Τα συγκέντρωσαν με προσοχή και ευλάβεια, άνοιξαν έναν μικρό λάκκο κάτω από το δάπεδο του κτιρίου, τα τοποθέτησαν εκεί και ύστερα τον έκλεισαν ερμητικά. Ο σκοπός ήταν να μείνουν εκεί, στη θέση τους, αδιατάρακτα από ανθρώπινο χέρι όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Και αυτό έγινε, αφού μόνο έπειτα από δυόμισι χιλιετίες μια «βέβηλη» ανασκαφή θα τα έφερνε στο φως. Τώρα πια ο λάκκος θα ονομαζόταν αποθέτης και τα ευρήματά του, παράξενα ειδώλια των οποίων η χρησιμότητα ακόμη αγνοείται, θα έπαιρναν τη θέση τους ανάμεσα στα ελάχιστα του είδους που υπάρχουν στον κόσμο. Τα κωδωνόσχημα, όπως αποκαλούνται σήμερα αυτά τα ειδώλια, ήταν το απρόσμενο εύρημα της ανασκαφικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού της Θήβας και κοντά στην αερογέφυρα Πυρίου, με αφορμή τις εργασίες οι οποίες έγιναν για την κατασκευή μιας παράπλευρης οδού.
«Η μεγάλη σημασία του αποθέτη και η ευτυχής συγκυρία συνίσταται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά κωδωνόσχημα ειδώλια έρχονται στο φωςσε κλειστό ανασκαφικό σύνολο» υπογραμμίζει η ανασκαφέας τους δρ Ελενα Κουντούρη, προϊσταμένη της Γραμματείας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Γνωστά διεθνώς μετά την επιλογή τους ως προτύπου για τον σχεδιασμό της μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, του Φοίβου και της Αθηνάς, τα κωδωνόσχημα ειδώλια αποτελούν μια εντελώς ιδιαίτερη ομάδα της κεραμικής παραγωγής της Βοιωτίας κατά τη Γεωμετρική Εποχή. Ως πρόσφατα ήταν γνωστά μόνο 12 από αυτά (και δύο κίβδηλα). Όλα πλην ενός, που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, περιλαμβάνονται σε συλλογές μουσείων του εξωτερικού αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές και όλα έχουν πιθανολογούμενη προέλευση τη Βοιωτία. Ήδη όμως ο αποθέτης στο Πυρί της Θήβας ανέβασε τον αριθμό τους κατά δύο. Έστω και αν χρειάστηκε να ανασυγκροτηθούν καθώς βρέθηκαν τεμαχισμένα. Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα σπανιότατο σύνολο και γι΄ αυτό εξαιρετικής σημασίας.
Κτίριο της Κλασικής Εποχής ήταν αυτό στο οποίο βρέθηκε ο αποθέτης, ένα μικρό όρυγμα μέγιστης διαμέτρου 0,70 μ., με τις πλευρές επενδεδυμένες με μικρούς, αργούς λίθους και κάλυψη από έναν μεγάλο, επίπεδο σχιστόλιθο. Η ανασκαφή του μάλιστα έγινε με μεγάλη δυσκολία, όπως λέει η κυρία Κουντούρη, καθώς βρισκόταν κατά ένα μέρος του κάτω από το ανάχωμα της σιδηροδρομικής γραμμής. Ο κώδων
Ένα πήλινο ομοίωμα ροδιού, πολλά αγγεία διαφόρων τύπων (κέρνοι, σκύφοι, τριφυλλόσχημες οινοχόες, υδρίες, κανθαρίσκοι, ένας αρύβαλλος, ένας ασκός κτλ.), καθώς και πέντε χάλκινα, σπειροειδή ψέλια βρίσκονταν επίσης μέσα στον αποθέτη. «Η χρονολόγησή τους είναι σαφής και προσδιορίζεται στο διάστημα από την τελευταία εικοσαετία του 8ου αιώνα π.Χ. ως και το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. Παράλληλα η κεφαλή ενός γυναικείου ειδωλίου που βρέθηκε μαζί τους και χρονολογείται στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. αποτελεί το terminus post quem της απόθεσης» επισημαίνει η αρχαιολόγος.
Με σχήμα κώδωνα, από όπου και αν προέρχεται η σύγχρονη ονομασία τους, μακρύ λαιμό, κινητά κάτω άκρα αλλά και οπή για την ανάρτησή τους, τα ειδώλια αυτά παραπέμπουν εύκολα στις σημερινές μαριονέτες. Όπως εξηγεί η κυρία Κουντούρη, ο τεχνίτης άρχιζε την κατασκευή πλάθοντας στον τροχό το σώμα και τον υψηλό κυλινδρικό λαιμό, ενώ στο τέλος διαμόρφωνε με τα δάχτυλα πλέον το μικρό, μακρόστενο κεφάλι με το ανασηκωμένο πιγούνι. Στη συνέχεια και καθώς ο πηλός ήταν ακόμη νωπός άνοιγε με ένα λεπτό εργαλείο μια διαμπερή οπή στην κορυφή του κεφαλιού, καθώς και στα πλάγια του σώματος. Ένα κομμάτι σχοινιού ή δέρματος περνούσε από το κεφάλι και θα χρησίμευε για την πρόσδεση των κάτω άκρων και για την ανάρτηση του ειδωλίου.
Οι απεικονίσεις
Γυναικεία μορφή παριστάνει το ένα από τα κωδωνόσχημα ειδώλια, όπως δηλώνει η πλαστική απόδοση του στήθους. Τα μάτια είναι ζεύγος στιγμών, τα μαλλιά είναι μελανό γάνωμα στην κορυφή του κεφαλιού, ενώ ο τεχνίτης επιδιώκοντας να πλησιάσει τους κυματιστούς βοστρύχους ζωγράφισε κυματοειδείς γραμμές στο μέτωπο, στον αυχένα και στον λαιμό. Όσο για το δεύτερο ειδώλιο, το οποίο σώζεται αποσπασματικά, παρουσιάζει διαφορά προς το προηγούμενο στην απόδοση των χεριών, τα οποία στην περίπτωσή του δεν σχεδιάστηκαν αλλά κολλήθηκαν στο σώμα. Πέραν αυτού, θεωρείται ότι προσεγγίζει περισσότερο στα ειδώλια με φυσιοκρατικά χαρακτηριστικά.
Γενικότερα ωστόσο η κυρία Κουντούρη, η οποία τα βρήκε και τα μελέτησε, θεωρεί ότι αυτά τα δύο νέα παραδείγματα κωδωνόσχημων ειδωλίων συνιστούν μια αξιόλογη προσθήκη ποιοτική και ποσοτική- στη μικρή ομάδα των γνωστών μας ως σήμερα.
«Ο μικρός αριθμός παραδειγμάτων που έφθασαν ως τις ημέρες μας δείχνει ότι δεν πρόκειται για αντικείμενα μαζικής παραγωγής αλλά για ειδικές παραγγελίες που ενέχουν ενδεχομένως κάποια ιδιαίτερη, συμβολική σημασία για τους κατόχους τους» λέει. Κατηγορηματική εξάλλου είναι και όσον αφορά τον τόπο κατασκευής τους λέγοντας: «Η ομοιότητα στην υφή και το χρώμα του πηλού των ειδωλίων αλλά και των άλλων αγγείων του αποθέτη δείχνουν ως τόπο παραγωγής τους τη Θήβα».
Σημαντικό ακόμη είναι το γεγονός ότι έπαψαν να παράγονται μετά το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ.
Η αφετηρία
Αλλά η αρχή τους; Παλαιότερα είχε αναζητηθεί σε επιρροές από τις ανατολικές θρησκείες, ενώ κατ΄ άλλους είχε θεωρηθεί επιβίωση του κρητομυκηναϊκού τύπου της θεάς με τα υψωμένα χέρια, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η μεγάλη χρονική απόσταση που μεσολαβεί. Για την κυρία Κουντούρη πιθανότερη είναι η άποψη ότι τα κωδωνόσχημα της Βοιωτίας βασίστηκαν στα χειροποίητα πολύσπαστα ειδώλια με τη χαρακτηριστική εμπίεστη και εγχάρακτη διακόσμηση που παράγονταν στην Αττική κατά την Πρωτογεωμετρική Εποχή. Και εκείνα άλλωστε κατασκευάζονταν για περιορισμένο χρονικό διάστημα (την πεντηκονταετία από το τέλος του 10ου ως τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ.) και είχαν ιδιαίτερη ταφική σημασία για το αγοραστικό κοινό.
Επόμενος σταθμός στη διαμόρφωση του τύπου θα πρέπει να ήταν τα νησιά του Ανατολικού και στη συνέχεια ακολουθώντας αντίστροφη πορεία τα ιδιαίτερα αυτά ειδώλια θα φθάσουν ως τα βοιωτικά εργαστήρια. Στη σύγχρονη εποχή όμως έφθασαν και μακρύτερα. Στο Λούβρο, σε μουσεία της Βοστώνης, του Βερολίνου, της Κοπεγχάγης και σε ξένες ιδιωτικές συλλογές τα κωδωνόσχημα της Βοιωτίας αποτελούν πολύτιμα εκθέματα.
Ελκυστικές υποθέσεις
Κατασκευάζονταν για να συνοδέψουν τους νεκρούς ή αποτελούσαν αναθήματα στους θεούς; ή μήπως και τα δύο; Απάντηση δεν υπάρχει ακόμη για τα περίφημα κωδωνόσχημα ειδώλια ούτε η πρόσφατη ανακάλυψη πλούτισε τις γνώσεις των αρχαιολόγων. Μόνον υποθέσεις και παρατηρήσεις διατυπώνονται,λοιπόν,όπως αυτή της αρχαιολόγου κυρίας Έλενας Κουντούρη,η οποία επισημαίνει την ασυνήθιστη συνύπαρξη ιδιόρρυθμων σχημάτων όπως του ασκού, του ομοιώματος ροδιού, των κέρνων, των καλαθίσκων και των κωδωνόσχημων ειδωλίων μέσα στον ίδιο αποθέτη.
«Προς το παρόν ας σταθούμε στη λατρευτική χρήση του αποθέτη και στην ερμηνεία των κωδωνόσχημων ειδωλίων ως αναθημάτων» λέει η ίδια. Για να θέσει πάραυτα το ερώτημα: «Πώς ερμηνεύεται όμως η εικονιζόμενη μορφή, πρόκειται για μικρό είδωλο ή ομοίωμα κάποιας θεότητας;». Οι ελκυστικές υποθέσεις έρχονται λοιπόν στη συνέχεια: μπορεί αυτά τα κωδωνόσχημα ειδώλια να σχετίζονται με πανάρχαιες τελετουργίες, τα «Δαίδαλα», όπως λέγονταν, προς τιμήν της Ήρας, στην κορυφή του Κιθαιρώνα, όπου, σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, ξύλινα ξόανα ντυμένα με γυναικεία ενδύματα ρίχνονταν στην πυρά μαζί με σφάγια. Ή μπορεί να τα κρεμούσαν οι πιστοί από τα δέντρα ως απεικονίσεις της Άρτεμης, όπως έκαναν οι θιασώτες της θεάς στην Αρκαδία. Ή ακόμη μπορεί να αποτελούσαν απεικονίσεις της Πότνιας θηρών, η μορφή της οποίας αποδίδεται σε θηβαϊκό αμφορέα του πρώτου μισού του 7ου αιώνα π.Χ. Ίσως όμως πάλι όλες αυτές οι θεωρίες να είναι τόσο γοητευτικές ώστε να μην πρέπει να απομυθοποιηθούν.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 26/4/09