Υπάρχει επιστήμη χωρίς… συνδρομές σε επιστημονικά περιοδικά; Ως σήμερα όχι… Ένα πανίσχυρο σύστημα δημοσιεύσεων που αγκαλιάζει όλα τα επιστημονικά ιδρύματα, αλλά βασίζεται σε ελάχιστες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, ελέγχει απόλυτα την παγκόσμια επιστημονική παραγωγή. Αυτά ίσχυαν ως… χθες. Γιατί αυτή τη στιγμή η επιστημονική κοινότητα κάνει την επανάστασή της. Πρώτα-πρώτα γιατί η πρόσβαση στη γνώση καθίσταται οικονομικά δυσβάσταχτη. Για να διαβάσετε μια επιστημονική ανακοίνωση δημοσιευμένη σε κάποιο από τα φημισμένα επιστημονικά περιοδικά, θα πρέπει να καταβάλετε το αντίτιμο των 30-40 ευρώ.
Αλλά πρόβλημα δεν έχουν μόνο οι ιδιώτες. Ακόμη και το περίφημο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ δυσανασχέτησε με το ύψος των συνδρομών που θα έπρεπε να καταβάλλει και δήλωσε τον περασμένο Απρίλιο ότι αδυνατεί να ανταποκριθεί. Ποιο ήταν το ύψος των ετήσιων συνδρομών του; Ούτε λίγο ούτε πολύ 3,7 εκατ. δολάρια! Η κερδοσκοπική απομύζηση λοιπόν της επιστημονικής παραγωγής αλλά και η ιδεολογική αντίθεση με την ελεγχόμενη από ολίγους γνώση οδήγησαν σε ένα κύμα και ένα κίνημα αμφισβήτησης που σήμερα μετράει τουλάχιστον 12.700 υπογραφές επιστημόνων οι οποίοι δηλώνουν ότι αρνούνται να δημοσιεύσουν στα μεγάλα επιστημικά περιοδικά ή να συμμετάσχουν ως κριτές στις δημοσιευόμενες σε αυτά μελέτες των συναδέλφων τους.
Το παράθυρο ελευθερίας που άνοιξε είναι –ποιο άλλο;– το Διαδίκτυο. Από εκεί ξεκινά το ξήλωμα των «τραπεζιτών της γνώσης». Και είναι μόνον η αρχή: H εβδομάδα από 22 ως 28 Οκτωβρίου κηρύχθηκε «εβδομάδα ανοιχτής πρόσβασης» (Open Access Week) παγκοσμίως, με αίτημα την «ελεύθερη, άμεση και διαδικτυακή πρόσβαση σε αποτελέσματα ακαδημαϊκής έρευνας και το δικαίωμα στη χρήση και επαναχρησιμοποίηση αυτών των αποτελεσμάτων».
Όταν έχεις «χάσει τον μπούσουλα» και ψάχνεις να βρεις τον ρόλο και το στίγμα σου στον πλανήτη, οι σοφοί του παρόντος και του παρελθόντος σκύβουν και σου ψιθυρίζουν: «Στην παιδεία, στην παιδεία επένδυσε!» Ακόμη και αν δεν μπορείς ως κράτος, ακόμη και αν σε κατέστησαν ζητιάνο της Ευρώπης, ο έρημος ο γονιός θα ψάξει στην τσέπη και θα δώσει το τελευταίο του ευρώ για την παιδεία του παιδιού του, για να το κάνει επιστήμονα!
Εκείνο που μας διαφεύγει συνήθως είναι πως η αγωνία για το μέλλον του παιδιού περιμένει και στην «άλλη μεριά του μπουκαλιού». Όσοι γίνονται επιστήμονες και καταφέρνουν να βρουν δουλειά στο επιστημονικό τους πεδίο, συνειδητοποιούν πολύ γρήγορα ότι τα εφηβικά τους όνειρα τούς οδήγησαν σε έναν λαβύρινθο που όλο και απομακρύνει την καταξίωσή τους και την αναγνώριση των όποιων επιτευγμάτων τους.
Δεν αναφερόμαστε στις όποιες παθογένειες των εν Ελλάδι ΑΕΙ, αλλά σε κάτι πολύ πιο γενικευμένο και παγκόσμιο. Κάτι που, παρά τον καθημερινό καταιγισμό ειδήσεων για εφευρέσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις, έχει ήδη δημιουργήσει ένα κλίμα ασφυξίας στους επιστήμονες όλου του πλανήτη. Απλά ειπωμένο είναι το «Ποιος ελέγχει την εξέλιξη της επιστήμης;». Ποιος καθορίζει το ποιος θα κρίνει ποιον και πότε, το τι θα γίνει ευρύτερα γνωστό και τι θα «θαφτεί», το ποιος θα αξιοποιήσει τα ευρήματα και πώς… τελικά, το πότε ο επιστήμονας έχει ή όχι φωνή!
Ίσως τώρα θεωρήσετε ότι είμαστε στα πρόθυρα της αποκάλυψης του τάδε ή του δείνα σεναρίου συνωμοσίας που έχετε ξανακούσει… Όχι, θα περιοριστούμε να αναφερθούμε σε κάτι που δεν χρειάστηκε συνωμοσία για να πετύχει. Ηταν μια οφθαλμοφανέστατη πορεία απεμπόλησης δικαιωμάτων, μια προδιαγεγραμμένη μαζική «πνευματική αυτοκτονία», αλλά… συνέβη. Το γιατί αφέθηκαν σε αυτήν οι φωστήρες των σχολείων του πλανήτη, οι πανεπιστημιακοί, είναι ανεξήγητο μόνο για όποιον παραμένει εξίσου με αυτούς ονειροπόλος.
«Δεν δημοσιεύεις; Δεν υπάρχεις!»
Το τι ακριβώς συνέβη το πρωτοπεριέγραψε ένας πραγματικά σοφός, ο καθηγητής της Τέχνης του Προγραμματισμού στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, Donald Knuth: Στις 25 Οκτωβρίου 2003, με μια ανοιχτή επιστολή του προς το Journal of Algorithms —που μπορείτε να διαβάσετε στο www-cs-faculty.stanford.edu/~knuth/joalet.pdf— εξήγησε το πώς δέθηκαν οι κρίκοι της αλυσίδας που τώρα σφίγγει τον λαιμό των ερευνητών και των πανεπιστημίων τους. Για εμάς τους «απ’ έξω» η εν συντομία κατανόηση του φαινομένου μάλλον μπορεί να επιτευχθεί με την ακόλουθη παραβολή:
Κάποιος βλέπει ότι ένα σωρό έξυπνοι νέοι ανά τον πλανήτη μπορούν να φτιάξουν φοβερά και τρομερά βιντεοπαιχνίδια. Τους πλησιάζει έναν-έναν και τους λέει ότι αναλαμβάνει αυτός όσα χρειάζονται για να γίνει το παιχνίδι τους επιτυχία, αρκεί να του το… παραχωρήσουν δωρεάν. Κατά τα λοιπά, αυτός θα φροντίσει να το αξιολογήσουν οι συνάδελφοί τους… επίσης δωρεάν, να το βάλει σε όμορφο κουτί και να το μοσχοπουλήσει. Αλλά, από την πώληση, οι δημιουργοί του παιχνιδιού δεν έχουν λαμβάνειν. Αντίθετα, μπορεί και να πληρώσουν προκειμένου να μη χάσουν τη θέση τους στη λίστα αναμονής!
Στο σημείο αυτό σίγουρα θα έχετε βάλει τα γέλια και θα ρωτάτε πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο κορόιδο ώστε να δεχτεί τέτοια συμφωνία! Ε, λοιπόν, είναι δυνατόν, αν η όλη παγίδα στηθεί σιγά-σιγά και κλιμακωτά, έως ότου όλοι οι «κατασκευαστές παιχνιδιών» βρεθούν να μην έχουν ελπίδα να γίνουν γνωστοί οι ίδιοι και τα επιτεύγματά τους αν δεν υποκύψουν στους όρους που τους θέτει το σχετικό ολιγοπώλιο. Για ποιο ολιγοπώλιο μιλάμε συγκεκριμένα; Για αυτό των επιστημονικών εκδοτών, που ο επιστημονικός αναλυτής της βρετανικής εφημερίδας Guardian, George Monbiot, χαρακτήρισε στις 29 Αυγούστου 2011 ως τους «πιο ανελέητους καπιταλιστές της Δύσης».
Βρόχος στον λαιμό της γνώσης
Τώρα πια ο «βρόχος της υποδούλωσης» έχει ολοκληρωθεί: κανένας επιστήμονας δεν έχει ελπίδα να καταξιωθεί αν δεν δημοσιευτεί η ερευνητική του εργασία σε κάποιο επώνυμο επιστημονικό περιοδικό ώστε να θεωρηθεί άξια ανάγνωσης από τους συναδέλφους τους, να προωθηθεί σε νεότερους ερευνητές για να «χτίσουν επάνω της» —άρα και να την αναφέρουν μελλοντικά σε δική τους εργασία— ώστε να αποκτήσει το πολυπόθητο κύρος των «τόσων ετεροαναφορών» (citations). Αντίστοιχα, τα πανεπιστήμια και οι βιβλιοθήκες τους που γαλουχούν αυτούς τους ερευνητές επίσης είναι υποχρεωμένα να αγοράζουν συνδρομές στα εν λόγω περιοδικά.
Ίσως τώρα σκεφθείτε ότι «μιλάμε για ψίχουλα». Και όμως, η κάθε ολιγοσέλιδη δημοσιευμένη εργασία που θελήσει να διαβάσει ένας ερευνητής (ή εσείς) κοστίζει μεταξύ 30 και 40 ευρώ. Όσο για τις ετήσιες συνδρομές που πληρώνουν οι βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων ανά περιοδικό, ξεκινούν από τα 2.000 ευρώ και φθάνουν τα… 40.000 ευρώ! Το χειρότερο είναι πως οι εκδότες τις υποχρεώνουν να αγοράζουν πακέτα συνδρομών που περιλαμβάνουν και περιοδικά χωρίς ζήτηση από τις σχολές τους.
Το πόσο μεγάλο είναι αυτό το κόστος το αντιληφθήκαμε στη χώρα μας τα τελευταία δύο χρόνια, όταν το υπουργείο Παιδείας «γονάτισε» και δεν μπορούσε να εγκρίνει τις δαπάνες των συνδρομών. Αλλά δεν είμαστε μόνον εμείς, οι «νεόπτωχοι της Ευρώπης», που βογκήξαμε: Με ανακοίνωσή του της 17ης Απριλίου 2012, το πασίγνωστο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσε πλέον να πληρώνει τα 3,75 εκατομμύρια δολάρια που του ζητούσαν ετησίως οι εκδότες για συνδρομές! Κάλεσε, λοιπόν, τους δύο χιλιάδες ερευνητές και διδάσκοντες που απασχολεί να διακόψουν τη συνεργασία τους με εκδότες που κρατούν τη γνώση περιφραγμένη και να δημοσιεύουν εφεξής τις εργασίας τους σε περιοδικά ελεύθερης πρόσβασης, στο Διαδίκτυο.
Η διεθνοποίηση της παγίδας
Ένας υπερρεαλιστής αναγνώστης θα παρατηρούσε ίσως πως «ιστορικά, οι επιστήμονες ποτέ δεν ήταν ελεύθεροι: εργάζονταν πάντα με χρηματοδότη το κράτος ή το μεγάλο κεφάλαιο. Άρα, ας λύσουν οι χρηματοδότες τους το πρόβλημα με τους εκδότες». Ακόμη και υπό αυτό το πρίσμα, όμως, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει μια καταλυτική εξέλιξη που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια και, τώρα, φαίνεται να οδηγεί σε πρωτόγνωρη ζύμωση.
Ο καταλύτης ήταν —για άλλη μια φορά— το Διαδίκτυο. Στην αρχή, ήταν «χαράς ευαγγέλια» για τους εκδότες επιστημονικών εντύπων: η παραδοσιακή συνεισφορά τους στο όλο κύκλωμα των δημοσιεύσεων είχε να κάνει με την ανάγνωση των εργασιών, τη δακτυλογράφηση, τη διαχείριση της υποβολής τους σε κρίση τρίτων, τη διόρθωση των κειμένων, την τελική διάταξή τους, την εκτύπωση και τη διανομή. Με τη διάδοση όμως του Διαδικτύου και τη σύνδεση όλων των ανθρώπων της επιστήμης μέσω αυτού, το φάσμα υπηρεσιών των εκδοτών μειώθηκε δραματικά. Οι ερευνητές παρέδιδαν πια τις εργασίες τους σε ψηφιακά αρχεία, οι ανάγκες επεξεργασίας ελαχιστοποιήθηκαν και η διανομή σε όλον τον πλανήτη έγινε θέμα δευτερολέπτων. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν απίστευτα τα περιθώρια κέρδους τους φθάνοντας ως και το 33% των εσόδων! Έχοντας, λοιπόν, μια τόσο ραγδαία βελτίωση της οικονομικής τους θέσης, οι ισχυρότεροι των εκδοτών (Elsevier, Springer, Wiley και Informa) εξαγόρασαν το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων και επιδόθηκαν ανενόχλητοι στο παγκόσμιο άρμεγμα της επιστήμης.
Οι επιστήμονες συνέχιζαν να δυσφορούν για την ασφυξία, αλλά δεν έβρισκαν τρόπο κοινής αντίδρασης. Πειραματίζονταν με διάφορα σχήματα «ανοίγματος της επιστήμης», που πήγαζαν είτε από τις ανάγκες διαμοίρασης της ανάλυσης δεδομένων σε τεράστιας πολυπλοκότητας έργα (όπως το πείραμα του CERN για τον εντοπισμό του μποζονίου Χιγκς) είτε από πρωτοβουλίες Ανοιχτής Πρόσβασης που προώθησε η υπεύθυνη για την Ψηφιακή Ατζέντα της ΕΕ, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Neelie Kroes. Αλλά τελικά το «ξύπνημα» προέκυψε εντελώς ανοργάνωτα, από την αντίδραση ενός βραβευμένου μαθηματικού σε ένα νομοσχέδιο που προωθήθηκε προς ψήφιση στις ΗΠΑ.
Η «Ακαδημαϊκή Άνοιξη»
Ήταν Δεκέμβριος του 2011 όταν κάποιοι νομοθέτες των ΗΠΑ εισηγήθηκαν το «Research Works Act», σύμφωνα με το οποίο οι δημόσιοι φορείς απαγορευόταν να χρηματοδοτούν ερευνητικά έργα στα οποία υπήρχε ρήτρα που επέβαλλε τη δωρεάν δημοσίευση των αποτελεσμάτων. Δηλαδή, για να διαβάσει κανείς πορίσματα ερευνών που είχαν ήδη πληρώσει οι φορολογούμενοι, θα έπρεπε να ξαναπληρώσει!
Αυτή η απίστευτη μέριμνα για το «καλό των εκδοτών» πυροδότησε την αγανάκτηση ενός φημισμένου μαθηματικού, του Timothy Gowers, o οποίος ανήρτησε στο ιστολόγιό του μια διαμαρτυρία και κάλεσε όποιον συμφωνούσε να μποϊκοτάρει τον μεγαλύτερο από τους εκδότες, τον ολλανδικό οίκο Elsevier. H κίνησή του αγκαλιάστηκε αμέσως από πολλούς και γνωστούς επιστήμονες ανά τον κόσμο. Όταν ακόμη και το μεγαλύτερο ιδιωτικό ίδρυμα χρηματοδότησης ερευνών της Βρετανίας, το Wellcome Trust, ανακοίνωσε τη δέσμευσή του να υποστηρίξει το άνοιγμα της επιστήμης, οι εφημερίδες Frankfurter Allgemeine Zeitung και Guardian αποφάνθηκαν πως έχουμε να κάνουμε με μια «Ακαδημαϊκή Άνοιξη».
Προφανώς, η προηγηθείσα και αγρίως έτι εξελισσόμενη Αραβική Άνοιξη δεν άφησε τα φώτα της δημοσιότητας να στραφούν πάνω σε αυτό το περίεργο κίνημα. Όμως το μποϊκοτάζ συνεχίζεται και διογκώνεται: την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, στο ιστολόγιο http://thecostofknowledge.com/ ο δείκτης των ερευνητών που αρνούνται να δημοσιεύσουν στα επιστημονικά περιοδικά του Elsevier ή να συμμετάσχουν εκεί ως κριτές συναδέλφων τους έχει φτάσει τον αριθμό 12.701! Επίσης, ενδεικτικό του κλίματος ήταν το πόρισμα έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή Πληροφορικών Συστημάτων των ΑΕΙ της Βρετανίας: το 81% των ερευνητών δήλωσαν πρόθυμοι να καταθέσουν τα άρθρα τους σε αποθετήρια ανοικτής πρόσβασης, όπως το Arxiv (http://arxiv.org), το Hal (http://hal.archives-ouvertes.fr) ή το PLOS (www.plos.org/).
Οι πρωτοβουλίες της ΕΕ
Έπειτα από όλη αυτή την «εξέγερση», τον εφετινό Ιούλιο δημοσιεύτηκαν τα πορίσματα μιας έκθεσης που είχε ξεκινήσει από το 2011 στη Βρετανία, υπό τον τίτλο Fitch Report (βλ. www.researchinfonet.org/publish/finch/). Αποδεχόμενη το σύνολο σχεδόν των ευρημάτων της έκθεσης αυτής, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα κάνει ό,τι χρειάζεται ώστε η πρόσβαση στις επιστημονικές δημοσιεύσεις να ανοίξει ως το 2014. Την επόμενη μέρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) ξεκίνησε μια παρόμοια πρωτοβουλία, με χρηματοδότηση 80 δισεκατομμυρίων ευρώ για να επιτύχει ανοικτή πρόσβαση ως το 2020. Όπως δήλωσε η αντιπρόεδρος της Επιτροπής, κυρία Neelie Kroes, «δίνουμε το παράδειγμα, κάνοντας τη χρηματοδοτούμενη από την ΕΕ έρευνα ανοιχτή σε όλους και καλούμε τα κράτη-μέλη να πράξουν το ίδιο έτσι ώστε όσο το δυνατόν νωρίτερα όλη η από εθνικά κονδύλια χρηματοδοτούμενη έρευνα να ακολουθήσει».
H Επιτροπή θα δημιουργήσει ένα πιλοτικό σύστημα για την ανοικτή πρόσβαση και επαναχρησιμοποίηση των ερευνητικών δεδομένων που προκύπτουν από έργα του προγράμματος Horizon 2020 (βλ. http://ec.europa.eu/research/science-society/document_library/pdf_06/era-communication-towards-better-access-to-scientific-information_en.pdf). Επίσης, η Επιτροπή θα ενθαρρύνει, κατά περίπτωση, τη δημοσίευση του λογισμικού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ή επεξεργασία των δεδομένων και θα εκκινήσει τη λειτουργία μιας υποδομής που θα αναλάβει την έκδοση όλων των ερευνών της Επιτροπής και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και οργανισμών. Στα έτη 2012-2013 θα δαπανηθούν 45 εκατομμύρια για αυτόν τον σκοπό και η χρηματοδότηση θα συνεχιστεί στο πλαίσιο του προγράμματος Horizon 2020. Κατά την ίδια περίοδο, η Επιτροπή θα υποστηρίξει τον πειραματισμό με νέους τρόπους χειρισμού των επιστημονικών πληροφοριών (όπως νέες μεθόδους κρίσης εργασιών peer-review και τρόπους μέτρησης του αντίκτυπου των άρθρων).
Προεκτάσεις
Όπως διαφάνηκε, όλοι οι επιστήμονες γνώριζαν την εκβιαστική τυραννίδα που τους είχε επιβληθεί, αλλά αδυνατούσαν να αντιδράσουν. Γνώριζαν ότι καθήκον τους ήταν να αντιταχθούν στη μεταβίβαση της κυριότητας των γνώσεων σε επιχειρήσεις, ότι έπρεπε να σταματήσουν να θυσιάζουν στον βωμό του προσωπικού τους άμεσου συμφέροντος το μέλλον της επιστήμης, ότι έπρεπε να πάψει η γνώση να είναι εγωκεντρική και να γίνει κοινό αγαθό… Το γνώριζαν, αλλά αυτοί οι πολλοί επίλεκτοι του πνεύματος χρειάστηκαν ελάχιστους γενναίους να αρθρώσουν πρώτοι το ανάστημά τους απέναντι στους οικονομικούς κολοσσούς.
Η οδυνηρή αυτή διαπίστωση δεν μπορεί να μείνει ασύνδετη με τα όσα συμβαίνουν στο ευρύτερο πλαίσιο του κόσμου γύρω μας. Στην εξελισσόμενη παγκόσμια κρίση βλέπεις πολλούς ειδήμονες να διαπιστώνουν τα συμπτώματα και να προλέγουν τα επόμενα στάδια της σήψης, αλλά σχεδόν κανέναν να αρθρώνει προτάσεις λύσης.
Ένας αισιόδοξος θα θύμιζε εδώ το ότι «η κρίση γεννάει ευκαιρίες». Ναι, το σλόγκαν αυτό των χρηματιστών χρησίμευσε στην αρχή της κρίσης ως φωνή ελπίδας, αλλά τώρα πια έχει καταντήσει καραμέλα παρηγοριάς. Και το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι κατά πόσον αυτή η φράση έχει ουσιαστικό αντίκτυπο. Το πρόβλημα είναι ότι αναζητούμε «εφήμερα γιατρικά» χωρίς να τολμούμε να σκεφτούμε την ευρύτερη, την σε παγκόσμια κλίμακα «αδιανόητη» ευκαιρία.
Ποια είναι αυτή; Για την οικονομία θα ήταν: «Μας τελείωσε. Πάμε γι’ άλλα». Δηλαδή, ότι τα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης του κόσμου των τελευταίων επτά αιώνων —αυτά που εφηύραμε από την εποχή που οι έμποροι Bardi και Peruzzi της Φλωρεντίας σκαρφίστηκαν τις επιταγές και μετά— δεν μας καλύπτουν πια! Ο πλανήτης δεν έχει άλλες ανεκμετάλλευτες ηπείρους, οι πρώην «οικονομικοί δούλοι» (βλ. Κίνα, Ινδία) έγιναν υπερδυνάμεις και ο υπερπληθυσμός της παγκοσμιοποίησης δεν αφήνει περιθώρια οι «ευκαιρίες» να γίνουν δουλειές με αξιοπρέπεια για τους ανέργους. Άρα πρέπει να σκεφτούμε βαθιά για ένα άλλο μοντέλο, που δεν θα έχει ως προϋπόθεση τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη ή ως θεμέλιο νόμο τη σχέση «αγοράς και ζήτησης».
Θα πείτε ίσως «γιατί μιλάς για μια άλλη οικονομία όταν το θέμα μας ήταν η ανοιχτή επιστήμη;». Η απάντηση θα ήταν εύκολη με επιχειρήματα ορθολογιστή, αλλά θα προτιμήσω την εικασία: η υποβόσκουσα χρεία «αλλαγής του μοντέλου» είναι συνολικότερη αυτών των επιμέρους δύο. Αφορά ίσως το σύνολο όσων απαρτίζουν τον πολιτισμό μας.
Αν συμφωνείτε στην εικασία, ας αρχίσουμε να ξανασκεφτόμαστε την αλλαγή του μοντέλου σε αυτά για τα οποία έχει ο καθένας μας αρμοδιότητα και υπευθυνότητα. Και οι πανεπιστημιακοί, ως αποδεδειγμένοι φωστήρες, ας αρχίσουν πρώτοι. Ας αρχίσουν όμως… Προτού τελειώσουμε.
Η τιμή… τιμή δεν έχει
Δεδομένου ότι ο Elsevier, o Varsity και δύο ακόμη εκδοτικοί οίκοι συναθροίζουν το 42% των επιστημονικών εκδόσεων παγκοσμίως, θα περίμενε κανείς το κύρος τους να βαραίνει πολύ περισσότερο στη ζυγαριά των προτιμήσεων των ερευνητών. Ομως η «αλαζονεία της εξουσίας» υπέσκαψε αυτό το κύρος δραματικά την τελευταία πενταετία.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αποκαλύφθηκε τον Μάιο του 2009. Μια συναρπαστική δικαστική υπόθεση στην Αυστραλία τεκμηρίωσε το ότι μια θυγατρική του οίκου Elsevier, η Excerpta Medica, εξέδιδε υπό μορφή επιστημονικού περιοδικού το Journal of Bone and Joint Medicine, που στην πραγματικότητα ήταν… διαφημιστικό φυλλάδιο της φαρμακοβιομηχανίας Merck. Για παράδειγμα, σε ένα και μόνον τεύχος τού εν λόγω περιοδικού εμφανίζονταν 29 άρθρα που αναφέρονταν στο φάρμακο Vioxx της Merck και σε άλλα δώδεκα το φάρμακο Fosamax της ιδίας. Το αποτέλεσμα ήταν να πεισθούν πολλοί γιατροί για την αποτελεσματικότητα του Vioxx και να το δώσουν σε ασθενείς τους, πολλοί από τους οποίους… υπέστησαν καρδιακές προσβολές!
Έπειτα από διάφορες αρχικές διαψεύσεις, ο διευθύνων σύμβουλος του Elsevier, Michael Hansen, παραδέχτηκε τελικά ότι ο οίκος του είχε εκδώσει τουλάχιστον έξι ακόμη τέτοια ψευτοπεριοδικά για φαρμακευτικές εταιρείες. Αλλά αν το σκάνδαλο αυτό έπληξε άπαξ το κύρος του μεγαλύτερου οίκου επιστημονικών εκδόσεων, ουδείς στον ιατρικό κόσμο αγνοεί ότι ήταν απλά και μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Αυτός ο κολοσσός που λέγεται «διεθνείς φαρμακοβιομηχανίες» και εισπράττει 600 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, δεν φείδεται εξόδων για να επηρεάσει τις προτιμήσεις των γιατρών, είτε με στημένα συνέδρια είτε με «πουλημένες» εκδόσεις. Τις επιπτώσεις αυτής της απληστίας τις γνωρίζουν βέβαια εμπεριστατωμένα μόνο τα… νεκροταφεία. Αλλά, όταν και οι πλέον επίλεκτοι των επιστημονικών εκδόσεων υποκύπτουν στο πιο ανήθικο μάρκετινγκ, ποιον άλλο περιμένουμε να φωνάξει ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός»;