Οι θεότητες του πολυθεϊσμού εκλαμβάνονταν ως δαίμονες ήδη από την ισραηλιτική περίοδο του Δευτέρου Ναού και πολύ πριν την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την άποψη αυτή υποστηρίζει μέσα από την, σε εξέλιξη, μελέτη του με τίτλο «Η δαιμονοποίηση της θρησκείας των Εθνικών στην εβραϊκή και τη χριστιανική σκέψη» ο Πολωνός επιστήμονας Αλεξάντερ Μιχάλακ.
Στη μελέτη του ο Μιχάλακ, συνεργάτης στο Ινστιτούτο Αρχαιολογικής Έρευνας Γ.Φ. Ολμπράιτ, υποστηρίζει οι δαίμονες και η λατρεία των ξένων προς τους Ισραηλίτες θεών (στα πλαίσια της «Εθνικής Θρησκείας») είναι ήδη έννοιες συνδεδεμένες, αν και όχι άμεσα, σε μια σειρά κειμένων των τελευταίων προχριστιανικών και των πρώτων χριστιανικών χρόνων που περιλαμβάνουν εβραϊκά έργα της περιόδου του Δευτέρου Ναού (1 Ενώχ, το Βιβλίο των Ιωβηλαίων, Ιωσήφ και Ασενέθ, η Διαθήκη του Ιώβ) καθώς και χριστιανικά κείμενα κανονικού και μη κανονικού χαρακτήρα (Προς Κορινθίους 1η Επιστολή Παύλου, Διαθήκη των Δώδεκα Πατριαρχών).
Οι αναφορές στη σχέση πολυθεϊσμού και δαιμονικών πνευμάτων ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Στη μία περίπτωση τα δαιμονικά πνεύματα φαίνονται να οδηγούν τους ανθρώπους στην αναρχία, την ειδωλολατρία και τη θρησκεία των Εθνικών ενώ στη δεύτερη περίπτωση τα ίδια τα δαιμόνια είναι το αντικείμενο της λατρείας και ταυτίζονται με τις ίδιες τις παγανιστικές θεότητες.
«Το άψυχο τμήμα των ειδωλολατρικών αντικειμένων πολλές φορές αντιπαρατίθεται με τη δαιμονική δύναμη που βρίσκεται πίσω του», λέει ο Μιχάλακ. Στο Βιβλίο των Ιωβηλαίων, η υπαγωγή όλων των ξένων εθνών στην εξουσία των πνευμάτων φαίνεται να οδηγεί στον δαιμονικό κόσμο. Σε άλλες περιπτώσεις ο διάβολος ταυτίζεται με τις Εθνικές θεότητες ή τις προστατεύει. «Στη Διαθήκη του Ιώβ και το Βιβλίο της Αποκάλυψης, ήταν ο Σατανάς, ο διάβολος ο ίδιος που λατρευόταν στον πολυθεϊστικό ναό. Στα κείμενα αυτά συνδέεται επίσης με την ιδέα της ειδωλολατρείας και είναι υπεύθυνος γι αυτήν. Στον Ιωσήφ και την Ασενέθ όμως είναι ο προστάτης των Εθνικών αιγυπτιακών θεοτήτων […]. Στα Ιωβηλαία και τον Ψευδο-Δανιήλ, οι προ-Εξοδικοί θεοί των Εβραίων, στους οποίους οι Ισραηλίτες προσέφεραν παιδιά ως θυσία παρουσιάζονται ως δαίμονες», συνεχίζει ο Μιχάλακ.
Αυτό που είναι σημαντικό όμως (δεδομένης της μαζικής καταστροφής του οτιδήποτε σχετίζεται με την παγανιστική πολιτιστική έκφραση κατά τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας), είναι ότι παρά τη δαιμονοποίηση των ειδώλων, δεν υπάρχει έκκληση στα κείμενα για καταστροφή των παγανιστικών ναών. Μερικές παράγραφοι από τα Ιωβηλαία καθώς και από τη Διαθήκη του Ιώβ ίσως αντανακλούν, σε κάποιο βαθμό, μια ατμόσφαιρα αντι-Εθνική την εποχή που γράφτηκαν τα κείμενα αυτά. Εντούτοις, δεν υπάρχουν αναφορές σε συγκεκριμένους θεούς, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι οι Εβραίοι συγγραφείς τους υποχρεώνονταν να τους συνδέσουν σε πολύ γενικές γραμμές με τον κόσμο των δαιμόνων.
Μαζί, τα κείμενα αυτά από τα συγγράμματα της εποχής του Δευτέρου Ναού δείχνουν ότι η θρησκεία των Εθνικών ήταν αντιληπτή ως μια θρησκεία με επικεφαλής τη διαβολική/δαιμονική δύναμη. Όσο για τη φύση της δαιμονικής επιρροής, αυτή διερευνάται στη μελέτη.