή γεφυριών. Τα γεφύρια ήταν πέτρινα και ξύλινα. Τα πέτρινα ήταν πιο στέρεα και ανθεκτικά, ενώ τα ξύλινα ήταν προσωρινά και λιγότερο ασφαλή. Υπήρχαν και οι ξυλογέφυρες, που στηρίζονταν πάνω σε λίθινα ποδαρικά και συνέδεαν τις όχθες μεγάλων ποταμών. Η διέλευση των μεγάλων ποταμών ως τα μέσα του 20ού αιώνα, γινόταν και με ξύλινες σχεδίες, τις λεγόμενες περαταριές (σημ. 2, εικ. 2). Τέλος, οι άνθρωποι και τα υποζύγια διέσχιζαν τα ποτάμια, περνώντας μέσα από το νερό, στο σημείο με το μικρότερο βάθος, τον «πόρο».

Η Μακεδονία και –κυρίως– η Ήπειρος, υπήρξαν σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας φυτώριο σπουδαίων μαστόρων του βορειοελλαδικού χώρου, που έκτιζαν εκκλησίες, μοναστήρια, τζαμιά, καραβανσαράγια, χαμάμ, μπεζεστένια, αρχοντικά, βρύσες, μύλους και σπίτια. Οι τεχνίτες που ήταν ειδικευμένοι στο κτίσιμο γεφυριών ονομάζονταν Κιοπρουλήδες, από την τουρκική λέξη köprü, που σημαίνει γεφύρι. Στη χώρα μας από άκρη σε άκρη αφθονεί η πέτρα. Έτσι, παντού το παραδοσιακό κτίσμα ήταν λιθόκτιστο.

Η αρχιτεκτονική των παλιών λιθόκτιστων γεφυριών της Ηπείρου δεν διαφέρει από την αντίστοιχη των μακεδονικών, των θεσσαλικών, των θρακικών ή των πελοποννησιακών.

Κυρίαρχο στοιχείο της αρχιτεκτονικής τους ήταν το τόξο, η καμάρα. Υπάρχουν γεφύρια μονότοξα, δίτοξα ή πολύτοξα. Το πολύτοξο γεφύρι της Άρτας βρίσκεται σε απόσταση ενός –περίπου– χιλιομέτρου νοτίως του ιστορικού κέντρου της σύγχρονης πόλης. Συνδέει τις δυο όχθες του Αράχθου, αρχαίου Ίναχου ποταμού, και αποτελεί συνέχεια του δρόμου, που εξασφαλίζει την επαφή της Άρτας με την εύφορη πεδιάδα της (σημ. 3) και την Πρέβεζα (εικ. 3, 4).

Το γεφύρι έχει μήκος 142 μέτρα και πλάτος 3,75 μ. Αρκετό τμήμα του γεφυριού και από τις δύο του άκρες έχει καλυφθεί από μεταγενέστερες επιχώσεις, που ανύψωσαν τις όχθες και συρρίκνωσαν την κοίτη του ποταμού (εικ. 5, 6).

Το γεφύρι αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες και τρεις μικρότερες. Οι καμάρες έχουν διαφορετικές μεταξύ τους διαμέτρους, που του προσδίδουν μια γοητευτική ασυμμετρία. Οι καμάρες στηρίζονται πάνω σε ποδαρικά. Πάνω από τα ποδαρικά υπάρχουν μικρά τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους, που ελαφρύνουν το βάρος του γεφυριού και λειτουργούν ως ανακουφιστικές οπές, που επιτρέπουν τη διέλευση από μέσα τους μεγάλης ποσότητας νερού, σε περίπτωση υπερεκχείλισης του ποταμού. Τα ποδαρικά του γεφυριού έχουν κτιστεί με μεγάλους, κανονικούς λίθους, ενώ οι καμάρες και η υπόλοιπη ανωδομή του με μικρότερους, χωρίς παρεμβολή πλίνθων στους αρμούς. Το οδόστρωμα του γεφυριού είναι καλντεριμωτό και υπερυψώνεται πάνω από τη μεγάλη καμάρα, έτσι που κι από τις δύο πλευρές της σχηματίζονται κεκλιμένα επίπεδα. Αυτός ο τρόπος κατασκευής αποτελεί χαρακτηριστικό των παραδοσιακών γεφυριών, που έγιναν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (σημ. 4). Η τοιχοποιία όμως μερικών ποδαρικών, καθώς και κάποιων τμημάτων του γεφυριού είναι διαφορετική και ανήκει σε προγενέστερη οικοδομική του φάση. Ευερμήνευτο είναι ότι στο σημείο αυτό, όπως παρατηρεί και ο Α.Κ. Ορλάνδος (σημ. 5), είχε επιχειρηθεί και στο παρελθόν (σημ. 6) η ζεύξη του Αράχθου. Το νεότερο γεφύρι δηλαδή θεμελιώθηκε στη θέση του παλιότερου, που παρασύρθηκε σε μια από τις συχνές υπερεκχειλίσεις του ποταμού.

Το γεφύρι της Άρτας στη σημερινή του μορφή χρονολογείται στην πρώτη 15ετία του 17ου αιώνα, μεταξύ των ετών 1602 και 1612. Ο λόγιος μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος στο «Δοκίμιόν» του (σημ. 7) αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Αναγνώστη Γεροστάθη το γεφύρι κτίστηκε το 1602, ενώ ο ίδιος πιστεύει ότι κτίστηκε το 1606. Σε «ενθύμιση» (σημ. 8) του μητροπολίτη Άρτας Γενναδίου, που δημοσίευσε το 1929 ο Κ. Καιροφύλλας (σημ. 9), αναγράφεται ότι το γεφύρι κτίστηκε το έτος 1612.

Οι τεχνίτες προτιμούσαν την κατασκευή πολύτοξων γεφυριών, αποφεύγοντας τις καμάρες με τα μεγάλα ύψη και τα μεγάλα ανοίγματα, όπως π.χ. στο γεφύρι του Κοράκου (σημ. 10), με ύψος καμάρας 25 μ. πάνω από την επιφάνεια των νερών του Ασπροπόταμου (Αχελώου) κοντά στο χωριό Βρεσθενίτσα (σημερινές Πηγές) Άρτας.

Τα πιο γνωστά πολύτοξα γεφύρια της Ηπείρου, εκτός από το γεφύρι της Άρτας, είναι το τετράτοξο του Παπαστάθη στον Άραχθο (σημ. 11), το γεφύρι του Πατριάρχη Ιωάσαφ επίσης στον Άραχθο (σημ. 12), και στη γειτονική Αλβανία, το δωδεκάτοξο γεφύρι του Αχμέτ Κουρτ Πασά (σημ. 13). Δυο γνωστά πολύτοξα μακεδονικά γεφύρια κτισμένα πάνω στο Βενέτικο, παραπόταμο του Αλιάκμονα, είναι του Σπανού (σημ. 14) (εικ. 7) και του Αζίζ Αγά ή του Ζίζαγα (σημ. 15).

Χορηγοί που χρηματοδοτούσαν την κατασκευή πέτρινων γεφυριών ήταν κάποιοι πλούσιοι Έλληνες (σημ. 16) ή Εβραίοι (σημ. 17) κάτοικοι της περιοχής, Τούρκοι αξιωματούχοι (πασάδες (σημ. 18) ή αγάδες), άνθρωποι της Εκκλησίας (πατριάρχες, μητροπολίτες, ηγούμενοι ή καλόγεροι γειτονικών μονών, ιερείς), κλέφτες και αρματολοί, κοινότητες ενός ή περισσοτέρων χωριών, ακόμη και ληστές (σημ. 19).

Τα παλιά πέτρινα γεφύρια έπαιρναν την ονομασία τους από την τοποθεσία (θέση) που ήταν κτισμένα, το πλησιέστερο σ’ αυτά χωριό ή πόλη (της Άρτας, της Πλάκας, της Κόνιτσας), ή από το χορηγό τους (του Πατριάρχη, του Μίσιου, του Εβραίου, του Καμπέραγα, του Ζίζαγα, του Πασά, του Βαλαβάνη (σημ. 20)).

Το κόστος κατασκευής του γεφυριού της Άρτας κάλυψε εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με ντόπια παράδοση που κατέγραψαν ο μητροπολίτης Σεραφείμ (σημ. 21) και ο Νικόλαος Γ. Πολίτης (σημ. 22), ο Αρτινός μπακάλης Γιάννης Θιακογιάννης, γνωστός με το παρατσούκλι Γατοφάγος. Κατά την παράδοση αυτή, ένα πειρατικό πλοίο από το Αλγέρι έφερε ένα φορτίο λαδιού στο λιμάνι της Σαλαώρας (σημ. 23) για να το πουλήσει. Μαζεύτηκαν κάτοικοι από τα γύρω χωριά, για να αγοράσουν. Ανάμεσά τους και ο Γατοφάγος, ο οποίος αγόρασε πολλές καπάσες (πιθάρια), γεμάτες με λάδι. Οι πειρατές πούλησαν στον Γιάννη Θιακογιάννη την πραμάτεια εμπόρου που είχαν ληστέψει. Τα λαδοπίθαρα όμως, εκτός από λάδι, περιείχαν και πλήθος χρυσών νομισμάτων, που τα ’χε κρύψει μέσα στο λάδι ο πραματευτής και δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή τους οι πειρατές. Έτσι ο Γατοφάγος πλούτισε με τρόπο θαυμαστό, όπως οι ήρωες των παραμυθιών, αποκτώντας έναν μεγάλο και μυστηριώδη θησαυρό, τον οποίο διέθεσε για την κατασκευή του γεφυριού της Άρτας.

Οι καταρρεύσεις γεφυριών κατά τη διάρκεια του κτισίματος οφείλονται –συνήθως– στην κακή θεμελίωσή τους, όπως στο γεφύρι της Άρτας, που έπρεπε να θεμελιωθεί στο ακατάλληλο, χαλαρό, έδαφος του κάμπου. Για να στεριώσει το πολύτοξο γεφύρι της Άρτας, θάφτηκε ζωντανή η όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα (σημ. 24) (εικ. 8). Σύμφωνα με την ερμηνεία του Ν.Γ. Πολίτη η ψυχή του θύματος αποκτούσε υπερφυσικές δυνάμεις και γινότανε το στοιχειό-φύλακας του γεφυριού, που το προφύλασσε από κάθε κίνδυνο. Ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας εμφανίζεται και σε τρία μακεδονικά γεφύρια: στο γεφύρι της Μόρνας Πιερίας, στο γεφύρι της Σμίξης και στο γεφύρι του Πασά (σημ. 25) (εικ. 9). Κατά τους Ν.Γ. Πολίτη και Γ.Α. Μέγα, το στοίχειωμα ανθρώπου κατά τη θεμελίωση γεφυριού ή άλλου κτηρίου είναι αρχαιοελληνικό και βυζαντινό έθιμο, διαδεδομένο και στις πέντε ηπείρους από την προϊστορική ακόμη περίοδο, και προέρχεται από πραγματικά γεγονότα, όπως προκύπτει από ανασκαφικά ευρήματα. «Στοιχείωση» ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη θεμελίωση σημαντικών οικοδομημάτων, όπως κάστρων, υδραγωγείων, ναών, κρηνών, γεφυριών, χωριών ή και πόλεων ακόμη με ανθρωποθυσία.

Για τη θεμελίωση του Βυζαντίου, μετέπειτα Κωνσταντινούπολης, θυσιάστηκε η σύζυγος του μυθικού ιδρυτή του Βύζαντα, η Φιδάλεια. Οι «Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί», ένα βυζαντινό κείμενο του 8ου αιώνα (σημ. 26), μας πληροφορεί ότι το αρχαίο άγαλμα της Φιδάλειας προστάτευε, κατά παλαιότατη παράδοση, τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Για κάποιο λόγο το άγαλμα μετακινήθηκε και τότε το έδαφος άρχισε να τρέμει. Ο αυτοκράτορας διέταξε να γίνει λιτανεία και ο σεισμός σταμάτησε με τις προσευχές του Αγίου Σάββα (449-532).

333 παραλλαγές του τραγουδιού της Άρτας έχουν καταγραφεί στον ελληνικό χώρο. Οι δοξασίες αυτές όμως ήταν ευρύτατα διαδεδομένες και σε άλλους μεσαιωνικούς λαούς της νοτιοανατολικής –κυρίως– Ευρώπης, σε Ούγγρους, Σέρβους, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Αλβανούς και Βλάχους. Οι Σέρβοι στα θεμέλια του κάστρου Σκούταρι έθαψαν, κατ’ απαίτηση της νεράιδας Wila, τα δυο συνονόματα παιδιά Στόγιαν και Στογιάνα. Στα θεμέλια της Μητρόπολης του Στρασβούργου δύο αδέλφια ενταφιάστηκαν ζωντανά.

Στη Ρωσία, σε ανασκαφή ενός χωμάτινου πύργου 6ου/7ου αιώνα, δυτικά της Βαϊκάλης, βρέθηκε στη βάση του ο σκελετός μιας γυναίκας. Η στάση του σκελετού δεν ήταν φυσική. Η νεκρή βρέθηκε με τα χέρια υψωμένα προς το πρόσωπο και με τα δάχτυλα λυγισμένα, σαν να είχε ξεσχίσει με τα νύχια το πρόσωπό της. Οι ανασκαφείς θεώρησαν ότι η γυναίκα θάφτηκε ζωντανή στα θεμέλια του πύργου (σημ. 27).

Για να στεριώσει το μονότοξο γεφύρι του Κοράκου (1515), κοντά στη Βρεσθενίτσα Άρτας, πάνω στον Ασπροπόταμο (Αχελώο), θυσιάστηκαν «χίλιες γίδες σιούτες» (χωρίς κέρατα). Κατά μιαν άλλη εκδοχή, ο ποταμός (σημ. 28) δαμάζεται με την κατασκευή του γεφυριού και για να υποταχθεί πλήρως, απαιτεί, ως αντιστάθμισμα της υποταγής του, θυσία «ευγενικών ζώων» ή ανθρώπου.

Οι παραδόσεις περί ανθρωποθυσιών είναι συχνότερες σε πέτρινα γεφύρια με μεγάλο μήκος, που συνδέουν όχθες ποταμών με πεδιάδες κι έπρεπε να θεμελιωθούν σε αμμώδες ή προσχωσιγενές έδαφος. Οι δυσκολίες ήταν λιγότερες στη θεμελίωση μικρών πέτρινων γεφυριών σε ορεινά ρέματα με βραχώδη πρανή. Τα παλιά πέτρινα γεφύρια κτίζονταν πάντοτε πάνω σε χερσαίους δρόμους, μεγάλους ή μικρούς, εντός ή εκτός των οικισμών. Πηγές για τις γνώσεις μας αποτελούν τα ίδια τα κτίσματα –ιδιαίτερα τα χρονολογημένα–, τα παλιά συμφωνητικά, τα αρχεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τα περιηγητικά κείμενα και οι απεικονίσεις, οι παραδόσεις και οι θρύλοι που τα συνοδεύουν, καθώς και η λαϊκή οικοδομική ορολογία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κοινωφελή έργα, όπως τα γεφύρια, χρηματοδοτούνται από κοινότητες (σημ. 29) ή πλούσιους κατοίκους της περιοχής. Σε πολλές περιπτώσεις τα έργα αυτά γίνονταν με αγγαρείες.

Στη βόρεια όχθη του Αράχθου, δίπλα στο γεφύρι της Άρτας σώζεται μέχρι σήμερα το μεγάλο πλατάνι του Αλή Πασά. Στη σκιά αυτού του δένδρου καθόταν ο Αλή Πασάς και παρατηρούσε να κρέμονται από τα κλαδιά του τα άψυχα κορμιά όσων είχε καταδικάσει στον «δι’ αγχόνης» θάνατο. Δίπλα στο γεφύρι (σημ. 30) υπάρχει επίσης ένα κομψό νεοκλασικό κτήριο του 1864, έργο Αυστριακού αρχιτέκτονα, που υπήρξε μεθοριακός σταθμός (Τελωνείο) (σημ. 31) των Τούρκων. Σήμερα το κτίριο αυτό είναι το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης.

Έλληνες λόγιοι του 19ου αιώνα, που ασχολήθηκαν με την περιοχή της Ηπείρου (σημ. 32), όπως ο Αθανάσιος Σταγειρίτης (σημ. 33), ο Παναγιώτης Αραβαντινός (σημ. 34) και ο Ιωάννης Λαμπρίδης (σημ. 35), αναφέρονται στο γεφύρι της Άρτας. Ευρωπαίοι ταξιδιώτες, επίσης του 19ου αιώνα, που επισκέφθηκαν την Ήπειρο καταγράφουν στα περιηγητικά τους κείμενα τις εντυπώσεις τους από το γεφύρι της Άρτας. Ενδεικτικά αναφέρω τον Άγγλο λοχαγό William Martin Leake (σημ. 36), τον ελληνομαθή γιατρό και πρόξενο της Γαλλίας F.C.H.L. Pouqueville (σημ. 37), τον Άγγλο γιατρό Henry Holland (σημ. 38), τον κλασικό φιλόλογο T. Smart Hughes (σημ. 39) και τον William Turner (σημ. 40) (εικ. 10).

Τα παλιά λιθόκτιστα γεφύρια, κατασκευασμένα με ντόπια υλικά, εναρμονίζονται με το φυσικό τοπίο που τα περιβάλλει. Τα ’χτιζαν ντόπιοι ή πλανόδιοι οικοδόμοι, οργανωμένοι σε μπουλούκια (σημ. 41). Ταξίδια μακράς διάρκειας επιχειρούσαν –κυρίως– οι Ηπειρώτες χτίστες (Κουδαραίοι) (σημ. 42), στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Περσία.

Αυτοί οι πλανόδιοι (σημ. 43) λαϊκοί χτίστες αφομοίωσαν δημιουργικά στην οικοδομική τους τέχνη το «οθνείον και το ιθαγενές» στοιχείο, ακολουθώντας το πρότυπο με παραλλαγές, στο πλαίσιο μιας παράδοσης αποδεκτής από ολόκληρη την κοινωνία της εποχής (σημ. 44).

Τα έργα τους, χειροποίητα πέτρινα γεφύρια, όπως αυτό της Άρτας, καλοκτισμένα και στέρεα, διασώζουν τη μνήμη μιας άλλης εποχής, προστατευμένα από τις υπερφυσικές δυνάμεις των «στοιχειών» τους, που τα προφυλάσσουν από υπερεκχειλίσεις ποταμών (σημ. 45) και κινδύνους κατάρρευσης (σημ. 46).

 

Αφέντρα Γ. Μουτζάλη

Αρχαιολόγος

 

Γλωσσάρι

αγάς (ο) τουρκ. ağa: τοπάρχης, διοικητικός αξιωματούχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

καλντερίμι (το): τουρκ. kaldirim: λιθόστρωτος δρόμος, λιθόστρωτο οδόστρωμα. Ίσως πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προερχόμενο από το μεσαιωνικό καλόδρομος.

καπάσα (η): το πιθάρι.

κιοπρουλήδες (οι): λαϊκοί τεχνίτες ειδικευμένοι στην κατασκευή πέτρινων παραδοσιακών γεφυριών. Από την τουρκική λέξη köprü, που σημαίνει γεφύρι.

Κούδαρης είναι ο μάστορας και κούδας είναι ο χτίστης, στη μυστική γλώσσα των Κουδαραίων, Μακεδόνων και Ηπειρωτών μαστόρων, τα Κουδαρίτκα ή μαστόρκα.

Κουρμπάνι (το): Προέρχεται από το μεσαιωνικό τουρκ. Kurbân, που σημαίνει σφάγιον θυσίας σε μουσουλμανική γιορτή. Σφαχτό σε γάμο ή πανηγύρι ή πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο της θεμελίωσης νεόδμητου κτίσματος. Φρ. Σφάζουν κουρμπάνι κόκορα, ή πρόβατο ή βόδι.

πασάς (ο): τουρκ. paşa: τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που διοικεί ένα πασαλίκι (τουρκ. pasalik).

περαταριά (η): ξύλινη σχεδία με την οποία περνούσαν από τη μια στην άλλη όχθη μεγάλων ποταμών άνθρωποι και υποζύγια. Οδηγός της σχεδίας ήταν ο περαματάρης.

ποδαρικό (το): αρχ. πους, μεσν. ποδάριν. Κάτω μέρος σε κατακόρυφα στοιχεία (ορθοστάτες, στύλους, γεφύρια, παρειές σκαμμάτων).

πόρος (ο): πέρασμα μέσα από το νερό του ποταμού, στο σημείο με το μικρότερο βάθος.

σιούτα (γίδα): χωρίς κέρατα.

στοιχείωση ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη θεμελίωση οικοδομημάτων (κάστρων, υδραγωγείων, κρηνών, ναών, σπιτιών, χωριών ή και πόλεων ακόμη) με θυσία «ευγενικών ζώων» ή ανθρώπου.

υπερεκχειλιστές (οι): μικρά τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους παλιών λιθόκτιστων γεφυριών, που ελαφρύνουν το βάρος τους και λειτουργούν ως ανακουφιστικές οπές, οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση από μέσα τους μεγάλων ποσοτήτων νερού σε περίπτωση πλημμύρας του ποταμού.

Συντομογραφίες σημειώσεων

Α.Β.Μ.Ε.: Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος

Δοκίμιον: Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζαντίου, Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης Αθήνα 1884, Άρτα 2003 (3η έκδ.) (Ανατύπωση από τον ΜουσικοΦιλολογικό Σύλλογο Άρτας «Σκουφάς»).

Ε.Ε.Β.Σ.: Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών.

Η.Χ.: Ηπειρωτικά Χρονικά.

Τ.Ε.Ε.: Τεχνικόν Επιμελητήριον Ελλάδος.