«Του Δεκέμβρη η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα», λέει μια παροιμία δηλώνοντας ότι ο μήνας αυτός έχει τις μικρότερες μέρες του χρόνου. Με τον ήλιο και το φως σχετίζονται και τα Χριστούγεννα. Από τις 22 του Δεκέμβρη, δηλαδή από το χειμερινό ηλιοστάσιο, η απόκλιση του ήλιου αρχίζει να λιγοστεύει, οπότε το βόρειο ημισφαίριο φωτίζεται περισσότερο και η μέρα μεγαλώνει.

Η γέννηση του Χριστού γιορταζόταν αρχικά στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τη βάπτιση. Το 378 για πρώτη φορά γιορτάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα Χριστούγεννα ως αυτοτελής γιορτή. Οι Χριστιανοί θέσπισαν τη γιορτή των γενεθλίων του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου με σκοπό να παραμερίσουν τον περσικό θεό Μίθρα, θεό του ήλιου και του φωτός. Η ημέρα των γενεθλίων του Μίθρα, «το Γενέθλιον του αήττητου Ήλιου», γιορταζόταν στις 25 του Δεκέμβρη. Η γιορτή αυτή συνδυαζόταν με τα Σατουρνάλια, παλιά αγροτική γιορτή, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες γιορτές των Ρωμαίων και γιορταζόταν από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου. Ο σύνδεσμος του Χριστού με τον ήλιο φανερώνεται και στην υμνογραφία των Χριστουγέννων: «Ανέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης».

Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων αντικατέστησε πιθανότατα αρχαιοελληνικές ή ρωμαϊκές γιορτές, συνδεδεμένες με τις χειμερινές τροπές του ήλιου (22 Δεκεμβρίου), όπως τα Σατουρνάλια, τα Κρόνια κ.ά. Περιλαμβάνει τις ημέρες από την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) μέχρι την παραμονή των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου). Έτσι, είναι φυσικό, οι χριστιανικές γιορτές, όπως είναι η Γέννηση του Χριστού, η εορτή του Αγίου Βασιλείου, η Περιτομή και η Βάπτιση να έχουν συνδεθεί με ειδωλολατρικές συνήθειες που αποσκοπούσαν στον εξευμενισμό των δαιμονικών όντων και στην ευετηρία (καλοχρονιά). Κύριο χαρακτηριστικό των ημερών αυτών είναι οι αγερμοί (κάλαντα) από μικρούς και μεγάλους, οι μεταμφιέσεις, οι προληπτικές ενέργειες για το καλό της χρονιάς κ.ά.

Χοιροσφάγια

Μια χαρακτηριστική εκδήλωση των Χριστουγέννων είναι τα χοιροσφάγια. Τα χοιροσφάγια έχουν θυσιαστικό χαρακτήρα και απηχούν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες που συνοδεύονται από μαγικές και δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως τα μαντέματα. Οι Ρωμαίοι στην εορτή των Βρουμαλίων στο τέλος του έτους θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα. Ο χοίρος είναι πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε επειδή με την αδηφαγία του καταστρέφει τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.

Στον παραδοσιακό πολιτισμό οι εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας είναι ενσωματωμένες στην αγροτική οικονομία. Η εκτροφή του χοίρου εξασφαλίζει στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά. Δεν ήταν δύσκολο να διατηρούν από έναν χοίρο σε κάθε σπίτι καθώς ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και είχαν να τον ταΐσουν υπολείμματα από σιτηρά, τυρόγαλο, βελανίδια και αποφάγια. Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Για παράδειγμα το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Με το αίμα του ζώου σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για τον πονοκέφαλο. Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τους καλικαντζάρους. Από τη σπλήνα και το συκώτι του μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.

Παρέες σχηματίζονταν στα σπίτια για να δοκιμάσουν τους χοιρινούς μεζέδες και να παρασκευάσουν τα λουκάνικα, τα απάκια και τα σύγλινα. Τα οικογενειακά γλέντια κρατούσαν όλο το δωδεκαήμερο. Χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο είχε η συνήθεια να στέλνουν «τα σκουτελικά για ψυχικό», δηλαδή καλάθια με δώρα, κυρίως φαγώσιμα στα φτωχότερα μέλη της κοινότητας.

Συχνά ο λαός αιτιολογεί με το δικό του τρόπο τα χοιροσφάγια ενσωματώνοντας το θείο δράμα στη δικιά του εμπειρία. Στη Θεσσαλία πιστεύουν ότι, σύμφωνα με μια μαρτυρία «τα Χριστούγεννα σφάζαμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγιά μι τουν Ιουσήφ και του Χ’ στό στ’ ν Αίγυπτου, να μη τ’ σφάξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ ρούνια χαλούσαν τα χνάρια».

Κάλαντα Χριστουγέννων

Την παραμονή των Χριστουγέννων ανοίγει ο κύκλος των εθίμων του Δωδεκαημέρου που κλείνει τα Θεοφάνεια με τον αγιασμό των υδάτων. Προάγγελος των Χριστουγέννων είναι οι ομάδες των παιδιών που τραγουδούν τα κάλαντα. Τα κάλαντα είναι τραγούδια που λέγονται από ομάδες παιδιών ή ενηλίκων στους δρόμους ή τα σπίτια. Πήραν το όνομά τους από τη γιορτή των Καλενδών, του ρωμαϊκού ημερολογίου. Τα κάλαντα αρχίζουν με την εξιστόρηση της γέννησης του Χριστού, συνεχίζουν με παινέματα για το σπίτι και τους σπιτικούς και τελειώνουν με αίτημα για φιλοδώρημα.

Καλήν εσπέραν άρχοντες, / Κι αν είναι ορισμός σας, / Χριστού την θείαν γέννησιν / Να πω στ’ αρχοντικό σας…

Σε ορισμένους ελληνικούς τόπους τα κάλαντα εξιστορούν τη γέννηση του Χριστού σαν να γιορτάζουν τη γέννηση ενός παιδιού:

Χριστός γεννάται χαρά στον κόσμο. / Χαρά στον κόσμο στα παλικάρια. / Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες / κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε. / Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε / όλους τους Άγιους, τους Αϊ-Αποστόλους. / Οι Αποστόλοι μαμμή γυρεύουν… / Ώστου να πάνε κι ώστου να έρθουν, / η Παναγιά μας ξελευτερώθη. / Μέσα στις δάφνες, μες στα λουλούδια, / κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι.

Στην περιοχή της Κοζάνης τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ξύλο μήκους μισού μέτρου και σχήματος Τ (την τζομπανίκα) για να χτυπούν τις πόρτες, και ένα τροβά (υφαντό σακούλι για τα δώρα). Οι νοικοκυρές τους «φιλεύουν» μήλα, σύκα, καρύδια, κάστανα, κουλουράκια (κολιαντίνες), αβγά, χρήματα κ.ά.

Στην Ήπειρο, την παραμονή των Χριστουγέννων τραγουδούσαν:

Κόλιαντα, μπάμπω, κόλιαντα, / και μένα κολιαντίνα. / Κι αν δεν μου δώσεις / κι αν δεν μου δώσεις κόλιαντα, / δώσ’ μας την θυγατέρα σ’. / – Τι την θέλεις, τη δική μου θυγατέρα / – Να την φιλώ, να την τσιμπώ / να με ζεσταίνει το βράδυ. / Φέρτε μας τα κόλιαντα, / τι μας πήρ’ η μέρα. / Η μέρα μερουλίζει, / το πουλί τσουρίζει. / Η γάτα νιαουρίζει, / ο Χριστός γεννιέται. / Γεννιέται και βαφτίζεται / στους ουρανούς απάνω. / Οι άγγελοι χαίρουνται / και τα δαιμόνια σκάνουν (=σκάνε). / Σκάνουν και πλαντάζουν / τα σίδερα δαγκάνουν.

Τα παιδιά των νησιών και των παραθαλασσίων περιοχών τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας φωτισμένα καράβια σαν φαναράκια. Στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα κρατούσαν επίσης φανάρι, μια εκκλησία, ένα ομοίωμα της αγίας-Σοφιάς.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο, έθιμο γερμανικό και σκανδιναβικό, φαίνεται ότι εμφανίστηκε στη νεότερη Ελλάδα την εποχή του Όθωνα. Βέβαια μόνο ύστερα από τον τελευταίο πόλεμο εκλαϊκεύτηκε και αγαπήθηκε ως χριστουγεννιάτικο στολίδι. Η χρήση πράσινων κλαδιών αειθαλών δένδρων υπήρχε και στις αρχαίες γιορτές των «δεντροφοριών» και στις ρωμαϊκές και βυζαντινές καλένδες. Το δέντρο με τα αναβλαστικά σχήματα και το πράσινο χρώμα ήταν πάντα σύμβολο ζωής.

Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι

Τα Χριστούγεννα αποτελούν οικογενειακή γιορτή, που συγκεντρώνει τα μέλη της οικογένειας γύρω από το κοινό τραπέζι, όπου θα κόψουν το χριστόψωμο, στολισμένο με καρύδια και σχέδια από ζυμάρι. Στη Μακεδονία και αλλού τα Χριστούγεννα μαγείρευαν ντολμαδάκια (σαρμάδες) με λάχανο και κρέας χοιρινό, συνοδευμένο με σέλινο, πράσο ή σπανάκι (τα έλεγαν και σπάργανα του Χριστού, έτσι που τυλίγονταν στο λάχανο) ενώ σε άλλες περιοχές έσφαζαν κότα και έφτιαχναν σούπα. Η γαλοπούλα είναι νεότερη συνήθεια στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Το χριστόψωμο έχει συνήθως σχήμα στρογγυλό και στη μέση της επιφάνειάς του κολλούν ένα σταυρό από ζυμάρι. Στο κέντρο και τις άκρες του σταυρού βάζουν καρύδια και αμύγδαλα, σύμβολο πλούσιας καρποφορίας. Ο διάκοσμός του έχει και συμβολική σημασία και είναι ανάλογος με την ασχολία του νοικοκύρη: βόδια, αλέτρι και αλώνι για το γεωργό, πρόβατα, κατσίκια και στάνη για τον τσοπάνο. Χαρακτηριστικό ήταν το χριστόψωμο των Σαρακατσάνων, του ποιμενικού και νομαδικού αυτού πληθυσμού με ολόκληρη στάνη πάνω του. Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν και ένα άλλο ακόμα ψωμί, «την τρανή χριστοκουλούρα», για τα πρόβατά τους, για να τα ευλογήσει ο Χριστός. Στη δυτική Μακεδονία κάνουν και τις «κολιαντίνες», μικρά χριστόψωμα για τα παιδιά που λένε τα κάλαντα.

Το χριστόψωμο έχει εξέχουσα θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι το οποίο σε αρκετά μέρη στρώνεται από την παραμονή. Λέγεται και τραπέζι της Παναγιάς. Στη Θράκη και τη Μακεδονία το λένε και «τα εννέα φαγιά», επειδή σ’ αυτό πρέπει να υπάρχουν εννιά ειδών φαγητά. Σε κάποιες περιοχές το τραπέζι που στρώνουν την παραμονή δεν το σηκώνουν, μόνο το σκεπάζουν και το αφήνουν για να φάει ο Χριστός.

Οι καλικάντζαροι

Κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου βρίσκονται εν δράσει και οι καλικάντζαροι που συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης. Ο λαός πιστεύει ότι καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με τον Χριστό. Σύμφωνα με μια παράδοση:

«Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του». Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ’αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι’ αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».

Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό. Είναι εριστικοί και ανόητοι γιατί δεν βοηθά ο ένας τον άλλον και για το λόγο αυτό είναι αναποτελεσματικοί στο να κάνουν κακό. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο. Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια. Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:

Φεύγετε να φεύγουμε, έρχετ’ ο τουρλόπαπας / Με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.

Οι καλικάντζαροι έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες. Παγανά είναι γενικότερα τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει τον χωρικό, τον αστράτευτον (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν τον εθνικό και μη χριστιανό. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει την Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται το αβάπτιστο νήπιο. Πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι.

Οι Βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες.

Το πάντρεμα της φωτιάς

Την παραμονή των Χριστουγέννων, εξαιτίας των καλικαντζάρων που ανεβαίνουν στη γη επιδιώκοντας να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανθρώπους, οι ένοικοι του σπιτιού προσπαθούν να κρατούν αναμμένη τη φωτιά στην εστία. Επιλέγουν μάλιστα ξύλα δέντρων που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «παντρεύουν». Και ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβολίζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή το αντρόγυνο ή το αντρόγυνο και τον κουμπάρο.

Στα Άγραφα «την παραμονή των Χριστουγέννων παντρεύουν τη φωτιά τους. Βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη. Και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά, για να καούν». Στην Κέρκυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα, (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας δ’ αμέσως το «Ευλογητός ει, Κύριε», ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα. Έτσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς. Στη Θράκη «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών ίσαμε ένα μέτρο, απού δέντρα π’ κάνουν καρπό, και τα βάζ’ στου τζάκι απού βραδύς του Χριστού θα καίουνται απού λίγου, ως την παραμονή των Φώτων».

Η φωτιά των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου συγκεντρώνει την οικογένεια γύρω από την εστία, όπου και μαντεύει με φύλλα χλωρά ελιάς ή καρυδιάς ή δάφνης ή σούρβα ή κουκούτσια από κρανιές ή φύλλα πρίνου την εξέλιξη της υγείας και ευτυχίας των μελών της και του σπιτιού (υγεία ή θάνατο, ευφορία ή αφορία).

Εκτός από τη φωτιά που άναβε στο τζάκι κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου μεγάλες φωτιές άναβαν και ομαδικά στους δρόμους και στις πλατείες. Στο Καστανόφυτο της Καστοριάς, για παράδειγμα, ανάβουν κέδρα στην άκρη του χωριού, ενώ στη Σιάτιστα ανάβουν πυρές στην πλατεία της πόλης δημιουργώντας θόρυβο γύρω από αυτές με κουδούνια. Το διώξιμο του κακού γίνεται έτσι πιο αποτελεσματικό χάρη στην αποτρεπτική δύναμη του ήχου των κουδουνιών.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα έθιμα των Χριστουγέννων μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (http://www.kentrolaografias.gr/), από όπου αντλήσαμε το υλικό για το παρόν κείμενο. Μπορείτε επίσης να ακούσετε κάλαντα εδώ.

Κείμενο: Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Διευθύντρια Κ.Ε.Ε.Λ. Επιμέλεια: Ευάγγελος Καραμανές, ερευνητής. Συνεργάστηκαν: Ζωή Αναγνωστοπούλου, Παρασκευάς Ποτηρόπουλος, Κλεοπάτρα Φατούρου.