Στην κλειστή γεωγραφική ενότητα του Αιγαίου εμφανίστηκαν σημαντικά όσο και ιδιότυπα πολιτιστικά μορφώματα με άμεσα ή έμμεσα έκδηλο τον νησιωτικό χαρακτήρα – «νησιωτισμό». Ήδη από τη Νεολιθική εποχή και εξής η θάλασσα παραδοσιακά περισσότερο ένωνε παρά χώριζε. Συνακόλουθα, το πλοίο ως η πρώτη σύνθετη και θαυμαστή μηχανή των κατοίκων του Αιγαίου αποτέλεσε το απαραίτητο μέσο για τις μετακινήσεις και τις επαφές και ως τέτοιο έγινε φορέας πολιτισμού, όπου μαζί με τα λογής προϊόντα ανταλλαγής διαδίδονταν νέες ιδέες και πολιτισμικά επιτεύγματα.
Με την αυγή της Εποχής του Χαλκού και τη βελτίωση, την άνθηση και τη διάδοση της μεταλλοτεχνίας ήταν φυσικό να βελτιωθεί και να εμπλουτιστεί το εύρος των ξυλουργικών εργαλείων, με συνέπεια να κατασκευάζονται πλέον μεγαλύτερα, συνθετότερα και αξιόπλοα σκαριά για τις ανάγκες της ανακτορικής οικονομίας. Η αναγκαία εκζήτηση στον τομέα της τεχνολογίας ήταν φυσικό να αγγίξει και τη ναυπηγική τέχνη. Οι πολυάριθμες παραστάσεις πλοίων, κυρίως στη μικρογλυπτική της σφραγιδογλυφίας, η «χαρτογράφηση» ενός μακρού θαλασσινού ταξιδιού, που διασώζεται στην περίφημη τοιχογραφία του στόλου από τη Δυτική Οικία στο Ακρωτήρι Θήρας, καθώς και η τοιχογραφική μικρογραφική ζωφόρος του 13ου αι. από το ανάκτορο της Πύλου καταδεικνύουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την ακμή της ναυπηγικής τέχνης.
Η ιδέα για τη μελέτη των εργαλείων ξυλουργικής της Ύστερης Χαλκοκρατίας προέκυψε κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού ναυπηγήσεως μιας μυκηναϊκής εικοσόρου και της κατασκευής αντιστοίχου νεωσοίκου μυκηναϊκής οικοδομικής τεχνολογίας από τον πολιτιστικό σύλλογο αναβίωσης ναυπηγικής ιστορίας «Αριστοναύται», που εδρεύει στην περιοχή Ξυλοκάστρου Κορινθίας.
Η μελέτη αυτή, εντασσόμενη στον τομέα της πειραματικής αρχαιολογίας, έχει ως βασικό στόχο την ανασύσταση και την ανακατασκευή της εργαλειοθήκης του Μυκηναίου τεχνίτη ξυλοναυπηγικής. Πρόκειται για μια προσπάθεια εντοπισμού του βασικού συνόλου εργαλείων, που χρησιμοποιεί ο Μυκηναίος ναυδόμος για την κατασκευή, αλλά και την επισκευή ενός αξιόπλοου σκαριού.
Αρχαιολογική μελέτη
Ξεκινώντας κανείς να πραγματευτεί τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν στη ναυπηγική, είναι αναμενόμενο να αρχίσει την έρευνα από εκείνα που εντοπίσθηκαν σε μυκηναϊκά ναυάγια ή σε νεώσοικους της Ύστερης Χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ωστόσο, λόγω του ότι δεν έχουν εντοπιστεί, ή και αν ακόμη έχουν εντοπιστεί, δεν έχουν ανασκαφεί, το θέμα προσεγγίσθηκε ακολουθώντας μια διαφορετική πορεία. Σε πρώτη φάση, συγκεντρώθηκαν σε ειδικά σχεδιασμένη βάση δεδομένων όλα τα εργαλεία τα οποία μπορούν, εν δυνάμει, να επεξεργαστούν ξύλο και να χρησιμοποιηθούν σε κατασκευές, όπως αυτές της ναυπηγικής. Στη συνέχεια, αξιοποιήθηκαν πληροφορίες προερχόμενες από διάφορες πηγές της υπό μελέτη εποχής, καθώς και ποικίλα αρχαιολογικά παράλληλα από το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Επιπλέον, η εικόνα για τα συγκεκριμένα εργαλεία συμπληρώθηκε από πληροφορίες των ιστορικών χρόνων, οι οποίες αφενός φωτίζουν πτυχές ανακλώντας πρωιμότερη τεχνογνωσία και αφετέρου καταδεικνύουν τη διαχρονικότητα της συγκεκριμένης τέχνης.
Κατόπιν, λοιπόν, γόνιμης συγκριτικής μελέτης όλων των προαναφερθέντων στοιχείων, προέκυψε ότι η εργαλειοθήκη του ναυπηγού-καραβομαραγκού της Ύστερης Χαλκοκρατίας περιείχε τα ακόλουθα εργαλεία, βασικά ή μη: τον πέλεκυ, το σκέπαρνο, τη σμίλη, το τρύπανο, τον οπέα, τον πρίονα και τη σφύρα. Επιπλέον, ξεχωριστή θέση κατέχουν τα εργαλεία μετρήσεως, όπως η στάθμη, η γωνία και ο πήχυς.
Κύρια πηγή πληροφοριών για τα είδη των εργαλείων που χρησιμοποιούνται στη ναυπήγηση πλοίων κατά την Εποχή του Χαλκού, αποτελούν οι αιγυπτιακές τοιχογραφίες της 5ης Δυναστείας, όπου απεικονίζονται σχεδόν όλα τα βασικά εργαλεία (εικ. 1). Η εικόνα αυτή ενισχύεται και επιμηκύνεται χρονικά μέχρι τα τέλη της Ύστερης Χαλκοκρατίας και τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους από την ομηρική μαρτυρία, όχι μόνο αναφορικά με την κατασκευή της σχεδίας του Οδυσσέα, αλλά και με άλλες διάσπαρτες αναφορές σε εργαλεία ναυπηγικής και ξυλουργικής. Τέλος, γραπτές και εικονιστικές πηγές των ιστορικών χρόνων επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες από παλαιότερες πηγές και προσφέρουν νέα στοιχεία για την εξέλιξη των εργαλείων της συγκεκριμένης τέχνης στο πέρασμα των αιώνων (εικ. 2, 3).
Μία ακόμα πηγή πληροφοριών για τους χρησιμοποιούμενους τύπους εργαλείων κατά τη συγκεκριμένη εποχή αποτελούν τα εργαλεία που εντοπίσθηκαν σε ναυάγια. Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκαν οι τύποι εργαλείων που ανευρέθηκαν στα δύο ναυάγια της Ύστερης Χαλκοκρατίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αυτό του Uluburun και της Χελιδονίας Άκρας (Cape Gelidonya) χρονολογούμενα, αντίστοιχα, στον 13ο και 14ο αι. π.Χ. Επιπλέον, ευρήματα από ναυάγια ιστορικών χρόνων, που έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν σκευές πλοίων, όπως η εργαλειοθήκη του Μa’agan Μikael, φωτίζουν περισσότερο τον απαραίτητο εξοπλισμό, με τον οποίο ήταν εφοδιασμένο ένα πλοίο κατά τις μετακινήσεις του. Εξάλλου, η χρήση τους για την κατασκευή του πλοίου, καθώς και για τις απαραίτητες επιδιορθώσεις, επιβεβαιώνεται από τον εντοπισμό και τη μελέτη των ιχνών ορισμένων από αυτά στα σωζόμενα ξύλινα τμήματα της γάστρας.
Η μελέτη ολοκληρώθηκε με την παραβολή αντίστοιχων εργαλείων, των οποίων η χρήση μαρτυρείται μέχρι τις μέρες μας στην παραδοσιακή ναυπηγική, καθώς και με την παρουσίαση νέων τύπων για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών.
Μέσα από όλη αυτή την πορεία καταδεικνύεται η χρήση κοινών τύπων εργαλείων καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυπηγικής ιστορίας. Γενικότερα, δεν διαπιστώθηκαν ριζικές αλλαγές στους τύπους των εργαλείων ναυπηγικής. Τα βασικά στοιχεία διαφοροποίησης ανάλογα την εποχή είναι το υλικό κατασκευής τους, από κρατέρωμα σε σίδηρο, καθώς και η ύπαρξη ορισμένων νέων τύπων, οι οποίοι δημιουργήθηκαν για να ανταποκριθούν στις εκάστοτε κατασκευαστικές ανάγκες. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι όσο δεν αλλάζουν οι κατασκευαστικές τεχνικές και η πρώτη ύλη κατασκευής των μετάλλινων μερών των εργαλείων, τόσο δεν παρατηρούνται ριζικές αλλαγές στη μορφολογία τους.
Πειραματική μελέτη
Τα εργαλεία που συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν θεωρείται ότι σχετίζονται με την επεξεργασία του ξύλου, διότι έχουν αρκετές ομοιότητες με αντίστοιχα παραδοσιακά, χειροκίνητα εργαλεία. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τη χρήση τους σε άλλα υλικά. Για την αξιολόγηση της χρήσης τους ήταν απαραίτητη η επιλογή μιας συγκεκριμένης κατασκευής, προκειμένου να διαπιστωθεί η καταλληλότητά τους για τη διαμόρφωση ξύλινων επιφανειών. Η επιλογή της ανακατασκευής τμήματος της γάστρας ενός πλοίου της Ύστερης Χαλκοκρατίας ξεκίνησε, όπως προαναφέρθηκε, στο πλαίσιο της οικοδόμησης της μυκηναϊκής εικοσόρου και κατέληξε στην ανακατασκευή συγκεκριμένου τμήματος της γάστρας από το ναυάγιο του Uluburun.
Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε υπαγορεύθηκε από τον βασικό γνώμονα που διέπει τη συγκεκριμένη μελέτη. Αυτός δεν είναι άλλος από την αξιολόγηση μέσω της χρήσης των υπό μελέτη εργαλείων. Σε πρώτη φάση, συγκεντρώθηκαν, εξετάσθηκαν και ταξινομήθηκαν όλα εκείνα τα εργαλεία, που θεωρούνται εν δυνάμει κατάλληλα για ξυλουργική χρήση. Από την έρευνα αυτή προέκυψαν ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά και ερωτήματα ή κενά, που σχετίζονται με τη χρήση τους και στα οποία η αρχαιολογική μελέτη δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει τις αναγκαίες απαντήσεις.
Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή της πειραματικής διαδικασίας, μέσω της οποίας επιβεβαιώνεται, σε πρώτη φάση, η ξυλουργική χρήση των εργαλείων και, στη συνέχεια, η καταλληλότητά τους για την τέχνη της ναυπήγησης. Με τον τρόπο αυτό, το πείραμα αποτελεί το δίαυλο που συνδέει το ίδιο το εύρημα-εργαλείο με τη λειτουργία που είναι προορισμένο να επιτελέσει. Έτσι, το εν δυνάμει ξυλουργικό εργαλείο ανακατασκευάζεται, μορφοποιείται και χρησιμοποιείται στην επεξεργασία ξύλου κατάλληλου για ναυπηγική χρήση. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται για ένα σύνολο κοπτικών, διατρητικών, κρουστικών, λειαντικών και μετρητικών εργαλείων, τα οποία φαίνεται να απαρτίζουν την εργαλειοθήκη του τεχνίτη του ξύλου της Ύστερης Χαλκοκρατίας.
Μετά την τεκμηριωμένη παρουσίαση των εργαλείων, που είναι, εν δυνάμει, κατάλληλα για την επεξεργασία ξύλου, καθίσταται αναγκαία η ανακατασκευή, η χρήση και η αξιολόγησή τους μέσω ποικίλων πειραματικών διαδικασιών. Γενικότερα, στην πειραματική μελέτη δόθηκε η ευκαιρία να επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες και να απαντηθούν ερωτήματα που προέκυψαν από την αρχαιολογική μελέτη.
Το πειραματικό μέρος περιλαμβάνει τη διαδικασία της ανακατασκευής και της αξιολόγησης επιλεγμένων εργαλείων προσομοιούμενων με αντίστοιχα, που εντοπίστηκαν σε διάφορες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την περίοδο της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Η ανακατασκευή των εργαλείων, στο σύνολό τους, εμπεριέχει τη φάση κατασκευής και μορφοποιήσεως των μετάλλινων στελεχών, καθώς και εκείνη της διαμορφώσεως των ξύλινων στειλεών, με βασικό στόχο την αξιολόγηση κατά τη χρήση.
Για την υλοποίηση του πειραματικού μέρους ήταν απαραίτητη η ύπαρξη συγκεκριμένων προϋποθέσεων, που σχετίζονταν άμεσα με την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή. Ειδικότερα, η ανακατασκευή των εργαλείων προϋπέθετε τη χρήση καθαρώς χημικού χαλκού (Cu) και καθαρώς χημικού κασσιτέρου (Sn), καθώς και γαιάνθρακα για την τήξη του μετάλλου. Η διαδικασία της χύτευσης πραγματοποιήθηκε σε χυτήριο στον Πειραιά, σε μήτρες από άμμο με τη χρήση ξύλινων ομοιωμάτων (εικ. 4-6).
Η ανακατασκευή των εργαλείων βασίσθηκε στα αποτελέσματα κραματικών και μεταλλογραφικών αναλύσεων των πρωτοτύπων, καθώς και των πορισμάτων που προέκυψαν από αυτές αναφορικά με τον τρόπο κατασκευής και τη διαδικασία μορφοποιήσεως. Ειδικότερα, η αλυσίδα ανακατασκευής των εργαλείων χωρίζεται σε τέσσερα διακριτά μέρη: α) τη φάση της χύτευσης και της κατασκευής των μητρών, β) την επεξεργασία των μετάλλινων στελεχών των εργαλείων, όπως αυτή προκύπτει από μεταλλογραφικές αναλύσεις, γ) τη μελέτη της κατασκευαστικής γεωμετρίας (μορφολογία κόψεως, μορφολογία οδόντων, ακόνισμα κ.λπ.), και δ) τη φάση στειλέωσής τους, κατά την οποία προτείνονται συγκεκριμένα υλικά κατασκευής (είδη ξύλου, κατασκευή σχοινιών για την πρόσδεση), ποικίλες μορφές στειλεών για όλους τους τύπους εργαλείων και, τέλος, τρόποι στειλέωσης, που σχετίζονται με την κατασκευαστική γεωμετρία και το είδος της εργασίας, την οποία τα συγκεκριμένα εργαλεία προορίζονται να επιτελέσουν. Με την τελευταία αυτή φάση, επιβεβαιώθηκαν πληροφορίες από ποικίλα αρχαιολογικά, εθνολογικά παράλληλα παραδοσιακών ξυλουργικών εργαλείων χειρός.
Στη συνέχεια, τα εργαλεία αξιολογήθηκαν κατά τη χρήση τους σε μεμονωμένες ξυλουργικές-ναυπηγικές εργασίες, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η καταλληλότητά τους στη διαμόρφωση του ξύλου και να επιλεγούν τα καταλληλότερα από αυτά, για την κατασκευή του τμήματος της γάστρας (εικ. 7). Η αξιολόγηση διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: α) την ποσοτική, β) την ποιοτική και γ) την εργονομική απόδοση. Για το λόγο αυτό, βασίσθηκε, αντιστοίχως, σε χρονικές σπουδές, στη μακροσκοπική εξέταση τελικού προϊόντος, καθώς και στην προσωπική μαρτυρία του χειριστή-τεχνίτη.
Επόμενο στάδιο αποτέλεσε η κατασκευή τμήματος της γάστρας του ναυαγίου του Uluburun, προκειμένου να αξιολογηθούν περαιτέρω τα εργαλεία, που αξιολογήθηκαν κατά το προηγούμενο στάδιο και να επιλεγούν, τελικά, όσα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βασικά στοιχεία της εργαλειοθήκης του Μυκηναίου ναυδόμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο ναυάγιο χρονολογείται στον 14ο αι. π.Χ. και είναι το μοναδικό, που διασώζει τμήμα της καρίνας και της γάστρας αποκαλύπτοντας τις ναυπηγικές τεχνικές της Ύστερης Χαλκοκρατίας.
Το πειραματικό μέρος ολοκληρώθηκε με τη χρήση των προεπιλεγμένων, κατά την προηγούμενη φάση, εργαλείων για την ανακατασκευή της γάστρας. Ακολουθήθηκε η ίδια τεχνική με την οποία είχε κατασκευαστεί το σκαρί του Uluburun, αυτή των τόρμων και των συνδέσμων, που ασφαλίζονται με ξύλινους ήλους δημιουργώντας μία συμπαγή κατασκευή στο σύνολό της (εικ. 8). Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα εκτελέστηκε σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα και από διαφορετικούς εκτελεστές. Ειδικότερα, κατασκευάσθηκαν δύο παρόμοια τμήματα της γάστρας στο εργαστήριο ξυλουργικής του τομέα Ανατομίας και Τεχνολογίας του Ξύλου του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών και στο εργαστήριο του παραδοσιακού καραβομαραγκού Ν. Δαρουκάκη αντιστοίχως. Το πρώτο εκτελέστηκε από έναν μη εξειδικευμένο χειριστή-μελετητή, τη γράφουσα, ενώ το δεύτερο από έναν εξειδικευμένο τεχνίτη. Τα συμπεράσματα, που προέκυψαν, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αποκαλύπτοντας τη διαχρονικότητα όχι μόνο των εργαλείων, αλλά και της ίδιας της τεχνογνωσίας, η οποία περνάει από τεχνίτη σε τεχνίτη και παραμένει αναλλοίωτη, όσο τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι τα ίδια και οι ανάγκες που καλύπτουν είναι κοινές.
Αξιολογώντας την όλη προσπάθεια μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο στόχος επιτεύχθηκε, αφού είναι δυνατόν να γίνει λόγος για ανασύσταση της εργαλειοθήκης του Μυκηναίου ναυδόμου.
Πιο συγκεκριμένα, ο βασικός εξοπλισμός του ναυπηγού απαρτίζεται από το σκέπαρνο, τον πρίονα, το τρύπανο με ή χωρίς τόξο, τη σμίλη και την ξύλινη σφύρα, καθώς και από ποικίλα εργαλεία μετρήσεως (εικ. 9). Τα προαναφερθέντα αποτελούν, κατ’ αρχήν, εργαλεία ξυλουργικά, που προορίζονται για την επεξεργασία γενικότερα του ξύλου, για την κάλυψη ποικίλων αναγκών, κατασκευαστικών, σε επίπεδο οικισμού, αλλά και καθημερινών, σε επίπεδο οίκου. Αυτό επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τον τόπο ευρέσεως των εργαλείων. Αν και η πλειονότητά τους εντοπίσθηκε σε «θησαυρούς», ωστόσο, η ανεύρεσή τους σε ταφικά και οικιστικά περιβάλλοντα, σε συνδυασμό με την απουσία χώρων που σχετίζονται με την κατασκευή πλοίων στην ηπειρωτική Ελλάδα συνηγορούν υπέρ μιας γενικότερης ξυλουργικής χρήσεως. Ωστόσο, η αξιολόγησή τους για την κατασκευή τμήματος της γάστρας ενός πλοίου επιβεβαιώνει τη δυνατότητα χρήσεώς τους και στη ναυπηγική.
Αναφορικά με την ανακατασκευή των εργαλείων, διαπιστώθηκε το γεγονός ότι οι μήτρες από άμμο διαθέτουν περισσότερα πλεονεκτήματα, σε σχέση με τις αντίστοιχες από λίθο ή πηλό. Επιβεβαιώθηκε, επίσης, το γεγονός ότι το κρατέρωμα (κασσιτερούχος χαλκός με 8-10% ποσοστό Sn) απαιτεί επεξεργασία αντίθετη από αυτή του σιδήρου. Το συγκεκριμένο κράμα, προκειμένου να σφυρηλατηθεί, είναι απαραίτητο να περάσει από το στάδιο της ανοπτήσεως στους 600-700ºC για μία περίπου ώρα και, στη συνέχεια, του εμβαπτισμού σε υγρό (νερό, λάδι). Με τη διαδικασία αυτή, αποδείχθηκε ότι επιτυγχάνεται η ομογενοποίηση της εσωτερικής του δομής, καθώς και η πλαστικότητα, η οποία διατηρείται με τον εμβαπτισμό του σε υγρό. Με τον τρόπο αυτό το εργαλείο γίνεται πιο μαλακό και σφυρηλατείται εν ψυχρώ πιο εύκολα, σε αντίθεση με τον σίδηρο, ο οποίος μορφοποιείται εν θερμώ και σκληραίνει, γίνεται ατσάλι, με τον εμβαπτισμό του σε υγρό, τη λεγόμενη βαφή. Για τα εργαλεία κοπής από κρατέρωμα ένας κύκλος επεξεργασίας ήταν ικανοποιητικός. Σε περιπτώσεις, όμως, που απαιτείται μεγαλύτερη σκληρότητα, ένας δεύτερος κύκλος αποδεικνύεται απαραίτητος.
Ενδιαφέροντα, επίσης, στοιχεία προέκυψαν και από τη στειλέωση των εργαλείων. Η απλότητα της γεωμετρίας των μονόστομων λεπίδων, σε συνδυασμό με τις αιγυπτιακές μαρτυρίες (παράλληλα, εικονογραφία) καταδεικνύουν την ποικιλία που χαρακτηρίζει τις λαβές και, συνεπώς, τα ίδια τα εργαλεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο σκέπαρνο, διαπιστώθηκε ότι στοιχεία της κατασκευαστικής του γεωμετρίας, όπως η λαβή με διαφορετική κάθε φορά γωνία στειλέωσης, σε συνδυασμό με τη γωνία κόψης, αποτελούν παράγοντες που καθορίζουν και την εξειδικευμένη χρήση του εργαλείου. Στειλεοί σε σχήμα Λ αποδείχθηκαν κατάλληλοι για τομή εγκάρσια προς τις ίνες, ενώ στειλεοί σε σχήμα S εργονομικά κατάλληλοι για τομή παράλληλα προς τις ίνες του ξύλου. Σκέπαρνα με τέτοιου είδους λαβές και με μικρή γωνία κόψεως (<17º) λειτουργούν ως πλάνες για την αφαίρεση λεπτών στιβάδων από την ξύλινη επιφάνεια, προκειμένου αυτή να εξομαλυνθεί και να αποκτήσει η προς επεξεργασία επιφάνεια τις απαιτούμενες τελικές διαστάσεις (εικ. 10).
Σχετικά με τα υλικά που χρησιμεύουν για την πρόσδεση των λεπίδων στους στειλεούς, διαπιστώθηκε ότι οργανικά υλικά, όπως το δέρμα ή οι ίνες λιναριού, είναι κατάλληλα για τέτοιου είδους χρήση, με ελαφρά υπεροχή του δέρματος, λόγω ασφαλέστερης πρόσδεσης και μεγαλύτερου χρόνου απρόσκοπτης χρήσης του εργαλείου.
Η αξιολόγηση της ποιοτικής, ποσοτικής και εργονομικής αποδόσεως των εργαλείων ολοκληρώθηκε με την ανακατασκευή του τμήματος της γάστρας, κατά την οποία καταδεικνύεται η καταλληλότητά τους. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι οι ναυπηγοί της ηπειρωτικής Ελλάδας είχαν στη διάθεσή τους όλους τους απαραίτητους τύπους εργαλείων για την κατασκευή του κελύφους μιας γάστρας, ακολουθώντας την ομώνυμη ναυπηγική τεχνική της εποχής (πρώτα το κέλυφος – shell first).
Συμπεράσματα
Κρίνοντας την κατασκευαστική γεωμετρία των εργαλείων, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το τεχνολογικό επίπεδο της εποχής ήταν υψηλό, αφού η πλειονότητα των εργαλείων είχε εξαντλήσει την τεχνολογική της εξέλιξη, με δεδομένο το συγκεκριμένο υλικό κατασκευής, το κρατέρωμα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι Μυκηναίοι τεχνίτες κατείχαν υψηλή τεχνογνωσία, αφού διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισμό και τη γνώση για την ολοκλήρωση μιας τόσο σύνθετης στο σχεδιασμό και δύσκολης στην εκτέλεση κατασκευής. Η αξιοσύνη τους αποτυπώνεται τόσο στην εξειδίκευση των εργαλείων τους, όσο και την αρτιότητα της ίδιας της κατασκευής.
Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς ότι με τη μελέτη αυτή φωτίστηκαν άγνωστες πτυχές της τεχνολογίας της εποχής, η οποία αποδεικνύεται περίπλοκη και εξελιγμένη. Η τεχνολογική αυτή εξέλιξη βασίζεται σε αρκετά προηγμένη, για την εποχή, τεχνογνωσία για την κατασκευή εργαλείων, την επεξεργασία της ξυλείας και, ειδικότερα, αυτής που προορίζεται για την κατασκευή πλοίων, η οποία αποκτήθηκε από συνεχή πειραματισμό και μετάδοση γνώσης από γενιά σε γενιά. Ουσιαστικά, αποδείχθηκε ότι οι Μυκηναίοι τεχνίτες διέθεταν τον κατάλληλο εργαλειακό εξοπλισμό για την επεξεργασία του ξύλου, προκειμένου για τη ναυπήγηση πλοίων.
Η μελέτη των μυκηναϊκών εργαλείων ξυλουργικής, που χρησιμοποιούνται σε ναυπηγικές εργασίες, επεδίωξε να προσφέρει μία, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένη και πληρέστερη επιστημονικά προσέγγιση-πρόταση για την έρευνα απλών, χρηστικών αντικειμένων, όπως είναι τα εργαλεία. Αυτά αντιμετωπίζονται ως τέχνεργα, που παρέχουν πληροφορίες για την πρώτη ύλη, τον τρόπο κατασκευής, την επεξεργασία, στην οποία υποβάλλονται, για να είναι έτοιμα προς χρήση, καθώς και το φάσμα των εξειδικευμένων εργασιών, που έχουν σχεδιαστεί να επιτελέσουν. Ας αποδοθεί, λοιπόν, σε αυτά τα εργαλεία και στους ανώνυμους τεχνίτες τους η αξία που τους αρμόζει ως φωτεινών δεικτών τεχνογνωσίας και τεχνολογικής ανάπτυξης για κοινωνίες που έχουν χαθεί.
Έλενα Μαραγκουδάκη (Δρ Αρχαιολογίας)