Οι έριδες που ακολούθησαν το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, οδηγώντας στους πολέμους των διαδόχων και το μοίρασμα της αυτοκρατορίας του είναι πασίγνωστες. Λιγότερο γνωστές όμως είναι οι μηχανορραφίες που διεξάγονταν την ίδια περίοδο στο εσωτερικό της αυλής του στρατηλάτη μεταξύ γυναικών, και συγκεκριμένα των συζύγων του.
Ο Αλέξανδρος είχε νυμφευθεί τη Ρωξάνη, κόρη του σογδιανού αρχηγού Οξυάρτη (329 π.Χ) και τη Στάτειρα, κόρη του Δαρείου Γ΄ (324 π.Χ.), ενώ εικάζεται ότι είχε και μια τρίτη σύζυγο, την Παρυσάτιδα, κόρη του Αρταξέρξη Γ΄. Είχε επίσης δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο (από τη Ρωξάνη) και τον Ηρακλή (από μια γυναίκα που ονομαζόταν Βαρσίνη). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Αλεξάνδρου, 77.4), μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, η Ρωξάνη με τη βοήθεια του αντιβασιλέα Περδίκκα, εξόντωσε τη Στάτειρα καθώς και την αδερφή της Δρύπετη (που ήταν χήρα του Ηφαιστίωνα), φορείς βασιλικού αίματος και πιθανές αντιζήλους της στο θρόνο. Η τύχη της Παρυσάτιδας, που ήταν επίσης πριγκίπισσα, είναι άγνωστη αν και σύμφωνα με μια σύγχρονη θεωρία, ίσως ήταν εκείνη που σκότωσε η Ρωξάνη, και όχι η Δρύπετη. Όπως και να έχει, και η ίδια η Ρωξάνη δεν εξασφάλισε τον θρόνο της. Δολοφονήθηκε με διαταγή του Κασσάνδρου, μαζί με τον γιο της Αλέξανδρο το 310 π.Χ, έξι χρόνια μετά τη δολοφονία της μητέρας του Αλεξάνδρου– και… ειδικής σε δυναστικές δολοφονίες – Ολυμπιάδας (316 π.Χ.), η οποία την προστάτευε.
Οι τελευταίοι της βασιλικής οικογένειας – αν και μη αναγνωρισμένοι από τους στρατηγούς-Διαδόχους – ήταν η Βαρσίνη και ο γιος της Ηρακλής, οι οποίοι τελικά δολοφονήθηκαν το 309 π.Χ. μετά από ενέργειες του Κασσάνδρου και του Πολυπέρχοντα (Διόδ. Σικ. 20.28.2-4). Φαίνεται ότι ο Μ. Αλέξανδρος κατέκτησε την Ασία αλλά δεν μπόρεσε να εδραιώσει τη δική του δυναστική γραμμή στην εξουσία.