Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας – η εξέλιξη στο σήμερα
Δρ Γεώργιος Τουρσούνογλου
Αρχιτέκτονας DESA Παρισίων
Επίκ. Καθηγητής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων
Συχνά αναφερόμαστε στην κακή πολεοδομική ανάπτυξη της Αθήνας, στους στενούς δρόμους, τα συνεχή μποτιλιαρίσματα, τις καθυστερήσεις στις μετακινήσεις και εν γένει στις κακές συνθήκες που καθημερινά αντιμετωπίζει ο Αθηναίος. Αν θελήσουμε να δούμε την εξέλιξη της Αθήνας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ το 1832, προτού ακόμη αυτή ανακηρυχθεί πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους το 1834.
Μελετώντας το τοπογραφικό σχέδιο των δύο αρχιτεκτόνων διαπιστώνουμε ότι διέθετε όλα αυτά που αργότερα στερήθηκε η Αθήνα, δηλαδή οδούς μεγάλου πλάτους, κήπους, πλατείες και χώρους για τα δημόσια κτίρια. Σημείο αναφοράς ήταν τα τέσσερα βουλεβάρτα γύρω από το κέντρο, που έδιναν σημαντική ανάσα και διέξοδο στη μελλοντική ανάπτυξή της. Κύριες γραμμές του σχεδίου, η Σταδίου και η Πειραιώς εκεί που είναι και σήμερα, με τη διαφορά ότι η Σταδίου έφθανε μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο. Στη δε συνάντηση των δύο δρόμων τοποθετούνταν τα ανάκτορα. Τρίτος βασικός δρόμος η Ερμού, δημιουργώντας με τους δύο προηγούμενους ένα ισοσκελές τρίγωνο και με έκταση που 2.200 στρέμματα. Η εφαρμογή του σχεδίου θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδιοκτησιών και το ξεσπίτωμα πολλών οικογενειών, κάτι που δεν άρεσε στους Αθηναίους, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν κατά των δύο αρχιτεκτόνων, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στην πόλη. Έτσι, αναγκάστηκε ο αντιβασιλεύς Μάουρερ να επισκεφθεί την Αθήνα από το Ναύπλιο και να ακούσει τις τερατολογίες που διαδίδονταν.
Σύμφωνα με τους κατοίκους, οι δρόμοι θα είχαν πλάτος 140 πόδια, το Δημαρχείο θα είχε 400 πόδια μήκος και μια εκκλησία θα ξεπερνούσε κατά 80 πόδια τον Άγιο Πέτρο της Ρώμης. Αμέσως λοιπόν ο Μάουρερ έδωσε εντολή να σταματήσουν οι εργασίες εφαρμογής του σχεδίου των δύο αρχιτεκτόνων και ζήτησε από τον Λουδοβίκο να στείλει τον προσωπικό του αρχιτέκτονα, τον Βαυαρό Κλέντσε, για να μελετήσει και να μεταρρυθμίσει το αρχικό σχέδιο. Αυτός έφτασε στο Ναύπλιο το 1830, σε ηλικία προχωρημένη, και έπιασε αμέσως δουλειά, για να φτιάξει την Οθωνούπολη. Το πρώτο μέλημά του ήταν η Ακρόπολη, η οποία βρισκόταν σε άθλια κατάσταση και χωρίς καμία προστασία από τις κλοπές μαρμάρων, μιας και ο πρώτος φύλακας, ο Πιττακής, δεν μπορούσε να φυλάξει το χώρο αυτό. Οι τροποποιήσεις του Κλέντσε ήταν δυστυχώς ατυχείς για την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας και υποκινούμενες από πολιτική σκοπιμότητα. Σε αντίθεση με τους δύο αρχιτέκτονες που είχαν απαγορεύσει το κτίσιμο γύρω από την Ακρόπολη, με σκοπό να προστατευθούν τα μνημεία και να γίνουν οι απαραίτητες ανασκαφές, αυτός επέτρεψε την ανοικοδόμηση στην περιοχή αυτή, όπου έκτισαν πρώτοι τα σπίτια τους οι δύο τεχνίτες από την Ανάφη, ο Γιώργος Δαμίγος και ο Μάρκος Σιγάλας, ακολουθούμενοι από άλλους Αναφιώτες. Όταν ξεφύτρωσαν εκεί πολλά σπίτια και ο συνοικισμός μεγάλωσε, έπρεπε να του δοθεί μια ονομασία. Πολλοί πρότειναν να ονομασθεί η περιοχή Νυχτοχώρι μιας και όλα τα σπίτια κατασκευάζονταν τη νύχτα. Τελικά για να τιμηθούν οι πρώτοι οικιστές, η περιοχή ονομάστηκε Αναφιώτικα, όπως είναι και σήμερα γνωστή.
Το σχέδιο του Κλέντσε δεν σεβάστηκε, όπως των προηγουμένων, τα βυζαντινά μνημεία, με αποκορύφωμα τη χάραξη της Ερμού έτσι ώστε να απαιτείται το γκρέμισμα της Καπνικαρέας, που ευτυχώς αργότερα σώθηκε. Μικραίνει πλάτος δρόμων, καταργεί πλατείες, μεταφέρει τα ανάκτορα από την Ομόνοια στον Κεραμεικό (αν και τελικά ούτε εκεί κτίσθηκαν), καταργεί τα τέσσερα βουλεβάρτα που είχαν σχεδιάσει οι προηγούμενοι και που έδιναν σημαντική ανάσα στην πόλη, την δε οδό Σταδίου που έφθανε μέχρι το Στάδιο την κάνει αδιέξοδο, εκτρέποντάς την προς την Πλάκα, και περιορίζει την έκταση του σχεδίου κατά 754 στρέμματα. Εγκατέστησε οικοδομικό τετράγωνο στην πλατεία Συντάγματος, διέκοψε την Πατησίων δημιουργώντας το τετράγωνο από την οδό Θεμιστοκλέους μέχρι την πλατεία Ομονοίας, μείωσε την Ευριπίδου από 30 σε 10 μέτρα, πιστεύοντας ότι η πρωτεύουσα δεν χρειαζόταν να επεκταθεί πέραν του Φιλοπάππου και του λόφου των Νυμφών.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1834 εγκρίθηκε το σχέδιο του Κλέντσε αφού υπέστη και αυτό πολλές τροποποιήσεις μέχρι την εφαρμογή του και αφού έγινε το τρομακτικό λάθος να μην εγκριθεί το αρχικό σχέδιο των δύο αρχιτεκτόνων, Κλεάνθη και Σάουμπερτ, που θα έδινε οπωσδήποτε μια διαφορετική εικόνα στη σημερινή Αθήνα με τα τόσα συγκοινωνιακά και κυκλοφοριακά της προβλήματα. Μετά την εκπόνηση και έγκριση του σχεδίου του Κλέντσε, είχαμε συνεχείς τροποποιήσεις (1837, 1843, 1847, 1856, 1860, 1862, 1864, 1919), που συνέχιζαν να δημιουργούν προβλήματα στην πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας. Ευτυχώς, που κατά την εφαρμογή του σχεδίου του Κλέντσε, ο Κλεάνθης είχε λάβει υπεύθυνη θέση σε νεοσυσταθείσα οικοδομική επιτροπή και δημιούργησε τη λεωφόρο Πανεπιστημίου πλάτους 32 μέτρων αντί των 12 που όριζε το σχέδιο, και έκανε και ορισμένες άλλες σωτήριες τροποποιήσεις. Ενώ δε ο Κλεάνθης είχε δουλέψει αφιλοκερδώς, από την αγάπη του προς την πατρίδα και τα αρχαία μνημεία της, ο Κλέντσε έλαβε τη μυθική για τότε αμοιβή των 24.000 δρχ. Με την εφαρμογή του σχεδίου αυτού αποφασίζεται και η διάνοιξη των κυρίων οδών Αιόλου, Αθηνάς και Ερμού μετατρέποντας σε άστεγους όσους είχαν καταφέρει με χίλιες στερήσεις και όπως όπως να επισκευάσουν τις κατεστραμμένες καλύβες τους. Όλα αυτά τα προβλήματα στην εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας ήταν φυσικό να δημιουργήσουν την οικοδομική αναρχία που επικράτησε, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να κτίζουν όπου και όπως ήθελαν και με τον τρόπο που τους βόλευε. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν καταπατήσεις μεταξύ γειτονικών οικοπέδων, συνηθισμένοι δε ήταν και οι συνεχείς καυγάδες μεταξύ των ιδιοκτητών. Γι’ αυτό στις 9 Απριλίου 1836 δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο πρώτος οικοδομικός κανονισμός με 12 άρθρα, που προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στην υπάρχουσα οικοδομική αναρχία και αυθαιρεσία που επικρατούσε και που όριζε τους κανόνες και τις προϋποθέσεις για το κτίσιμο των οικοπέδων. Έτσι, όποιος έχτιζε θα έπρεπε να «φυλλάτη την ευθυγραμμίαν και ισωπέδωσιν» ότι το ελάχιστο εμβαδόν οικοδομήσιμου οικοπέδου ορίζεται σε 200 πήχεις. Τα δε σπίτια επί των οδών Αθηνάς, Αιόλου, Ερμού, Πειραιώς, Μακράς Στοάς και Σταδίου καθώς και στις πλατείες Όθωνος και Λουδοβίκου θα έχουν «εν ισόγειον και εν ανώγειον πάτωμα», σχηματίζοντας «σειράν συνεχή και αδιάκοπον». Την ίδια εποχή εκδίδεται και το διάταγμα για το φόρο των οικοδομών, ο οποίος ορίζεται σε 7% επί του συμφωνηθέντος ενοικίου.
Πολύ απέχουν όλα τα παραπάνω από τη σημερινή Αθήνα, όπου το τυπικό κτίριο των σύγχρονων σπιτιών της είναι η πολυκατοικία μέσου ύψους. Πολυκατοικίες που κτίστηκαν στις περιοχές του κέντρου και της περιφέρειας πήραν τις θέσεις νεοκλασσικών σπιτιών μεγάλης αρχιτεκτονικής αξίας που αποτελούσαν κομμάτι της ιστορίας μας. Έτσι από τη μια αυτά τα κτίρια της δεκαετίας ’50 και ’60 κτισμένα από επιχειρηματίες κατασκευαστές, με τη μέθοδο της αντιπαροχής, πολλές φορές χωρίς τη μελέτη αρχιτέκτονα, και από την άλλη η αυθαίρετη δόμηση που ολοένα και αυξανόταν, μετέτρεψαν την Αθήνα σε μια απρόσωπη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, που όμως παραμένει «διαμαντόπετρα στη γης το δαχτυλίδι», όπως διαβάζουμε στους στίχους του Παλαμά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τα Αθηναϊκά 22 (1962).
Βολφ Ζ., Βαυαροί στην Ελλάδα, Αθήναι 1984.
Κανελλόπουλος Παναγιώτης, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, μέρος 4ο, τόμ. VIII, Αθήναι 1976.
Μάουρερ Γ.Λ., Ο Ελληνικός Λαός, Χαϊδελβέργη 1835.
Μπίρης Κ., Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών. Ιστορία και ανάλυσίς των, Αθήναι 1933.
Μπίρης Κ., Αι εκκλησίαι των Παλαιών Αθηνών, Αθήναι 1940.
Μπίρης Κ., Η πρωτεύουσα θύμα πολεοδομικού εμπαιγμού, Αθήναι 1961.
Μπίρης Κ., Για την Σύγχρονη Αθήνα, Μελέτες και Αγώνες, Αθήναι 1958.
Νέα Εστία 336 (1940).
Τραυλός Ι., Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών από των Προϊστορικών Χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Αθήναι 1960.
Φωτιάδης Δ., Όθωνας – η Έξωση, Αθήναι 1978.
Hederer Oswald, Leo Von Klenze, Μόναχο 1964.
ΦΕΚ αρ. φύλ. 19 και 40, 1936.
Φιλιππίδης Δημήτρης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1984.